ΜΕΡΟΣ-Γ-ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
-Η «ἀποκατάστασις εἰς οἰκεῖον βαθμόν» των σχισματικών, οι οποίοι δεν διέθεταν κανονική χειροτονία ή καθαιρέθηκαν από ιεροσύνης εξαιτίας της προσχωρήσεως σε σχίσμα.
-Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί της
αποδοχής κληρικών άνευ απολυτηρίου
-Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του
αποκλειστικού δικαιώματος απονομής αυτοκεφάλου
- Η παραβίαση της αρχής της ισότητας των Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών
από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
-Η μονομερής αναθεώρηση από το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως πράξεων, που έχουν νομοθεσμική σημασία.
-Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του
αποκλειστικού δικαιώματος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στη Διασπορά.
-Συμπέρασμα
-------------------------------------------------------------------------
3. Η «ἀποκατάστασις
εἰς οἰκεῖον βαθμόν» των σχισματικών, οι οποίοι δεν διέθεταν
κανονική χειροτονία ή καθαιρέθηκαν από ιεροσύνης εξαιτίας της προσχωρήσεως σε
σχίσμα
Αδιαμφισβήτητη αθέτηση των ιερών κανόνων και αποστασία από
την μακραίωνη εκκλησιαστική πρακτική αποτελεί η «ἀποκατάστασις
εἰς οἰκεῖον
βαθμὸν» των Ουκρανών
σχισματικών από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Με την από 11ης Οκτωβρίου 2018 απόφαση της
Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «ιεράρχες» και «κληρικοί» των
δύο σχισματικών δομών στην Ουκρανία, δηλαδή της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας
του Πατριαρχείου Κιέβου και της Ουκρανικής Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας
έγιναν δεκτοί σε εκκλησιαστική κοινωνία «εἰς
οἰκεῖον αὐτῶν βαθμὸν», χωρίς να εξετασθούν οι περιστάσεις της
καταδίκης τους και το εάν διαθέτουν χειροτονία.
Αυτή η απόφαση ελήφθη παρά το γεγονός ότι οι σχισματικοί δεν
μετανόησαν και δεν επανενώθηκαν με την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, από την
οποία εξέπεσαν και την οποία εχθρεύονται μέχρι σήμερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
καταπατήθηκε ο μείζων όρος της αποδοχής των σχισματικών: η μετάνοια και η
επανένωση αυτών με την Εκκλησία, από την οποία είχαν αποσχισθεί. Εν τω μεταξύ,
ακριβώς με αυτόν τον όρο η Αγία Εκκλησία θεράπευε τα σχίσματα τόσο στην
αρχαιότητα, όσο και κατά τη νεότερη εποχή, όπως επιβεβαιώνεται από πολλά παραδείγματα.
Ειδικότερα δε, η εξέταση του προβλήματος του Μελιτιανού
σχίσματος έγινε με την απευθείας σύμπραξη της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, εντός
της οποίας προέκυψε και η οποία έπασχε από αυτό. Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας
Αλέξανδρος, όπως αναφέρεται στις συνοδικές πράξεις, «ήταν ο πρωτεργάτης και
κεντρικός μέτοχος όλων όσα έγιναν στη Σύνοδο». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι
επίσκοποι, οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί εν σχίσματι τελούντες, επανερχόμενοι
στην Εκκλησία, θα έπρεπε να επιβεβαιωθούν με πλέον «μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ» και τέθηκαν σε υποταγή στους
κανονικούς επισκόπους κατά τόπους. Τους συνεστήθη «να μην πράξουν απολύτως
τίποτε άνευ της συγκατάθεσης των επισκόπων της Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας, των υπό τον [επίσκοπο Αλεξανδρείας] Αλέξανδρο».
Κατά τρόπο παρόμοιο η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε περί
του Νοβατιανού σχίσματος. Σύμφωνα με τον 8ο κανόνα αυτής οι
Νοβατιανοί επίσκοποι θα έπρεπε «να ομολογήσουν γραπτώς» ότι θα ακολουθούσουν
κατά πάντα τις διατάξεις της Καθολικής Εκκλησίας. Στη συνέχεια, μετά την τέλεση
επ’ αυτών χειροθεσίας (ὥστε
χειροθετουμένους αὐτούς),
επανενώθηκαν με την Εκκλησία και ακριβώς όπως και οι Μελιτιανοί τέθηκαν σε θέση
υποταγής έναντι των επιχωρίων κανονικών επισκόπων.
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία επιλαμβανόταν του
ζητήματος της αποδοχής στην Εκκλησία των εικονομάχων επισκόπων, τους ζήτησε
γραπτή μετάνοια, το οποίο και έγινε. Παραλλήλως, η υπόθεση του κάθε εικονομάχου
επισκόπου εξετάσθηκε από τους πατέρες της Συνόδου ξεχωριστά, όπως αναφέρεται
στις συνοδικές πράξεις, και οι επίσκοποι, οι οποίοι ήταν οι πλέον ένθερμοι
εικονομάχοι, όπως λ.χ. ο μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Γρηγόριος, ανακρίθηκαν με
ιδιαίτερη επιμέλεια και κλήθηκαν σε συνεδρίες της Συνόδου κατ’ επανάληψιν.
Στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία η ίδια αρχή εφαρμόσθηκε
στη Σύναξη Προκαθημένων και αντιπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών το
1998 στη Σόφια: οι σχισματικοί επίσκοποι έγιναν δεκτοί σε κοινωνία μόνον αφού
είχαν μετανοήσει και δηλώσει προθυμία να επανενωθούν με την κανονική Ορθόδοξη
Εκκλησία της Βουλγαρίας.
Οι σχισματικοί στην Ουκρανία δεν μετανόησαν και δεν
επανενώθηκαν με την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία και τον Προκαθήμενό της
Μακαριώτατο μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριο. Η απόφαση της
Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί αποδοχής εκείνων των
ανθρώπων στην εκκλησιαστική κοινωνία αποδεικνύει την αποστασία από την
μακραίωνη πρακτική, που έχει βαθιές ρίζες στην ορθόδοξη δογματική διδασκαλία. Η
αποστασία αυτή με τη σειρά της οδηγεί σε αλλοιώσεις ως προς την κατανόηση της
φύσεως και της διαρθρώσεως της ίδιας της Εκκλησίας.
Η βαρύτητα της αντικανονικής πράξεως του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως επιδεινώνεται με το ότι όλοι ανεξαιρέτως οι σχισματικοί
«επίσκοποι» και «κληρικοί» της σειράς «ἀπεκατεστάθησαν»
στον βαθμό τους με αυθαίρετη απόφαση της Συνόδου αυτού, χωρίς να εξετασθεί η
αποστολική διαδοχή των χειροτονιών τους. Εν τω μεταξύ σε πολλές περιπτώσεις οι
χειροτονίες των Ουκρανών σχισματικών ακόμη και κατ’ άκραν οικονομίαν δεν
μπορούν να αναγνωρισθούν ως έγκυρες.
Η ιεραρχία της λεγόμενης «Ουκρανικής Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου
Εκκλησίας» (ΟΟΑΕ) ιδρύθηκε από τον πρώην διάκονο της εκκλησιαστικής επαρχίας
Τούλας Βίκτωρα Τσεκάλιν (καθαιρέθηκε από ιεροσύνης το 1983) και τον επίσκοπο
πρώην Ζιτόμιρ και Όβρουτς Ιωάννη Μποντναρτσούκ (καθαιρέθηκε από αρχιεροσύνης το
1989), οι οποίοι το 1990 «χειροτόνησαν» τους πρώτους επισκόπους της ΟΟΑΕ.
Ταυτοχρόνως, ο Βίκτωρ Τσεκάλιν εμφάνιζε τον εαυτό του ως «επίσκοπο Γιάσναγια
Πολιάνα Βικέντιο», ουδέποτε και πουθενά (ακόμη και σε μη κανονικές κοινότητες)
δεν «χειροτονήθηκε» ούτε επίσκοπος, αλλά ούτε και απλώς πρεσβύτερος.
Η κεντρική μερίδα της εν ενεργεία «ιεραρχίας» της ΟΟΑΕ, που
συγκρότησε τη λεγόμενη «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας», έλκει τη διαδοχή των
«χειροτονιών» τους από τα ως άνω δύο πρόσωπα. Ειδικότερα δε, ο «μητροπολίτης
Γαλικίας» Ανδρέας Αμπραμτσούκ, ο οποίος συλλειτούργησε με τον Πατριάρχη
Βαρθολομαίο στον ιερό καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου στις 6 Ιανουαρίου 2021,
«χειροτονήθηκε» με τη συμμετοχή του Β. Τσεκάλιν. Από την «ιεραρχία» του
Τσεκάλιν έλαβε την εις επίσκοπο «χειροτονία» του και ο πρώην επικεφαλής της
ΟΟΑΕ Μακάριος Μαλέτιτς, ο οποίος αυτοαποκαλείτο «μητροπολίτης Κιέβου και πάσης
Ουκρανίας».
Η λεγόμενη «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου
Κιέβου» (ΟΟΕΠΚ) δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταπηδήσεως στις 25 Ιουνίου
1992 στην ΟΟΑΕ του μητροπολίτη πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο, ο οποίος δύο
εβδομάδες πριν είχε καθαιρεθεί από αρχιεροσύνης από την Ιερά Σύνοδο της
Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εξαιτίας σειράς κατηγοριών, ενώ
νωρίτερα είχε τεθεί σε αργία από κάθε ιεροπραξία από την Ιερά Σύνοδο της
Ιεραρχίας της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 27-28 Μαΐου 1992.
