Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Η υπεροψία και η θεολογική εκτροπή επίδοξων μεταπατερικών θεολόγων, Τσελεγγίδη Δ.


Οἱ σύγχρονοι μετα-πατερικοὶ θεολόγοι (αθεντικο πιθηκίζοντες), ἐὰν δνκτελον διατεταγμένη πηρεσία τς γεσίας το Οκουμενισμο, νέχονται τὴν πέκταση αὐτς τς παναιρέσεως π συμφέρον κ χαρακτρος.
Παράλληλα ἀρνονται τν χαρακτηρισμ το Οκουμενιστ σ πρόσωπα πο χουν διατυπώσει–διδάξει πτυχὲς τς Οκουμενιστικς αρέσεως, πο καυχνται γι’ ατς καὶ πιμένουν κακόδοξα στν πλάνη τους, παναδιατυπώνοντας δολιότατα -πρς πάτη τῶν πλουστέρων- τς κακοδοξίες τους.
Τέλος, ἐν αρεση βο, περιμένουν ν καταδικάσει τν Οκουμενισμὸ Σύνοδος γιὰ ν ντιδράσουν, α) ετε μ τ ν κατονομάσουν τος αρετικούς, β) ετε μ τὸ νὰ ναιρέσουν τς κακόδοξες θέσεις τν αρετικν, γ) ετε –τ σημαντικότερο– μὲ τὸ ν πομακρυνθον π’ ατούς, κατ τ παράδειγμα τν γίων Πατέρων!
Αὐτ μως προδίδει τν σύγχυση π τν ποία διακατέχονται, συνιστᾶ παραλογισμό.   Τέτοια  περί- πτωση  δὲν  ΥΠΑΡΧΕΙ  στν συνείδηση τν ρθοδόξων,  στν δική μας Παράδοση:
πως δὲν περίμεναν ο ρθόδοξοι (ερωμένοι, μοναχοί, λαϊκοὶ πιστοί) τος αρετικος Πατριάρχες Νεστόριο, Βέκκο, Πύρρο, τὸν Καλέκα κ.ἄ., νὰ καταδικάσουν τὴν αρεση πο ο διοι δίδασκαν, λλο τόσο εἶναι δυνατὸν ν περιμένουμε σήμερα ν συγκαλέσουν Σύνοδο ο Παναιρετικοὶ Οἰκουμενιστές (Πατριάρχες Βαρθολομαῖος, Ερηναος, Θεόδωρος, μὲ τος Περγάμουωάννη (Ζηζιούλα), Μεσσηνίας Χρυσόστομο, Δημητριάδοςγνάτιο κ..), διὰ τς ποίας θ καταδικάσουν τν αυτό τους!
Τὸ παρακάτω πόσπασμα το καθηγητ δογματικς Δ. Τσελεγγίδη, ποτελεῖ ἀκτινογραφία τῆς διαταραγμένης δογματικς συνειδήσεως τν σύγχρονων Οκουμενιστν μετα-πατερικῶν θεολόγων.
«Πατερικὴ Παράδοση»
 
 
Τοῦ  Δημητρίου  Τσελεγγίδη
Καθηγητής  Α.Π.Θ

 
 
...Τό καταστρεπτικότερο ργο στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. Ὁ Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ καί κατά συνέπεια τόν πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως λων τν ποχν, ἐπειδή συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν μβλυνση το ρθοδόξου κριτηρίου καί τῆς ρθοδόξου ατοσυνειδησίας.
 
 
 
 
 
Συγκεκριμένα, διά τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καί διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καί βαθμιαίως ὅλο καί μεγαλύτερες «κπτώσεις» στήν ἐκκλησιολογική-δογματική συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν. Καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα μέ τή σχετικοποίηση ἤ καί τήν ἀκύρωση στήν πράξη τοῦ κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, καί μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών τους, στό πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Βλέπε λ.χ. τήν κατάφορη καί κατ’ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καί χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχή μέ ἀκοινώνητους καί ἑτερόδοξους, μέ τή σαφῆ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καί τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, πού τόν παραβιάζουν.
 
 
 
 
 
Στό παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικό κλῖμα, καί εἰδικότερα καί κατεξοχήν στό καθαυτό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού περιγράψαμε, ἐντάσσεται ὀργανικά καί τό ἐμφανιζόμενο τόν τελευταῖο καιρό κίνημα τῶν ἐπίδοξων «μετα-πατερικν» θεολόγων. Ἀσφαλῶς, τό κίνημα αὐτό ἔχει σαφῶς καί προτεσταντικές ἐπιδράσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐμφανέστερες,κυρίως, στήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα τοποθέτηση τῶν  «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, ἔναντι τοῦ μέχρι σήμερα διαχρονικοῦ κύρους τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.
 
 
 
 
Στή σύντομη θεολογική τοποθέτησή μας θά ἑστιάσουμε κατ᾽ ἐξοχήν στό φρόνημα καί ὄχι στό πρόσωπο τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, καθώς καί στά κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, μέ τίς παράτολμες, ἤ μᾶλλον μέ τίς θρασύτατες καί οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νά ἀγνοοῦν πλήρως τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθεαυτήν, καί κατ’ ἐπέκταση τί εἶναι καθεαυτήν ἡ ἁγιοπνευματική ζωή τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν.
 
 
 
 
Ἀκόμη εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στά κείμενα νά ἀγνοοῦν, ὅτι Ὀρθόδοξη καί ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς μόνον ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καί κυρίως ὅσοι φωτίστηκαν καί θεώθηκαν ἀπό τίς ἄκτιστες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Ἡ ἐπιχειρούμενη, αὐθαδῶς, ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, κλονίζει τήν ἀπαραίτητη γιά τούς πιστούς βεβαιότητα, ὡς πρός τήν διαχρονική ἰσχύ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα καί πονηρά τήν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογική πιθανολογία. Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό, στήν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»1. Ἀλλά τοῦτο παραβιάζει βάναυσα τόσο τόν ἁγιοπατερικό ὅσο καί τόν θεόπνευστο βιβλικό λόγο.2
 
 
 
 
Μέ βάση τά παραπάνω (καί μόνον αὐτά), θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι, σαφῶς, δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι τίς ἔχουν, ὅταν συμβαίνει νά εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὅταν ἐπιχειροῦν νά εἰσαγάγουν στήν ἐκκλησιαστική θεολογική σκέψη μιά Δυτικοῦ τύπου θεολογική καί γνωσιολογική πιθανολογία, πού ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τήν ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θωράκιση καί τόν θεολογικό στοχασμό; Αὐτή καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στήν ἀπεμπόληση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐγγυᾶται τήν γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
 
 
 
 
Τά ἐπιστημονικά - ἀκαδημαϊκά κριτήρια, πού εἰσηγοῦνται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς ἀντικειμενικότητάς τους, δέν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μέ τά ἐκκλησιαστικά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς, ὅταν μάλιστα τά κριτήρια αὐτά χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως. Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία ἔχει σαφῶς καί κυρίως ἁγιοπνευματικά κριτήρια. Τό κατεξοχήν καί κορυφαῖο κριτήριο τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν διατύπωσαν.
 
 
 
 
 
Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλή ἄγνοια καί ἡ ἐπ’ αὐτῆς ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νά ὑποκαταστήσουν τήν ἐνοχλητική μᾶλλον γι’ αὐτούς ἁγιοπατερική θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θεολογία τους. Μέ τήν στάση τους αὐτή φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δέν γνωρίζουν στήν πραγματικότητα, πώς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοῦν ὅμως κυρίως, ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης3. Δηλαδή ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἔχει ὀντολογικό χαρακτήρα καί εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχοντας ὁ πιστός ἄμεσα καί προσωπικά, καί ὑπό σαφεῖς ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, καθίσταται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» κοινωνός τῆς ἁγιότητας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἁγιότητας τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.
 
 
 
 
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τήν βίωσαν ἡσυχαστικῶς-ἀσκητικῶς καί κατεξοχήν μυστηριακῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά μείνουμε ἐνδεικτικά μόνον σ’ αὐτούς, ἐπικαιροποίησαν τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση, ἐκφράζοντας σέ λόγια θεολογική γλώσσα αὐτό ἀκριβῶς πού βίωναν ἀκτίστως καί «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά καί οἱ ὀλιγογράμματοι χαρισματοῦχοι, ὅπως καί οἱ ἁπλοί θεοφόροι πιστοί στήν ἐποχή τους.
 
 
 
 
Ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τήν πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἁπλοϊκή ἤ ἔντεχνη καί λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτή ἀποτελεῖ κτιστή ἔκφραση καί ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καί ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στή συγκεκριμένη ἱστορική πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων ἐκφραστῶν της. «Ὑπό πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἀπό Θεοῦ ἄνθρωποι»4 μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπό τούς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας. 
 
 
 
 
Νά ἐπανέλθουμε ὅμως στά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τά ἐπιστημονικά-ἀκαδημαϊκά κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τό ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιά ἀπλανῆ ὀρθόδοξη, ἐπιστημονική θεολογία μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ, καί ἀπό τούς στερουμένους τήν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στό ταπεινό φρόνημα, πού ἐνέχει καί ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστική μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στή γνωστή ἁγιοπατερική διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό, ἄλλωστε, τό ταπεινό φρόνημα, τό ὁποῖο διασφάλιζε καί τήν ἁγιότητά τους, εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τήν ἐκκλησιαστική θεολογία. Ὁ θεολογικός στοχασμός, στόν ὁποῖο ἀρέσκονται νά ἀναφέρονται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι καί ἡ συνεπαγόμενη θεολογική πιθανολογία, δέν προσιδιάζουν στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία, ἀλλά στήν ἑτερόδοξη καί αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι «τεχνολογία» μᾶλλον παρά θεολογία5. Εἶναι ἀξιοσημείωτη στήν προκειμένη περίπτωση καί ἡ καίρια παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη (τῆς Κλίμακος), ὅτι «ὁ Θεόν μή γνούς, (ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καί βιωματικῶς), στοχαστικῶς ἀποφαίνεται»6.  Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά χρεώσει στούς λατινόφρονες βαρλααμίτες τόν χαμαίζηλο καί ἀνθρώπινο θεολογικό στοχασμό, σημειώνοντας ἀντιθετικῶς, ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν»7
 
 
 
 
Ὅταν ἀγνοεῖται καί παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἤ ἔστω ἡ Ὀρθόδοξη θεολογική μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ «ἐλεύθερου» θεολογικοῦ στοχασμοῦ καί τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο ὅμως ὁδηγεῖ οὐσιαστικά σέ μιά «νεο-βαρλααμιτική» θεολογία, πού εἶναι ἀνθρωποκεντρική καί ὡς κριτήριό της ἔχει τήν αὐτονομημένη λογική. Ὅπως δηλαδή ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁπαδοί του ἀμφισβήτησαν τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός καί τῆς θείας Χάριτος, ἔτσι και οι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι σήμερα παραγνωρίζουν στήν πράξη τόν ἄκτιστο καί ἄρα διαχρονικό χαρακτήρα τῆς ἁγιότητας καί τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τούς ὁποίους ἀξιώνουν νά ὑποκαταστήσουν στή διδασκαλία, παράγοντας, κατά τή γνώμη τους, οἱ ἴδιοι πλέον πρωτογενῆ θεολογία. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία ἐξωτερικοῦ χαρακτήρα Πατρομαχία, ἀλλά κυρίως συνιστᾶ μία Θεομαχία, ἐπειδή ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τήν ὁποία ἔμμεσα ἀλλά οὐσιαστικά παραμερίζουν καί ἀκυρώνουν μέ ὅσα εἰσηγοῦνται μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία τους.
 
 
 
 
Ἡ «μετα-πατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία εἶναι ταπεινή καί εἶναι πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καί ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσας παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον, πού θεολογεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως, πρακτικῶς, «ἑπόμενοι» καί ἐν συμφωνίᾳ μέ τούς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.
 
 
 
Ἡ Ὀρθόδοξη ἐπιστημονική ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν καλεῖται, βεβαίως, νά ὑποκαταστήσει τήν ἁγιοπατερική – χαρισματική θεολογία, οὔτε ὅμως δικαιοῦται νά παρουσιάζει ἄλλην, ἐκτός ἀπό τήν αὐθεντική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο της εἶναι νά προσεγγίζει, νά διερευνᾶ καί νά παρουσιάζει ἐπιστημονικά τό περιεχόμενο τῆς πρωτογενοῦς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, νά διακρίνει καί νά γνωστοποιεῖ τά κριτήρια τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά πετυχαίνεται καί θά ἰσχυροποιεῖται ὅλο καί περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς – χαρισματικῆς θεολογίας μέ τήν ἐπιστημονική θεολογία. Καί ὅλα αὐτά θά προωθοῦνται, μόνον ὅταν οἱ ἐκφραστές τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας δέν θά εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καί ἄγευστοι τῶν ἐκκλησιολογικῶν βιωματικῶν δεδομένων.
 
 
 
Ἡ ἐπιστημονική καί ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία, ὅταν δέν ἔχει τίς παραπάνω προδιαγραφές, ὅταν στερεῖται τήν βιωματικῶς ἐκκλησιολογική ἐκφορά της, εἶναι στοχαστική θεολογία καί πτωχή πνευματικῶς. Προσεγγίζει μόνο μέ κτιστό τρόπο τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, καί ἐκφράζει, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐλλιπῶς τά πράγματα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, δυστυχῶς, ἀπό ἐσφαλμένα ἕως καί αἱρετικά.
 
 
 
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι ἄν οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι εἶχαν τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῶν Πατέρων, θά ἐπιχειροῦσαν ταπεινά καί ἀθόρυβα νά ὀρθοτομήσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν ἐποχή τους, χωρίς ἀπαξιωτικές ἤ ἔστω ἀμφίσημες ἀναφορές στούς ἁγίους Πατέρες. Καί, ἄν τούς δικαίωναν τά πράγματα, τότε ἀσφαλῶς θά ἦταν αὐτοί οἱ ἐκφραστές τῆς ζωντανῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὅμως θά σήμαινε, ἀναπόφευκτα, ὅτι δέν θά ἦταν τά λεγόμενά τους ἀντίθετα μέ τά λεγόμενα τῶν Ἁγίων πατέρων διαχρονικῶς καί ἰδιαίτερα δέν θά ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ ἀποφάσεις τους σέ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, θά ἦταν περιττός ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος, σχετικά μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία. Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τά ὁποῖα εἴτε δέν τούς εὐνοοῦν προσωπικῶς, εἴτε ἐμποδίζουν τούς στρατηγικούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τόν ἀγαπημένο τους Οἰκουμενισμό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἁπλῶς τό ἐπιμελημένο περιτύλιγμα!
 
 
 
Συμπερασματικά, τέλος, θά μπορούσαμε ἀβίαστα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἡ «μετα-πατερική» θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καί κραυγαλέα ἀπόκλιση τόσο ἀπό τή μέθοδο ὅσο καί ἀπό τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀπόκλιση δηλαδή ἀπό τήν παραδοσιακή θεολογία, τόσο ὡς πρός τόν τρόπο, τίς προϋποθέσεις καί τά κριτήρια τοῦ Ὀρθοδόξως θεολογεῖν, ὅσο καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας.



1 Βλ. γίου ωάννου Χρυσοστόμου, PG 59, 63: «μή μεταίρωμεν ρια αώνια, θεντο ο Πατέρες μν».
2 Βλ. Παροιμ. 22, 28: «μή μεταῖρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου».
3 Βλ. Περί τελειότητος, PG 46, 280D. Ἡ μόνη διαφορά ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγαία καί φυσική (εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως), ἐνῶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγίου εἶναι χαρισματική, δοσμένη κατά Χάρη ἀπό τόν Θεό
4 Β' Πέτρ. 1, 21.
5 Βλ. Ἐπιστολή 90, PG 32, 473: «Καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί Παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπεπολίτευται, τεχνολογούσι, λοιπόν, οὐ θεολογούσιν οἱ ἄνθρωποι, ἡ κατά κόσμον σοφία τά πρωτεῖα φέρεται».
6 Βλ. Λόγος Λ', 13.
7 Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18
 


6 σχόλια:

  1. O Θεός οικονόμησε να υπάρχει μετά τον Κ. Ι. Κορναράκη κάποιος Ορθόδοξος Καθηγητής της Θεολογίας... Όχι ότι είνε ο Μοναδικός αλλά...

    Προσευχόμενος υπέρ της ενδυναμώσεως της προσπάθεια που κάνετε για να μείνετε Ορθόδοξος Χριστιανός και να μας γεμίζετε ελπίδες ότι σιγά - σιγά θα γίνουμε περισσότεροι...

    Όχι ότι δεν υπάρχουν και άλλοι επιφανείς, αλλά ο Καλπασμός της Αδιαφορίας, της Εκκοσμίκευσης και προπάντων ο Κλήρος σιωπά Ηχηρώς... Παντού Μασσόνοι, Οικουμενιστές και απελπισμένοι Χριστιανοί... Που βαδίζουμε άραγέ;;;

    ΒΓ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΜΠΡΑΒΟ στον Δημητριο Τσελεγγιδη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Επι τελους βρε παλαιε ειπες και κατι το σωστο.

      Διαγραφή
  3. Ορθόδοξος Καθηγητής της Θεολογίας ? Α! Ναι ? Τι μνημονεύει ? Τα λόγια είναι αξιόπιστα μόνο όταν η πράξη τα υπογράφει . Ορθόδοξος είναι όποιος ευλογεί όσα η ορθοδοξία ευλογεί και αναθεματίζει οσα η ορθοδοξία αναθεματίζει . Και όποιος δεν αναθεματίζει κατά που τους πρέπει τους αιρετικούς είναι του ιδίου αιρετικού φυράματος .... και πόσο μάλλον όταν κάνει οτι τάχα μου δεν βλέπει την μνημόνευση του Παπα και δεν αναθεματίζει τον Παπικό Βαρθολομαίο ... Απο την στιγμη που ο βαρθολομαιος μνημονευσε Παπα ως πρωτο επισκοπο ,πατερα και ποιμεναρχη και εχει επικοινωνια μυστηριακη μαζι του υπάγεται στην κατεγνωσμενη Παπικη αιρεση και δεν χρειαζεται συνοδο. Για το τι γινεται αν μνημονεύσει Πάπα υπάρχει προηγούμενο στην εκκλησιαστική ιστορία . Το προηγούμενο του "ορθοδοξου πατριάρχη μας " Βεκου και των οσιομαρτύρων που μαρτύρησαν για να μην τον μνημονεύσουν .
    Ποσο ορθόδοξοι είναι αυτοί οι "Ορθόδοξος Καθηγητές" οσο και αυτοί οι "ορθοδοξοι καθηγητές " που στον καιρό του Βεκου μνημόνευαν Βέκο ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μαζί σας Κ. Sotirio.... Aλλά εσείς μιλάτε για το 2% των ασχολουμένων με το Δόγμα και Κατηγορουμένων ως Σχισματικών (όχι πάντως από τον Κ. Τσελεγγίδη) και Κουφιοκεφάλων Παλαιοημερολογητών!

    Ή Όχι;

    Που είσαι Κ. Καρδάση ή Μεγάλε Πατέρα Ε. Τρικαμηνά;

    Οι άλλοι με τους διαφημιζόμενους Συγχρόνους Γεροντάδες και, και, και τι να βρείς και τι να αφήσεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΜΠΡΑΒΟ στον Δημητριο Τσελεγγιδη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου