Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009







Παραμυθία

Πνευματική




Άκουσα δια ένα ασκητή Ιερέα, ότι ήτο σοφός άνθρωπος και πλήρης από κατανόηση. Όστις μετέβαινεν εις αυτόν, δια να εξομολογηθή, ευρίσκετο εις ατμόσφαιραν πλήρη μειλιχιότητος, συμπαθείας και ψυχοσωτηρίου διδασκαλίας, και απεχώρει ήρεμος ψυχικώς. Αμέσως μετέβην εις τον άγιον αυτόν Γέροντα, ο οποίος μετά από τινάς συμβουλάς έδωσεν εις εμέ να διαβάσω τας εξής σημειώσεις:


Ταπεινή Εξομολόγησις


Στρέφων τα όμματα της ψυχής μου προσεκτικώς εις τον εαυτόν μου και παρακολουθών την πορείαν της εσωτερικής μου καταστάσεως, ευρίσκω εις τον εαυτόν μου, μετά από λεπτομερή εξέτασιν των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς μου, ότι:

Δεν αγαπώ τον Θεόν

Αν ηγάπων πραγματικώς τον Θεόν, θα είχον την σκέψιν μου εστραμμένην προς Αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Έκαστη σκέψις δια τον Θεόν θα έδιδεν εις εμέ χαράν και αγαλλίασιν.

Αντιθέτως όμως, πολύ συχνότερον και πολύ ευκολώτερον σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ενώ η απασχόλησις της σκέψεώς μου με τον Θεόν καταντά εργασία επίπονος και άκαρπος.

Εάν ηγάπων τον Θεόν, η συνομιλία μου με Αυτόν δια της προσευχής, θα ήτο η τροφή και η τρυφή μου και θα με ωδήγει εις αδιάσπαστον επικοινωνίαν με Αυτόν. Όμως, όλως αντιθέτως, όχι μόνον δεν ευρίσκω ευχαρίστησιν εις την προσευχήν μου, αλλά χρειάζεται εκάστην φοράν να καταβάλλω προσπάΘειαν, δια να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι κατά της απροθυμίας, νικώμαι από την αμαρτωλότητά μου και είμαι πάντοτε πρόθυμος ν' ασχολούμαι με κάθε ανόητον σκέψιν και πράγμα, ακόμη και κατά την ώραν της προσευχής. Με αποτέλεσμα, όπως είναι φυσικόν, να μικραίνη η προσευχή και ν' απομακρύνεται η σκέψις από αυτήν.

Ο καιρός μου χρησιμοποιείται εις ματαίας απασχολήσεις και όταν θέτω τον εαυτόν μου κάτω από την Παρουσίαν του Θεού, τότε κάθε δευτερόλεπτον φαίνεται εις εμέ, πώς είναι μία ολόκληρος ώρα. Καθ' όλην την ημέραν είναι ζήτημα, αν διαθέτω έστω και μίαν ώραν, δια να βυθιστώ εις Θείαν εντρύφησιν και Ιεράν μελέτην, όπως ζωογονήσω την καρδίαν μου με την αγάπην μου προς Αυτόν, ενώ ευχαρίστως εξοδεύω όλην σχεδόν την ημέραν μου ωσάν μίαν θερμήν προσφοράν και θυσίαν εις τα είδωλα των διαφόρων παθών μου.

Συνεχώς συζητώ δια μηδαμινά πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, και αυτό δίδει εις εμέ ευχαρίστησιν. Εις τας σκέψεις μου δια τον Θεόν είμαι άκαρπος, απρόθυμος και αμελής. Και όταν ακόμη, χωρίς να το θέλω, συμβαίνει, ώστε άλλοι να με παρακινήσουν εις πνευματικήν συζήτησιν, προσπαθώ να μετατρέψω το θέμα εις άλλο τι, πλέον ευχάριστον εις τας επιθυμίας μου.

Είμαι πάρα πολύ περίεργος δια κάθε μοντέρνο, δια τα πολιτικά και δια πλήθος άλλων ζητημάτων. Πολύ συχνά ζητώ την ικανοποίησιν εις την αγάπην προς τας κοσμικάς γνώσεις, την επιστήμην, την τέχνην, και θέλω διαρκώς ν' αποκτήσω περισσότερα υλικά αγαθά. Η μελέτη του Νόμου του Θεού, η γνώσις Αυτού και της Θρησκείας, δεν μου κάμνουν πολλήν εντύπωσιν.

Εάν η αγάπη προς τον Θεόν είναι η τήρησις των εντολών Του, όπως ο Χριστός είπεν: «εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας Εμάς τηρήσατε», (κατά Ιωάν. ιδ' 15) εγώ όχι μόνον δεν τηρώ αυτάς, αλλά ούτε τινά προσπάθειαν καταβάλλω να κατορθώσω την τήρησίν των. Ούτως είναι απόλυτος αλήθεια, ότι δεν αγαπώ τον Θεόν. Επάνω εις αυτό ο Μέγας Βασίλειος λέγει: «Η απόδειξις ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεόν, έγκειται εις το γεγονός, ότι δεν τηρεί τας εντολάς Του».

Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου.

Εάν ηγάπων τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και ν' αποφασίσω να δώσω και την ζωήν μου δι' αυτόν, εάν θα υπήρχεν ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάμνω, αλλά ούτε και την παραμικράν θυσίαν είμαι διατεθειμένος να υποστώ δι' αυτόν. Εάν ηγάπων τον πλησίον μου, συμφώνως με την εντολήν του Θείου Ευαγγελίου, αι λύπαι του θα ήσαν και ιδικαί μου λύπαι και αι χαραί του θα αντανακλούσαν εις το πρόσωπόν μου, όπως εις το ιδικόν του.

Αντιθέτως ευχαριστούμαι ν' ακούω διάφορα άσχημα πράγματα δια τον πλησίον μου, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Η κάθε συμφορά του όχι μόνον δεν μου στενοχωρεί, αλλά δίδει εις εμέ εν είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδος ν’ ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπην, αλλά το διατυμπανίζω με εσωτερικήν ικανοποίησιν. Η ευτυχία του πλησίον μου, η τιμή του, τ' αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίδουν δε αντιθέτως το συναίσθημα της αδιαφορίας. Τέλος, συχνά καταλαμβάνουν την ψυχήν μου περιφρόνησις και φθόνος δια τον πλησίον μου.

Δεν έχω τελείαν Ορθόδοξον Πίστιν.

Πιστεύω ολίγον εις την αθανασίαν και εις το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιον, διότι εάν ήμουν τελείως πεπεισμένος και επίστευον, χωρίς αμφιβολίαν, ότι μετά από τον τάφον αρχίζει η Αιώνιος Ζωή και η ανταπόδοσις των πεπραγμένων αυτού του κόσμου, θα εσκεπτόμην συνεχώς αυτό. Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικώς και θα έζων εις αυτόν τον πρόσκαιρον βίον ωσάν εις ξένος και παρεπίδημος, ο οποίος έχει πάντοτε εις τον νουν του την φροντίδα, όπως αξιωθή να φθάση εις την γλυκειάν του Ουράνιον Πατρίδα.

Αντιθέτως όμως, εγώ ουδόλως σκέπτομαι δια την Αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωήν μου, ωσάν να πιστεύω, ότι το τέλος του παρόντος βίου είναι και το τέρμα της ανθρωπινής υπάρξεώς μου. Εντός μου φωλεύει υποσυνειδήτως η σκέψις, η οποία συνοψίζεται εις το: ποίος γνωρίζει και ποίος είδε το μετά θάνατον;
Όταν ομιλώ δια την Αθανασίαν, ο νους μου συμφωνεί μ' εκείνην, ενώ η καρδία μου πολύ απέχει από το να είναι πεπεισμένη δι' αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τας πράξεις μου και από την συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωήν των αισθήσεων.

Εάν η διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδίαν μου με την ανάλογον Πίστιν, θα είχα καταληφθή από τον Λόγον του Θεού και θα τον εμελέτων συνεχώς, θα κατώκει δε εντός της ψυχής μου η προς Αυτόν αφοσίωσις και η προσοχή. Η ευσπλαχνία, η αγάπη, ευρισκόμενοι μέσα εις Αυτόν, θα με ωδήγουν εις την χαράν και την ευτυχίαν της μελέτης του Νόμου του Θεού νύκτα και ημέραν. Εις την μελέτην αυτήν θα εύρισκον τροφήν πνευματικήν, τον επιούσιον άρτον της ψυχής μου, και η καρδία μου θα παρεκινείτο εις τήν τήρησίν Του. Ουδέν εις τον κόσμον αυτόν θα ήτο δυνατόν να με αποτρέψη από την εφαρμογήν Του εις την ζωήν μου.

Δυστυχώς όμως συμβαίνουν εις εμέ τ' αντίθετα• ήτοι όταν διαβάζω ή ακούω τον Λόγον του θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς την γνώσιν με ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσαν προσοχήν και τον ευρίσκω πολλάκις καταθλιπτικόν ή χωρίς σπουδαίον ενδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εις το τέλος της μελέτης Του χωρίς σπουδαίαν ωφέλειαν, και πάντοτε είμαι πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά, ευχάριστα εις εμέ, αναγνώσματα.

Είμαι πλήρης υπερηφάνειας και φιλαυτίας.

Όλαι μου αι ενέργειαι το βεβαιώνουν. Βλέπων τι καλόν εις τον εαυτόν μου επιθυμώ να το κάμνω εμφανές ή να υπερηφανευθώ δι' αυτό έμπροσθεν εις άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μίαν εξωτερικήν ταπεινοφροσύνην, την αποδίδω εις αποτελεσματικότητα της ιδικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερον από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερόν των. Όταν ανακαλύπτω εν σφάλμα μου, προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω.

Θυμώνω εναντίον εκείνων, οι οποίοι δεν δεικνύουν εκτίμησιν προς το πρόσωπόν μου και πιστεύω δι' αυτούς, ότι είναι άνθρωποι, οι οποίοι δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξίαν του άλλου. Αγάλλομαι δια τα χαρίσματά μου, και δικαιολογώ όλας μου τας πτώσεις. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστησιν εις τας ατυχίας των εχθρών μου. Όταν αγωνίζωμαι δια καλόν τι, το κάμνω με τον σκοπόν ή να κερδίσω επαίνους, ή να λάβω μίαν πρόσκαιρον παρηγορίαν.

Με μίαν λέξιν, συνεχώς κατασκευάζω εν είδωλον του εαυτού μου, προς το οποίον αποδίδω αδιακόπους τας υπηρεσίας μου, φροντίζων παντοιοτρόπως δια την ευχαρίστησίν του και την καλλιέργειαν των παθών και των επιθυμιών του.

Πράττων όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου, ότι είναι πλήρης από υπερηφάνειαν, από διαφόρους σαρκικάς επιθυμίας, από απιστίαν, από έλλειψιν αγάπης προς τον Θεόν και από κακίαν προς τον πλησίον μου.
Ποία κατάστασις θα ηδύνατο να υπάρξη πλέον αμαρτωλή από αυτήν; Πώς δεν θα λάβω την αυστηροτέραν τιμωρίαν δια την ανόητον και απρόσεκτον ζωήν μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω;


Μελετών όλον αυτόν τον τύπον της εξομολογήσεως, τον οποίον έδωσεν εις εμέ ο Ιερεύς, τρομοκρατημένος εσκέφθην και είπον:
«Θεέ και Κύριε! Τι φοβερά αμαρτήματα υπάρχουν κρυμμένα εντός μου και μέχρι τώρα δεν τα είχον ανακαλύψει!»
Η επιθυμία να καθαρισθώ από αυτά, με ώθησαν να ικετεύσω αυτόν τον μέγαν Εξομολόγον να διδάξη εις εμέ, πώς να γνωρίσω την αιτίαν όλου αυτού του κακού και πώς να λυτρώσω, από αυτό, τον εαυτόν μου. Τότε ο άγιος Πνευματικός ήρχισε να με καθοδηγή λέγων:


Τρόπος Θεραπείας

Τέκνον μου και αδελφέ μου, αιτία της ελλείψεως αγάπης προς τον ΘΕΟΝ είναι η έλλειψις Πίστεως, έχουσα ως αιτίαν την έλλειψιν της πεποιθήσεως, της οποίας αιτία είναι η αποτυχία μας ως προς την αναζήτησιν της αληθούς και αγίας γνώσεως και η αδιαφορία μας ως προς την αναζήτησιν τού Φωτός του Πνεύματος. Ήτοι, εάν δεν πιστεύης, δεν ημπορείς ν' αγαπάς. Εάν δεν είσαι πεπεισμένος, δεν είναι δυνατόν να πιστεύης.
Δια ν' αποκτήσης δε την πεποίθησιν, η οποία είναι απαραίτητος, πρέπει να λάβης πλήρη και ακριβή γνώσιν του θέματος, περί του οποίου πρόκειται να πεισθής. Με την αγιαστικήν μελέτην του Λόγου του Θεού και με την απόκτησιν πείρας, πρέπει να γεννηθή εις την ψυχήν σου μία δίψα, μία ακατάσχετος επιθυμία, κάτι ωσάν θαύμα, το οποίον θα σου φέρη μίαν ασίγαστον επιθυμίαν να μάθης, όσον ημπορείς περισσότερον, τελειότερον, βαθύτερον, τά της Ορθοδόξου Πίστεώς μας.

Εις πνευματικός συγγραφεύς ομιλεί δι’ αυτό ως εξής: «Η αγάπη συνήθως αυξάνεται με την γνώσιν, και όσον μεγαλυτέραν έκτασιν και βάθος έχει η γνώσις, τόσον μεγαλύτερα είναι και η αγάπη. Όσον δε περισσότερα είναι η προσήλωσις εις την πληρότητα και το κάλλος της θείας Φύσεως και της απείρου αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους, τόσον περισσότερον η ανθρωπίνη καρδία μαλακώνει και διατίθεται και προσκλίνει εις την αγάπην του Θεού.»

Φαντάζομαι τώρα, πώς θα εννόησες, ότι αιτία των αμαρτημάτων, τα οποία εδιάβασες προηγουμένως, είναι η αδράνεια της ψυχής μας δια σκέψεις επάνω εις πνευματικά πράγματα, αδράνεια που ξηραίνει τα συναισθήματα και την ανάγκην της ψυχής δια παρόμοιας πνευματικάς εντρυφήσεις.
Εάν θέλης να μάθης, πώς θα νικήσης αυτήν την αιτίαν του κακού, φρόντισε με όλην σου την δύναμιν, ν' απόκτήσης την φώτισιν του Πνεύματος, την φώτισιν της ψυχής, με επιμελή και αγιαστικήν μελέτην του Λόγου του Θεού, με την μελέτην των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας και των βίων των Αγίων, με τας συμβουλάς πνευματικών ανθρώπων και δια ψυχωφελών συζητήσεων με Χριστιανούς, οι οποίοι είναι σοφοί και Χριστοφόροι.

Τέκνον μου και αδελφέ μου, πραγματικώς πολλαί είναι αι καταστροφαί και δυστυχίαι, αι οποίαι έρχονται επάνω μας εξ αιτίας της αμελείας μας. Δεν μελετώμεν τον Λόγον του Θεού νύκτα και ημέραν, ούτε προσευχόμεθα δι’ αυτό με επιμέλειαν και πόθον συνεχή. Εξ αιτίας αυτού ο εσωτερικός μας άνθρωπος είναι εξηντλημένος, πεινασμένος και άθερμος, τόσον, ώστε δεν έχει την δύναμιν να κάμνη το αποτελεσματικόν βήμα προς την οδόν της δικαιοσύνης και της σωτηρίας.

Δια τούτο, αγαπητέ μου, ας αποφασίσωμεν να χρησιμοποιήσωμεν τας μεθόδους αυτάς, και όσον τό δυνατόν περισσότερον ας γεμίζωμεν τον νουν μας με σκέψεις δια τα θεια. Τότε η Αγάπη θα ξεχυθή από τα Ύψη εις τας καρδίας μας και θ' ανάψη εντός ημών ωσάν μία φλόγα. Ας κάμνωμεν την προσπάθειαν αυτήν, και ας προσευχώμεθα. Όσον συχνότερον δυνάμεθα, επειδή η προσευχή είναι από τας κυριωτέρας και ισχυροτέρας αιτίας, αι οποίαι χαρίζουν εις ημάς αναγέννησιν και εσωτερικήν πνευματικήν ευεξίαν.

Ας προσευχηθώμεν και με τα λόγια:


«Κύριε Ιησού Χριστέ, ποίησον ημάς να Σε αγαπήσωμεν τόσον, όσον πριν Σε γνωρίσωμεν, αγαπούσαμεν την αμαρτίαν».

(Από το ψυχωφελές βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού», γραμμένο στη Ρωσική περί το 1853 και εκδοθέν εις Ελληνική υπό εκδ. οίκου «Αστήρ»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου