Η αναζήτηση του Θεού και μια εκ βαθέων εξομολόγηση...
Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ
MΕ ΤΙ λόγια ν’ αρχίσω τον θρήνο μου;
Ποιάν από τις θλιβερές μου σκέψεις να διατυπώσω πρώτη; Όλες τους είναι εξίσου βαριές. Ή καθεμιά, όταν έρχεται στον νου μου, μου φαίνεται πώς είναι ή πιο βαριά. Ή καθεμιά, όταν τρυπά και διαπερνά την καρδιά μου, μου φαίνεται πώς είναι ή πιο οδυνηρή. Στο στήθος μου στριμώχνονται οι στεναγμοί. Πασχίζουν να βγουν έξω, ξεπερνώντας ό ένας τον άλλο, μα κάνουν πάλι πίσω, προξενώντας μου μεγάλη ταραχή.
Να γυρίσω τον νου μου στις μέρες πού πέρασαν; Είναι μια αλυσίδα από πλάνες, μια αλυσίδα από αμαρτίες, μια αλυσίδα από πτώσεις! Να κοιτάξω μπροστά, στο κομμάτι της ζωής πού ακόμα μου ανήκει, στο στάδιο του επίγειου ταξιδιού μου; Φρίκη με κυριεύει! Τη φρίκη την προκαλεί ή αδυναμία μου, πού μου την αποδεικνύουν αναρίθμητες εμπειρίες. Να παρατηρήσω την ψυχή μου; Δεν θα δω τίποτα το παρήγορο σ’ αυτήν. Όλη είναι πληγωμένη από την αμαρτία. Δεν υπάρχει αμάρτημα πού να μην το έχει κάνει, δεν υπάρχει παράβαση πού να μην την έχει σημαδέψει!
Αχ, σώμα μου, φτωχό μου σώμα!
Αισθάνομαι τη δυσοσμία της φθοράς σου. «Αυτό πού είναι φθαρτό δεν μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία». Ό προορισμός σου είναι, μετά τον θάνατο, ή φυλακή του τάφου-και μετά την ανάσταση, ή φυλακή του άδη! Τί περιμένει την ψυχή μου μετά τον χωρισμό της από το σώμα; Καλά θα ήταν, αν βρισκόταν κοντά της ένας άγγελος ειρηνικός και φωτεινός, πού θα την έπαιρνε και θα την ανέβαζε στα παραδεισένια σκηνώματα. Αλλά γιατί να την επισκεφθεί άγγελος; Ποιάν αρετή θα βρει σ’ αυτήν, ποιάν εργασία αντάξια των κατοίκων του ουρανού; Όχι! Μάλλον θα την περικυκλώσουν στρατιές από ζοφερούς δαίμονες, αγγέλους πεσμένους, πού θα της μοιάζουν στην πτώση, στις αμαρτωλές τάσεις, στο αντίθεο θέλημα. Θα την αρπάξουν και θα την τραβήξουν στη δική τους κατοικία της παντοτινής και απόλυτης θλίψεως, του αιώνιου σκοταδιού, της άσβεστης φωτιάς, των αδιάκοπων βασάνων, των ατέλειωτων στεναγμών.