Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Τι πιστεύουν οι Ευαγγελικοί (Προτεστάντες) για την Παναγία;

 


Οι Προτεστάντες, ως άνθρωποι λογικοκρατούμενοι, απορρίπτουν ορισμένες πτυχές του θεομητορικού δόγματος. Και ενώ δέχονται τη σύλληψη του Χριστού εκ παρθένου, περί της οποίας ομιλεί σαφώς η Γραφή86, αρνούνται τη διατήρηση  της παρθενίας κατά τη γέννησή Του, γιατί μια γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά την παρθενία της κάθε μητέρας. Αυτό βέβαια είναι αληθινό κατά τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Κάθε μητέρα που γεννά δεν μπορεί να παραμένει παρθένος. Πέρα από τα στεγανά όρια της φύσεως και της λογικής οι άνθρωποι δεν έχουν αίσθηση της μυστηριακής πραγματικότητας, η οποία νικά «φύσεως τάξιν». Κατ’ αυτούς ο τρόπος γεννήσεως του Χριστού δεν έχει μεγάλη σημασία. Δεν  μπορούν να δουν το «καινόν» του τόκου του Υιού του Θεού, που γίνεται η άφθαρτη απαρχή της πνευματικής ανακαίνισης και αναγέννησης των ανθρώπων. Μιας αναγέννησης που σπάει τα δεσμά της φθοράς πού απορρέουν από την παλαιότητα της φύσεως του Αδάμ. Οι Προτεστάντες παραμένουν εγκλωβισμένοι στα όρια του φυσικού. Το υπερφυσικό  δεν τους αγγίζει.

Πολύ λιγότερο δεν μπορούν να δεχτούν το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Κατά τους Προτεστάντες μετά τη γέννηση του Ιησού, η Μαρία ήλθε σε σαρκική σχέση με τον Ιωσήφ, από την οποία απέκτησε τέκνα, τους φερομένους ως αδελφούς του Χριστού87. Τις αντιλήψεις τους αυτές, προσπαθούν να τις στηρίξουν στην αγία Γραφή. Έτσι προσάγουν τα χωρία, όπου μνημονεύονται οι αδελφοί του Κυρίου καθώς και το Ματθ. 1,25· «ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ού έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον». Κακώς όμως, γιατί αδελφοί του Ιησού μπορούν να είναι στενοί συγγενείς του είτε από την πλευρά του Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του από πρότερο γάμο) είτε από την πλευρά της Θεοτόκου.

Την έννοια του αδελφού σημαίνοντος τον εξάδελφο ή ανεψιό απαντούμε σε πολλά χωρία της Γραφής· Γεν. 12,5. 13,8. 29,15. Η φράση «έως ου» στην οποία στηρίζουν οι Διαμαρτυρόμενοι τη γνώμη τους, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ δεν είχε σαρκική σχέση με τη Μαρία μέχρις ότου γέννησε τον Υιό της και μετά ταύτα ήλθε σε γαμική συνένωση με τη Μαρία, δεν μπορεί αναγκαίως να στηρίξει τις απόψεις τους. Ο χρονικός προσδιορισμός αναφέρεται σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο για το οποίο ενδιαφέρεται ο γράφων, αφήνοντας τη χρονική συνέχεια ακαθόριστη. Στο Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί του κόρακος που βγήκε από την κιβωτό του Νώε, ο οποίος δεν επέστρεψε σ’ αυτήν «έως του ξηρανθήναι το ύδωρ». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο κόραξ γύρισε πίσω μετά την αποξήρανση των υδάτων (βλ. Ψαλμ. 122,2). ῾Ομοίως και η λέξη «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην τον πρώτο μεταξύ πολλών αδελφών, αλλά τον πρώτο γεννηθέντα (βλ. ᾿Εξόδ. 34,19 εξ.), άσχετα αν ακολουθούν ή όχι άλλοι αδελφοί.

Άλλωστε δεν θα ήταν σοβαρό να πιστέψουμε, ότι η Θεοτόκος μετά την πείρα της ως Μητέρας του Θεού και την αίγλη του θαύματος στο οποίο τόσο επάξια συμμετείχε, θα είχε σκέψη και επιθυμία να έλθει σε γαμική σχέση μέάντρα. Ο Ιωσήφ ήταν απλώς «μνήστωρ» (αρραβωνιαστικός της Θεοτόκου) και όχι σύζυγός της.

(( Ἀποσπάσματα ἐλεύθερης ἀπόδοσης ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καὶ παραχριστιανικῶν ὁμάδων" τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου