Πού
η Χαρά;
του Χρυσορρημονος Αυγουστίνου
Ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυκας θέλω νὰ σᾶς δώσω κάτι νὰ ὠφεληθῆτε.
Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ λοιπὸν αὐτὴ ἀνθοδέσμη κόβω ἕνα ἄνθος, τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ 144 «χαῖρε», τὸ ὁποῖο λέει·
«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει». Χαῖρε, λέει, ὑπεραγία Θεοτόκε, διότι ἔγινες τὸ ὄργανο ποὺ ἔδιωξε τὴ λύπη καὶ ἔφερε τὴ χαρά. Ποῦ εἶνε αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία μας ὅτι δημιουργεῖ κατήφεια; Βλέπετε; ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πλάστηκε γιὰ τὴ χαρά. Ὁ Ἀδὰμ ἄρχισε τὴ ζωή του σὲ περιβάλλον χαρᾶς, ὅπως ἦταν ὁ ἐξαίρετος ἐκεῖνος κῆπος τῆς Ἐδέμ, ὁ παράδεισος. Ἐκεῖ καὶ αὖρες, καὶ ζέφυροι, καὶ πουλιά, μελῳδικά, καὶ νερὰ ποὺ ἔτρεχαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο εὐχάριστο.
Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ κατηραμένη, ποὺ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν τροχιά του. Δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσῃ στὸ Θεό. Ὅπως μερικὰ παιδιὰ τεντώνουν τὸ αὐτί τους στὶς φωνὲς κακῶν φίλων, ἔτσι κι αὐτὸς τέντωσε τὸ αὐτί του ν’ ἀκούσῃ τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως. Ποιά συμβουλή· νὰ ἐπαναστατήσῃ, νὰ παρακούσῃ, γιατὶ ἔτσι τάχα θὰ βρῇ τὴν εὐτυχία. Ἡ ἰδέα ὅμως αὐτή, τῆς θεοποιήσεως, ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε τὸ δάκρυ.
Μέσα στὸν παράδεισο ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε κλάψει. Τὸ πρῶτο δάκρυ κύλισε μόλις ἡ πυρίνη ῥομφαία ἔκλεισε τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ. Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἔσταξαν τὰ πρῶτα δάκρυα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ φύτρωσαν τότε τὰ πρῶτα ἀγκάθια τῆς γῆς. Ὤ δάκρυα! Ἐὰν ἕνας ἄγγελος μάζευε τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν ἀπὸ τότε τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, τὰ δάκρυα ποὺ χύνουμε ἐμεῖς σήμερα, καὶ τὰ δάκρυα ποὺ θὰ χύσουν οἱ ἑπόμενες γενεές, θὰ σχηματιζόταν ἕνας ποταμὸς πικρός, μία πικροτάτη λίμνη.
Τὰ δάκρυα ἄφησαν ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου τὴ λύπη. Καὶ μὴ νομίσετε, ὅτι ἡ λύπη πληγώνει μόνο τοὺς μικροὺς καὶ φτωχοὺς τῆς γῆς. Εἶνε ψέμα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει τὶς βαθμῖδες ἀξιωμάτων καὶ δόξης, τόσο ἡ λύπη τὸν τρώει μέσα του, ὅπως τὸ σκουλήκι τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου.
Πολλοὶ φαίνονται ἐξωτερικῶς χαρούμενοι καὶ χαμογελοῦν. Ἐὰν ὅμως μποροῦσες ν’ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά τους, θά ’βλεπες ὅτι μέσα τους παίζεται ἕνα δρᾶμα. Μοιάζουμε, ἀγαπητοί μου, μὲ κάποιον ἠθοποιό, ποὺ ἐνῷ στὸ σπίτι του ἔχει φέρετρο – κηδεία, ἐν τούτοις εἶνε ὑποχρεωμένος, τὴν ἴδια νύχτα, ν’ ἀνεβῇ στὴ σκηνὴ καὶ νὰ κάνῃ τὸν κόσμο νὰ γελάῃ. Ἔτσι κ’ ἐμεῖς. Ἔχουμε προσωπεῖο χαρᾶς, καὶ μ’ αὐτὸ πᾶμε νὰ κρύψουμε τὸ δρᾶμα τῆς λύπης.
Ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Διονύσιος (430-367 π.Χ.), γιὰ νὰ βγάλῃ τὴν ψεύτικη ἰδέα καὶ νὰ δείξῃ σὲ κάποιον αὐλικό του, τὸ Δαμοκλῆ, ὅτι οἱ ἄρχοντες δὲν εἶνε τόσο εὐτυχεῖς ὅσο φαίνονται, τί ἔκανε. Διέταξε νὰ στρώσουν γι’ αὐτὸν τραπέζι στὰ ἀνάκτορα, νὰ μαγειρέψουν τὸ καλύτερο φαγητό, νὰ φέρουν ἀπὸ τὰ περιβόλια τὰ ὡραιότερα λουλούδια, νὰ κρεμάσουν κλουβιὰ μὲ τὰ πιὸ μελῳδικὰ πουλιά, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τῆς αἰθούσης κρέμασε ἀπὸ τρίχες ἀλόγου ἕνα σπαθὶ γυμνὸ καὶ τὸ ζύγισε ἀκριβῶς ἐπάνω στὸ θρόνο. Ἔντυσε τὸν αὐλικό του μὲ βασιλικὴ στολὴ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ καθήσῃ σὰν βασιλιᾶς. Μόλις ὅμως ὁ Δαμοκλῆς εἶδε στὴν ὀροφὴ τὸ σπαθί, ἄρχισε νὰ τρέμῃ ἀπὸ φόβο. Σηκώθηκε κ’ ἔφυγε.…
Ἔτσι εἶνε, ἀδέρφια μου. Ἂς εἶσαι ἔνδοξος, ἂς ἔχῃς ὅλα τὰ πλούτη· πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι ὅλων μας, μικρῶν καὶ μεγάλων, εἶνε κρεμασμένο σπαθί, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρτωλό. Ἂς παίζουμε, ἂς διασκεδάζουμε, ἂς κάνουμε ὄργια· ὅσο ἀπὸ πάνω μας κρέμεται τὸ σπαθὶ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶνε ἡ χαρά;
«Ποῦ εἶνε ἡ χαρά;» ρωτοῦσε ἕνας δικός μας ποιητής. Ποῦ νὰ βρῶ τὴ χαρά; Τὴ ζήτησα στὰ παλάτια, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὰ πλούτη, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὶς ἐπιστῆμες, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα σὲ σπίτια πλούσια καὶ φτωχά, δὲν τὴ βρῆκα. Χαρά, ποῦ εἶσαι;
Δὲν πουλιέται, ἀδελφοί μου, ἡ χαρά· ἡ χαρὰ χαρίζεται. Ποιός τὴν χαρίζει; 5.000 χρόνια ἦταν κλεισμένη ἡ Ἐδέμ. Καὶ προσέξατε τί εἶπε ἀπόψε ἕνας ὕμνος· «Χαῖρε Ἐδὲμ ἀνοίξασα τὴν κεκλεισμένην Ἁγνή» (θ΄ ᾠδὴ καν.). Χαῖρε, λέει, Παναγία παρθένε, διότι ἐσὺ ἄνοιξες τὴν κεκλεισμένη Ἐδέμ· ἐσὺ εἶσαι ποὺ ἄνοιξες τὸν παράδεισο. Ἡ Παναγία, λοιπόν, δίνει στὸν καθένα τὸ χρυσὸ κλειδὶ καὶ λέει· Πάρ’ το παιδί μου, πάρε γέροντα, πάρε νέα, πάρτε γραμματισμένοι καὶ ἀγράμματοι, πάρτε ἀπόψε τὸ χρυσὸ κλειδὶ κι ἀνοῖξτε τὸν παράδεισο.
Ποῦ εἶνε ὁ παράδεισος; Δὲν εἶνε μακριά· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21). Θέλεις τὸν παράδεισο; Ἀπόψε στὸ σπίτι τὰ μεσάνυχτα, ποὺ θὰ ἐπικρατῇ ἡσυχία, γονάτισε καὶ πὲς τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, καὶ αὔρα οὐρανοῦ θὰ σὲ δροσίσῃ. Θέλεις τὸν παράδεισο; Πάρε χαρτί, γράψε τ’ ἁμαρτήματά σου, πήγαινε στὸ γέροντα πνευματικὸ καὶ πές τα ὅλα, καὶ φεύγοντας παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου. Θέλεις τὸν παράδεισο; Βρὲς κάποιο φτωχόσπιτο, κάνε τὸ ἔλεος, καὶ θ’ ἀκούσῃς νὰ σοῦ ψάλλουν ἄγγελοι.
* * *
Ἀδελφοί μου! Τὴ χαρὰ δὲ θὰ τὴ βροῦμε οὔτε στὰ γλέντια οὔτε στὰ πλούτη οὔτε στὴν ἐπιστήμη, πουθενὰ στὴ γῆ. Τὸ λουλούδι τῆς χαρᾶς δὲ φυτρώνει στὸν κόσμο ἐτοῦτο· φυτρώνει μόνο στὸ Γολγοθᾶ. Ὅποιος ἁγιάζεται ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτὸς μόνο ἔχει τὴ χαρά. Στὴν πίστι, στὴ θυσία, στὴν ἀγάπη, στὸ καθῆκον, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ χαρά.
Αὐτὴ ἡ χαρά, ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, δὲν θὰ εἶνε πλήρης· ἡ ζωὴ αὐτὴ λέγεται «κοιλὰς κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ὅταν λήξῃ αὐτὴ ἡ ζωή, ὅταν σήμερα – αὔριο κλείσουμε τὰ μάτια, καὶ ἐὰν φύγουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει, τότε ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― φτερὰ ἀγγέλων θὰ μᾶς πάρουν καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ ν’ ἀκοῦμε ἐκεῖ τὸ ἀλληλούϊα καὶ νὰ λέμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ» (Ἀπ. 19,7). Σ’ αὐτὸν ἀνήκει τιμὴ καὶ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Ανεπανάληπτος, στον γραπτό και στον προφορικό του λόγο ο πατήρ. Σωστά τον αποκαλείτε "χρυσορρήμονα".
ΑπάντησηΔιαγραφή