Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος κατά των ομοφυλοφίλων.
Εἰσαγωγή
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς ἀποκλειστικό Της σκοπό τή σωτηρία καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ψυχική καί σωματική [1], ὡς ὁμοίωση πρός τόν Χριστό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μεταξύ τῶν πνευματικῶν μέσων πού ἡ Ἐκκλησία μετέρχεται εἶναι καί ὁ ἐν ἀγάπῃ ἔλεγχος, ἡ στηλίτευση· καί ἡ δριμύτητα τοῦ ἐλέγχου εἶναι εὐθέως ἀνάλογη τόσο μέ τήν ἀναισθησία καί πώρωση πού ἔχει νά ἀντμετωπίσει ἐκ μέρους τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καί μέ τήν ζημία πού ἐπαπειλεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία [2].
Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας (376-444) τόν ὁποῖον παρακάτω δημοσιεύουμε σέ μετάφραση, ἀφορᾷ στή μεγάλη ἁμαρτία καί διαστροφή τῆς ἐνεργοῦς ὁμοφυλοφιλίας καί ἀμφι-φυλοφιλίας (“bisexuality”), μολονότι ἐπιγράφεται «Λόγος στηλιτευτικός κατά εὐνούχων» [3]. Συμφώνως πρός τήν εὐαγγελική διαίρεση τῆς «εὐνουχίας» ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό [4], ὑπάρχουν εὐνοῦχοι πού γεννήθηκαν ἔτσι, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού εὐνουχίσθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ πνευματικῶς εὐνοῦχοι, γιά τούς ὁποίους ἡ «ἀπενεργοποίηση» τῶν σαρκικῶν λειτουργιῶν εἶναι κατόρθωμα [5], ἐπιτηδευόμενο γιά τήν εἴσοδο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ συγκεκριμένος λόγος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στρέφεται ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τή σωματική δυσλειτουργία ἤ ἀναπηρία τοῦ εὐνουχισμοῦ τήν ἔστρεψαν ὄχι πρός τόν πνευματικό ἀγῶνα, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως ἀδράνησαν οἱ γενετήσιες λειτουργίες τους, ἀλλά πρός τόν γυναικισμό καί τήν ἐκθήλυνση (κιναιδισμό, σοδομισμό, «ὁμοφυλο-φιλία») ἤ τήν πιό ἄνετη (λόγῳ ἀδυναμίας τεκνοποιήσεως) ἐπιτέλεση τῆς μοιχείας καί πορνείας [6] (πορνεία ὀνομάζεται ἐκκλησιαστικῶς, ἡ ἄνευ γάμου μείξη ἤ συμβίωση καί ὄχι μόνον ἡ ἀγοραία –δηλαδή ἐπί χρήμασι- σχέση) [7].
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Δημητρόπουλο καί τήν παλαιόθεν ἰσχύουσα ἐπιστημονική ἄποψη (φιμωμένη σήμερα γιά λόγους … «πολιτικῆς ὀρθότητος») οἱ ὁρμονικές διαταραχές βοηθοῦν στήν ἐκδήλωση τοῦ γυναικισμοῦ καί δυνητικῶς, ἀργότερα, τῆς γενετησίου διαστροφῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας: «Καί δή οἱ μέν ἀπό παιδικῆς ἤ ἐφηβικῆς ἡλικίας εὐνουχισθέντες οὐδέποτε ἀποκτοῦν ἀνδρικά χαρακτηριστικά, παραμένουν ἐσαεί ἀγένειοι, ἐκθηλύνονται βαθμηδόν κατά τήν σωματικήν διάπλασιν, τήν ὁμιλίαν καί τήν ψυχοσύνθεσιν καί παραμένουν μονίμως καθυστερημένοι διανοητικῶς, οἱ δέ εἰς ὥριμον ἡλικίαν εὐνουχισθέντες διατηροῦν μέν μονιμώτερον τά ἐξωτερικά τοῦ ἀνδρός χαρακτηριστικά, ἀλλά βαθμηδόν καί οὗτοι ἀποκλίνουν εἰς τήν θηλυμορφίαν καί τήν θηλυπρέπειαν, καταντῶντες ἐνίοτε εἰς νοσηράς διαστροφάς τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου, οὐχί δέ σπανίως καί εἰς φρενοπάθειαν» [8].
Ἡ γλῶσσα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στό παρακάτω κείμενο εἶναι ὀξεῖα, διότι, ὡς Ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποίαν τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Καλός Ποιμήν Χριστός, αἰσθάνεται τήν εὐθύνη γιά τόν κίνδυνο κατά τῆς ἐνδο-οικογενειακῆς σωφροσύνης καί συζυγικῆς πίστεως καί κατά τῆς νεολαίας, ἀπό τόν γυναικισμό τῶν εὐνούχων «οἰκιακῶν βοηθῶν»· τά σχετικά μέ αὐτούς γνώριζε βεβαίως ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀπό τίς διηγήσεις τῶν Κληρικῶν του καί τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Σύμφωνα μέ τήν ἀποστολική ἐντολή, ὁ Ποιμενάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας ἀσκεῖ δημόσια φανέρωση τῆς αἰσχρουργίας, χωρίς νά θίγει συγκεκριμένα πρόσωπα: «καί μή συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δέ καί ἐλέγχετε· τά γάρ κρυφῇ γινόμενα ὑπ΄ αύτῶν αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» [9]. Ὁ θεσμός τῶν εὐνούχων, προερχόμενος ἀπό τούς λαούς τῆς Ἀσίας, «παρ΄ οἷς ἐκράτει ἡ πολυγαμία καί οἱ εὐνοῦχοι ἐθεωροῦντο ἀναγκαῖοι ὡς φύλακες τῶν γυναικωνιτῶν» [10], ἐπέζησε καί στό Βυζάντιο, μολονότι οἱ εὐνοῦχοι ἀποκλείονταν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερωσύνης ἄν ὁ εὐνουχισμός τους ἦταν δική τους ἐπιλογή [11].
Τό ὅτι ἡ συνοίκηση μέ εὐνούχους δέν εἶναι ἄμοιρη κινδύνων οὔτε καί γιά τίς ἴδιες τίς γυναῖκες, τό ἐπεσήμαινε παλαιότερα καί ὁ Μέγας Βασίλειος σέ σύγγραμμα περί τῆς ἐν Χριστῷ παρθενίας (τό ἔργο ἀποδίδεται καί στόν Βασίλειο Ἀγκύρας)· ὁ Ἅγιος τόνιζε ὅτι ἡ αἰσχρότης τοῦ βίου δέν ὀφείλεται πρωτίστως στό σῶμα, ἀλλά στή ἐπιθυμία καί φιληδονία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εὑρίσκει ποικίλους τρόπους νά ἐκδηλωθεῖ, ἀκόμη καί ὅταν τό σῶμα παρεμποδίζει τή διενέργειά της: «Πόσο περισσότερο πρέπει νά προφυλάσσεται ἡ παρθένος ἀπό τά ἀνδρικά σώματα, ἀκόμη καί ἄν εἶναι εὐνούχων; Διότι μολονότι εἶναι εὐνοῦχος, ἀλλά εἶναι ἄνδρας κατά τήν φύση … Ἕτσι καί ὁ ἄνδρας πού ἔχει ὑποστεῖ ἐκτομή τῶν μορίων, εἶναι ὅμως ἄνδρας ὡς πρός τήν ἐπιθυμία τοῦ πάθους» [12].
Τό μέγιστο ἁμαρτητικό βάρος τῆς ἔμπρακτης ὁμοφυλοφιλικῆς «δραστηριότητος» τονίζεται σαφέστατα καί ἐκτενέστατα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλά δέν μποροῦμε ἐδῶ νά ἐπεκταθοῦμε πολύ. Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός μνημόνευσε τίς πόλεις Σοδόμων καί Γομόρρας, ὅπου πολιτευόταν ἡ ὁμοφυλοφιλία (ἐξ οὗ καί ὁ ὅρος «σοδομισμός») [13], ὡς ἐνδείξεις τῆς χειρίστης καί κολάσιμης ἀποστασίας ἀπό Θεοῦ κατά τήν παλαιά ἐποχή [14] ἐξ ἧς καί ἡ θεία «ἀπ’ οὐρανοῦ» τιμωρία [15], ὅπως τονίζει ἐπίσης καί τό ἀποστολικό κήρυγμα περί τῆς ἀσεβείας τῶν Σοδομιτῶν, «ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ» [16]. Χαρακτηριστικότερη ἀποτίμηση τῆς ἀνδρικῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τοῦ λεσβιασμοῦ, ὡς συνεπείας τῆς ἐσκεμμένης, θεληματικῆς περιφρονήσεως τοῦ Θεοῦ («γνόντες τόν Θεόν, οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν», «οἵτινες μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει») καί τῆς δίκαιης ἐγκαταλείψεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, κάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Πρός Ρωμαίους Ἐπιστολῆς: «Γι’ αὐτό τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ πάθη ἀτιμίας· δηλαδή καί οἱ γυναῖκες μετήλλαξαν τή φυσική χρήση στήν παρά φύση· ὁμοίως καί οἱ ἄνδρες, ἀφοῦ παράτησαν τή φυσική χρήση τῆς γυναικός, πυρακτώθηκαν ἀπό τήν μεταξύ τους σφοδρή ἐπιθυμία, κατεργαζόμενοι τήν ἀσχημοσύνη ἄνδρες σέ ἄνδρες, καί λαμβάνοντας πλήρως τήν πληρωμή τῆς πλάνης τους, ὅπως ἔπρεπε» [17]. Δέν εἶναι περιττό νά ὑπενθυμίσουμε, ὅτι ἡ ἐπιζήτηση τῆς ἡδονῆς ἀνεξαρτήτως ἀπό τούς φυσικούς λόγους καί τρόπους πού τήν συνοδεύουν ἀποδεικνύεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς ψυχοφθόρος κακία (διάκριση διατροφῆς-γαστριμαργίας, τεκνογονίας-πορνείας κ.ο.κ.) [18]. Οἱ ἱεροί Κανόνες, πού ὑποδεικνύουν τρόπους θεραπευτικούς τῆς ἁμαρτίας, προβλέπουν ἀπαιτητικούς καί μακρούς ἀγῶνες γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τό πάθος τῆς ἐμπράκτου ὁμοφυλοφιλίας καί μακρά στέρηση τῆς Κοινωνίας τοῦ Κυριακοῦ Σώματος καί Αἵματος· ἀπό αὐτό βέβαια συμπεραίνεται καί ἡ δεινότητα τοῦ πνευματικοῦ τραυματισμοῦ, λόγῳ τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν πράξεων [19].
Ὅσα γράφονται ἐδῶ, δέν ἔχουν σκοπό παρά (α) νά βοηθήσουν στήν ἐπίγνωση τῆς ὑποστάθμης στήν ὁποία ἔχει ὁδηγηθεῖ ἡ κοινωνία μας ὑπό τήν «πεφωτισμένη» κακία τοῦ οὑμανιστικοῦ, ἀνθρωπο-κεντρικοῦ πολιτισμοῦ, μέ τήν θριαμβική ἀνάδειξη ἐμφανῶν καί ἀμετανοήτων ὁμοφυλοφίλων στίς ἡγετικές θέσεις τῆς κοινωνίας μας καί (β) στήν ἐπίγνωση καί ἐν Χριστῷ μετάνοια συνανθρώπων μας ἀπό τό πάθος τῆς ἐμπράκτου ὁμοφυλοφιλίας (καί ἀμφι-φυλοφιλίας), τήν ὁποία μετάνοια περιμένει ἐναγωνίως ὁ Ἐσταυρωμένος δι΄ ἡμᾶς Θεός Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά τούς καταστήσει ἁγίους καί μετόχους τῆς Βασιλείας Του, ὅπως ἔχει ἤδη κάνει μέ πολλούς: «καί ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες σας σάν πορφύρα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι καί ἄν εἶναι σάν τό κόκκινο, θά τίς λευκάνω σαν τό μαλλί» [20].
Ἀπό τά πληρέστερα σύγχρονα συγγράμματα σχετικά μέ τήν ὁμοφυλοφιλία προτείνεται τό τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Νεκταρίου Ζιόμπολα, Ὁμοφυλοφιλία [21].
Εἰσαγωγή-μετάφρασις-σχόλια: impantokratoros.gr
Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Λόγος κατά τῶν ὁμοφυλοφίλων
(Λόγος στηλιτευτικός κατά εὐνούχων)
Φανερώνοντας, λοιπόν, ἔξοχα καί στηλιτεύοντας ὁ μέγας Κύριλλος
αὐτήν τήν ἀκόλαστη καί ἀκάθαρτη γνώμη καί πράξη
ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θεληματικῶς πάσχουν,
λέγει τά ἑξῆς:
Οἱ καημένοι τό ἐνεργοῦν αὐτό – τό νά ὑφίστανται ὅσα ἀνήκουν στίς γυναῖκες, ἐνῷ θέλουν νά εἶναι ἄνδρες – ἐξ αἰτίας τῆς ἀκολασίας. Διότι διαφθείρουν τή θεόπλαστη καί ἀνδροπρεπῆ μορφή μεταβάλλοντας τή φύση, ὄχι γιά τίποτε τό χρήσιμο, παρά μόνο γιά τήν ἀσέλγεια, εἴτε θεληματικῶς πολλές φορές, εἴτε ἀναγκαζόμενοι ἀπό ἄλλους νά τό ὑπομείνουν αὐτό. Ὡς φθορεῖς τῆς φύσεως, καί ἐχθροί τοῦ [ἀνθρωπίνου] γένους, γίνονται καί σπῖλοι τῆς πολιτείας καί προσβολή γιά τή ζωή· ἐκπορνευόμενοι σάν τίς Μαινάδες [22] χορεύουν ἄμετρα στά αἴσχιστα πάθη· μειγνύοντας τήν ἄθλια ζωή μέ τήν σιχαμερή καί διεφθαρμένη πολιτεία τους, περιφέρουν τά πρόσωπά τους ἀμφίβολα καί μισημένα καί «γράμμα νοθευμένο» [23]. Αὐτοί νά φεύγουν μακριά ἀπό τούς ἱερούς περιβόλους καί νά ἀποδιώκονται ἀπό τίς ἅγιες Συνάξεις [τῆς Ἐκκλησίας] ὡς σιχαμένο μόλυσμα καί θεομίσητο. Διότι, ἀφοῦ μέ αἰσχρότατη καί κάκιστη βούληση ἀλλοίωσαν καί μεταποίησαν τό καλό καί θεϊκό ἔργο πρός τό κακό καί κατηγορημένο δόγμα [24], καί ἀφοῦ ἀνάγκασαν τήν πνευματική εὐνουχίᾳ νά ὑπηρετεῖ τήν ἀπαγορευμένη πράξη, δέν εἶναι ἄξιοι μόνον νά δέχονται τήν τιμωρία τῆς νομικῆς ἀποφάσεως [25], ἀλλά καί νά ἀποδιώκονται συνολικῶς στό λεγόμενο ἐξώτερο σκότος τῆς κολάσεως, βάσει τῆς εὐαγγελικῆς καί ἀποστολικῆς ἀποφάσεως [26]. Διότι γι΄ αὐτούς εἶπε ὁ Μωυσῆς: «Θλαδίας καί ἐκτετμημένος δέν θά εἰσέλθει στήν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου» [27].
Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά δεῖ κανείς γεμᾶτα τά σπίτια τῶν μεγιστάνων ἀπό τέτοια τερατόμορφα πρόσωπα, πού φοροῦν χρυσᾶ περιλαίμια στόν τράχηλο, καί νά ἔχουν φύση μέν ἀρσενική, ἀλλά ὄψη θηλυκή, καί νά βαδίζουν θηλυπρεπῶς καί νά ὁμιλοῦν ἀσελγῶς. Ὅπως τά πορνίδια, περιστρέφουν μέ ἀπρέπεια τό κεφάλι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ καί γελοῦν ἀκράτητα καί μέ ἀναίδεια, ὑποδηλώνοντας φανερή ὑποδούλωση στόν οἶστρο. Ἔτσι, ἀφ΄ ἑνός φθείρονται ὡς γυναῖκες, μαλακά κατακλινόμενοι καί ἐκθηλυνόμενοι μέ τούς ἅνδρες, ἀφ’ ἑτέρου δέ, κοιμώμενοι μέ τίς γυναῖκες ὡς φύλακες καί εἰκόνες σωφροσύνης δῆθεν, αἰσχροπραγοῦν ἀναίσχυντα καί ἀσύστολα. Καί αὐτοί λοιπόν, φθειρόμενοι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπό ἄνδρες βεβήλους καί ἀνοσίους, ἐκθηλύνονται καί καταμολύνονται μέσῳ τῆς παρά φύσιν ἀνοσιουργίας καί σιχαμάρας. Οἱ ἴδιοι δέ σάν λυσσασμένα σκυλιά καταμολύνουν καί καταβλάπτουν γυναικάρια ταλαίπωρα, «πού ἔχουν σωρούς ἀπό ἁμαρτίες», ὅπως ἔχει λεχθεῖ [28]· καί, τό χειρότερο καί πιό ἐλεεινό, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ γίνονται αἴτιοι καί πρόξενοι καί μέτοχοι τῆς ἀπεράντου κολάσεως, καί ἐκεῖνοι πού φθείρουν καί ἐκεῖνοι πού φθείρονται [29].
Ἀλλά, πόση ἀφροσύνη! Πόση ἀπάτη καί παραλυσία ! Αὐτούς, κάποιοι ἄνθρωποι καί μάλιστα ἀξιωματοῦχοι, ἀφοῦ τούς παραδεχθοῦν ὡς σώφρονες, τούς ἐμπιστεύονται καί τούς βάζουν στά σπίτια τους [30]. Ἐκεῖνοι, γινόμενοι δεκτοί στό σπίτι, καί ἐξασφαλίζοντας καί «θάρρος», τούς μέν σώφρονες ἄνδρες, πού ἐπιμελοῦνται μέ τρόπο δίκαιο τήν ἀρετή, ἀφοῦ τούς δελεάσουν σιγά σιγά, τούς ἐκσφενδονίζουν ἐλεεινά στό αἰσχρό βάραθρο τῶν Σοδομιτῶν, καί τούς παραπέμπουν στό πῦρ [τῆς κολάσεως]· γι΄ αὐτό, λοιπόν, αὐτούς, ὁ νόμος καί ὁ Εὐαγγελικός Λόγος καί ὁ ἄριστος βίος καί ἡ εὐσεβής πολιτεία τούς σιχαίνεται πολύ ἰσχυρῶς, ὡς θεομίσητους καί ἀκαθάρτους. Διότι αὐτοί, ἀφοῦ προτίμησαν καί πόθησαν μιά τέτοια καταμολυσμένη ζωή, ὅσον μέν ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς, καί τίς πόλεις τίς ἀφάνισαν, παραφθείροντας τόν σπερματικό λόγο τῆς φύσεως καί φθειρόμενοι [οἱ ἴδιοι], ἀλλά καί δεινῶς ἐξαφάνισαν τήν ἔνδοξη ρώμη καί τό παράστημα τοῦ ἀνδρός, καί τήν ἀρρενωπή καί γενναία ἰσχύ του· καί μέ ἕνα λόγο, ἀφοῦ κατέστρεψαν τή σύντονη καί σφριγηλή ἀκμή τῆς νεότητος, ἔκαναν ἄθλιους καί περιγέλαστους ὅσους παρασύρθηκαν [ἀπό αὐτούς] · αὐτούς βέβαια πρέπει νά τούς ἀποφεύγει κανείς «τρέχοντας» καί νά τούς σιχαίνεται δικαίως, ὡς ψυχοκτόνους καί σωματοφθόρους καί πράγματι μολυσμένους καί καταχραστές τῆς φύσεως· διότι ἀληθῶς δέν ὑπάρχει τίποτε πιό σιχαμένο καί ἀκάθαρτο ἀπό ὅσους ἔτσι ἐκπορνεύονται καί ἐκπορνεύουν [31]. Συνηθίζουν δέ, καθώς ἔχουμε πληροφορηθεῖ μέ ἀλήθεια καί ἀκρίβεια, ὄχι μόνον οἱ σπάδοντες [32] καί ὅσοι ἔχουν ἐλλιπῆ τά ὄργανα τῆς αἰσχρουργίας, νά προβαίνουν σέ ἄμετρη ἀσέλγεια καί νά ἀκολασταίνουν χωρίς κόρο, ἀλλά καί οἱ τελείως ἀπόκοποι καί ἐκτετμημένοι, ὅπως καί ἐκεῖνοι πού ἐκ γενετῆς τά στεροῦνται αὐτά [τά ὄργανα] – ὤ, τί ἔσχατο ἀτόπημα καί φρενοβλάβεια – νά φθείρουν τίς ἄθλιες γυναῖκες μέ τό χέρι καί μέ τό δάχτυλο, καί νά κατεργάζονται μέ τόση μανία τήν ἀνοσιουργία οἱ ἀνόσιοι. Αὐτό φανερώνοντας ὁ Σοφός ξεκάθαρα εἶπε: «Μακάριος ὁ εὐνοῦχος πού δέν διέπραξε ἀνομία μέ τό χέρι καί ἡ παρθένος πού δέν γνώρισε κρεβάτι σέ παράπτωμα» [33].
Εὐλόγως, λοιπόν, ὀνομάστηκαν αὐτοί ἄθηλοι, ἄναδροι, ἀνδρόγυνοι, σιδηροκατάδικοι καί γυναικομανεῖς [34]. Ἄς ἀκούσουν, λοιπόν, ἐκεῖνοι πού ματαίως τούς θεωροῦν καθαρούς καί σώφρονες καί νά μή ἐμπιστεύονται τό ψεῦδος καί τήν προσποιητή καθαρότητα καί σωφροσύνη· διότι, «ἀπό ἀκάθαρτο τί καθαρό μπορεῖ νά προέλθει; Καί ἀπό τό ψεῦδος ποιά ἀλήθεια μπορεῖ νά προέλθει» [35];
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[1] Α΄Θεσ. 5,23· «καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη» καί Α΄Πετρ. 1, 9· «κομιζόμενοι τό τέλος τῆς πίστεως ὑμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν».
[2] Πρβλ. Β΄Κορ. 7, 9· «Νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γάρ κατά Θεόν, ἵνα ἐν μηδενί ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν» καί Β΄Τιμ. 4, 2· «Κήρυξον τόν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καί διδαχῇ».
[3] Λόγος ΙΘ΄, στηλιτευτικός κατά εὐνούχων PG 77, 1105C-1109C. Ὁ λόγος αὐτός σώζεται ἐπίσης στό ἱστορικό σύγγραμμα τοῦ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Χρονικόν Σύντομον 4,220,8 PG 110,804B- 807A.
[4] Ματθ. 19, 11.12
[5] Φαίνεται ἀπό τό ὅτι «εὐνούχισαν ἑαυτούς» (ἔνθ’ ἀνωτ.), καί δέν τό ἔλαβαν ἀπό Θεοῦ, ὡς δεδομένον, ἀλλά προτρέπονται σέ αὐτό («ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω», Ματθ. 19,11 καί «λέλυσαι ἀπό γυναικός; Μή ζήτει γυναῖκα», Α΄ Κορ. 7,27)· αὐτοί εἶναι ὅσοι «νεκροῦν τά μέλη αὐτῶν ἐπί τῆς γῆς» (πρβλ. Κολ. 3,5).
[6] Αὐτό ἐννοεῖ τό μέρος ἐκεῖνο τοῦ (ἐδῶ δημοσιευομένου) λόγου πού ἔχει στό πρωτότυπο ὡς ἑξῆς: «καί τήν πνευματικήν εὐνουχίαν ἀπηγορευμένῃ πράξει λειτουργεῖν ἀναγκάσαντες» (PG 77, 1108B). Περί τῆς διαφορᾶς ὅσων εὐνούχων εὐνουχίσθηκαν, ὥστε ἀκινδύνως νά συναναστρέφονται μέ ἐμπάθεια γυναῖκες, καί ἐξ ἀντιθέτου ἐκείνων τῶν εὐνούχων πού μετέτρεψαν τήν ἀκούσια σωματική ἀναπηρία σέ πνευματική παρθενία, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος (Περί τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας πρός Λητόιον Ἐπίσκοπον Μελιτηνῆς 64, PG 30, 800Β-801A): « Ὡς εὐνοῦχος, φησί, περιλαμβάνων παρθένον, καί στενάζων, [Σοφ.Σειρ. 30, 20] Πάντως δέ ὅτι οὐ δύναται ὅ βούλεται πράξαι. Καί, Ἐπιθυμία εὐνούχου ἀποπαρθενῶσαι νεάνιδα [Σοφ.Σειρ. 20, 4]. Εἰ καί μητέρα γάρ, φησί, διά τό ἄγονον οὐ ποιεῖ, ἀλλ΄ ἀποπαρθενεῦσαι αὐτήν θέλει. Οὐ τοίνυν ἐπί σωφροσύνῃ ἐπαινεῖσθαι προσήκει τούς ἀποκοπτομένους τά μόρια […] Εἴ δέ οἴονται τήν ἀποκοπήν τῶν μορίων εἰς τήν τῆς ἀναμαρτησίαν συμβάλλεσθαι, ἐκκοψάτωσαν καί τούς ὀφθαλμούς, πολλά παρά λόγον ἐμβλέποντας […] Ἐνταῦθα δέ ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀποτελέσαι ὅ βούλονται, τολμηρούς αὐτούς πρός τήν ἀπόλαυσιν τῆς ἐπιθυμίας ποιοῦσα, τήν ἐκ τῆς βουλήσεως ἁμαρτίαν ἐν αὐτοῖς ἔτι μᾶλλον ἐξάπτει […] Οὐ περί πάντων δέ καθόλου εὐνούχων τά προεκτεθέντα εἰρήκαμεν, ἀλλά περί τῶν ἵν’ ἐξουσίαν ἑαυτοῖς πραγματεύσωνται, ὡς θέλουσιν ὁμιλεῖν γυναιξίν, ἀποκοψαμένων ἀτόπως». Ἀντιθέτως, οἱ σώφρονες εὐνοῦχοι «τῷ ἐξ ἀκουσίως συμβεβηκότι αὐτοῖς κατά τό σῶμα εὐνουχισμῷ, τόν ἑκούσιον τῆς ψυχῆς εὐνουχισμόν σώφρονι λογισμῷ ἑαυτούς εὐνουχίσαντες, καθαρῶς γυναιξίν ὁμιλοῦσι».
[7] Ἀπό τά πολλά σχετικά τεκμήρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ἀναφέρουμε τό τοῦ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ: «Τισί μέν τῶν οὖν τῶν ἀκριβεστέρων ἤρεσε καί τό κατά πορνείαν πλημμέλημα, μοιχείαν εἶναι νομίζειν, διότι μία ἐστίν ἡ νόμιμος συζυγία, καί γυναικί πρός ἄνδρα καί ἀνδρί πρός γυναῖκα. Πᾶν οὖν μή τό νόμιμον παράνομον πάντως, καί ὁ μή τό ἴδιον ἔχων, δηλαδή τό ἀλλότριον ἔχει […] διεκρίθη τό πλημμέλημα τῇ γενικῇ διαιρέσει ταύτῃ, ὡς πορνείαν μέν εἶναι καί λέγεσθαι τήν χωρίς ἀδικίας ἑτέρου γινομένην τισί τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσιν· μοιχείαν δέ, τήν ἐπιβουλήν τε καί τήν ἀδικίαν τε τοῦ ἀλλοτρίου. Ἐν ταύτῃ δέ καί τήν ζωοφθορίαν καί τήν παιδεραστίαν εἶναι λογίζονται· διότι καί ταῦτα φύσεώς ἐστι μοιχεία. Εἰς γάρ τό ἀλλότριόν τε καί παρά φύσιν γίνεται ἡ ἀδικία» (Ἐπιστολή Κανονική πρός τόν ἐν ἁγίοις Λητόιον Ἐπίσκοπον Μελιτηνῆς PG 45,228 B.C.).
[8] ΠΑΝ. Κ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Εὐνουχισμός» ΘΗΕ 5 (1964), στ. 1066.
[9] Ἐφ. 5, 11.12
[10] ΠΑΝ. Κ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., στ. 1065
[11] Αὐτόθι, στ. 1066: «Ἑπομένως ὁ εὐνοῦχος, ὅστις, λόγῳ παθήσεως ὑπό ἰατροῦ ἐχειρουργήθη, ἤ ὑπό βαρβάρων ἤ ἐν διωγμῷ ἤ ἐξ οἱασδήποτε ἐπηρείας ἀνθρώπων, ἄκων ἐξετμήθη, ἠδύνατο νά χειροτονηθῇ κληρικός, ἐάν κατά ἄλλα ἦτο ἄξιος πρός χειροτονίαν».
[12] Περί τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας πρός Λητόιον Ἐπίσκοπον Μελιτηνῆς 62.63 PG 30, 797C.800A : «Πόσῳ πλέον δεῖ τά ἄῤῥενα σώματα, κἄν εὐνούχων ᾖ, τήν παρθένον φυλάττεσθαι; Κἄν εὐνοῦχος γάρ ᾖ, ἀλλ’ ἀνήρ ἐστι τήν φύσιν […] οὕτω καί ὁ ἄρσην ἀποκεκομμένος τά μόρια, ἄρσην ὅμως ἐστί τῇ ἐπιθυμίᾳ τοῦ πάθους. Διό καί αὐτός κατά τό ὅμοιον σχηματισάμενος πρός τήν πράξιν, ἔρωτος πνέει καί ἐκτόπου μανίας. Ἀλλά καί ὁρμῶν πρός τήν συμπλοκήν, κἄν μή φθείρῃ τῷ μέρει ἐκείνῳ ἐνοχλῶν τῇ θηλείᾳ, ὅμως αὐτός μέν ὡς φθείρας, τήν ἐπιθυμίαν οὕτως ὑπό τῆς φαντασίας διάκειται. Τήν δέ πρός τήν ἀμαρτίαν πικρότερον ἐρεθίζων, φθείρει μέν ὅλον τόν νοῦν, καί τό σῶμα δέ πρός τήν τῆς φθορᾶς πρᾶξιν οἰστρεῖ».
[13] Γεν. 19, 4-9
[14] Ματθ. 10,15. 11, 23.24· Λουκ. 10, 12
[15] Λουκ. 17, 29· «ᾟ δέ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λώτ ἀπό Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καί θεῖον ἀπ΄ οὐρανοῦ, καί ἀπώλεσεν ἅπαντας».
[16] Β΄Πέτρ. 2,6.7· «Καί πόλεις Σοδόμων καί Γομόρρας τεφρώσας καταστροφῇ κατέκρινεν, ὑπόδειγμα μελλόντων ἀσεβεῖν τεθεικώς· Καί δίκαιον Λώτ, καταπονούμενον ὑπό τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς ἐρρύσατο» (στόν ἑπόμενο στίχο, 8, τονίζεται ὁ βασανισμός τοῦ Λώτ ἀπό τήν θέα τῶν «ἀνόμων ἔργων» τῶν Σοδομιτῶν). Ἐπίσης, Ἰούδα 7· «Σόδομα καί Γόμορρα, καί αἱ περί αὐτάς πόλεις, τόν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καί ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκός ἑτέρας, πρόκεινται δεῖγμα, πυρός αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι».
[17] Ρωμ. 1, 26.27· «Διά τοῦτο παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας· αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν. Ὁμοίως δέ καί οἱ ἄρσενες, ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας, ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι, καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει, τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες».
[18] Εἶναι χαρακτηριστική ἡ θέση τοῦ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 4· PG 90, 1017C.D. (μετάφρασις): «Δέν εἶναι τά φαγητά κακά, ἀλλά ἡ γαστριμαργία. Οὔτε ἡ παιδοποΐα, ἀλλά ἡ πορνεία. Οὔτε τά χρήματα, ἀλλά ἡ φιλαργυρία. Οὔτε ἡ δόξα, ἀλλά ἡ κενοδοξία. Ἐάν λοιπόν ἔτσι εἶναι, δέν ὑπάρχει κακό στά ὄντα, παρά ἡ παράχρησή τους, ἡ ὁποία συμβαίνει ἀπό τήν ἀμέλεια τοῦ νοῦ γιά τήν φυσική καλλιέργεια. Πρβλ. Ρωμ. 13, 14· «Ἀλλ΄ ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».
[19] Χαρακτηριστικοί οἱ ἱεροί Κανόνες περί πολυετοῦς ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Κοινωνία (62ος τοῦ Μ. Βασιλείου καί 4ος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης). Βεβαίως ὅλοι οἱ τρόποι θεραπείας ἐξαρτῶνται ἀπό – καί μειώνονται κατά – τή θερμή μετάνοια τοῦ ἐξομολογουμένου καί μετανοοῦντος μέ τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (καί ὄχι συναισθηματική καί ὡς ἔτυχε) διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ. Ἡ βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς ἐκτίθεται καί στόν 7ο Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου: «Ἀρρενοφθόροι καί ζωοφθόροι καί φονεῖς καί φαρμακοί καί μοιχοί καί εἰδωλολάτραι, τῆς αὐτῆς καταδίκης εἰσίν ἠξιωμένοι». Βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 593.
[20] Ἠσ. 1, 18· «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ».
[21] Ἀθήνα 2008, σελίδες 447 http://www.greekorthodoxbooks.com/DE5D5D4D.el.aspx.
[22] Μαινάδες (ἡ μαινάς, ἡ βάκχη): Τό Λεξικόν τοῦ Σούδα (10ος αἰ.) ταυτίζει τήν Μαινάδα μέ τή Βάκχη (σελ. 679) καί ἀλλοῦ: «Βάκχαι καί Σάτυροι καί Πᾶνες καί Σιληνοί, ὀπαδοί Διονύσου […] βακχεύων: μαινόμενος. Καί κατεβακχεύοντο, τοὐτέστιν ἐνεθουσίων ἐπιπνοίας τινός πληρωθέντες· “ἐπ΄ αὐτήν … ἐξοιστρούμενοι”» (Suidae Lexikon, ex recognitione Immanuelis Bekkeri, typis et impensis Georgii Reimeri, Berolini 1854, σελ.211). Πρόκειται περί τῆς ὀργιαστικῆς λατρείας τοῦ «θεοῦ» Διονύσου καί τά κατ΄ αὐτήν, στήν αἰσχρή ἀκολουθία τοῦ ὁποίου οἱ Μαινάδες ἀποτελοῦσαν τό γυναικεῖο τμῆμα.
[23] Προφανῶς ἡ ἔκφραση θέλει νά σημάνει τήν φαλκίδευση, ἐκτροπή καί ἀλλοίωση τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ καί νοήματος ἑνός πράγματος.
[24] Ἡ γενετήσιος ἀναπαραγωγική λειτουργία εἶναι σαφῶς «κατασκευή» τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἄν ἐνεργοποιήθηκε μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων· ἔτσι ἀπαγορεύεται, ὡς αἵρεση, νά καθίσταται ἀντικείμενο μομφῆς (ὅπως στούς αἱρετικούς Γνωστικούς Ἐγκρατῖτες), ὡς αἴτιο δῆθεν τῆς ἁμαρτίας. Ἁμαρτία εἶναι ἡ παράχρησή της: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατά Μανιχαίων 14, PG 94, 1517C.D.1520A: «Ἔστιν οὖν ἡ κακία ἡ τῶν φυσικῶν δυνάμεων παράχρησις […] καί οὐκ αὐταί αἱ δυνάμεις, οὐδέ ἡ χρῆσις αὐτῶν ἐστι κακή, ἀλλ’ ὁ κακός τρόπος τῆς χρήσεως, ὁ παρά τόν νόμον τοῦ δεδωκότος Θεοῦ […] Καί εἰ τῇ μίξει χρησόμεθα ταῖς ἑαυτῶν γυναιξί πρός τεκνογονίαν κατά τόν νόμον τόν δοθέντα τῇ φύσει παρά Θεοῦ, καλόν· εἰ δέ χρησόμεθα τῇ ἐπιθυμίᾳ πρός τά ἀλλότρια, παρά τόν νόμον τοῦ Θεοῦ, κακόν […] Ἡ πορνεία οὐ διά τήν συνάφειάν ἐστι κακή, ἀλλά διά τό τῇ ἀλλοτρίᾳ συναφθῆναι».
[25] Ἐννοεῖ τούς κατά τῆς ὁμοφυλοφιλίας ρωμαΐικους, «βυζαντινούς», νόμους, ὅπως λ.χ. τήν διάταξη Institutiones IV. Xviii. 4 ἀπό τό Corpus Juris Civilis τοῦ ἔτους 533 μ.Χ. ἐπί Ἰουστινιανοῦ, πού προέβλεπε τόν διά ξίφους θάνατο μοιχῶν καί ὁμοφυλοφίλων (βάσει τοῦ παλαιοῦ νόμου Lex Julia de adulteris, ἀπό τό 17 π.Χ. περίπου): «… non solum temeratores alienarum nuptiarum gladio punit, sed etiam eos, qui cum masculis infandam libidinem exercere audent». Ἐπίσης, τόν προγενέστερο νόμο τῶν Βαλεντινιανοῦ Β΄, Θεοδοσίου καί Ἀρκαδίου, τοῦ ἔτους 390, πού συμπεριελήφθη στόν Θεοδοσιανό Κώδικα (IX.vii.6) καί προέβλεπε τήν δημόσια καύση σέ πυρά γιά τήν ἔμπρακτη ὀμοφυλοφιλία: «Omnes, quibus flagitii usus est, virile corpus muliebriter constitutum alieni sexus damnare patientia (nihil enim discretum videntur habere cum feminis), huius modi scelus spectante populo flammis vindicibus expiabunt». K.ἄ.
[26] Α΄ Κορ. 6,9.10· «Μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὔχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». Βλ. καί παραπάνω σημ. 14.
[27] Δευτ. 23, 2· «Οὐκ εἰσελεύσεται θλαδίας οὐδέ ἀποκεκομμένος εἰς τήν ἐκκλησίαν Κυρίου».
[28] Β΄Τιμ. 3, 6.7· «Ἐκ τούτων γάρ εἰσιν οἱ ἐνδύνοντες εἰς τάς οἰκίας καί αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καί μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα».
[29] Βλ. ἀνωτέρω σημ. 14, 15 καί 26.
[30]. Τώρα ὄχι μόνον στίς οἰκίες, ἀλλά καί σέ δημόσια ἀξιώματα καί σέ περίοπτες θέσεις τῶν Μ.Μ.Ε. καί τοῦ starsystem ταινιῶν, μουσικῆς καί φιλολογίας, ὥστε νά μπορεῖ καί ἡ εὐμετάβλητη νεότητα νά ἐξοικειωθεῖ μέ – καί παραδειγματιστεῖ ἀπό – τούς ἰδιαίτερους τρόπους καί τά «σκιρτήματα» τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
[31] Βλ. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους 4,2· PG 60, 419· «Ἅ γάρ αἱ πορνευόμεναι πάσχουσι γυναῖκες, ταῦτα καί οὗτοι· μᾶλλον δέ ἐκείνων ἀθλιώτερα. Ταῖς μέν γάρ εἰ καί παράνομος, ἀλλά κατά φύσιν ἡ μεῖξις· αὕτη δέ καί παράνομος καί παρά φύσιν […] τό γάρ ὑπό τῶν οἰκείων ὑβρίζεσθαι ἐλεεινότερον τοῦ παρά τῶν ἀλλοτρίων. Τούτους ἐγώ καί ἀνδροφόνων χείρους εἶναί φημι· καί γάρ βέλτιον ἀποθανεῖν ἤ ζῇν ὑβριζόμενον οὕτως. Ὁ μέν γάρ ἀνδροφόνος τήν ψυχήν ἀπό τοῦ σώματος διέῤῥηξεν, οὗτος δέ τήν ψυχήν μετά τοῦ σώματος ἀπώλεσε. Καί ὅπερ ἄν εἴποις ἁμάρτημα, οὐδέν ἴσον ἐρεῖς τῆς παρανομίας ταύτης· καἰ εἰ ἐπῃσθάνοντο τῶν γινομένων οἱ πάσχοντες, μυρίους ἄν κατεδέξαντο θανάτους, ὥστε μή τοῦτο παθεῖν».
[32] Ὡς πρός τήν διάκριση τῶν εὐνούχων ἰσχύουν τά ἐξῆς: «Ὁ ὑποστάς τήν ἐγχείρησιν τοῦ εὐνουχισμοῦ καλεῖται εὐνοῦχος. Οἱ εὐνοῦχοι διακρίνονται εἰς τρεῖς κατηγορίας· εἰς τούς ἐκτομίας, τούς θλιβίας καί τούς σπάδωνας. Ἐκτομίαι καλοῦνται ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων οἱ ὄρχεις ἀπεκόπησαν δι΄ ἐγχειρήσεως, θλιβίαι ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐστερήθησαν αὐτῶν δι΄ ἐκθλίψεως, καί σπάδωνες ἐκεῖνοι, οἵτινες οὔτε ἐκτομίαι οὔτε θλιβίαι ὄντες, συνεπείᾳ ψύξεως ἤ παθήσεως τῶν ὄρχεων, κατέστησαν ἀνίκανοι πρός παιδοποιΐαν. Σπάδων ὅμως ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ σημαίνει ἐν γένει τόν εὐνοῦχον, ἀσχέτως πρός τήν αἰτίαν ἐξ ἧς οὗτος κατέστη τοιοῦτος» ΠΑΝ. Κ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., στ. 1065.
[33] Σοφ. Σολ. 3, 13.14· «Ὅτι μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος, ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτην ἐν παραπτώματι, ἕξει καρπόν ἐν ἐπισκοπῇ ψυχῶν, καί εὐνοῦχος ὁ μή ἐργασάμενος ἐν χειρί ἀνόμημα, μηδέ ἐνθυμηθείς κατά τοῦ Κυρίου πονηρά».
[34] ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολή 115, Σιμπλικίᾳ αἱρετικῇ, PG 32,532A· «Εἰ δέ καί μαρτύρων χρεία, οὐ δοῦλοι στήσονται, οὐδέ εὐνούχων γένος ἄτιμον καί πανώλεθρον· τοῦτο δέ τοῦτο, ἄθηλυ, ἄνανδρον, γυναικομανές, ἐπίζηλον, κακόμισθον, ὀξύθυμον, θηλυθριῶδες, γαστρίδουλον, χρυσομανές, ἀπηνές, κλαυσίδειπνον, εὐμετάβλητον, ἀμετάδοτον, πάνδοχον, ἀπροσκορές, μανικόν καί ζηλότυπον· καί τί γάρ ἔτι εἰπεῖν; σύν αὐτῇ τῇ γενέσει σιδηροκατάδικον. Πῶς οὖν τούτων γνώμη ὀρθή, ὧν καί οἱ πόδες στρεβλοί; Οὗτοι σωφρονοῦσι μέν ἄμισθα διά σιδήρου· μαίνονται δέ ἄκαρπα δι΄ οἰκείαν αἰσχρότητα».
[35] Σοφ. Σειρ. 34, 4· «Ἀπό ἀκαθάρτου τί καθαρισθήσεται; Καί ἀπό ψευδοῦς τί ἀληθεύσει;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου