ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΓΙΝΕΤΑΙ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ:
Η ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ.
Iερωνυμος Κοτσωνης, ο αρχιεπισκοπος των Αποστολικων οραματισμων. Ολοι οι μετα απο αυτον, θαναι ...απλες καρικατουρες......
Εκατόν πενήντα χρόνια στέναζε η ιερατική οικογένεια κάτω από την άστοργη κηδεμονία του κράτους, και η ηγεσία της Εκκλησίας σφύριζε αδιάφορη!
Εκατόν πενήντα χρόνια στέναζε η ιερατική οικογένεια κάτω από την άστοργη κηδεμονία του κράτους, και η ηγεσία της Εκκλησίας σφύριζε αδιάφορη!
Στην αρχιεπισκοπική καθέδρα στις 17 Μαΐου 1967 ανεβαίνει ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης
ο οποίος δεν ήταν ηγέτης των τελετών, αλλ’ “ο κριός ο επίσημος, ο φερόμενος εις
σφαγήν”. Δεν οργάνωνε εμφανίσεις μεγαλοπρεπείς και δαπανηρές δεξιώσεις, αλλά
από την πρώτη στιγμή ρίχθηκε στη δουλειά, σαν να ήταν ο τελευταίος εργάτης,
απομόνωσε τα μείζονα θέματα και προχώρησε - χωρίς να φοβηθεί τις αντιδράσεις-
για να βρει λύσεις και να τις εφαρμόσει. Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα ήταν το
“εφημεριακό μισθολόγιο”, για το οποίο αγωνίστηκε σκληρά, κουράστηκε, αλλά δεν
έχασε την υπομονή του, ούτε υποβάθμισε την επιμονή του. Και το πέτυχε!
Ένα
χρόνο κράτησαν περίπου οι συζητήσεις ενώ διαβουλεύσεις ήταν πολλές και
επίπονες. Χάρις όμως στο προσωπικό ενδιαφέρον του ιδίου του Αρχιεπισκόπου ήρθε
το ποθούμενο και στις 24 Ιουλίου 1968 δημοσιεύεται ο αναγκαστικός νόμος 469/1968
(ΦΕΚ Α΄ 162/1968) «περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της
Εκκλησίας της Ελλάδος» όπου οι Ιερείς εντάσσονται πλέον εις το υπαλληλικόν
μισθολόγιο και τους παρείχε βαθμολογική και μισθολογική προαγωγή και εξέλιξη.
Είχαν τώρα την δυνατότητα να προάγονται μέχρι τον Β΄ βαθμό της
δημοσιοϋπαλληλικής μισθολογικής κλίμακος, φθάνοντας μέχρι του Διευθυντού Α΄ και
αναλόγως να βελτιώνονται οι αποδοχές τους ενώ συγχρόνως έπαιρναν και τα σχετικά
επιδόματα. Οι συντάξεις, με το νέο μισθολόγιο, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί και η
υγειονομική περίθαλψίς τους ρυθμίστηκε με τον Α.Ν. 137/1967, σύμφωνα με το
ισχύον σύστημα των Δημοσίων Υπαλλήλων, δίδοντάς τους πλέον τη δυνατότητα να
έχουν Νοσοκομειακή περίθαλψη όλων των κατηγοριών, ξεκολλώντας από την μέχρι τότε
τρίτη θέση. Μέχρι την εποχή εκείνη (1967) οι ιερείς ήταν καταδικασμένοι σε
μισθό πείνας. Ο Ιερέας 4ης κατηγορίας έπαιρνε μισθό 722 δραχμές το μήνα και ο
πτυχιούχος 1ης κατηγορίας – από την ημέρα της χειροτονίας μέχρι που έβγαινε
στην σύνταξη έπαιρνε δύο χιλιάδες δραχμές το μήνα δίχως επιδόματα, προαγωγές
και αυξήσεις. Όλα αυτά (Ιούλιος 1968) αμέσως διπλασιάστηκαν. Οι συντάξεις
(31-12-1066) της 4ης κατηγορίας, μαζί με τα επιδόματα των εορτών ήταν 925 δρχ.,
ενώ στις 31-12-1971 με το νέο υπολογισμό έφθασαν 3.287 δρχ. και της 1ης
κατηγορίας από 2003 δρχ. έφθασε 5.597 δρχ. Τα εφ’ άπαξ, με την αποχώρηση της
ενεργούς υπηρεσίας, κατά μέσο όρο. τον Μάιο του 1967 ήταν 40.000 δρχ., ενώ την
31-12-1971 έφθασε 166.000 δρχ. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έκανε έναν τιτάνιο αγώνα,
ώστε, το όνειρο, που γενιές λειτουργών του Υψίστου το θεωρούσαν άπιαστο, να
γίνει πραγματικότητα. Έκτοτε ζούσαν αξιοπρεπώς χωρίς να απλώνουν χέρι επαιτείας
στους εκκλησιαζόμενους. Κάποιοι, από το χώρο της άρνησης, της στρατευμένης ή
ρυμουλκούμενης “Εκκλησίας” της αθεΐας, θέλησαν – και στα χρόνια, που ζούσε και
στα κατοπινά – να αμαυρώσουν το έργο και την ανυστερόβουλη προσφορά του. Τώρα,
που ο Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) είναι “χθες”, είναι παρελθόν, οι άνθρωποι της
Εκκλησίας φοβούνται ή ντρέπονται, ακόμα και σήμερα – μετά από 30 χρόνια, από
την κοίμησή του – να ομολογήσουν ότι ήταν έργο Ιερωνύμου, καθώς και η ακίνητη
περιουσία, το κτηματολόγιο – που είχε ετοιμάσει πριν 50 χρόνια που θα
αναφερθούμε προσεχώς – και το μισθολόγιο των κληρικών.
ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ.
Ο
Ιερώνυμος Α΄ τους ανύψωσε και ο Ιερώνυμος Β’ τους κατέβασε Tι σύμπτωση... Οι
δύο Ιερωνυμοι!!! (Πριν 50 χρόνια, Νοέμβριος 1968 ο Α’ τους έκανε δημ.
υπαλλήλους και το Νοέμβριο 2018 ο Β’ τους καταντάει ζήτουλας).
Παρατηρώντας έκτοτε την εν γένει
συμπεριφορά των ευεργετηθέντων, άμεσα ή έμμεσα, θα περιμέναμε – τουλάχιστον την
ομολογία και αναγνώριση της θυσίας αυτού του ανθρώπου και όχι την πλήρη και
συστηματική απάλειψη της ύπαρξής του από την ελληνική και εκκλησιαστική ιστορία
ακόμη κι αυτού του ονόματός του. Ας μη ξεχνούν ότι «γέροντα μοιχό, φτωχό
υπερήφανο και αγνώμονα ευεργετηθέντα βδελύσσεται ο Θεός». Και σαν άλλος Ισραήλ
«φάγατε, χορτάσατε και κλωτσήσατε…» (Δευτ. λβ΄15). Το μόνο ‘‘παρήγορο’’ είναι
ότι μετά από 30 χρόνια βρέθηκε για πρώτη φορά μητρόπολη να τελέσει κάποιο
μνημόσυνο. Για το τεράστιο έργο του όμως... τσιμουδιά. Αλλά ας αφήσουμε τον
άγιο Νεκτάριο να μας παρηγορήσει λέγοντας: «Ο αγνώμων ούτε το Θεό αγαπάει. Και
αν τον ευεργέτη του που βλέπει δεν αγαπάει, πώς θα αγαπήσει το Θεό που δεν βλέπει;».
ο Αγωνας Λαρισας.