Αφού προσχώρησε στη σχισματική ΟΟΑΕ ο καθαιρεθείς
μητροπολίτης Φιλάρετος επί μακρό χρονικό διάστημα συλλειτουργούσε με τους
ιεράρχες «κοπής» Τσεκάλιν, δηλαδή, με όσους ουδέποτε δεν διέθεταν την εις
επίσκοπο χειροτονία. Παρά τις προσπάθειες του πρώην μητροπολίτη Φιλαρέτου να
«αναχειροτονήσει» κρυφά τους ιεράρχες της ΟΟΑΕ με τη σύμπραξη του βοηθού του
επισκόπου Ιακώβου Παντσούκ και του πρώην Λεωπόλεως Ανδρέα Γκοράκ, οι οποίοι
επίσης είχαν καθαιρεθεί της ιεροσύνης, μερίδα ιεραρχών εκείνης της δομής
αρνήθηκε την «αναχειροτονία». Μετά τη διαίρεση του ουκρανικού σχίσματος το 1993
σε δύο αντικανονικές δομές η «ιεραρχία» του Τσεκάλιν στην ΟΟΑΕ επανειλημμένως
μεταπηδούσε στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Κιέβου και
επανερχόταν στην ΟΟΑΕ, συμμετέχοντας κατ’ επανάληψιν σε εις επίσκοπο
«χειροτονίες». Ως εκ τούτου, ακόμη και τα τυπικά γνωρίσματα της αποστολικής
διαδοχής στις «χειροτονίες» της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου
Κιέβου δεν μπορούν να αναγνωρισθούν χωρίς ενδελεχή μελέτη.
Οι περιστάσεις της νομιμοποίησης του ουκρανικού σχίσματος
επιβεβαιώνουν ότι δεν διενεργήθηκε καμία απολύτως μελέτη των χειροτονιών των
Ουκρανών σχισματικών από το Φανάρι. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την ως άνω «ἀποκατάστασιν» του επικεφαλής της
ΟΟΑΕ Μακαρίου Μαλέτιτς ως «πρώην μητροπολίτου Λβιφ», παρόλο που δεν καθαιρέθηκε
ποτέ και από κανένα, ούτε θα μπορούσε να καθαιρεθεί για τον απλούστατο λόγο,
διότι εντάχθηκε στην ΟΟΑΕ ως πρωθιερέας (καθαιρέθηκε αργότερα από ιεροσύνης),
ενώ εις επίσκοπο «χειροτονία» και τον τίτλο του «επισκόπου Λβιφ» τον έλαβε
πλέον εν σχίσματι τελών. Πολύ περισσότερο, ως αποτέλεσμα της αυτομάτου αποδοχής
«εἰς οἰκεῖον
αὐτῶν βαθμὸ»
όλων των προσώπων, τα οποία συγκροτούσαν εκείνη τη στιγμή τις αντικανονικές
ΟΟΑΕ και ΟΟΕΠΚ, η Κωνσταντινούπολη αναγνώρισε τον τίτλο «μητροπολίτη Χερσώνος»
του διαβιούντος στο Παρίσι Μιχαήλ Λιαρός[38], ο
οποίος αναδείχθηκε «ιεράρχης» της λεγόμενης «Ορθοδόξου Εκκλησίας της
Ουκρανίας». Εν τω μεταξύ η διαδοχή της εις επίσκοπο «χειροτονίας» αυτού του
προσώπου ανάγεται στους Έλληνες σχισματικούς παλαιοημερολογίτες.
Οι παράνομες ενέργειες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για
την «ἀποκατάστασιν εἰς οἰκεῖον
βαθμὸν» προσώπων, τα οποία
ουδέποτε διέθεταν αυτόν τον βαθμό, αποτιμήθηκαν δεόντως και ιεροκανονικά από
σειρά κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Κατά τις δηλώσεις του Αγιωτάτου
Πατριάρχη Σερβίας Πορφυρίου, «η Εκκλησία είναι Εκκλησία, και η αθέμιτη
παρασυναγωγή μπορεί να γίνει Εκκλησία μόνον με τη μετάνοια και την κανονική
διαδικασία, αλλά όχι με μονοκονδυλιά οποιουδήποτε»[39]. «Οι
αποστατήσαντες από την Εκκλησία και ταυτοχρόνως από ιεροσύνης καθαιρεθέντες δεν
μπορούν να αποτελούν υγιή εκκλησιαστικό οργανισμό»[40],
δήλωσε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας.
Όπως δικαίως επισημαίνει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος
Αλβανίας Αναστάσιος στο από 21ης Μαρτίου 2019 Γράμμα προς τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο, «ἡ
διόρθωσις τοῦ Σχίσματος τῶν Μελιτιανῶν και ἡ κατ’ οἰκονομίαν
ἔνταξις τῶν ἀκύρως
ὑπὸ τοῦ
Μελιτίου χειροτονηθέντων περιελάμβανεν τὰς
ἐξῆς φάσεις: α) μετάνοιαν, β) ἐπίθεσιν χειρὸς
ὑπὸ κανονικοῦ
Ἐπισκόπου – τοῦ ἐλαχίστου
ἀναγκαίου διὰ τὴν
ἐπισφράγισιν τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, γ) εὐχὴν καὶ δ) τελικῶς
τὴν εἰρήνευσιν. Πρόκειται περὶ ἀρχῆς ἰσχυούσης
δι’ ἁπάσας τὰς περιπτώσεις ἐπανεντάξεως σχισματικῶν εἰς τὴν
Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν…». Επίσης, άτοπη είναι
η σύγκριση του Ουκρανικού σχίσματος με τη διαίρεση που έλαβε χώρα μεταξύ της
Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Εκκλησίας εντός Πατρίδας, η οποία
υπερκεράστηκε το 2007. Οι ιεράρχες της Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας ουδέποτε
καθαιρέθηκαν από αρχιεροσύνης και όπως δικαίως γράφει ο Μακαριώτατος
Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος στο προαναφερθέν Γράμμα, «δεν ὑπῆρξαν
ἀφορισμοὶ οὔτε
ἀναθεματισμοὶ καὶ ἡ
ἀποστολικὴ διαδοχὴ δέν ἠμφισβητήθη»,
πράγμα που επιβεβαιώνεται από πολλαπλά περιστατικά συλλειτουργίας ιεραρχών
πολλών κατά τόπους Εκκλησιών, με ιεράρχες της Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας, της
Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως μηδέ εξαιρουμένης.
Είναι δέον επίσης να αναφερθεί η επιχειρηματολογία τής από
15ης Νοεμβρίου 2022 ανακοινώσεως της Αρχιγραμματείας της Ιεράς
Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, όπου τίθεται το ζήτημα του
έγκυρου της χειροτονίας του σημερινού «προκαθημένου» της Ορθοδόξου Εκκλησίας
της Ουκρανίας από τον αφορισθέντα από την Εκκλησία πρώην μητροπολίτη Φιλάρετο
Ντενισένκο: «ὅταν ὁ χειροτονῶν εἶναι
ἀποκομμένος ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία, καθηρημένος, ἀναθεματισμένος καὶ
ἀφορισμένος, καθίσταται ἀνενεργὸς, δέν μεταδίδει καμία χάρη, (ὅπως μία ἠλεκτρικὴ
συσκευὴ δέν μεταδίδει καμία
ἐνέργεια, ὅταν εἶναι ἀποκομμένη
ἀπὸ τήν πηγὴ
τοῦ ρεύματος). Οὔτε βεβαῖως τὸ
μηδέποτε γενόμενον καθίσταται γεγενημένον, ὑπαρκτὸν καὶ ἔγκυρον
διὰ ἁπλῆς
διοικητικῆς ἀποφάσεως. Ἐδὼ
ἀκριβῶς ἔγκειται
ἡ ἀνησυχία γιὰ
τήν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπιφανίου
ἀπὸ τόν Φιλάρετο».
Είναι απαραίτητο να αναγνωρισθεί ότι οι «ιεράρχες» της
λεγόμενης «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας», που δημιουργήθηκε με απόφαση του
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου από τις δύο προϋφιστάμενες μη
κανονικές δομές της ΟΟΑΕ και ΟΑΕΠΚ, δεν διαθέτουν την κανονική χειροτονία και
επομένως δεν είναι επίσκοποι. Οποιοσδήποτε ιεράρχης της κανονικής Εκκλησίας, ο
οποίος προχωρεί σε συλλείτουργο με αυτούς, μέσα από αυτό το συλλείτουργο,
συμφώνως προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες (9ο της Καρθαγένης,
2ο και 4ο της Αντιοχείας, 11ο και
12ο Αποστολικό), ο ίδιος προσχωρεί στο σχίσμα και υπόκειται σε
αφορισμό. Μη έχοντας ούτε δικαίωμα, αλλά ούτε και επιθυμία να δέχεται σε
ευχαριστιακή κοινωνία τέτοιου είδους «ιεράρχες» μετά την αναγνώρισή τους από
την Κωνσταντινούπολη η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην από 15ης Οκτωβρίου
2018 συνεδρία της Ιεράς Συνόδου αναγκάσθηκε να διαπιστώσει την αδυναμία
ευχαριστιακής κοινωνίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έως ότου
ανακαλέσει τις αντικανονικές αποφάσεις του. Με μεταγενέστερες συνοδικές
αποφάσεις[41] η
αδυναμία της ευχαριστιακής κοινωνίας επεκτάθηκε επίσης και σ’ εκείνους τους
Προκαθημένους και ιεράρχες των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίοι θα
αναγνωρίσουν τη νομιμοποίηση του Ουκρανικού σχίσματος και θα προχωρήσουν σε
συλλείτουργο με πρόσωπα, τα οποία δεν διαθέτουν κανονική χειροτονία.
Πιστή στο πνεύμα και το γράμμα των ιερών κανόνων η Ρωσική
Ορθόδοξη Εκκλησία και εφεξής θα ακολουθεί αυστηρά εκείνες τις ιεροκανονικές
διατάξεις, οι οποίες απαγορεύουν το συλλείτουργο με τους σχισματικούς και τους
αυτοχειροτόνητους. Οποιαδήποτε αποστασία από αυτούς τους κανόνες αναποφεύκτως
οδηγεί στη διατάραξη της διεκκλησιαστικής ειρήνης και την επιδείνωση του
σχίσματος.
4. Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί της
αποδοχής κληρικών άνευ απολυτηρίου
Ένας άλλος νεωτερισμός του Προκαθημένου Κωνσταντινουπόλεως
ήταν η δήλωσή του περί του δικαιώματος, που δήθεν έχει να αποδέχεται κληρικούς
οιωνδήποτε τοπικών Εκκλησιών άνευ απολυτηρίου από τους οικείους αυτών ιεραρχών.
Με επίκληση δήθεν των περί του Θρόνου αυτού «παραδεδομένων» να ενεργεί ακριβώς
κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος «ἐδέχθη…
ὑπό τό σεπτόν ὠμοφόριον Αὐτοῦ»
τους πέντε πρώην κληρικούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Βίλνιους[42] τον
Φεβρουάριο και τους δύο κληρικούς της Εξαρχίας Λευκορωσίας τον Απρίλιο, καθώς
επίσης και τον ἐπανενεχθέντα «εἰς τόν ὅν ἔφερεν
ἱερατικόν βαθμόν» κληρικό
της εκκλησιαστικής επαρχίας Μόσχας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Ιούνιο
του 2023.
Η μετάβαση κληρικών από μια δικαιοδοσία σε άλλη χωρίς την
έγκριση των εκκλησιαστικών Αρχών με τη μορφή του απολυτηρίου γράμματος αποτελεί
κανονικό παράπτωμα, τόσο εκ μέρους του κληρικού, όσο και εκ μέρους του
δεχθέντος αυτόν επισκόπου. Αυτά αναφέρονται ρητώς σε σειρά ιερών κανόνων[43]. Υπό
το φως αυτών των κανόνων οι ενέργειες του Πατριάρχη Βαρθολομαίου αποτελούν
πράξεις αθετήσεως των ιεροκανονικών θεμελίων του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Δικαιολογώντας τις ενέργειές του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος
δεν επικαλείται κάποιο ιερό κανόνα, αλλά μόνον την ερμηνεία του 17ου και
18ου κανόνα της Πενθέκτης και του 10ου κανόνα
της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (που απαγορεύει την αποδοχή κληρικών άνευ
απολυτηρίων) από τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα. Σχολιάζοντας το περιεχόμενο του 10ου κανόνα
της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου ο Βαλσαμών έγραφε: «Διάφοροι κανόνες κωλύουσι τοὺς κληρικοὺς καταλιμπάνειν τὰς
παροικίας, ἐν αἷς ἐκληρώθησαν
καὶ μεταβαίνειν εἰς ἑτέρας.
Ἀκολούθως οὖν τούτοις καὶ ὁ
παρὼν κανὼν διορίζεται, μηδένα κληρικὸν χωρὶς τοῦ
ἰδίου ἐπισκόπου, ἤτοι δίχα συστατικῆς καὶ ἀπολυτικῆς γραφῆς αὐτοῦ, ἢ
ὁρισμοῦ τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁπουδήποτε δέχεσθαι, ἤτοι λειτουργεῖν εἰς οἱανδήποτε
ἐκκλησίαν…Ἀπὸ
δὲ τοῦ παρόντος κανόνος σημείωσαι ἐν ῥητῷ, ὅτι
μόνῳ τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως ἐφεῖται κληρικοῦς ἀλλοτρίους
δέχεσθαι, καὶ δίχα ἀπολυτικῆς γραφῆς
τοῦ χειροτονήσαντος αὐτοὺς,
ἐὰν τέως οὗτοι γραφὰς ἐπιφέρωνται,
συνιστώσας ὅτι ἐχειροτονήθησαν, ἢ ἐκληρώθησαν˙
ὅθεν καὶ ἐνδυνάμως,
ὡς ἐμοὶ
δοκεῖ, ἐκχωρήσει ὁ κατὰ
καιροὺς ἁγιώτατος πατριάρχης, καὶ ὁ
χαρτοφύλαξ αὐτοῦ, ἀλλοτρίῳ κληρικῷ ἱερουργεῖν ἐν
τῇ βασιλιευούσῃ τῶν
πόλεων, καὶ δίχα ἀπολυτικῆς γραφῆς
τοῦ χειροτονήσαντος αὐτὸν»[44].
Ο Βαλσαμών σε αυτή την ερμηνεία πράγματι κάνει εξαίρεση από
την γενική τάξη για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Παρόμοια εξαίρεση στις
ερμηνείες τόσο αυτού, αλλά και άλλων κανόνων, που ασχολούνται με το θέμα της
μετακινήσεως κληρικών, δεν υπάρχει σε άλλους έγκριτους κανονολόγους: Ζωναρά,
Αριστηνό και Άγιο Νικόδημο Μίλας. Το μόνο κατανοητό κριτήριο εξαιρέσεως του
θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και αποδόσεως σε αυτό ιδιαίτερου προνομίου
μπορούσε να είναι η ιδιότητα της πρωτεύουσας, της «βασιλευούσης», η οποία
επομένως ήταν πόλος έλξεως για κληρικούς, οι οποίοι αυτοβούλως εγκατέλειπαν
τους επισκόπους τους, ένα καθεστώς, το οποίο η πόλη αυτή έχει προ πολλού
απωλέσει. Εντούτοις, προκύπτει το ερώτημα σχετικά με το τι σκεπτόταν ο Βαλσαμών
για τα εδαφικά όρια του προαναφερθέντος από τον ίδιο προνομίου. Ο ίδιος ο
ερμηνευτής δεν έχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Φως στο εν λόγω πρόβλημα ρίχνουν τα σχόλια του Ιωάννη Ζωναρά
στον 9ο και 17ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής
Συνόδου σχετικά με τις εκκλήτους προσφυγές, που διασαφηνίζουν ότι πρόκειται
μόνον περί των μητροπολιτών, που υπάγονται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[45].
Κατ’ αναλογία με αυτή την υπόδειξη του Ζωναρά δύναται κανείς να ισχυριστεί ότι
και το δικαίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να δέχεται κληρικούς άνευ
απολυτηρίου, το οποίο επικαλείται ο Βαλσαμών, αφορούσε κατά την εποχή του
αποκλειστικά στους κληρικούς του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πολύ
περισσότερο ότι στην ερμηνεία του 17ου κανόνα της Πενθέκτης ο
Βαλσαμών ισχυρίζεται ότι το ίδιο προνόμιο ανήκει στον επίσκοπο Καρθαγένης: «Ὑπέξελέ μοι τὸν Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τὸν
Καρχηδόνος˙ οὗτοι γὰρ μόνοι δύνανται, ὡς πολλάκις εἴρηται, ἀλλοτρίους κληρικοὺς
δέχεσθαι παρὰ γνώμην τοῦ χειροτονήσαντος αὐτοὺς»[46].
Πράγματι, ο 55ος (66ος) κανόνας της Καρθαγένης
απένειμε στον επίσκοπο Καρθαγένης, ως τότε πρώτου της Αφρικής, το προνόμιο να
χειροτονεί επίσκοπο στην χηρεύουσα επισκοπή κληρικούς από άλλες αφρικανικές
επαρχίες, χωρίς να ζητείται υποχρεωτικά γνώμη εκείνου του επισκόπου, στον οποίο
υπαγόταν ο εν λόγω κληρικός. Όμως, καθίσταται απολύτως σαφές ότι αυτό το
προνόμιο δεν επεκτεινόταν πέραν των ορίων της Αφρικής. Καθίσταται επομένως
αρκετά σαφές: στον Βαλσαμώνα λόγος γινόταν για το ότι ο επίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ αναλογία με τον επίσκοπο Καρθαγένης, επίσης κατέχει
διευρυμένα έναντι των άλλων ιεραρχών δικαιοδοτικά δικαιώματα, αλλά μόνον εντός
της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Μολοντούτο πρέπει να ενθυμούμαστε ότι νομοθετική ισχύ στην
Εκκλησία έχουν οι ίδιοι οι κανόνες και όχι οι ερμηνείες αυτών, έστω και οι
πλέον έγκριτες. Ενώ το απευθείας νόημα των κανόνων, στα οποία αναφέρεται ο
Πατριάρχης Βαρθολομαίος, διαλαμβάνει ακριβώς την απαγόρευση αποδοχής αλλοτρίων
κληρικών άνευ απολυτηρίου από τους οικείους αυτών επισκόπους. Γι’ αυτό τον λόγο
η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει ούτε θα αναγνωρίσει τέτοια ερμηνεία
της ιεροκανονικής παραδόσεως, που θέλει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να
έχει υπερόρια δικαιώματα και θα ακολουθήσει απαρεγκλίτως την αρχή της
δικαιοδοτικής ισότητας των αυτοκεφάλων Εκκλησιών και των Προκαθημένων αυτών
ανεξαρτήτως θέσεών τους στα Ιερά Δίπτυχα. Ενώ οι πράξεις αποδοχής από τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην οικεία αυτού δικαιοδοσία κληρικών από άλλη
τοπική Εκκλησία άνευ απολυτηρίων αντιμετωπίζονται από εμάς ως παράπτωμα, το
οποίο σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες τιμωρείται με καθαίρεση.
5. Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του
αποκλειστικού δικαιώματος απονομής αυτοκεφάλου
Ο θεσμός του αυτοκεφάλου διαμορφωνόταν στην Ορθόδοξη
Εκκλησία σταδιακά και στη σημερινή του μορφή αποτελεί καρπό μακραίωνης
ανάπτυξης.
Στους θρόνους των Ιεροσολύμων, της Ρώμης, της Αλεξανδρείας,
της Αντιοχείας, αλλά και της Κωνσταντινουπόλεως ουδείς απένειμε το αυτοκέφαλο:
όλες αυτές οι Εκκλησίες αναδείχθηκαν αυτοκέφαλες λόγω των συγκυριών της
ιστορικής εξέλιξης της Εκκλησίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Την μεταγενέστερη εποχή τα αυτοκέφαλα εμφανίζονταν και
καταργούνταν για διαφορετικούς λόγους και δεν υπήρχε μια κοινώς αποδεκτή
διαδικασία απονομής ή καταργήσεως του αυτοκεφάλου. Η Οικουμενική Σύνοδος
μπορούσε να απονέμει το αυτοκέφαλο. Έτσι, λ.χ. η Ορθόδοξη Εκκλησίας της Κύπρου
έλαβε το Αυτοκέφαλό της με απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 431 μ.Χ.[47]
Το αυτοκέφαλο μπορούσε να απονέμει και η Μητέρα Εκκλησία, εκ
της δικαιοδοσίας της οποίας προέκυπτε μια νέα ανεξάρτητη τοπική Ορθόδοξη
Εκκλησία. Λ.χ. το αυτοκέφαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας τρεις φορές,
το 1219, το 1557 και το 1879, απονεμόταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
το οποίο χορηγούσε το αυτοκέφαλο και σε σειρά άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων
Εκκλησιών, οι οποίες προέκυψαν από τη δικαιοδοσία του.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μια υπερχιλιετή ιστορία, που
ανάγεται στο 988, όταν η Ρως του Κιέβου βαπτίσθηκε από τον Άγιο Ισαπόστολο
Πρίγκιπα Βλαδίμηρο στα ύδατα του Δνείπερου. Κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων η
μια μητρόπολη της Ρωσίας με έδρα πρώτα στο Κίεβο, στη συνέχεια στο Βλαντίμιρ
και επιτέλους στη Μόσχα, υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Όμως το
1448 η Ρωσική Εκκλησία απέκτησε έμπρακτη ανεξαρτησία αφότου στον μητροπολιτικό
θρόνο της Μόσχας, άνευ συγκαταθέσεως του Κωνσταντινουπόλεως, εξελέγη ο Άγιος
Ιωνάς. Η εν λόγω απόφαση ήταν αναγκαστική για τη Ρωσική Εκκλησία: ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως τη στιγμή εκείνη τελούσε σε ουνία με τη Ρώμη και η Ρωσική
Εκκλησία απέρριψε κατηγορηματικά την ουνία.
Το αυτοκέφαλο της Ρωσικής Εκκλησίας δεν αναγνωρίσθηκε
απευθείας από την Κωνσταντινούπολη και άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής. Εν
τούτοις το 1589, με τη συμμετοχή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β΄
ιδρύθηκε το Πατριαρχείο στη Μόσχα και ο Άγιος Ιώβ προήχθη σε Πατριάρχη. Για την
ενέργεια αυτή ο Πατριάρχης Ιερεμίας και οι συνοδοί του, καθώς και οι αρχιερείς
και οι αρχιμανδρίτες της Ρωσικής Εκκλησίας υπέγραψαν το «Ἱδρυτικόν Γράμμα». Το πατριαρχικό
καθεστώς του θρόνου της Μόσχας κατοχυρώθηκε στις Συνόδους των Πατριαρχών της
Ανατολής στην Κωνσταντινούπολη το 1590 και το 1593[48].
Αποφάσεις περί απονομής αυτοκεφάλου σε τμήματα του
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ελήφθησαν κατ’ επανάληψιν από την Ιερά Σύνοδο ή
Συνόδους της Ιεραρχίας αυτής της Εκκλησίας. Έτσι, το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως απένειμε το αυτοκέφαλο καθεστώς στις Εκκλησίες Ελλάδος
(1850), Σερβίας (1879), Ρουμανίας (1885) και Αλβανίας (1937), οι οποίες
υπάγονταν σε αυτό.
Αυτοκέφαλο εκτός των Συνόδων απένειμαν ιστορικά, όχι μόνον
το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και άλλες Εκκλησίες. Έτσι, τον 5ο αι.
το Πατριαρχείο Αντιοχείας απένειμε το αυτοκέφαλο στην Ορθόδοξη Εκκλησία της
Γεωργίας, ενώ τον 20ό αιώνα το Πατριαρχείο Μόσχας απένειμε το
αυτοκέφαλο στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας (1948), την Ορθόδοξη Εκκλησία
της Τσεχοσλοβακίας (1951) και στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική (1970). Το
2022 αυτοκέφαλο από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας έλαβε η Μακεδονική
Ορθόδοξη Εκκλησία (Αρχιεπισκοπή Αχρίδος).
Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας στην
από 24ης Ιουνίου 1970 επιστολή προς τον τοποτηρητή του
Πατριαρχικού θρόνου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας μητροπολίτη Κρουτίτσης και
Κολόμνας Ποιμένα έγραφε: «Εἰδικοί
μέν κανόνες, καθορίζοντες ἐπακριβῶς τά τοῦ αὐτοκεφάλου,
ἐλλείπουσιν ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ νομοθεσίᾳ… ἡ
χορήγησις αὐτοῦ ἀνάγεται
εἰς τὴν ἁρμοδιότητα
τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἥκιστα δυναμένη, ἵνα θεωρηθῇ δικαίωμα “πάσης Αὐτοκεφάλου
Ἐκκλησίας”…τῆς τελικῆς οὖν
καὶ ὁριστικῆς
ἀποφάνσεως ἐπὶ
τοῦ αὐτοκεφάλου ἀνηκούσης, κατά τά ἀνωτέρω, τῇ ἁρμοδιότητι
τῆς γενικωτέρας, το σύνολον
τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιών, ἀντιπροσωπευούσης
Συνόδου, και δή της Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[49].
Η κατανόηση της τάξεως απονομής του αυτοκεφάλου ως συνοδικής
υποθέσεως «συνόλου της Ἐκκλησίας»
τέθηκε ως βάση του σχεδίου κειμένου περί του αυτοκεφάλου και των τρόπων
ανακηρύξεως αυτού, το οποίο εξετάσθηκε στη συνεδρίαση της Διορθοδόξου
Προπαρασκευαστικής Επιτροπής το 1993 και στην Δ΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική
Διάσκεψη του 2009.
Η προβλεπόμενη από τον εν λόγω σχέδιο και προκαταρκτικά
συμφωνηθείσα τάξη απονομής αυτοκεφάλου προϋποθέτει: α) συγκατάθεση της
τοπικής Συνόδου της κυρίαρχης Εκκλησίας-Μητρός ώστε το τμήμα της να λάβει το
αυτοκέφαλο, β) εξασφάλιση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη της συναινέσεως όλων
των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, που εκφράζεται διά της ομοφωνίας των
Συνόδων αυτών, γ) βάσει της συγκαταθέσεως της Εκκλησίας-Μητρός και της
πανορθοδόξου συναινέσεως επίσημη ανακήρυξη του αυτοκεφάλου με την έκδοση του Τόμου,
ο οποίος υπογράφεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, «συμμαρτυρούντων ἐν αὐτῷ
διά τῆς ὑπογραφῆς αὐτῶν τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν ἁγιωτάτων
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πρός τοῦτο
προσκαλουμένων ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου». Σχετικά με το
τελευταίο σημείο δεν συμφωνήθηκε πλήρως μόνον η τάξη υπογραφής του Τόμου, που
δεν μείωνε τη σημασία των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν επί των λοιπών σημείων.
Στις Συνάξεις Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων
Εκκλησιών το 2014 και το 2016 η αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Μόσχας
παραλλήλως με εκπροσώπους ενίων άλλων αδελφών Εκκλησιών, επέμεινε στην ένταξη
του ζητήματος του αυτοκεφάλου στην ημερήσια διάταξη της Συνόδου. Ωστόσο το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ζήτησε από τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίας
να μην παραπεμφθεί το θέμα του αυτοκεφάλου στη Σύνοδο, της οποίας η σύγκληση
προγραμματίσθηκε για τον Ιούνιο του 2016. Η Ρωσική Εκκλησία συμφώνησε με την απόσυρση
του θέματος αυτού από την ημερήσια διάταξη μόνον αφού ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως στις 24 Ιανουαρίου 2016 κατά τη διάρκεια της Συνάξεως των
Προκαθημένων διαβεβαίωσε ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν είχε πρόθεση
να προχωρήσει σε οποιεσδήποτε ενέργειες, που αφορούν στην εκκλησιαστική ζωή
στην Ουκρανία, ούτε κατά, αλλά ούτε και μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Τώρα κατέστη προφανές ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
ήδη από τότε προετοίμαζε την εισπήδηση στην Ουκρανία, γι’ αυτό και απέφυγε να
συζητήσει το θέμα του αυτοκεφάλου, επιμένοντας να αποσυρθεί από την ημερήσια
διάταξη εξαιτίας δήθεν έλλειψης χρόνου για την λεπτομερειακή επεξεργασία του.
Στην πραγματικότητα ο Προκαθήμενος της Κωνσταντινουπόλεως επιθυμούσε να
αποποιηθεί όλες τις προκαταρκτικές συμφωνίες, που είχαν επιτευχθεί προηγουμένως
σε πανορθόδοξο επίπεδο, εν ονόματι της ψευδούς θεωρίας ότι το δικαίωμα απονομής
αυτοκεφάλου ανήκει μόνον και αποκλειστικά στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.
Αποτέλεσμα εκείνων των απόψεων κατέστη η έκδοση το 2019 του Τόμου Αυτοκεφαλίας
στη λεγόμενη «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας».
Τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν
αναγνωρίζουν, ούτε θα αναγνωρίσουν εκείνα τα αυτοκέφαλα, τα οποία η Εκκλησία
Κωνσταντινουπόλεως δημιουργεί ή θα δημιουργήσει εφεξής μονομερώς, άνευ
συγκατάθεσης των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, πολύ περισσότερο, χωρίς
την πρωτοβουλία και συγκατάθεση της κυρίαρχης Εκκλησίας. Το θέμα του
αυτοκεφάλου χρήζει περαιτέρω συζητήσεως βάσει εκείνων των προκαταρκτικών
συμφωνιών, που είχαν επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προπαρασκευής
και ειδικότερα στις Επιτροπές και Διασκέψεις του 1993 και του 2009.
6. Η παραβίαση της αρχής της ισότητας των Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως