Είναι αδύνατη
η ζητούμενη ένωση
Ζ΄
ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ
Προπατορικό αμάρτημα είναι ο χαρακτηρισμός του αμαρτήματος των πρωτόπλαστων Αδάμ και Εύας, το οποίον είχε σαν συνέπεια την έξωσή τους από τον Παράδεισο και την είσοδο της πνευματικής θνητότητας στο ανθρώπινο γένος, αφού οι συνέπειες της παράβασης της θείας εντολής μεταβιβάζονται σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Πράγματι, ενώ για τον Αδάμ και την Εύα η ενοχή για την παράβαση της θείας εντολής ήταν προσωπική επιλογή και συνέπεια του αυτεξουσίου, για τους απογόνους του γενάρχη του ανθρώπινου γένους είναι κληρονομική συμμετοχή σε όλες τις συνέπειες (είσοδος της αμαρτίας και πνευματικός θάνατος). Η λύτρωση του ανθρώπινου γένους από το προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του προαναγγέλθηκε από το Θεό στην Π. Διαθήκη και εκπληρώθηκε με την Ενανθρώπηση, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, ο οποίος αποκατάστησε την κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό και κατάργησε με την Ανάστασή του τον θάνατο για να αποκαταστήσει το ανθρώπινο γένος στην προπτωτική του κατάσταση.
Η θεωρία της κληρονόμησης του προπατορικού αμαρτήματος είναι δυτικής προέλευσης και έχει πατέρα τον Αυγουστίνο, ο οποίος και επηρέασε την εν γένει δυτική σκέψη. Την κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, πρώτη καθιερώνει η Τοπική Σύνοδος της Καρθαγένης το 419, με τον ρκα΄ κανόνα αυτής. Η Σύνοδος αυτή δογμάτισε κατ’ αυτό τον τρόπο, υπό την επίδραση της θεολογίας του παρόντος σ’ αυτήν του Επισκόπου Ιππώνος Αυγουστίνου, η δε θεολογία αυτή έκτοτε έγινε βασικό δόγμα των Λατίνων. Τον κανόνα αυτόν επικυρώνει και ο β΄ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, αναφέρεται δε και στις μετέπειτα Τοπικές Συνόδους Κων/πόλεως 1638 και 1672, καθώς και Ιεροσολύμων 1672.
Το βασικό επιχείρημα των οπαδών της περί ενοχής θεωρίας του Αυγουστίνου είναι ο ισχυρισμός ότι, όπου στη Βίβλο και τα έργα των Πατέρων παρουσιάζεται διδασκαλία περί θανάτου, ασθενειών, κακουχιών και ταλαιπωριών, ως αποτελεσμάτων της πτώσεως, προϋποτίθεται διδασκαλία περί ενοχής του τιμωρούμενου, εφ’ όσον ο Θεός είναι δίκαιος και δεν δύναται να τιμωρεί αδίκως. Το γεγονός λοιπόν, ότι η ιουδαιοχριστιανική παράδοση παραδέχεται πτώση του ανθρώπου μετ’ ασθενειών, ταλαιπωριών και θανάτου, αποτελεί απόδειξη ότι όλη η ανθρωπότητα είναι ένοχος μιας τέτοιας αμαρτίας, η οποία δικαίως τιμωρείται από τη θεία δικαιοσύνη. Η διδασκαλία περί κληρονομικής ενοχής λοιπόν, αν και δεν αναφέρεται ρητώς και κατά τρόπο σαφή μέχρι του Αυγουστίνου, πρέπει όμως να θεωρηθεί ως προϋποτιθέμενη, αλλιώς δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις για τις αντιλήψεις περί της θείας δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικός ο α΄ κανόνας της παπικής συνόδου του Τριδέντου του 1546: «εάν τις μη ομολογήση ότι ο πρώτος άνθρωπος ο Αδάμ….. επέφερε, δια της παραβάσεως αυτού, την οργήν και την αγανάκτησιν του Θεού, και δια τούτον τον θάνατον, μεθ’ ου πρότερον ηπείλησεν αυτόν ο Θεός….. ανάθεμα». Έτσι, η δυτική θεολογία διδάσκει, ότι: 1/ αίτιος του θανάτου είναι ο Θεός και 2/ ο θάνατος των δικαίων επετράπη ένεκα της θείας οργής για την παράβαση της πρώτης εντολής.
Για τους Έλληνες όμως Πατέρες δεν υφίσταται το, υπό μορφή δικανική, τεθέν πρόβλημα περί της κληρονομικότητας της ενοχής του Αδάμ και περί του επακόλουθου αυτής, δηλ. της τιμωρίας της ανθρωπότητας λόγω προσβολής της θ. δικαιοσύνης. Έτσι, ο Θεός δεν δημιούργησε το θάνατο και επέτρεψε το θάνατο και των δικαίων από ευσπλαχνία και όχι από οργή. Επακόλουθο της δυτικής θεώρησης περί της προπατορικής ενοχής είναι, ότι κάθε άνθρωπος που γεννιέται φέρει κληρονομικά το προπατορικό αμάρτημα, από το οποίο αποκαθαίρεται με το βάπτισμα. Η θεώρηση όμως αυτή είναι αντίθετη προς την Πατερική Θεολογία, η οποία, όπως αναλύεται παρακάτω, δέχεται ότι με το βάπτισμα δεν αποπλύνεται το προπατορικό αμάρτημα, καθότι, απλούστατα, τέτοιο αμάρτημα δεν υφίσταται:
1.- «ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, και οι υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων. έκαστος εν τη αυτού αμαρτία αποθανείται» (Δευτ. 24. 16).
2.- «Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτοίς από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος. φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ματθ. 2. 16-18). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι για τα σφαγιασθέντα άγια νήπια (και μη βαπτισθέντα) ορθά υποστηρίζεται ότι το αίμα του μαρτυρίου τους υπήρξε και το βάπτισμά τους.
3.- «... εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18. 3). Εάν δεν μετανοήσετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε εις την βασιλεία των ουρανών. Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη μετανοίας, καθότι δεν φέρουν κρινόμενα αμαρτήματα.
4.- «ιδόντες δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαυμάσια ά εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας, ωσαννά τω υιώ Δαυείδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ. ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς. ναι. ουδέπωτε ανέγνωτε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» (Ματθ. 21. 15-16). Ο ύμνος προς τον Θεόν εκφέρεται μόνον από στόματα νηπίων, δηλ. αυτά βρίσκονται σε επικοινωνία με την θεότητα και την υμνούν.
5.- «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με ... των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού» (Μαρκ. 10. 14, Λουκ. 18. 16). Τυπικά τα παιδιά εκείνα ήταν αβάπτιστα, όπως και οι γονείς τους, που όμως δεν ήτανε άπιστοι, αλλά ζητούσαν την ευλογία του Θεού.
6.- «ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν. και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν, ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί. επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτα εστι, νυν δε άγιά εστιν» (Κορινθ. Α΄ 7. 12-15). Δηλ. εάν ένας πιστός αδελφός συγκατοικεί με γυναίκα άπιστη, ας μη την αφήνει. Και εάν μια γυναίκα πιστή συγκατοικεί με άνδρα άπιστο, ας μην τον αφήνει. Γιατί ο άπιστος άνδρας αγιάζεται μέσω της γυναίκας και η άπιστη γυναίκα αγιάζεται μέσω του άνδρα. Αν δεν συνέβαινε τούτο τα τέκνα θα ήταν ακάθαρτα. Τώρα όμως, λόγω του ότι γεννήθηκαν από γονείς που έχουν αγιασμό, είναι και αυτά άγια, μετέχουν δηλαδή και μεταλαμβάνουν της πίστης και του αγιασμού του πιστού μέλους.
7.- «Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε» (Κορινθ. Α΄ 14. 20). Τα νήπια δεν φέρουν καμία κακία και έτσι πρέπει να μην έχουν κακία και οι μεγάλοι.
8.- «Το δε απειρόκακον νήπιον, μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: «Περί των νηπίων των προ ώρας αφαρπαζομένων» μέρος 8). Δηλ. Το απειρόκακο όμως νήπιο καταλήγει στη φυσική ζωή, εφόσον καμιά ασθένεια δεν παρεμβάλλεται στα μάτια της ψυχής για την κοινωνία του φωτός, και δεν έχει ανάγκη την υγεία, που προέρχεται από τον εξαγνισμό, επειδή ούτε στην αρχή δεν δέχτηκε στην ψυχή την ασθένεια.
9.- «Πως αμαρτωλοί δι’ αυτόν κατεστάθησαν οι πολλοί; Τι προς ημάς τα εκείνου πταίσματα; πως δε όλως οι μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα συν αυτώ, καίτοι Θεού λέγοντος. ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, ούτε τέκνα υπέρ Πατέρων, ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται; Ουκούν ψυχή μεν η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται. Αμαρτωλοί δε γεγόναμεν δια της παρακοής του Αδάμ δια τοιόνδε τρόπον. πεποίητο μεν γαρ επί αφθαρσία και ζωή, ην δε αυτώ και ο βίος αγιοπρεπής εν τω παραδείσω της τρυφής, όλος ην και δια παντός εν θεοπτίαις ο νους, εν ευδεία δε και γαλήνη το σώμα, κατηρεμούσης απάσης αισχράς ηδονής. ου γαρ ην εκτόπων κινημάτων θόρυβος εν αυτώ. Επειδή δε πέπτωκεν υφ’ αμαρτίαν και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. .....» (Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, Migne, P.G., 74, 788-789).
10.- «Η γαρ άωρος τελευτή των νηπίων ούτε εν αλγεινοίς είναι τον ούτω του ζην παυσάμενον νοείν υποτίθεται ούτε κατά το ίσον τοις δια πάσης αρετής κατά τον τήδε βίον κεκαθαρμένοις γίνεται» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: Προς Ιέριον περί των προ ώρας αναρπαζομένων νηπίων, P.G. 46, 192).
11.- «... μήτε δοξασθήσεται, μήτε κολασθήσεται παρά του δικαίου κριτού, ως ασφραγίστους μεν, απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον την ζημίαν ή δράσαντας. ου γαρ όστις ου κολάσεως άξιος, ήδη και τιμής» (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου: Λόγος μ΄. Εις το άγιον Βάπτισμα, P.G. 36, 389).
12.- «Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε στον παράδεισο, και ο άνθρωπος είχε τα πάντα, προκειμένου να κάνει τον δρόμο αυτό που χρειαζόταν, για να ανδρωθεί, του έδωσε μία εντολή. Ήταν τέλειος ο άνθρωπος, όπως ένα νήπιο. Ένα νήπιο όλα τα έχει, αλλά είναι νήπιο. πρέπει να ζήσει, για να ανδρωθεί......» (Συμεών Κραγιόπουλου, πρεσβύτερου: "Αδάμ, που εί;", σελ. 125).
13.- Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια «καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα», ώστε να προστεθή «αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Χριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος» (Θεοδώρου Ζήση, πρεσβυτέρου, καθ. Α.Π.Θ. : «Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ι. Χρυσόστομον», σελ. 119).
14.- «... γεγόναμεν της εν Αδάμ κατάρας κληρονόμοι. Ου γαρ πάντως ως συν εκείνω παρακούσαντες της θείας εκείνης εντολής τετιμωρήμεθα, αλλ’ ότι θνητός γεγονώς, εις το εξ αυτού σπέρμα παρέπεμψε την αμαρτίαν. θνητοί γαρ γεγόναμεν εκ θνητού...» (Άγ. Αναστάσιος Σιναϊτης).
15.- «Περί Νηπίων δυο ή τριών χρόνων. Πάλιν δε εχώρισεν ο Κύριος άλλην συναγωγήν, η οποία εσταμάτησεν εμπρός Του τετυφλωμένη, πλην οδηγουμένη υπό Θεού επήγεν. Εις ταύτην δεν εβάρυνεν ούτε καλόν ούτε κακόν. Τα δε πρόσωπά των ήσαν ωσεί χνους. Και ούτε εντρέποντο ούτε εδοξάζοντο. τα δε φορέματά των ήσαν πενιχρά και τα χέρια και τα πόδια των γυμνά. όμως εις ταύτα όλα δεν εντρέποντο, ούτε ο Κύριος ωργίσθη κατ’ αυτών, αι αμαρτίαι των ήσαν εις τους γονείς των. Επρόσταξε δε ο Κύριος να τους δώσουν ολίγης απολαύσεως ανάπαυσιν. Εν τούτοις ο τόπος της αναπαύσεως εκείνης δεν ήτο εις την Βασιλείαν των Ουρανών ούτε εις την Αγίαν Πόλιν, αλλά εις τόπον της ανατολής, εις τον οποίον τους έβαλεν ο Κύριος, διότι εβόησαν παράκλησιν προς τον φοβερόν Κριτήν και είπον: «Κύριε, λυπήσου μας, ότι Χριστιανών τέκνα είμεθα και δεν μας άφησεν ο αιφνίδιος θάνατος να δεχθώμεν την σφραγίδα Σου, το Άγιον Βάπτισμα. Και αν ίσως ηθέλαμεν ζήσει εις τον κόσμον, ηθέλαμεν σπουδάσει να Σου αρέσωμεν και μας ήθελες βάλει εις την Βασιλείαν Σου». Ταύτα έγιναν και εις τούτην την συναγωγήν, εις την οποίαν ήσαν παιδιά Χριστιανών αβάπτιστα και τα ανέστησεν ο Κύριος ο Θεός εις την ηλικίαν των άλλων ανθρώπων και εισήκουσε την παράκλησίν των». (Αποκαλυπτικό όραμα αγ. Βασιλείου του νέου, 10ος αιώνας. Πρωθ. Ευγ. Τόμπρου: Στόμα Θανάτου, 1971, σελ. 76-77).
16.- «Ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύαν νήπια και έθεσεν αυτούς εν τω παραδείσω» (Ιωάννη Ρωμανίδη, πρεσβυτέρου, Καθηγητή Α.Π.Θ.: «Το προπατορικόν Αμάρτημα», σελ. 156).
17.- «Διό ουχ ως φθονών αυτώ ο Θεός, ως οίονταί τινες, εκέλευσεν μη εσθίειν από της γνώσεως. Έτι μην και εβούλετο δοκιμάσαι αυτόν, ει υπήκοος γίνεται τη εντολή αυτού» (Θεόφιλος Αντιοχείας: Προς Αυτόλυκον Β΄, 24). Ο άνθρωπος, έτι νήπιος ων κατά τον Θεόφιλον είχεν ανάγκην ικανής πνευματικής ασκήσεως και δοκιμασίας, ίνα φθάση εις την δυνατότητα να φάγη ακινδύνως εκ του ξύλου της γνώσεως (Ι. Ρωμανίδη, πρεσβ. καθ. ΑΠΘ: Το προπατορικόν αμάρτημα, σελ. 122).
18.- «Ερωτήθη και περί τούτου ο Πατήρ ούτος, από ποίαν ηλικίαν του ανθρώπου κρίνονται παρά Θεού τα αμαρτήματα; και αποκρίνεται ότι, κατά την γνώσιν και την φρόνησιν του κάθε ανθρώπου, έτσι κρίνονται και τα αμαρτήματά του. Διότι, εκείνα μεν τα παιδία όπου είναι φύσεως δεξιάς και έξυπνα, αυτά ευκολώτερα και ογλιγωρότερα διακρίνουσι το καλόν από το κακόν, δια τούτο και από δέκα χρόνων κρίνονται παρά Θεού τα αμαρτήματά των. Εκείνα δε όπου εξ εναντίας είναι φύσεως νωθράς, και νοός αποκοιμημένου, δυσκολώτερα και αργότερα έρχονται εις την του καλού και κακού διάκρισιν, όθεν και από περισσοτέρους χρόνους της ηλικίας των κρίνονται παρά Κυρίου τα αμαρτήματά των. Όρα και την υποσημ. του μ΄ της s´». (Ερμηνεία ΙΗ΄ κανόνος Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Πηδάλιο, σελ. 676). Επομένως τα παιδιά μέχρι τουλάχιστον 10 ετών δεν διαπράττουν αμαρτήματα κρινόμενα, καθότι δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κρίση και λογική.
19.- «Καθ’ όσον δε η νεωτέρα συστηματική της δογματικής διατύπωσις (του προπατορικού αμαρτήματος) εγένετο υπό την αναντίρρητον επίδρασιν της σχολαστικής θεολογίας, η δε επιστημονική θεολογική κίνησις των Διαμαρτυρομένων μεταδίδεται και εις την ημετέραν Θεολογίαν, η περί προσωπικής ευθύνης επί τη αρχεγόνω αμαρτία δόξα φέρεται εν επιγνώσει ή ανεπιγνώστως και παρ’ ημίν, πρώτος δε ο μακαρίτης καθηγητής του πανεπιστημίου Δαμαλάς εξήλεγξεν αυτήν ως απάδουσαν τη Γραφή και τη διδασκαλία των Πατέρων αρνούμενος εν γένει πάσαν επί τη αρχεγόνω αμαρτία ενοχήν" (Χ. Ανδρούτσου, καθ. Πανεπ. Δεύτερον μάθημα περί του Προπατορικού αμαρτήματος, Κωνσταντινούπολη 1896, σελ. 5).
20.- «ευτυχώς τα περί του ανευθύνου του ανθρώπου επί τη αρχεγόνω αμαρτία παρά τοις Πατράσι αμέσως ή εμμέσως φερόμενα είναι ούτω σαφή και αναμφισβήτητα, ώστε ευχερώς δύναταί τις να συνεικάση το περί τούτου φρόνημα των Πατέρων καταρτίζων αυτό ένθεν μεν προφανώς και αναμφισβητήτως εξ όσων περί νηπιοβαπτισμού και τύχης νηπίων αβαπτίστων απεφήναντο, ένθεν δε και εξ ετέρων μαρτυριών αυτών» (Χ. Ανδρούτσου, ως ανωτέρω, σελ. 37).
21.- «δεν υφίσταται δια τους Έλληνας Πατέρας το υπό δικανικήν μορφήν τεθέν πρόβλημα περί της κληρονομικότητος της ενοχής του Αδάμ και περί της επακολουθησάσης τιμωρίας της ανθρωπότητος λόγω προσβολής της θείας δικαιοσύνης ή φύσεως» (Ι. Ρωμανίδη: πρεσβ. καθ. ΑΠΘ: "Το προπατορικόν αμάρτημα" 1992, σελ. 19).
22.- «Ούτω μεταχειριζόμενος τον Χριστόν ως την κλείδα της αρχεγόνου καταστάσεως περιγράφει ο Ειρηναίος (Λουγδούνων) την προς την τελείωσιν και αθανασίαν πορείαν των πρωτοπλάστων. Επομένως, όπως ο Χριστός εγεννήθη νήπιος και ακολούθως ηυξήθη σωματικώς, ηνδρώθη και προέκοψε και ετελειοποιήθη (όχι από της αμαρτίας προς την τελείωσιν, αλλά εκ καταστάσεως βρέφους εις τέλειον ηνδρωμένον διανοητικώς και σωματικώς, και δια πειρασμού ακόμη, άνθρωπον), ούτω και οι πρωτόπλαστοι εκτίσθησαν παρομοίως νήπιοι, ίνα αυξηθούν, ανδρωθούν και γίνουν τέλειοι σωματικώς και ψυχικώς. Ο Χριστός εγεννήθη άνευ αμαρτίας ή ελλείψεως. εν τούτοις όμως προέκοψε και ετελειοποιήθη. Ούτω και οι πρώτοι άνθρωποι επλάσθησαν άνευ αμαρτίας ή ελλείψεως, ίνα προκόψουν και γίνουν τέλειοι. Όπως ο Χριστός έγινε κατά την ανθρωπίνην φύσιν άφθαρτος και απαθής μετά την ανάστασιν, ούτω και ο άνθρωπος τέλειος γενόμενος θα έφθανε την αφθαρσίαν..... Κατά τον Ειρηναίον (Λουγδούνων) και τον Θεόφιλον (Αντιοχείας) οι πρωτόπλαστοι όντες νήπιοι προσεβλήθησαν υπό του σατανά και αδίκως επλήγησαν. Η δυνατότης της παρακοής της θείας εντολής τη συστάσει του όφεως οφείλεται κατά πολύ εις το γεγονός ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν είχον ακόμη τελειοποιηθή» (Ερμηνεία από το χωρίο: Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Δ΄ XXXVII, 3. Ι. Ρωμανίδη, ως ανωτέρω, σελ. 150-151).
23.- «Άπαξ γίνει δεκτόν ότι η φθορά και ο θάνατος αποτελούν εκ Θεού τιμωρίαν όλων των ανθρώπων (όπως δια τον Αυγουστίνον η εις χείρας του διαβόλου και εις θάνατον καταδίκη του ανθρώπου είναι, ένεκα της εν τω Αδάμ συνενοχής όλων των ανθρώπων, θέλημα Θεού), δημιουργείται αδιέξοδον όσον αφορά την μετάδοσιν αυτών εις τους απογόνους του Αδάμ. Δια να διαφυλαχθή υπό τας προϋποθέσεις αυτάς η αγαθότης του Θεού, πρέπει κατά κάποιον τρόπον να είναι ένοχος της πτώσεως όλη η ανθρωπότης. Αλλά δια τους συγγραφείς (Έλληνες Πατέρες) δεν υφίσταται τοιούτον θέμα, απλούστατα διότι, κατ’ αυτούς ο θάνατος δεν είναι εκ Θεού. επετράπη ο θάνατος υπό του Θεού ουχί ένεκα τιμωρού τινός διαθέσεως της θείας δικαιοσύνης, αλλά τουναντίον ένεκα της θείας προς τον άνθρωπον ευσπλαγχνίας» (Ι. Ρωμανίδη, ως ανωτέρω, σελ. 154-155).
24.- «Κατά την δυτική αντίληψη η κληρονόμηση του θανάτου είναι κληρονόμηση της ενοχής, ωσάν ο κάθε άνθρωπος να αμάρτησε στο πρόσωπο του Αδάμ και, επομένως, ο καθένας είναι αίτιος του δικού του θανάτου. Όμως στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων φαίνεται ότι δεν πρόκειται για κληρονόμηση ενοχής, αλλά για κληρονόμηση των συνεπειών της αμαρτίας του Αδάμ, που είναι η φθορά και η θνητότητα» (Ιεροθέου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Η ζωή μετά τον θάνατο» σελ. 48-49).
25.- «Ο Αυγουστίνος, που επηρέασε πολύ την σχολαστική θεολογία της Δύσεως και στο θέμα της κληρονομήσεως του θανάτου, υποστήριζε ότι κληρονομήσαμε την ίδια την αμαρτία του Αδάμ, ενώ στην πατερική παράδοση φαίνεται ότι κληρονομούμε τις συνέπειες της αμαρτίας, που είναι η φθορά και η θνητότητα, οι οποίες μεταδίδονται μέσα από την σωματική γέννηση» (Ιεροθέου, όπως ανωτέρω, σελ. 49).
26.- «Η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό που λέγει η δυτική θεολογία, ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννησή του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, που συνιστά το κατά φύσιν» (Ιεροθέου, ως ανωτέρω, σελ. 108).
27.- «Αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου, ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Η απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος (γιατί τέτοιο αμάρτημα δεν φέρομε), αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο» (Ιεροθέου, ως ανωτέρω, σελ. 108-109).
28.- Το βάπτισμα του νηπίου ορίζεται και εξαρτάται από τη θέληση των γονιών του και αυτό το έχει αποδεχθεί και θεσπίσει η Εκκλησία, καθότι το αβάπτιστο νήπιο είναι ανεύθυνο. Η υπάρχουσα πιθανώς ευθύνη των πιστών γονέων ως προς την καθυστέρηση και αναβολή του βαπτίσματος δεν υποδηλώνει ούτε απιστία ούτε δόλο των ιδίων, αλλ’ ούτε ασφαλώς και του ανεύθυνου και αθώου νηπίου. Έτσι όταν οι γονείς ζητούν την ευλογία και χάρη της Εκκλησίας για την κήδευση και ταφή του θανόντος νηπίου τους, ασφαλώς θα τη ζητούσαν και για τη βάπτισή του. Και η πρόθεσή τους αυτή μπορεί να διαπιστωθεί, αν μάλιστα ο θάνατος επήλθε μετά το Σαραντισμό, που είναι ο πρώτος εκκλησιασμός του νηπίου και γι’ αυτό η σχετική ευχή λέγεται και προβαπτισματική. Και το αυτό ισχύει και για τις επίσης προβαπτισματικές ευχές «εις γυναίκα λεχώ τη πρώτη ημέρα της γεννήσεως του παιδίου αυτής» και «εις το κατασφραγίσαι παιδίον λαμβάνον όνομα τη ογδόη ημέρα της γεννήσεως αυτού», όταν γίνεται η σχετική τελετή της ονοματοδοσίας του παιδιού (Μοναχού Νικόδημου Μπιλάλη: Περιοδικό Πολύτεκνη Οικογένεια αρ. φ. 89, σελ. 21).
29.- «Πουθενά στην Π. Διαθήκη δεν γίνεται λόγος για ένα αμάρτημα που μεταβιβάζεται κληρονομικά ως ενοχή στους απογόνους του Αδάμ, όπως το παρουσίασε κυρίως η δυτική θεολογία..... Νομίζω, όλη η ιστορία της Π. Διαθήκης είναι η επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος, ως παρακοής στο θέλημα του Θεού με όλες τις γνωστές συνέπειες. Με άλλα λόγια τα μεταπατορικά αμαρτήματα, ως παρακοή στο θέλημα του Θεού με τις γνωστές συνέπειες της έκπτωσης και της απώλειας αγαθών, έχουν ουκ ολίγη ομοιότητα με το προπατορικόν αμάρτημα, που φυσικά δεν είναι η σεξουαλικότητα!» (Ν. Ματσούκα, καθ. Θεολογικής ΑΠΘ. Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σελ. 39).
30.- «Η πατερική θεολογία είδε το προπατορικό αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμιά κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για την κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου». Όμως: «Επηρεασμένος ο άνθρωπος κυρίως από το νομικό πνεύμα και τη δικαιική τάξη, στο εκδηλούμενο κακό, θέλει πάντοτε ν’ αναζητεί ευθύνη και τιμωρία!» (Ι. Κορναράκη, καθ. Θεολογικής Παν. Αθηνών. Η κρίση της Θεολογικής αυτοσυνειδησίας. Παρακαταθήκη αρ. 35, σελ. 6).
31.- «Ο πάνσοφος Παύλος έγραψε να μη γινόμαστε παιδιά στο μυαλό, αλλά να είμαστε σαν τα νήπια ως προς την κακία, ενώ στη σκέψη να τελειοποιούμαστε. Διότι δεν είναι δυνατόν, αν πρώτα δεν καθαρισθούμε από την κακία και δεν γίνουμε αγνοί σαν τα νήπια, να γίνουμε τέλειοι στη σκέψη ή τέλειοι άνθρωποι και τίμιοι εργάτες της αλήθειας» (Αγ. Ισίδωρου Πηλουσιώτη, Επιστολές, ΕΠΕ Α΄ 442).
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα αγιογραφικά και αγιοπατερικά κείμενα καταφαίνεται, ότι η σοφία των Πατέρων αντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά το θέμα του προπατορικού αμαρτήματος, απ’ ότι η δυτική θεολογία, η θέση τους δε αυτή βεβαίως καθίσταται και θέση της καθόλου Εκκλησίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, ο άνθρωπος δεν κληρονομεί το προπατορικό αμάρτημα, αλλά την φθορά και την θνητότητα, από τα οποία δεν τον απαλλάσσει το βάπτισμα. Τα νήπια κανένα αμάρτημα δεν κατέχουν (ούτε και το προπατορικό), το αντίθετο μάλιστα, καθότι βρίσκονται σε άμεση κοινωνία με τον Θεό επειδή έχουν καθαρό νου και ο νους τους βρίσκεται σε κοινωνία με τον Θεό, αυτός δε ο νους τους βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού (όπως ο προπτωτικός Αδάμ), η δε βάπτιση των νηπίων είναι ο εκκεντρισμός τους, ως μέλη της Εκκλησίας και όχι η απαλλαγή τους από το προπατορικό αμάρτημα (το οποίον βέβαια δεν φέρουν).
Όσον αφορά δε την είσοδο ή μη των αβάπτιστων παιδιών στην βασιλεία του Θεού καταφαίνεται σαφώς, ότι ο ίδιος ο Θεός και μόνον γνωρίζει, εμείς δε οπωσδήποτε δεν μπορούμε να πούμε, ότι είναι στον παράδεισο, ούτε βέβαια μπορούμε να πούμε (όπως το αποκλείει ο άγιος Γρηγόριος), ότι είναι στην κόλαση.
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου