ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ
π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Τὸν παρελθόντα Νοέμβριο ἐκδόθηκε ἕνα μικρὸ
βιβλίο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς
καὶ τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ
Παραθρησκειῶν, προϊστάμενοι τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀρχιμ/της π. Παῦλος
Δημητρακόπουλος καὶ ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος.
Τὸ βιβλίο ἐπιγράφεται:
«15ος Κανὼν Πρωτο-δευτέρας Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», καὶ ἀποτελεῖ «Κριτικὴ
Μελέτη» στὸ ἀνάλογο βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
Ὁ π. Εὐθύμιος μὲ
κατανόηση καὶ ἀγάπη, παρουσιάζει πληθῶρα Πατερικῶν θέσεων γιὰ τὸ θέμα, ποὺ ἀποδεικνύουν
ὅτι οἱ συγγραφεῖς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ὅτι
διαπραγματεύονται τὸ θέμα πρόχειρα, χωρὶς Πατερικὴ τεκμηρίωση καὶ μὲ
σκοπιμότητα, ἐν τέλει δέ, ἡ μελέτη τους αὐτή, συμβάλλει στὴν ἀδράνεια καὶ τὸν ἐφησυχασμὸ
τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπέκταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἔχουμε διαβάσει τὴν «Κριτικὴ Μελέτη» τοῦ «Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ
Παραθρησκειῶν» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ ἀποροῦμε πῶς ὁ κ. Σεραφεὶμ ἐπέτρεψε
νὰ κυκλοφορήσει ἕνα τέτοιο ἀστήρικτο κριτικὸ κείμενο, ποὺ μόνο Ὀρθόδοξες
Πατερικὲς θέσεις δὲν περιέχει. Ἂν μάλιστα εἶναι ἀληθινὴ ἡ πληροφορία ὅτι
πρωτοπρεσβύτερος καθηγητὴς τοὺς ἀπέτρεψε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, χάριν τῆς ἑνότητος
τοῦ ἀντι-οικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ αὐτοὶ προχώρησαν στὴν δημοσιοποίησή του,
τότε ἡ ἀπορία μας μεταβάλλεται σὲ θλίψη.
Ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουμε
νὰ δημοσιεύουμε σὲ συνέχειες τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου.
Ο ερημιτης των αποκρημνων Βραχων των Τεμπων αρχιμανδριτης Ευθυμιος Τρικαμηνας, κονιορτοποιεί και θρυμματιζει κυριολεκτικα, τα ...ανυπαρκτα επιχειρηματα των δυο επωνυμων κληρικων.
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ
ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ
2 Φεβρουαρίου 2013
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν σημερινή κατάστασι. Ἀσφαλῶς δέν θά ἔχετε ἀντίρρησι ὅτι μέσα στίς αἱρέσεις τῆς ἀπωλείας ἀνήκει καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀνομάσατε «παναίρεσι». Πότε ὅμως ἡ αἵρεσις χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις ἀπωλείας», μετά τήν καταδίκη της ἀπό τήν Σύνοδο ἤ καί πρίν; Πιστεύω ὅτι δέν θά εὕρετε κάποιο ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε ἱερό Κανόνα, οὔτε διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πού ὄχι νά διδάσκη, ἀλλά ἁπλῶς νά ὑπαινίσσεται ὅτι μετά τήν καταδίκη της ἡ αἵρεσις καθίσταται αἵρεσι ἀπωλείας. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δηλητήριο δέν καθίσταται θανατηφόρο μετά τήν χημική του ἀνάλυσι ἀπό τούς εἰδικούς, καί ἕνας λύκος δέν ἀρχίζει νά κατασπαράσση τά πρόβατα μετά τήν ἀναγνώρισί του καί τήν ἐπίσημη ἐντολή τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν προβάτων ἀπό αὐτόν.
Εἰς τό σημεῖο ὅμως αὐτό φαίνεσθε ἀνακόλουθοι καί στήν πρᾶξι ἀναιρεῖτε, ὅσα ὀρθῶς στήν θεωρία διδάσκετε. Διότι, ἐνῶ ἀποδέχεσθε ὅτι οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἐνῶ χαρακτηρίζετε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, συγχρόνως διδάσκετε τήν παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (ἡ ὁποία βεβαίως δέν εὐδοκεῖ νά ἔλθη, οὔτε κἄν διακρίνεται μακρυά στόν ὁρίζοντα)· διδάσκετε τήν ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν ὡς ποιμένων, δηλαδή τῶν λύκων ὡς ἀρχηγῶν τῶν προβάτων, μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο καί, κυρίως, διδάσκετε ὅτι τό λογικό ποίμνιο δέν βλάπτεται οὐδόλως ἀπό τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ποιμένος–Ἐπισκόπου. Διότι, ἄν βλάπτεται, γιατί νά περιμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά ἀποτειχισθῆ;
Ἐδῶ προφανῶς πατέρες, σᾶς διαφεύγει τό γεγονός, ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ἔχει μόνο θεωρητικό χαρακτῆρα, δηλαδή, νά ἀλλοιώση τά φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά κυρίως πρακτικό. Ὁ πρακτικός χαρακτήρας αὐτῆς τῆς αἱρέσεως συνοψίζεται στήν συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς ἔχει ἐπιτευχθεῖ. Δηλαδή ἡ βλάβη τοῦ ποιμνίου ἤδη ὑφίσταται καί συνεχῶς αὐξάνεται. Ἄρα ἤδη τό ποίμνιο ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια, σύμφωνα μέ ὅσα ἰσχυρίζεσθε. Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι εἶναι καθαρός Οἰκουμενισμός ἡ παραμονή τοῦ κάθε Ἐπισκόπου στό Π.Σ.Ε., διότι ἐνεργεῖται στήν πρᾶξι ἡ συνύπαρξις καί ἀλληλοπεριχώρησις, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν διδασκαλία καί ἐπιδίωξι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ Ὀργανισμοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό τῆς εἰσαγωγῆς σας θίγετε, πατέρες, καί τό θέμα τῆς παρερμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα. Πότε παρερμηνεύονται οἱ ἱεροί Κανόνες, καί εἰδικά ὁ συγκεκριμένος, καί ποιός θά εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός γιά τήν ἀποφυγή τῆς παρερμηνείας;
Οἱ Ἅγιοι ὅ,τι ἐδίδασκαν τό ἐστήριζαν πάντοτε στήν ἁγ. Γραφή. Ἄρα λοιπόν διά νά ἑρμηνεύσωμε ὀρθά τούς ἱερούς Κανόνες πρέπει ἀπαραιτήτως νά στηριζώμεθα στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτό ὅμως σέ ὅλη τήν μελέτη σας, δέν τό ἐπράξατε εἰς τό ἐλάχιστο, ἀλλά ἀπεναντίας, θεωρήσατε δεδομένο τό ζητούμενο. Δηλαδή ἀποδεχθήκατε ἐξ ἀρχῆς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος χωρίς νά ἐρευνήσετε ἄν ἔχη ἁγιογραφικά ἐρείσματα. Ἀποδεχθήκατε ὡς ἐκ τούτου τήν παραμονή τῶν πιστῶν στούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, χωρίς πάλι νά στηρίξετε τήν διδασκαλία σας, προσκομίζοντας κάποια ἁγιογραφικά χωρία. Καί βεβαίως πιστεύετε ὅτι δέν σφάλλετε στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἀλλά ἀντιθέτως σφάλλομε ἐμεῖς πού προσκομίσαμε πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων. Αὐτό ἄς τό κρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ἀμφοτέρων τῶν κειμένων.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπίσης, ἀναφέρεσθε καί στήν διασάλευσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Ἀσφαλῶς θά γνωρίζετε ὅτι εἰς τήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μία μόνον ἑνότης, ἡ ἑνότης τῆς πίστεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά εἴμεθα ἑνωμένοι πρέπει νά εἴμεθα ὁμόπιστοι. Σέ ὅλες λοιπόν τίς αἱρέσεις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότης τῆς πίστεως, διασαλεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική τάξις σέ σημεῖο πού οἱ Ὀρθόδοξοι, πολλές φορές, νά ἐγκαταλείπουν ἀκόμη καί τούς ναούς, καί τούς αἱρετικούς ποιμένες καί νά συναθροίζωνται στήν ὕπαιθρο, προκειμένου νά ἐπιτελέσουν τά λατρευτικά των καθήκοντα.
Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὑπάρχει αἵρεσις, δέν ἐνδιαφερόμεθα τόσο γιά τήν διατήρησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ὅσο γιά τήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Πῶς ὅμως θά ὑπάρχη ἑνότης ὀρθοδόξου πίστεως, μέ ἐπικεφαλεῖς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Πῶς θά ὑπάρχη ἑνότης πίστεως, τήν στιγμή πού οἱ ἴδιοι οἱ φύλακες τήν λυμαίνονται; Εἶναι δυνατόν πατέρες, νά συζητοῦμε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Εἶναι δυνατόν τό πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική του πορεία νά ἔχει ὀρθόδοξο πορεία, ὅταν τό πηδάλιο εὑρίσκεται σέ χέρια αἱρετικά;
Εἰλικρινά θά πρέπει νά εἶστε ἐκτός πραγματικότητος, ὅταν στήν σημερινή κατάστασι τάσσεσθε ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Αὐτά θά μπορούσατε νά τά ἰσχυρισθῆτε, ἄν δέν ὑπῆρχε αἵρεσις καί, κυρίως, ἄν οἱ ποιμένες καί Ἐπίσκοποι ἦσαν Ὀρθόδοξοι. Τώρα μόνο ἡ ἑνότης τοῦ τύπου τῆς σάπια σταφίδας μπορεῖ νά ὑπάρξη, δεδομένου ὅτι ἀπουσιάζει ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἡ δέ ἑνότης τήν ὁποία πρεσβεύει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή τῆς συνυπάρξεως Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως καί τῆς ἀλληλοαναγνωρίσεως, εἶναι τελείως διαφορετική, διότι ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπαιτεῖ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί αἱρετικό. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἄξιον ἀπορίας γιά ποία ἑνότητα ὁμιλεῖτε.
Θά ἦταν ἄκρως λυπηρό γιά σᾶς, καί κυρίως γιά τήν ἰδιότητά σας ὡς ὑπευθύνων τοῦ ἀντιαιρετικοῦ γραφείου τῆς Μητροπόλεως, νά ὁμιλῆτε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί συγχρόνως νά χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό παναίρεσι. Ἐδῶ θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι μία ἀπό τίς πλάνες πού διδάσκει ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὅτι θεωρεῖ τήν ἑνότητα γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο (Ἐπισκοποκεντρική) καί ὄχι γύρω ἀπό τόν Χριστό (Χριστοκεντρική).
Στήν συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς σας, καί προκειμένου νά τοποθετηθῆτε ἐξ ἀρχῆς ἐπί τοῦ θέματος ἄνευ ἀποδείξεως, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὥστόσο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα (ἐννοεῖται τό συμπέρασμα τῆς ὑποχρεωτικῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου) δέν συνάγεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, πού ἀποδίδουν σ’ αὐτόν πνευματικοί καί καταξιωμένοι ἄνδρες καί μελετητές τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως ἐπίσης, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, οὔτε ἀπό τίς πατερικές παραθέσεις. Τό θέμα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἤ μή ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ἀποκτᾶ μιά ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα καί σημασία στήν ἐποχή μας καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων, ἐπειδή ἔχει συνδεθεῖ ἄμεσα μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, μέχρι σήμερα δυστυχῶς, δέν ἔχει ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπίσημη συνοδική καταδίκη της οὔτε ἀπό Τοπική οὔτε ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο».
Ἐδῶ πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι, παρ’ ὅλες τίς ἁγιογραφικές καί πατερικές παραθέσεις, δέν ἐξάγεται τό συμπέρασμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Τό συμπέρασμα αὐτό, προφανῶς ἐξάγεται ἀπό ἐσᾶς, χωρίς ἁγιογραφικές ἤ πατερικές παραθέσεις ἤ μέ βάσι τόν ὀρθολογισμό τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖτε, ἤ μέ βάσι τούς καταξιωμένους μελετητές τούς ὁποίους ἐπικαλεῖσθε, χωρίς νά μᾶς πληροφορῆτε σέ ποιούς Ἁγίους στηρίζουν τά συμπεράσματά τους. Δέν γνωρίζετε ὅμως πατέρες, ὅτι ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία δώσομε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα, ἄν δέν συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, εἶναι παρερμηνεία καί δέν ἐντάσσεται στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἔστω καί ἄν τήν πρεσβεύουν ὄχι καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά ἀκόμη καί ἄγγελοι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου; (Γαλ. 1, 8-9). Συνεπῶς, προκειμένου νά στηρίξετε τίς θέσεις περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε κατ’ ἀρχάς νά ἀποδείξετε ὅτι ἐμεῖς παρερμηνεύομε τόν Κανόνα, προσκομίζοντας ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία καί τίς ἑρμηνεῖες πού δίδουν εἰς αὐτά, ὄχι οἱ καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα, πῶς χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεσι χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Καί πῶς ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ προχώρησε στόν ἀναθεματισμό τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν (ἀορίστως βεβαίως καί ὄχι ὀνομαστικῶς ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι) χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Δηλαδή ἀπό τή μιά ἀναθεματίζομε τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀπό τήν ἄλλη συλλειτουργοῦμε μαζί τους καί τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Τό ἴδιο ἔπραξε (ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς) καί μέ τούς Προτεστάντες. Ἀπό τή μία τούς ἀναθεμάτισε καί ἀπό τήν ἄλλη ἀνήκει στό Π.Σ.Ε., τοῦ ὁποίου ὁ καταστατικός κανονισμός καί ἡ διδασκαλία του ἀναφέρουν ὅτι ὅλοι αὐτοί (ὅλες αὐτές οἱ αἱρετικές παραφυάδες) ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί συμπληρώνουν μεταξύ των τήν ἀλήθεια, ὅτι εἶναι βαπτισμένοι καί μέτοχοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μήπως πατέρες, μέ τά ἔργα σας ἀποδεικνύετε ὅτι καί ἐσεῖς ἐνστερνίζεσθε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τό μόνο πού σᾶς κάνει νά διαφέρετε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές εἶναι τό ὅτι, συγχρόνως καταδικάζετε αὐτό εἰς τό ὁποῖο ἀνήκετε, ἀκολουθεῖτε καί εἶστε ἐνσωματωμένοι ἀδιάρρηκτα μέ αὐτό; Ἀλλά τί νόημα ἔχει αὐτή ἡ θεωρητική καταδίκη, ἡ ὁποία στήν πράξι ἀναιρεῖται πλήρως; Καί γιατί δέν κατωνόμασε (ὁ Σεβασμιώτατος) αὐτούς πού ἀναθεμάτισε, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι καί συνοδικῶς καί ἰδιωτικῶς; Μήπως φοβήθηκε ὅτι τήν ἄλλη ἡμέρα θά ἔπαιρνε τήν ὁδό πρός τήν Μονή τῆς μετανοίας του καί ὡς ἐκ τούτου ὅλοι οἱ κόποι του θά ἐπήγαιναν χαμένοι; (Ἐννοῶ τούς κόπους πού ἔκανε γιά νά γίνη Ἐπίσκοπος).
Ἀλλά πατέρες, ἄς ἐπιμείνωμε λίγο στόν χαρακτηρισμό πού ἔχει δοθῆ στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ὄντως ἀποδίδει πλήρως τήν μορφή καί τόν σκοπό αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Χαρακτηρίσατε, πολύ ὀρθῶς κατά τήν γνώμη μου, τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, χωρίς φυσικά, ὅπως ἀναφέρατε, συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἡ συνοδική καταδίκη ἕνα καί μόνο νόημα θά εἶχε, ἄν δηλαδή ἡ αἵρεσις ἦτο ὑπολανθάνουσα καί δυσδιάκριτος καί, ὡς ἐκ τούτου, ἦτο δυνατόν νά σφάλλωμε, ἤ δηλαδή νά μήν τήν ἀντιληφθοῦμε λόγῳ τοῦ ὑπούλου τῆς φύσεώς της, ἤ νά μήν ὑπῆρχε κἄν καί ἐμεῖς κατά τό δή λεγόμενο νά βλέπαμε φαντάσματα καί νά παρερμηνεύαμε τίς πράξεις καί τά λόγια τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Ἐφ’ ὅσον ὅμως τήν διακρίναμε καί τήν χαρακτηρίσαμε, προσδιορίζοντας μέ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τήν φύσι της καί τόν σκοπόν της, καί ἐφ’ ὅσον περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, πού ἤδη ἔχουν καταδικασθεῖ Συνοδικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τί χρειάζεται ἡ περαιτέρω ἀναγνώρισις καί καταδίκη της ἀπό τή Σύνοδο;
Ἄν δηλαδή πεισθοῦμε μέ ἀπόλυτο βεβαιότητα γιά τήν ὕπαρξι μιᾶς μολυσματικῆς ἀσθενείας, πρέπει νά περιμένωμε καί τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν γιά τίς περαιτέρω ἐνέργειες, τήν στιγμή πού καί αὐτές μᾶς εἶναι γνωστές καί πλήρως καθορισμένες ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, τούς Ἁγίους δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας καί, φυσικά, ἀπό τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν Ἁγ. Γραφή; Καί νομίζετε ὅτι μέχρι νά ἔλθη αὐτή ἡ ἀπόφασις, ἐσεῖς ἐνσωματωμένοι πλήρως μέ τούς ἀσθενεῖς, δέν μολύνεσθε, οὔτε συμμετέχετε στήν ἐπιδείνωσι καί ἐπικράτησι (μετάδοσι) τῆς ἀσθενείας;
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας Λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο γινωσκέτω, ὅτι οὕπω σύνοδος ἦν οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα˙ καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ, ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ. καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ἐπιστολή 39, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, Φατοῦρος σελ. 113, στιχ. 51· Ρ.G. 99, 1045D).
Ἐσεῖς τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, γνωρίζετε τήν αἵρεσι, τήν χαρακτηρίζετε ἐπακριβῶς, συγγράφετε καί βιβλία δι’ αὐτήν, ἐκφωνεῖτε ἀναθέματα, καί ὅταν φθάνετε εἰς τό διά ταῦτα, συμπεριφέρεσθε πρός τούς αἱρετικούς ὡσάν νά ἦταν οἱ καλύτεροι Ὀρθόδοξοι, δηλαδή τούς ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἐγκωμιάζετε εὐκαίρως ἀκαίρως, συλλειτουργεῖτε μέ αὐτούς, δοθείσης εὐκαιρίας, δέχεσθε νά σᾶς ἐκπροσωπήσουν στίς συνάξεις μέ τούς ὑπολοίπους συναδέλφους των αἱρετικούς, νά ὑπογράφουν καί ἐξ ὀνόματός σας συμφωνίες μαζί των κλπ. Καί ὅλα αὐτά τά πράττετε, ἀναμένοντας δῆθεν νά καταδικασθοῦν ἀπό τήν Σύνοδο. Ἐννοεῖτε προφανῶς, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, τήν Σύνοδο πού θά συγκαλέσουν οἱ ἴδιοι καί θά ἀποτελεῖται ἀπό τούς ἰδίους καί ὄχι κάποια ἄλλη πού θά ἔλθη ἀπό τόν οὐρανό, σάν οὐράνια δρόσος καί θεόσταλτο μάννα. Ὅλα αὐτά ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι δέν συνάδουν καί, κυρίως, δέν ἐναρμονίζονται τά λόγια μέ τά ἔργα σας, καί ὅλα αὐτά μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Ἔπειτα, ὅπως ἀναφέρετε, γιατί μέχρι σήμερα δέν καταδικάστηκε ἀπό κάποια Σύνοδο ἡ αἵρεσις αὐτή; Ἡ ἡλικία τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι περίπου ἑκατό χρόνων, καί διαρκῶς, κατά κοινή ὁμολογία, ἐπεκτείνεται καί ἑδραιώνεται, κατώρθωσε δέ νά ἀλλοιώση τό φρόνημα ὄχι μόνο τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ποιμένων. Οἱ Ἐπίσκοποι δέ, οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι καί φύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ συνάγονται κατά τακτά διαστήματα σέ Συνόδους σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἀλλά μυστηριωδῶς θά λέγαμε, δέν καταδικάζουν τήν αἵρεσι, μολονότι θά ἔπρεπε νά εἶναι τό πρῶτο μέλημά των καί ἡ πρώτη αἰτία τῆς ὑπάρξεώς των καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ.
Ὅταν λοιπόν μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά ρυθμίση τά οἰκονομικά της, τίς σχέσεις της μέ τό κράτος, νά χειροτονήση νέους Ἐπισκόπους στίς θέσεις τῶν ἀπελθόντων καί νά ἀσχοληθῆ μέ χίλιες ἄλλες λεπτομέρειες, χωρίς νά ἀσχοληθῆ κἄν μέ αὐτό τό θέμα τῆς πίστεως, τό ὁποῖο λυμαίνεται καθημερινῶς τό ὀρθόδοξο ποίμνιο, νομίζω ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι βαλτή, δηλαδή τοποθετημένη δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, νά συνεργῆ δηλαδή ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πλευρά της εἰς τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπί τοῦ θέματος τούτου μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γάρ καί αὐτῷ συμφέρει καί τήν Ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ» (ΕΠΕ 9, 284).
Σήμερα δυστυχῶς συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού διδάσκει ὁ ἅγιος. Δηλαδή οἱ Ἐπίσκοποι νά συγκαλοῦνται καί νά συγκάθηνται στίς Συνόδους καί βεβαίως, νά μήν ἀσχολοῦνται κἄν μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Ἄν αὐτή ἡ Σύνοδος, πατέρες, εἶναι Ὀρθόδοξος, τότε δέν θά μᾶς φανῆ παράξενο νά περιμένετε ἄλλα ἑκατό χρόνια, ἀναμένοντας τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί βεβαίως ὄχι ἐσεῖς, ἀλλά οἱ πνευματικοί μας ἀπόγονοι.
Γνωρίζετε ἀσφαλῶς πατέρες, ὡς ἐντρυφεῖς εἰς τούς ἱερούς Κανόνες, ὅτι τήν ὀρθόδοξο Σύνοδο δέν χαρακτηρίζει οὔτε τό πλῆθος τῶν Ἐπισκόπων, οὔτε ἡ κανονικότης καί νομιμότης της, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις τίς ὁποῖες λαμβάνει. Ἔτσι ἔχομε ὀλιγάριθμες τοπικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ θέματα πίστεως καί ἐξέδωσαν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καί κανόνες καί ἔλαβαν, ὡς ἐκ τούτου, οἰκουμενικό κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές καί βεβαίως ἀπό τή συνείδησι τοῦ λαοῦ, ὅπως π.χ. ἡ ἐν Ἀγκύρᾳ Σύνοδος τό 314, ἀποτελουμένη ἀπό δέκα ὀκτώ Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Νεοκαισαρείᾳ τό 315, ἀποτελουμένη ἀπό εἴκοσι τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Γάγγρᾳ τό 340 ἀποτελουμένη ἀπό δέκα τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ τοπική Σύνοδος ἀποτελουμένη ἀπό εἴκοσι Ἐπισκόπους κλπ.
Καταλαβαίνετε τώρα, ἄν οἱ ὀγδόντα πέντε Ἐπίσκοποι τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦσαν Ὀρθόδοξοι καί ὄχι Οἰκουμενιστές, καί ἠσχολοῦντο μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ἐλάμβαναν μία καταδικαστική ἀπόφασι τῆς αἱρέσεως,θά ἦταν ἀσφαλῶς συνέχεια αὐτῶν τῶν ἁγίων τοπικῶν Συνόδων, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγνωρίζετο ἀπό κάποια Οἰκουμενική. Τώρα ἀσφαλῶς μέ τήν στάσι της ὁμοιάζει καί ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τῶν ληστρικῶν Συνόδων, διότι ὑποθάλπει τήν αἵρεσι καί γίνεται αἰτία τῆς διαιωνίσεώς της.
Στή συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς σας ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Θεωρήσαμε χρέος μας, στίς γραμμές πού ἀκολουθοῦν παρακάτω, νά καταθέσουμε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τήν ἰδική μας συμβολή στό ἐν λόγῳ πρόβλημα, ὥστε νά ἀποτελέσει ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη του. Ὅσα ἀκολουθοῦν παρακάτω δέν διεκδικοῦν κάποιο ἀλάθητο, οὔτε ἔχουν τήν ἀξίωση ὑποχρεωτικῆς παραδοχῆς των».
Ἐδῶ πατέρες, ἄθελά σας ὁμολογεῖτε ὅτι, ὅσα ἰσχυρίζεσθε μέχρι τώρα καί ὅσα ἀκολουθοῦν στή συνέχεια, εἶναι τελείως ἀστήρικτα καί ἀνυπεράσπιστα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Διότι, γιά ποιό λόγο ἡ μελέτη σας «νά ἀποτελέση ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη», ἄν ἐστηρίζετο ὄντως εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων μας ἀσφαλῶς δέν ἀποτελοῦν ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη, ἀλλά γιά ἔρευνα στό κατά πόσο ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό αὐτά καί στόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς μας στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Δηλαδή ἄν γιά κάποιο θέμα, καί μάλιστα πίστεως, ὑπάρχη σαφής διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ἐπί πλέον σαφής διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἐμεῖς δέν ὁδηγούμεθα ἀπό αὐτά, οὔτε κἄν τά λαμβάνομε ὑπ’ ὄψιν μας, τότε ἀσφαλῶς χρειάζεται ἔρευνα καί μελέτη (τύπου ἴσως Π.Σ.Ε.) γιά νά ὁδηγηθοῦμε προφανῶς μέσα ἀπό τά συμπλέγματα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν μας.
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσωμε ὅτι, ὅσο ἐμεῖς δέν ἔχομε ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ποτέ δέν πρόκειται νά ὁδηγηθοῦμε εἰς τό νά τοποθετηθοῦμε ὀρθοδόξως ἐπί οἱουδήποτε θέματος. Ἁπλῶς θά εἴμεθα στήν θεωρία ἀντιοικουμενιστές καί στήν πρᾶξι πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ σάπιου αὐτοῦ καί αἱρετικού κατεστημένου.
Στό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς σας γράφετε τά ἑξῆς: «Δέν ἔχουν, ἐπίσης, χαρακτῆρα πολεμικῆς ἀντιπαραθέσεως, ἀλλά ἀδελφικῶν ἐπισημάνσεων καί παρατηρήσεων, πού γίνονται χωρίς προκατάληψη καί πάθος ἐναντίον προσώπων, διότι μοναδικό σκοπό ἔχουν νά μᾶς ὁδηγήσουν νά ἀποφύγουμε ἀκραῖες καί ἐπικίνδυνες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά καταλήξουν σέ σχίσματα καί διαιρέσεις, πού ἀποτελοῦν τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐδῶ πατέρες, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, «ἀκραῖες καί ἐπιζήμιες ἐνέργειες» θεωρεῖται τήν ἀποτείχισι. Δηλαδή τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία εἶναι πλήρως κατοχυρωμένη ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς, τήν θεωρεῖτε ἀκραία καί ἐπιζήμια ἐνέργεια, ἐνῶ τήν συνοδοιπορία μέ τήν αἵρεσι μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δηλαδή τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν), τήν θεωρεῖτε, προφανῶς, ὀρθόδοξο πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί βεβαίως ἀποφυγή σχισμάτων καί διαιρέσεων.
Ἡ ἀπόσχισις ὅμως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἶναι παγία θέσις τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ὅλων τῶν Ἁγίων, χωρίς πουθενά νά ἀναφέρουν ἤ ἔστω νά ὑπαινιχθοῦν ἀπόφασι Συνόδου. Καί ἐσεῖς αὐτό τό θεωρεῖτε ὡς «τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Δέν θέλω εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπεκταθῶ, οὔτε νά σᾶς κάνω τόν δάσκαλο γιά τό τί θεωροῦν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας σχίσμα καί διαίρεσι, ὅμως θεωρῶ ὅτι τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ –ἐν καιρῷ αἱρέσεως– ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅσων ἀγωνίζονται κατά τῆς αἱρέσεως, καί ἡ δημιουργία νέων θεωριῶν οἱ ὁποῖες βοηθοῦν καί ἑδραιώνουν τήν αἵρεσι.
(Συνεχίζεται)

Το γνωστό λιβανιστήρι του μακαριστού Χριστόδουλου Σ.Τζούμας στο μπλογκ sotirios logos ισχυρίζεται ότι ο Πειραιώς ψήφισε για μητροπολίτη Μαρωνείας το Θεόκλητο Κουμαριανό! Το ίδιο και ο Εδέσσης Ιωήλ! Κατάντια!
ΑπάντησηΔιαγραφήO ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΡΙΚΥΜΜΙΑ ΣΤΑ ΛΙΜΝΑΖΟΝΤΑ ΥΔΑΤΑ. ΙΣΩΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΤΙΜΟΥΜΕ ΩΣ ΑΓΙΟ, ΟΠΩΣ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ (ΟΤΑΝ ΖΟΥΣΕ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕ Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ, ΕΝΩ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΝΑΚΗΡΥΧΘΗΚΕ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ).
ΑπάντησηΔιαγραφή