προφητησ ηλιασ ο ζηλωτησ
του Πυρφόρου Ζηλωτού αειμνήστου αρχιερέως ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ του νέου Χρυσοστόμου, που σήμερα σαν αυτόν, αλλος δεν κηρύττει.Δείξατέ μου έναν που να κηρύττει σαν τον Αυγουστίνο, που συγκινούσε και συγκλόνιζε και τον πλέον αδιάφορο. Δεν υπάρχει.
«Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ
Παντοκράτορι»!
Εορτάζει σήμερον, αγαπητοί
μου χριστιανοί, εορτάζει σήμερον ένας ήρωας της Πίστεως, και της αρετής,
εορτάζει ένας από τους μεγαλυτέρους άντρας του αρχαίου κόσμου, εορτάζει ο άγιος προφήτης, Ηλίας ο
Θεσβίτης.
Οι άγιοι αγαπητοί μου, των οποίων εορτάζομεν εκάστοτε
την ιεράν μνήμην, είναι όπως τα άστρα τ’ ουρανού, είναι όπως τα λουλούδια μεσ’
στα περιβόλια. Αλλ’ όπως άστρο από άστρο διαφέρει, όπως λουλούδι από λουλούδι
διαφέρει, γιατί κάθε λουλούδι έχει τη χάρι του, έχει την ομορφιά του, έχει την
ευωδίαν του, το χρώμα του, έτσι και κάθε άγιος διαφέρει από τον άλλο άγιο.
Γι’ αυτό βλέπομεν ότι η αγία ημών
Εκκλησία, κοντά στο πρώτο όνομα εκάστου αγίου, προσθέτει και κάποιο άλλο
επίθετο που δίδει το “χρώμα”, που δίδει τον “τόνο” του αγίου. Λόγου χάριν, τον
άγιο Παντελεήμονα που θα εορτάσωμε την άλλη
εβδομάδα, η Εκκλησία μας τον ονομάζει ιαματικόν, και τον ονομάζει
ιαματικόν, διότι ο άγιος Παντελεήμων έχει την δύναμιν, την χάρι, να κάνει
ιάματα, να θεραπεύει τους ανθρώπους.
Τον άγιο Νικόλαο τον ονομάζει η εκκλησία
μας μυροβλήτη, γιατί πιστεύει η εκκλησία μας ότι από τον τάφο βγήκε μύρο
πολύτιμο.
Τον άγιο Σπυρίδωνα τον ονομάζει θαυματουργό, διότι είναι ένας άγιος
που κάνει θαύματα μεγάλα και εξαίσια, τον άγιο Κοσμά και τον Δαμιανό τους
ονομάζει αναργύρους, διότι στην ζωή τους ποτέ τους δεν έπιασαν χρήματα, και
δωρεάν έκαναν τας θεραπείας, και κάθε εν γένει από τους μεγάλους αγίους, τους
δίνει ένα ιδιαίτερον όνομα που φανερώνει το ιδιαίτερον χαρακτηριστικό τους.
Και τον σημερινόν προφήτη, πῶς τον ονομάζει; Έχει και αυτός την χάρι του. Έχει και αυτός
το μεγαλείον του. Έχει και αυτός την ευωδίαν του. Και αυτό που τον διακρίνει
από όλους τους άλλους αγίους, είναι, ότι είναι ο ζηλωτής!
Τον ονομάζει η εκκλησία μας Ζηλωτή! «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ Παντοκράτορι»! Ότι είχε ζήλον! Τι θα πει «είχε
ζήλον»; Ζήλος θα πει, μέσα η καρδιά του ανθρώπου να μην
είναι κρύα, να μη είναι ψυχρά και αδιάφορος, η καρδιά του ανθρώπου να μη είναι
μπούζι, να μη είναι ψυγείο, η καρδιά του ανθρώπου να’χει φωτιά! Να’χει μέσα η
καρδιά του ανθρώπου επιθυμίαν. Τι
επιθυμία είχε μέσα η καρδιά του προφήτου; Η καρδιά του προφήτου είχε μια άγια
επιθυμία, είχε την επιθυμία σ’ όλο τον κόσμο να γνωστή το Όνομα του Θεού! Είχε
την επιθυμία παντού να λατρεύεται ο άγιος Θεός!
Είχε την επιθυμία οι άνθρωποι να γνωρίσουν και να εκτελέσουν το θέλημά
Του το άγιο! Αλλά η επιθυμία αυτή δεν ήτανε απλώς μεσ’στην καρδιά του αγίου,
αλλ’ η επιθυμία αυτή εξεδηλούτο εξωτερικώς.
Κάθε πράγμα που επιθυμεί ο άνθρωπος, κάθε
πράγμα που αγαπά ο άνθρωπος, δεν το κρατάει μεσ’ στην καρδιά του. Έτσι και η
καρδιά του αγίου, δεν έμενε απλώς θεωρητική, αλλά αυτό που το πίστευε, αυτό που
αγαπούσε, το εξεδήλωνε, το φανέρωνε! Όπως η μάνα που αγαπάει το παιδί φανερώνει
την αγάπη της, όπως η γυναίκα που αγαπάει τον άνδρα φανερώνει την αγάπη της,
έτσι ακριβώς και ο άγιος που αγαπούσε το Θεό εφανέρωνε την αγάπη του! Πού την
εφανέρωνε; Σε ποια σημεία εφανέρωσε το ζήλο του; «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19΄10). Στην εποχή του, που έζησε οχτακόσια
χρόνια προ Χριστού, στην εποχή του, ο λαός, ο Ιουδαϊκός λαός που εξέλεξε ο Θεός
απ’ όλα τα έθνη για να είναι ο περιούσιος λαός, ο λαός που ευεργέτησε ο Θεός
πολυειδώς και πολυτρόπως, ο λαός αυτός που έλαβε τας δέκα εντολάς, ο λαός που
ήκουσε κηρύγματα μεγάλα, ο λαός που είδε μεγάλα παραδείγματα, ο λαός αυτός ο
Ιουδαϊκός εξετροχιάσθη, έφυγε από την τροχιάν του, έπαυσε να λατρεύη τον
αληθινόν Θεόν και έπεσε μέσα στην αισχρά ειδωλολατρεία∙ άφησε τον αληθινόν Θεόν και έφτιασε, μαζέψανε
οι άντρες, οι γυναίκες, μαζέψανε και φτιάσανε ένα τεράστιο άγαλμα, που το
άγαλμα αυτό το ονομάσανε Βάαλ.
Τι ήταν ο Βάαλ; Ένα ξόανο, ένας
ψεύτικος θεός, και στον “θεό” αυτό προσφέρανε ό,τι πολύτιμο είχανε! Εφτάσανε
μέχρι του σημείου αυτοί οι Ιουδαίοι, που εγνώρισαν τον αληθινόν Θεόν, που είχαν
τον δεκάλογον, εφτάσανε λέγω οι Ιουδαίοι σε τέτοιο κατάντημα ώστε στον Βάαλ,
στο ξόανο αυτό το μεγάλο, που τό’ χανε στήσει μέσα στην πεδιάδα, στο ξόανο αυτό
τον Βάαλ, κατήντησε λοιπόν, οι μανάδες
να φέρνουν τα παιδιά τους, και όπως εμείς πάμε το λιβάνι, και πάμε το πρόσφορο,
και πάμε το κερί, σ’ αυτόν τον Βάαλ πού’ καναν τεράστιο άγαλμα, κατήντησε λέω,
οι Ιουδαίοι, να πηγαίνουν οι μανάδες τα παιδιά και να τα σφάζουν, και να τα
προσφέρουν θυσία, ανθρωποθυσία στον Βάαλ. Και ότι, αυτή την αισχράν
ειδωλολατρεία, τον Βάαλ αυτόν τον αισχρόν Θεόν, που ελάτρευαν οι Ιουδαίοι, ο
αίτιος της ειδωλολατρείας αυτής ποιο ήτανε; Γιατί υπάρχει μια παροιμία, όπου
είναι σωστή η παροιμία, ότι, «το ψάρι
βρωμάει από το κεφάλι». Και αυτός ο θεός ο ψεύτικος, τον έφεραν μέσα στην
αυτήν, η αιτία της ειδωλολατρείας αυτής ήταν τα ανάκτορα. Ήταν ένας βασιλιάς, ο
Αχαάβ, ότι αυτός έφερε την ειδωλολατρείαν μέσα εις τον περιούσιον λαόν, τον
Ισραήλ. Επροστατεύετο λοιπόν από τα ανάκτορα ο Βάαλ! Επροστατεύετο από τους
ανωτέρους κύκλους και από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, επροστατεύετο η
ειδωλολατρεία από αυτόν τον βασιλέα, τον Αχαάβ. Ποιος τολμούσε ν’ ανεβή επάνω
στα ανάκτορα και να ελέγξει;
Ένας μόνο! Ένας μόνο που δεν είχε τίποτα απολύτως,
ούτε σπίτια, ούτε χωράφια, ούτε τίποτε, μόνο μια κάπα είχε! Αλλά όσο άξιζε,
ναι, όσο άξιζε η κάπα, η κάπα που είχε, η κάπα που είχε ο άγιος Ηλίας, δεν άξιζαν
όλα τα διαμάντια του κόσμου! Όλα τα διαμάντια του κόσμου, κι’ όλα τα στέμματα
του κόσμου κι όλο το χρυσάφι του κόσμου
να’ παιρνες και τά ‘βανες στο… αυτό (ζυγαριά), όσο εζύγιζε η κάπα, μια κάπα που
είχε ο άγιος, δεν είχε ττίποτ’ άλλο, μια κάπα είχε, αυτή η κάπα, έκανε θαύματα.
Η κάπα, μάλιστα! Ναι, ας τ’ ακούν αυτά οι γυναίκες που νομίζουν, κι οι άντρες που νομίζουν ότι η αξία του
ανθρώπου είναι από το ντύσιμο∙ μπορεί να
φορέσεις μεταξωτά και να μην έχεις καμμιά αξία, και μπορεί η άλλη να φοράει
πτωχάκια και να είναι κοντά στο Θεό! Η αξία του ανθρώπου δεν μετριέται από την
εξωτερική του εμφάνιση, δεν μετριέται από τα μεταξωτά του, δεν μετριέται από τα
χρυσά, η αξία του ανθρώπου δεν μετριέται … Η κάπα λοιπόν! Μια κάπα είχε, αυτός
που δεν είχε τίποτα στον κόσμο, ούτε
χωράφια, ούτε σπίτια, ούτε γυναίκες, ούτε τίποτα απολύτως, αυτός πού’ τανε
ακτήμονας, που δεν είχε τίποτε, αυτός
ανέβηκε επάνω στα ανάκτορα και ήλεγξε τον Αχαάβ και του είπε ότι:
“Συ διαστρέφεις το λαό”! Εσύ θα δώσεις λόγο
φρικτό στο Θεό, γιατί ο λαός άφησε τον αληθινό Θεό και λατρεύει ένα Βάαλ”. «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ Παντοκράτορι».
Έδειξε λοιπόν το ζήλο του ο άγιος Προφήτης εναντίον
των ειδώλων, εναντίον του Βάαλ.
Αλλά συγχρόνως ο άγιος, ο Προφήτης που εορτάζομεν
σήμερον, εξεδήλωσε την ιεράν του αγανάκτησιν, τον φλογερόν του ζήλον, την αγάπη
του προς τον Θεόν, και ακόμα εναντίον της αδικίας, εναντίον της κοινωνικής
αδικίας. Την εποχή που ζούσε ο άγιος, οι
μικροί, όπως και πάντοτε, οι μικροί αδικούντο στον κόσμον αυτόν. «Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Και στην εποχή αυτή του προφήτου, εγενότανε
μεγάλες αδικίες. Ποιος να προστατεύση τους μικρούς; Ποιος να προστατεύση τις
χήρες, τα ορφανά; Ποιος να τρέξη δεξιά κι αριστερά και να τους υπερασπίση; Ένας
μόνον τους προστάτευε, ένας τους αγαπούσε∙ ήταν ο προστάτης των χηρών, ο
προστάτης των ορφανών, ο προστάτης των φτωχών, ο προστάτης των αδικουμένων, ήταν
ο Προφήτης Ηλίας! Μάλιστα, αναφέρει η Αγία Γραφή, ένα παράδειγμα: ότι, ήταν ένα
πτωχαδάκι, ευλογημένο πτωχαδάκι, που ωνομάζετο Ναβουθαί, τ’ όνομά του ήταν
Ναβουθαί. Αυτός, το πτωχαδάκι, ο Ναβουθαί, είχε μόνον ένα αμπέλι, ένα μικρό
αμπέλι, που το εκληρονόμησε από τον πατέρα του. Και στο αμπέλι αυτό επήγαινε,
και το κλάδευε, και το καλλιεργούσε μόνος του. Αλλά είχε το ατύχημα, ο
Ναβουθαί, το αμπέλι αυτό να είναι κοντά σ’ ένα μεγάλο κάμπο, να είναι κοντά σ’
ένα μεγάλο κτήμα του βασιλιά, της βασιλίσσης που ωνομάζετο Ιεζάβελ. Και αυτή η
βασίλισσα, η γυναίκα του Αχαάβ του ασεβούς, αυτή η βασίλισσα ενώ είχε παλάτια,
ενώ είχε επαύλεις, ενώ είχε σπίτια μεγάλα, ενώ είχε κάτω στα ανάκτορα, αυτή η
βασίλισσα είχε μια στέρνα γεμάτη από χρυσάφι, ενώ είχε του κόσμου τα αγαθά, το
μάτι της ο Διάολος το έβαλε στο κτήμα του φτωχού ανθρώπου! Ήθελε κοντά στ’ άλλα
κτήματα, κοντά στην άλλη περιουσία, κοντά στην τεραστία περιουσία που είχε,
ήθελε να αποκτήση και το αμπέλι του πτωχού Ναβουθαί! Επήγαν οι αυλικοί, επήγε ο
υπασπιστής, να ζητήσει το αμπέλι του Ναβουθαί και του λέγει ότι η βασίλισσα
θέλει το αμπέλι σου. Και εκείνος απήντησε, ότι,
του κόσμου τα φλουριά, του κόσμου τα χρήματα να μου δώση η βασίλισσα,
εγώ το αμπέλι μου δεν το δίδω, γιατί το κληρονόμησα από τον πατέρα μου και θέλω
να το βλέπω, να θυμάμαι τον πατέρα μου. Δεν το δίνω το αμπέλι του πατέρα μου,
λέει! Τότε η βασίλισσα εθύμωσε, οργίσθηκε, η πλεονέκτρια αυτή και αρπάγισσα,
και τι εσκέφτηκε, τον κατηγόρησε ψέμματα ότι βλαστημάει το Θεό, ότι υβρίζει το
βασιλιά, και τον δίκασαν τον πτωχό τον Ναβουθαί, παρουσιαστήκανε ψευδομάρτυρες…
εύκολο πράμα άμα κανείς έχει παραδάκι… δεν πάτε στα δικαστήρια; Δεν πάτε να
δήτε; Απέξω, υπάρχει δικαιοσύνη; Δεν υπάρχει δικαιοσύνη σήμερα! Πάει η δικαιοσύνη! Όχι τάχατες ότι οι δικαστές δεν δικάζουνε,
αλλά διότι υπάρχουν ψευδομάρτυρες, και εφ’ όσον υπάρχουν ψευδομάρτυρες ρίπτουνε
τον αθώο μεσ’ στη φυλακή!... Λοιπόν,
μόλις παρουσιαστήκανε ψευδομάρτυρες, αυτός ήταν πτωχαδάκι, να βλαστημήση τον
Θεό; την γλώσσα του την έκοβε! Να βλαστημήση; Τίποτα, μόνο πήγαινε πρωί πρωί
προτού να βγη ο ήλιος, απ! επήγαινε στο αμπελάκι του και το καλλιεργούσε, δεν ήξερε
κανένα άλλο, τον κατηγόρησαν, είπαν ότι τον ακούσανε ότι βλαστημάει τον Θεό, ότι βρίζει το βασιλιά, και τον πιάσανε, και τον δικάσανε και τον
καταδικάσανε σε θάνατο! Όταν τον
καταδικάσανε σε θάνατο, ήτανε ένας νόμος τότε, που έλεγε, τι έλεγε ο νόμος; Ότι
όποιος εκτελείται, όποιος καταδικάζεται εις θάνατο, η περιουσία του πια δεν
ανήκει στους κληρονόμους, δεν ανήκει στα παιδιά του, στη χήρα, αλλά η περιουσία
του περιέρχεται εις το βασιλικόν ταμείο. Έτσι λοιπόν και η περιουσία αυτή, η
άμπελος, περιήλθε εις την εξουσίαν της βασιλίσσης, της Ιεζάβελ. Φόβος και
τρόμος! Σιγά! Ποιος τολμούσε, την ημέρα που τον εκτελέσανε,
και τον εκτελέσαν και πήγαν τα κοράκια και τον αφήσανε
άθαφτο τον Ναβουθαί, και ούτε τον θάψαν και δεν αφήσανε τη γυναίκα του και τα
παιδιά του να πλησιάσουν να τον πάρουνε να τον θάψουνε, την ημέρα εκείνη που τα
κοράκια πετούσανε επάνω στο κορμί του Ναβουθαί, τρόμος και φόβος! Τσιμουδιά,
κανείς δεν τολμούσε να ελέγξη την βασίλισσα που έκανε τέτοια μεγάλη αδικία.
Ποιος φάνηκε; Η κάπα! Η κάπα παρουσιάστηκε! Νά τονε πάλι! Ξεκίνησε από τα βουνά
απάνω, απάνω απ’ τη σπηλιά που έμενε, που ζούσε σαν τον αετό μεσ’ στις σπηλιές,
νά τονε πάλι με το ραβδί του, όπως ήτο γενναίος και ρωμαλέος και υψηλός, και
ακλόνητος, νά τονε πάλι κι ανεβαίνει επάνω στα ανάκτορα, και συναντάει τη
βασίλισσα και λέγει ότι, κοντά στ’ άλλα αμαρτήματα που εκάνατε, κοντά στ’ άλλα
ανομήματα, κοντά στο κακό παράδειγμα που δώσατε στο λαό, εκάνατε πια και το
μεγαλύτερο, ότι, εφονεύσατε τον Ναβουθαί για να πάρετε την περιουσία του. Και
τους λέγει, λέγει ο προφήτης, ο προφήτης Ηλίας, ότι ο άντρας σου, λέγει, δεν θα
πεθάνει επάνω στο θρόνο, δεν θα πεθάνει στο θρόνο, αλλ’ ο άντρας σου θα
σκοτωθή. Και ότι, σκυλιά θα γλείφουν το αίμα του. Και τα σκυλιά τα ίδια που θα
γλείψουν το αίμα του αντρός σου, θα φάνε και τα κρέατά σου! Και πράγματι
λοιπόν, κεραυνούς, έρριψε κεραυνούς, γιατί αυτός ο προφήτης δεν ήτανε σαν κι
εμάς τους σημερινούς παπάδες, σαν κι εμάς τους σημερινούς δεσποτάδες, και
γενικώς που κολακεύομε τους μεγάλους και υψηλούς! Αλλά είχε μέσα του θαρραλέον
και υψηλόν και ρωμαλέον το φρόνημα, και ήλεγχε τους μεγάλους και ισχυρούς. Και
από την ώραν εκείνην πλέον εχάθηκε∙ έστειλε στρατεύματα να τον πιάσουνε και
έφυγε, έφυγε μακράν και πήγε μέσα στις σπηλιές και μέσα εις τα όρη και μεσ’
στας χαράδρας και ζούσε με τα άγρια θηρία, για να φύγη την μανία, την θηριωδία
της βασιλίσσης Ιεζάβελ.
«Ζηλῶν
ἐζήλωκα Κυρίῳ Παντοκράτορι»! Δεν μπορούσαν τα
μάτια του να βλέπουν τον Βάαλ. Δεν μπορούσαν τα μάτια του να βλέπουν μια
βασίλισσα να νικάη το πτωχαδάκι, τον Ναβουθαί. Δεν μπορούσαν τα μάτια του να
βλέπουν τις χήρες και ορφανά να υποφέρουνε! Ήταν άγιος! Ήτον ισχυρός! Ήτον
ρωμαλέος! Είχε πνεύμα Θεού! «Ζηλῶν
ἐζήλωκα Κυρίῳ Παντοκράτορι»!
Εστράφηκε εναντίον του Βάαλ! Εστράφηκε
εναντίον της βασιλίσσης! Εστράφη ακόμα,
ο Ηλίας ο Προφήτης, ποῦ εστράφηκε; Εναντίον του ιερατείου! Διότι στην εποχήν
του, υπήρχαν παπάδες! Παπάδες; Τι κάνανε οι παπάδες αυτοί; Οι παπάδες αυτοί, οι
ιερείς, αντί να είναι το υπόδειγμα εις τον λαόν, αντί αυτοί να ερμηνεύουν τον
Νόμο του Θεού, αντί αυτοί να καθοδηγούν τον λαό στο καλό, αυτοί έδιδον κακό
παράδειγμα, και μάλιστα αυτοί άφησαν τον αληθινό Θεό και επήγαν όλοι και
εθυμιάτιζαν, εθυμιάτιζαν τον Βάαλ, το ξόανον του Βάαλ! Κι ήταν απάνω κάτω,
αυτοί, τετρακόσιοι πενήντα ιερείς, οι οποίοι έτρωγον εκ της τραπέζης της
Ιεζάβελ. Τους είχε μες στα ανάκτορα, τους έδωνε χρήματα, τους τάιζε, τους
έτρεφε, και αρπάζανε τα χρυσά θυμιατά και πηγαίνανε κάτω στον Βάαλ και
εθύμιαζαν τον Βάαλ. Κι ήταν αυτοί μες
στα ανάκτορα της Ιεζάβελ οι οποίοι έτρωγον εκ τραπέζης Ιεζάβελ,
τετρακόσιοι πενήντα τέτοιοι!
Εναντίον των ιερέων αυτών, που δεν εφαρμόζανε Νόμον
Θεού, εναντίον των ιερέων αυτών των φαύλων και διεφθαρμένων, εναντίον των
ιερέων αυτών των ασεβών, που παρεξέκκλιναν τον λαόν, εναντίον αυτών έρριξε τους κεραυνούς του!
Όπως
έρριψε κεραυνούς εναντίον του Αχαάβ, όπως έρριψε κεραυνούς εναντίον της
Ιεζάβελ, έτσι έρριψε τους κεραυνούς του τώρα και εναντίον; Εναντίον του
ιερατείου του αισχρού! Και τους κάλεσε τους ιερείς τους τετρακόσιους πενήντα,
και τους λέει: -Ελάτε εδώ, γιατί αφήσατε
τον αληθινό Θεό; Γιατί πάτε με τα χρυσά θυμιατήρια και θυμιατίζετε τον Βάαλ,
τον αισχρόν αυτόν “θεόν”; Απήντησαν αυτοί, ότι ο Βάαλ είναι αληθινός θεός!
–Αφού ‘ναι αληθινός θεός, σήμερα θα το
αποδείξω! Ελάτε, λέει, επάνω! Ν’ ανεβήτε
επάνω στην κορυφή, στον Κάρμηλο, στην κορφή του Καρμήλου όρους, επάνω ψηλά, κι
εκεί μεταξύ ουρανού και γης, εκεί απόψε θα κάνη ο Θεός το θαύμα Του. Αν είναι ο
δικός σας “θεός” αληθινός, θα τον πιστέψη όλη η γη, αν είναι ο δικός μου ο Θεός
αληθινός, θα Τον πιστέψη ο κόσμος! Και τους μαζεύει επάνω στην Κάρμηλο,
στην κορυφή πάνω ψηλά, πολύ ψηλά, και εκεί τους λέει: Μπρός, πάρετε λιθάρια, τετρακόσιοι πενήντα είστε, κάθε ένας από σας να
πάρη ένα λιθάρι. Τους ανάγκασε λοιπόν ο προφήτης, με την δύναμί του τη
μεγάλη, τους ανάγκασε τον καθένα από τους ιερείς να πάρουν ένα λιθάρι. Επήραν
λοιπόν ένα λιθάρι ο κάθε ένας, και εχτίσανε ένα πρόχειρο θυσιαστήριο, μια “αγία
τράπεζα” να πούμε, ένα μεγάλο βωμό. Και
κατόπι τους διατάσσει να πάρουν ένα μοσχάρι, να το σφάξουνε, και το μοσχάρι
αυτό, να βρέξουνε καλά, να ρίξουνε επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στο βωμό αυτό,
να ρίξουνε νερό, να τρέχει το νερό γύρω
γύρω, απάνω στο αυτό, να βρέξουν τις πέτρες, να βρέξουν την πλάκα, να βρέξουν
το μοσχάρι το κομμένο, να το κόψουν κομμάτια κομμάτια, να βάλουν κλαδιά, και επάνω
εκεί… και μετά τους λέει, ‘μπρός, λέει,
πιστεύετε ότι ο θεός είναι; Μπρος λοιπόν, παρακαλέσετε τον “θεό” να ρίψη
φωτιά να καή το θυσιαστήριό του, να καή
το θύμα, το μοσχάρι. Άρχισαν λοιπόν να παρακαλούν, από το πρωί μέχρι το
μεσημέρι, κανένα σημάδι! Παρακαλέστε, τους έλεγε ο Ηλίας, παρακαλέστε, λέει, κοιμάται λέει, τον πήρε
βαθειά, κοιμάται λέει ο “θεός” και δεν μπορεί να ξυπνήση, λέει, για φωνάξτε πιο πολύ! Και αυτοί φωνάζανε
πιο πολύ, και βραχνιάσανε μέχρι την νύχτα, μέχρι την δύσιν του ηλίου, μα τίποτε
απολύτως!
Τότε τους λέει: Φύγετε! Και
άρπαξε αυτός ο προφήτης Ηλίας, ο μόνος, μονώτατος, επήρε δικά του λιθάρια με τα
ισχυρά του χέρια, έφτιασε ένα πρόχειρο θυσιαστήριο, επήρε ένα δικό του μοσχάρι,
ένα κόκκινο ωραίο μοσχάρι, το έσφαξε μόνος του, το έβαλε επάνω στο θυσιαστήριο,
έφερε υδρίας νερό, και ερράντισε ολόκληρο, έβρεξε, κατέβρεξε ολόκληρο το
θυσιαστήριο. Και μετά, εγονάτισε! Εγονάτισε! Τι δύναμη έχει αδέρφια μου ο άγιος
άνθρωπος! Μη μου κουβεντιάζετε για βασιλιάδες, μη μου κουβεντιάζετε για
πλουσίους, μη μου κουβεντιάζετε! Για την κάπα! Να μου μιλάτε για την κάπα, αυτή
την άγια κάπα, έβγαλε την κάπα του, την τόπισε κάτω και μετά γονάτισε. Μέσα σε ένα
δευτερόλεπτο, μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, ακούτε;
Άνοιξαν τα ουράνια, κι έπεσαν … ας μην πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά
τους να μην πιστεύουν, εμείς πιστεύομε! Ότι όλα αυτά τα οποία διδάσκει η αγία
ημών Εκκλησία και οι άγιοι και οι πάντες, είναι σωστά και αληθινά!
Μέσα σ’ ένα
δευτερόλεπτο άνοιξαν τα ουράνια και έπεσε φωτιά επάνω και έκαψε το μοσχάρι,
έκαψε τις πέτρες, δεν έμεινε τίποτε, τέτοια ήταν η φωτιά! Τότε όλοι πια πίστεψαν ότι ο Θεός που
κηρύττει, που λατρεύει, που αγαπάει ο άγιος προφήτης, είναι ο αληθινός Θεός!
Και μετά; Ώ, μετά! Μετά, διατάσσει ο
προφήτης –ήτανε πια ο πραγματικός βασιλιάς επάνω στην κορφή- διατάσσει: -Πιάστε, λέει, αυτούς τους ιερείς της αισχύνης,
αυτούς τους ιερείς οι οποίοι έγιναν αιτία να φύγη ο κόσμος από τον αληθινόν
Θεό, πιάστε τους όλους αυτούς όπως πιάνει ο τσοπάνος τα κριάρια, πιάστε τους
όλους αυτούς και να τους πάτε κάτω στο ποτάμι. Και τους οδήγησαν κάτω στο
ποτάμι, και εκεί κάτω στο ποτάμι έκανε κάτι φοβερό και φρικιαστικό ο άγιος!
-Μα, ο άγιος τι έκανε; -Πήρε μαχαίρι και άρχισε να τους σφάζει
όλους! Τους έσφαξε, (Α΄Βασιλειών 18΄40) και
το ποτάμι κάτω κοκκίνισε, ο χείμαρρος Κεισών
έτσι λεγότανε το ποτάμι, εκοκκίνισε από τα αίματα όλων των τετρακοσίων
πεντήκοντα ιερέων που έσφαξε με την μάχαιράν του ο Ηλίας ο Θεσβίτης. –Μα, αυτό είναι καλό; - Μα δεν τό’ κανε από
κακία, δεν τό’κανε από μόχθο, δεν
το’κανε από τίποτα, εκτελούσε διαταγή του Θεού! Διότι αυτοί οι τετρακόσιοι
πενήντα, ήταν υπεύθυνοι για όλο το λαό, για όλη την κοινωνία. Αυτό έκανε,
εστράφηκε λοιπόν ο προφήτης, «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ Παντοκράτορι», εστράφηκε
ο Ηλίας ο προφήτης εναντίον των ειδώλων, εστράφη εναντίον της αδικίας, εστράφη
εναντίον του αισχρού ιερατείου, άαα! Αλλά εστράφη ακόμα, «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ Παντοκράτορι», εστράφη ακόμα εναντίον; Του όχλου!
Εναντίον του λαού! Υπεύθυνος για το κατάντημα του λαού,
υπεύθυνος ήτανε ο βασιλιάς, ο Αχαάβ, υπεύθυνος ήτον η βασίλισσα η Ιεζάβελ,
υπεύθυνοι ήσαν οι ιερείς, αλλά για το κατάντημα της κοινωνίας ήταν και ο λαός
υπεύθυνος. Γιατί και αυτός, δεν ηκολούθησε την αλήθεια αλλά ακολούθησε το
ψεύδος. Γι’ αυτό λοιπόν και ο προφήτης, δεν εκολάκευσε αυτόν το λαό, αλλά τους
είπε: Έως πότε, λέγει, αμφιταλαντεύεστε; Έως πότε πάτε πότε προς τα εδώ και πότε προς
τα εκεί; Σαν την παλάντζα που δεν έχει μια σταθερότητα, αλλά διαρκώς
αμφιταλαντεύεστε; Γιατί κάνετε αυτό το πράγμα; Γιατί δεν είστε σταθεροί και
ακλόνητοι στας αρχάς και στας ιδέας σας; Και τους ήλεγξε πολύ, τον λαό
αυτό, και δεν τον εκολάκευσε τον λαόν αυτό!
Έτσι, αγαπητοί μου, βλέπομε ότι ο Ηλίας ο προφήτης
ήταν ζηλωτής. Εξεδήλωσε την ιεράν του αγανάκτησιν εναντίον της ειδωλολατρείας,
εναντίον της αδικίας, εναντίον πάσης κακίας.
Αδερφοί μου, σήμερα είναι εορτή. Μα γιατί μαζευτήκαμε
εδώ πέρα; Γιατί μαζευτήκαμε; Τι θα πει εορτή;
Εορτή του αγίου προφήτου Ηλία. Μεθαύριο, εορτή της αγίας Παρασκευής.
Μεθαύριο, εορτή του αγίου Παντελεήμονος. Έτσι, απλώς να ποικίλλει η ζωή μας,
για να διασκορπίζωμε την ανία και τη μελαγχολία στη ζωή; Γιατί είναι αυτή η
εορτή, γιατί; Τι σημαίνει εορτή; Εορτή; Εορτή δεν είναι απλώς νά’ρθης εδώ πέρα
και να ανάψεις ένα κεράκι και να βγεις έξω! Εορτή δεν είναι νά’ρθης εδώ πέρα
και να κάνεις τόσο θόρυβο, όπως κάνουμε μερικές, μερικοί εδώ πέρα κάθονται στο
παγκάρι που ενώ μιλούσε ο ιεροκήρυκας αυτοί δεν τεντώσαν τα αυτιά τους να
ακούσουν τέλος πάντων ποιος είναι ο άγιος; Ο άγιος αυτός ποιος είναι; Τι είναι
αυτός ο άγιος; Εορτή, λοιπόν, δεν είναι απλώς να’ρχεσαι εδώ πέρα στην εκκλησία
ξεγυμνωμένη και ξεμπρατσωμένη, και αυτά, γιορτή δεν είναι να μου στέλνεις τα
παιδιά και ν’ αλωνίζουν εδώ μέσα στην εκκλησία, εορτή δεν είναι να μου βγεις
σήμερα έξω και να πας να γλεντάς κάτω στα διάφορα κέντρα και να οργιάζεις και
να μεθάς και να διασκεδάζεις! Εορτή δεν
είναι πάρτυ και χοροί και διασκεδάσεις.
Εορτή τι θα πει; Εορτή! Τι θα πει; Έχεις
παιδί μου κιμωλία; Έχετε κιμωλία, κρατάτε κιμωλία; Όχι την κιμωλία του
Διαόλου, γιατί τώρα οι περισσότεροι
άνθρωποι έχουν δυο κιμωλίες, η μια ‘ναι η κιμωλία του Διαόλου και η άλλη είναι
η κιμωλία του Θεού. Αν κρατάτε στα χέρια σας κιμωλία του Θεού, πάρτε έναν
πίνακα, να γράψετε επάνω: Εορτή! Τι θα πει εορτή; Εορτή, ότι, η κιμωλία που
είχε στα χέρια του ο άγιος Χρυσόστομος! Λοιπόν, παιδί μου πρόσεξε: Εορτή θα
πει: ίσον, ίσον, αν μπορέσει το χεράκι σου και αφήσει τα άλλα τα πράγματα, αν
πρόκειται να μαζευόμεθα στην εκκλησιά και να βλέπει ο ένας τον άλλο και να
κοροϊδεύει ο ένας τον άλλο και να οργιάζομε, προτιμώτερο να βάλωμε κλειδί να
κλείσωμε τις εκκλησίες. Ναι! Αλλά εάν
πρόκειται όμως να έχωμε την εκκλησία μας, θα την έχομε την εκκλησία μας σαν ένα
ύψωμα και έπαλξιν ιερών καθηκόντων! Είπαμεν, ότι η
εορτή είναι μίμησις του αγίου. Μα πως ημείς θα μπορέσωμε να μιμηθούμε τον άγιο;
Τον άγιο να μιμηθούμε; Είναι πολλά που δεν μπορούμε να τα κάνωμε. Ποιος από μας
μπορεί να κάνη αυτό που έκανε ο άγιος;
Να παρακαλέση τον Θεό και να κλείσουν τα ουράνια τρία χρόνια και έξι μήνες, και πάλι να
ανοίξουν τα ουράνια και να πέσει βροχή; Ποιος μπορεί με την κάπα του να την
απλώσει επάνω στον Ιορδάνη και να περάση τον Ιορδάνη απάνω, σαν φτερωτός να
περάσει από την μια μεριά του Ιορδάνου; Ποιος μπορεί να κάνει αυτά τα μεγάλα
που έκανε, ν’ αναστήσει, και όλα, να θεραπεύση, όλα αυτά τα οποία διηγείται ο βίος του αγίου προφήτου; Αδερφοί μου, τα θαύματα που έκανε ο άγιος,
δεν μπορούμε να τα κάνωμε, διότι αυτός είχε ιδιαίτερο χάρισμα, αλλά μπορούμε
όμως να μιμηθούμε τας αρετάς του αγίου. Και μπορούμε να μιμηθούμε τον ζήλο του.
Ποιον ζήλο; Αχ! Να’δινε ο Θεός, νάχαμε
όλοι μας, μέσα εδώ πού’ μεθα όλοι ημείς εδώ πέρα, όλοι μας! Όλοι μας!
Δεν έχω καιρό, δεν έχω ώρα να τ’ αναπτύξω! Αυτό το ευλογημένο Κράτος, αυτή η γωνιά του
κόσμου, που όλοι μας κοπιάσαμε κι είναι ζυμωμένη με τα δάκρυα και τα αίματα κι
όπου να σκαλίσωμε κάτω είναι κόκκαλα ηρώων, αυτό το μικρό, το ευλογημένο
Κράτος, κινδυνεύομε να το χάσωμε.
Ξέρετε; Ξέρετε; Δεν φοβούμαι ούτε τους μασόνους, ούτε τους χιλιαστάς, ούτε τους
αθέους κουμμουνιστάς, ούτε, ούτε, ούτε!
Ξέρετε τι φοβάμαι; Τι φοβάμαι; Το
βλέπω: Τι φοβάμαι! Φοβούμαι την αδιαφορία! Την αδιαφορία! Όλοι μας, ότι είμεθα
αδιάφοροι πλέον! Αδιάφοροι για την πατρίδα, αδιάφοροι για την οικογένεια,
αδιάφοροι… είδατε μια δίκη που έγινε; Που του λέει ο πρόεδρος στον πατέρα, βρε
πατέρα, δεν έβλεπες το παιδί σου; Λέει, εγώ δεν ανακατεύομαι! Ά, λέει, με
συγχωρείς του λέει ο πρόεδρος, λέει, δεν ενδιαφέρεσαι για το παιδί σου,
αδιαφορείς για το παιδί σου, που πάει το παιδί σου, που ξενυχτώνει το παιδί
σου, που αυτό; Μπααα τίποτα, αδιαφορία! Βλέπεις τώρα ο πατέρας είναι να φάει
ψωμί, να φάει φαΐ, να φάει, λες και το παιδάκι του είναι μόνο στομάχι! Μα το
παιδάκι σου δεν είναι μόνο στομάχι, δεν είναι μόνο κοιλιά, δεν έχει μόνο ανάγκη
αλλά το παιδάκι σου και το κοριτσάκι σου που έχεις είναι μια μεγάλη υπόθεση, και δε λέγεσαι πατέρας απλώς
να το τρέφεις, αλλά να το φυλάγεις και να το προφυλάγεις.
Αδιαφορεί λοιπόν η
μάνα, αδιαφορεί ο πατέρας, αδιαφορούν όλοι!
Και ενώ αδιαφορούν όλα τα συντηρητικά στοιχεία, όλα τα συντηρητικά
στοιχεία, τι ζήλο, τι σατανικό ζήλο, μέρα νύχτα εργάζονται να κλωνίσουν και να
καταρρίψουν ολόκληρο αυτό το οικοδόμημα! Οι άλλοι είναι αδιάφοροι, το σπιτάκι
του ο άλλος, τη γυναικούλα του, τας διασκεδάσεις του, το γλεντάκι του, και
λοιπά, τίποτα! Ενώ τα παιδιά του διαόλου εργάζονται μέρα νύχτα να διαλύσουν
ό,τι υπάρχει ιερόν και όσιον, αυτοί οι άλλοι, οι δήθεν, που λέγονται
εθνικόφρονες, που λέγονται ότι πιστεύουν στην πατρίδα, πιστεύουν στο Θεό,
πιστεύουν στην οικογένεια, έχουν μία αδιαφορία, έχουν μία τεραστία… Ουυφ, σου
λέει, ουυφ ρε αδερφέ, λέει, ρε τι φωνάααζει μωρέ αυτός ο ιεροκήρυκας, τι
φωνάααζεις ρε, ουχ λέει! Κι άμα του πεις τίποτα, ότι έχει υποχρεώσεις, ότι
είναι Έλληνας και έχει υποχρεώσεις στην Πατρίδα, ότι είναι οικογενειάρχης και
έχει υποχρεώσεις στην Οικογένεια, ότι είναι χριστιανός κι έχει υποχρεώσεις μέσα
στην κοινωνία, ώχ, άμα του πεις αυτουνού: Ὠχ βρε αδερφέ, εγώ θα διορθώσω το Ρωμαίϊκο; Ένας άνθρωπος, εγώ
θα διορθώσω το Ρωμαίϊκο;
Μα ένας ήταν ο Ηλίας!
Ένας ήταν ο Ηλίας και με την κάπα του έσωσε τον κόσμον ολόληρον! Δεν είναι ζήτημα
νούμερα, νούμερα δεν είναι, προ πενήντα, προ σαράντα χρόνια οι χιλιασταί εδώ
στην Ελλάδα τρεις ήτανε, αλλά σήμερα δεν είναι τρεις οι χιλιασταί, σήμερα οι
χιλιασταί μες στην Ελλάδα είναι πενηνταπέντε χιλιάδες. Και ακόμα, και ακόμα, το
δεκαεφτά εδώ μέσα, το δεκαεφτά, το δεκάξι, δυο κομμουνισταί ήταν, αλλά σήμερα
δεν είναι δυο κομμουνισται, γιατί; Γιατί δουλέψαν! Μπράβο τους! Μπράβο στους
χιλιαστάς! Μπράβο στους κομμουνιστάς! Μπράβο στους μασόνους! Μπράβο σ’ όλους!
Μόνο αίσχος σε ‘μας που φορούμε τα ράσα και κρατάμε τα ραβδιά κι έχομε τις
πατερίτσες κι έχομε όλη την εξουσία κι είμεθα οχτώ χιλιάδες παπάδες και δεν
έχομε μέσα την δύναμη … Και μόνο οι παπάδες; Ποιος εξετέλεσε το καθήκον του;
Αν
ημείς είχαμε μέσα φωτιά, φωτιά, αν μέσα η καρδιά μας είχε φωτιά σαν τη φωτιά
που έκαιγε μέσα εις τα στήθη του προφήτου Ηλία θα’τανε πολύ διαφορετική η
κατάσταση, λοιπόν να μην τα ρίπτωμεν όλα ότι φταίνε οι μεν και φταίνε οι δε!
Άμα εμείς έχομεν ενδιαφέρον, ενδιαφέρον… Ναι, είσαι πατέρας; Είσαι μάνα; θα κοιτάξεις
την κόρην σου. Είσαι πατέρας; Θα κοιτάξεις το παιδί σου. Είσαι δάσκαλος; Θα κοιτάξεις τους μαθητάς, όχι
απλώς να πα να παραδίδεις το «άλφα» και
το «βήτα», όχι, απλώς! Να είσαι δάσκαλος και να μην αρκείσαι μόνο να μιλάς! Είσαι
αξιωματικός, είσαι πόλισμαν, είσαι καθένας, είσαι βασιλιάς, είσαι άρχοντας, πρέπει
να πονέσεις τον τόπον αυτό. Να μην το κάνεις αγγαρεία, νά ΄χεις μεράκι! Πού είναι τα παλιά χρόνια, πού
‘ναι οι παπάδες με μεράκι, πού ‘ναι οι
αστυνομικοί με μεράκι, που ‘ναι, που ‘ναι, που ‘ναι, που ‘ναι οι μανάδες με
μεράκι, νά ‘χουν μεράκι, να καίγεται η καρδιά τους, να φλογίζεται η καρδιά
τους, να μη αφήνουν τον κόσμον αυτό να φεύγει δεξιά και αριστερά. Τώρα, κάθε
μία, αδιαφορία. Το έθνος λοιπόν κινδυνεύει γιατί δεν υπάρχει ο ζήλος, ο ένθεος
ζήλος, ο ενθουσιασμός. Ά, μάλιστα, και τι έκανε…
Δε μου λέτε σας παρακαλώ,
παρακαλώ, είμεθα στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα είμεθα; Εγώ αμφιβάλλω! Στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα είμεθα; Εγώ αμφιβάλλω! Η Ελλάδα τι θα πει, τα βουνά; Οι θάλασσες η
Ελλάδα; Δεν θα πει η Ελλάδα. Γιατί αυτά μένουνε. Οι άνθρωποι φτειάνουν την
Πατρίδα. Λοιπόν, εγώ αμφιβάλλω αν είμεθα στην Ελλάδα. Γιατί προ εκατό, διακόσα,
τετρακόσα χρόνια, αν ξεκινούσες από την Κρήτη και προχωρούσες στα νησιά κι
ερχόσουν στο Μωριά, και πήγαινες στην Ρούμελη και προχωρούσες στην Μακεδονία
και στη Θράκη και παντού και παντού και παντού και παντού, και καθόσουν όχι μια
εβδομάδα αλλά εκαθόσουν δέκα εβδομάδες, ένα χρόνο, δέκα χρόνια να καθόσουνε,
δεν άκουες άνθρωπο να βλαστημάει τον Θεό!
Να βλαστημήσει Έλληνας το Θεό; Να
βλαστημήσει Έλληνας το Θεό; Χίλια χέρια, χίλια χέρια τον έπιαναν…Πουθενά! Δεν μπορούσε να σταθεί στην Ελλάδα βλάστημος
άνθρωπος! Και τώρα; Και τώρα τι
γίνεται; Τι γίνεται; Περνάει ημέρα,
περνάει ώρα, περνάει δευτερόλεπτο χωρίς να ακούεται μία φρικτή βλασφημία δεξιά
κι αριστερά;
Δε μου λέτε, σας παρακαλώ,
αν ζούσε σήμερα, υποθέσετε, υποθέσατε, υποθέσατε, κάνετε μια υπόθεση: ότι, ο
προφήτης Ηλίας έζησε οχτακόσια χρόνια προ Χριστού. Οχτακόσια χρόνια προ
Χριστού. Πάρτε κιμωλία. Εγώ σας λέγω λοιπόν, -γιατί θα ‘ ρθη!- Το είδατε;
Δεν είναι ψέμματα. Αυτό που κάνανε πάνω σ’ ένα βουνό, που μαζευτήκανε εκατόν τριάντα επάνω
στην Ελβετία, βέβαια ήτανε πνευματιστών και ανθρώπων πού’ ναι… αλλά ότι όμως
δεν μπορούμε να ορίσωμε την ώρα, δεν μπορούμε να ορίσωμε την ώρα πότε θα έρθη ο
Κύριός μας, αλλά όσο είναι βέβαιο, όσο είναι βέβαιο ότι αύριο ξημερώνει, τι
μέρα ξημερώνει αύριο; Τι μέρα ξημερώνει
αύριο; Λέγε εσύ, τι μέρα έχομε σήμερα; Τετάρτη έχομε σήμερα; Αύριο τι;
Όσο είναι βέβαιο ότι αύριο ξημερώνει Πέμπτη, Πέμπτη, τόσο είναι βέβαιο
ότι έρχεται η ημέρα του Κυρίου! Και προτού νά’ρθη ο Κύριος, προτού νά’ ρθη ο
Κύριος, τι λέγει; Θα παρουσιαστή ο Ηλίας ο προφήτης! Ο Ηλίας ο προφήτης! Θα
ξανάρθη! Ο Δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας του Χριστού. Θα ξανάρθη! Για
φανταστείτε να ξανάρθη ο προφήτης Ηλίας, φανταστείτε να καθίζει εκ νέου και
ν’ ακούσει ο προφήτης Ηλίας, να ακούσει
ο Προφήτης Ηλίας να βλαστημάν! Πωωώ πω πω!
Τι θα κάνει; Αυτός που άρπαξε
τετρακόσιους από τα μαλλιά σαν κριάρια, που άρπαξε τετρακόσιους πενήντα παπάδες
αισχρούς και τους κατέβασε κάτω στο ποτάμι και κοκκίνησε το ποτάμι, να’ στε
βέβαιοι ότι θα’πιανε ένα - ένα, ένα - ένα, και ποιος θα μπορούσε, ποιος θα
μπορούσε όταν είχε δύναμη Θεού αυτός! Άμα έχει δύναμη Θεού αυτός, σταματάνε τα τανκς
σταματάνε, τα πάντα σταματάνε στη δύναμη του Θεού!!! Θα άρπαζε λοιπόν κάποιο, κάποιο, κάθε ένα που
βλαστημούσε θα τον άρπαζε από ‘κεί και θα τον κατέβαζε κάτω εδώ στις
Τζιτζιφιές, στη θάλασσα εδώ κοντά. Και μέχρι το βράδυ, θα είχε πόσους, θα
μάζευε, πόσοι βλαστημάνε κάθε μέρα; Εγώ σου υπολογίζω, δεν πέφτω έξω εάν σου πώ ότι επάνω από εκατό
χιλιάδες Έλληνες βλαστημάνε κάθε μέρα το Θεό. Κάθε μέρα το Θεό! Κανένας!
Κανένας! Κανένας! Κανένας! δεν τολμάει να βλαστημήσει τον βασιλιά.. κανένας! Θα
πει κακό; Τον άρπαξαν, και, δικαίως, τον άρπαξαν και στο
Μακρονήσι! Τελείωσε! Δεν τολμάνε τα σκουλήκια να βλαστημήσουν τον επίγειο
βασιλέα. Αλλά εκατό χιλιάδες Έλληνες, βρωμερά και ακάθαρτα και άθεα στόματα
ανοίγουν και βλαστημούνε το Χριστό, το Θεό, την Παναγία, τα καντήλια! Τι να σου
κάνει η αστυνομία, τι να σου κάνουν οι πάντες;
Μέρα νύχτα! Μέρα νύχτα! Λοιπόν, αν ερχότανε ο Δεύτερος Πρόδρομος και θα’
ρθη, θα ‘ρθη ο Ηλίας ο Θεσβίτης με τη μάχαιρά του, θα τους αρπάξει από τα
μαλλιά, όπου νάναι, είτε μικρός, είτε μεγάλος, είτε εγγράμματος, και θα τους
κατεβάσει κάτω εδώ στις Τζιτζιφιές, εκατό χιλιάδες, και δεν θα λυπηθή κανένα!
Θα κοκκινίσει τρία χιλιόμετρα η θάλασσα από το αίμα των βλασφήμων. Μα, θα μου
πείτε, τέτοιο κακό θα κάνει; Τέτοιο μας
λες εσύ, να μιμηθούμε τον ζήλον
του; Τέτοιο να κάμωμεν και εμείς; Να πιάσωμε να σφάζωμε τους βλασφήμους; - Όχι, αδέρφια μου! Δε σου λέγω να κάνεις
αυτό που έκανε ως προνόμιον, ως διαταγή εξαιρετική του Θεού «εν μαχαίρα απωλούνται», όχι, δεν έχεις
τέτοιο δικαίωμα εσύ, να κάνεις χρήσιν τοιούτων βιαίων μέτρων, διότι το όπλον
και το ξίφος ανήκει μόνον στην εξουσία. Δεν σου λέγω τέτοια πράματα να κάνεις!
Ήταν εξουσία εξαιρετική, του προφήτου Ηλία! Εγώ δεν λέγω να φτάσεις εκεί! Αλλά
τι θέλω; Τι θέλω;
Τι θέλω! Αναστενάζω και κλαίω. Γιατί; Γιατί;
Διότι είστε αδιάφοροι. Είστε αδιάφοροι! Αν περπατήσεις στο δρόμο και
ακούσεις ένα και πει κακό λόγο για τη μάνα σου, αμέσως ανάβεις! Ανάβεις! Τη
μάνα μου! Αν πει κακό λόγο για τον πατέρα σου, αν πει κακό λόγο για την
αρραβωνιαστικιά σου, αν πει κακό λόγο για τον μνηστήρα σου, ανάβεις, ανάβεις!
Πρέπει να πλύνεις το στόμα σου, λέει, με ροδόσταγμα, με κολώνια για να μου
υβρίσεις τον πατέρα και τη μάνα. Ααα, όταν υβρίζει τη μάνα σου, όταν υβρίζει
τον πατέρα σου, ανάβεις, γίνεσαι θηρίο, έγκλημα κάνει, και όμως αδιάφορος
είσαι, ακούς να βλαστημάνε τον Θεό και
δεν σου καίγεται καρφί. – Μα, τι να κάνω; - Τι να κάνεις; Αν είσαι γυναίκα στο σπίτι και ο άντρας σου
κάθεται στο τραπέζι και βλαστημάει τον Θεό, αν είσαι χριστιανή, δεν σου λέω να
του δώσεις διαζύγιο, όχι, όχι στο διαζύγιο, αλλά να του πεις, άντρα, με
φαρμάκωσες! Με φαρμάκωσες! Δεν έχω όρεξη να φάω! Δεν τρώω. Φάγε, εγώ δεν τρώω,
έχω πένθος, έχω Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, έχω Μεγάλη Παρασκευή, φάγε εσύ, εγώ
δεν τρώγω! Ήξερα μια γυναίκα στο
Μεσολόγγι που’ χε ένα άντρα βλάστημο, και κατόρθωσε τον πιο μεγάλο βλάστημο στο
Μεσολόγγι πού’ χε, η γυναίκα αυτή, γιατί
έχει δύναμη τεράστια η γυναίκα, μην μου χρησιμοποιείς την δύναμίν σου γυναίκα,
για να κάνεις ό,τι θέλεις, να κάνεις τα κέφια σου! Αλλά, να χρησιμοποιείς την
δύναμίν σου, για να διορθώσης τον άντρα σου. Ήξερα στο Μεσολόγγι μια γυναίκα,
που είχε τον μεγαλύτερο βλάστημο στο Μεσολόγγι, και κατόρθωσε με τον τρόπο της
και τον έκανε αυτόν τον βλάστημο να μην ξαναβλαστημήση πια τον Θεό.
Λοιπόν,
εσύ, όταν ακούς τον άντρα σου να βλαστημά, να μη γελάς, γιατί θα πληρώσεις με
τόκο και επιτόκιο το γέλιο σου, όταν ο άντρας σου βλαστημά∙ και τι να πεις: -Άντρα, βλαστήμησε τον πατέρα
μου, τον πατέρα που πέθανε, να σε συγχωρήσω. Βλαστήμησε τη μάνα που πέθανε, να
σε συγχωρήσω. Τον Θεό μου, δεν επιτρέπεται να τον βλαστημήσεις! Το κάνεις; Δεν
το κάνεις, είσαι αδιάφορος! Περπατάς στο δρόμο, ναι, να τον συμβουλέψεις, να
τον πάρεις ιδιαιτέρως, να τον πάρεις ιδιαιτέρως, να τον συμβουλέψεις, μια, δυο,
και άμα μια και δυο και τρεις δεν ακούει, κοντά σου δεν είναι αστυνομικό τμήμα;
Δεν είναι κοντά σου αστυνομικό τμήμα;
Γιατί τρέχεις, αν σου σπάσουν ένα τζάμι στο σπίτι φωνάζεις τον
αστυνομικό, φωνάζεις ολόκληρη την Αστυνομία! Λοιπόν, κοντά σου είναι αστυνομικό
τμήμα; Άντε να ειδοποιήσεις την αστυνομία μέσα, να πεις κύριε, εδώ κοντά μας
είναι ένας βλάστημος που δεν υποφέρεται πλέον! Δεν το κάνεις αυτό. Μα, δεν πάει, μα αδιαφορεί η Αστυνομία; Δεν
πιστεύω να υπάρχει αστυνομία που έχει επάνω στα πηλίκιά της τον Τίμιο Σταυρό να
αδιαφορεί για τους βλαστήμους. Αλλά έχεις υποχρέωση εσύ να βοηθήσεις για να
εξαλειφθεί το άγος αυτό και το μίασμα αυτό που λέγεται βλαστημία. - Μα, θα μου
πεις, μα και ακόμα δεν υπάρχει αστυνομία! – Άκουσέ με, τελείωσα.
Δε θέλεις να ακούσεις εμένα; Να ακούσεις τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Τι λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος; Αν
ακούσεις τον άγιο Ηλία, πρέπει να κάνεις φόνο, τέτοιο πράγμα όχι! Να ακούσεις
τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τι λέγει ο αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος; Ακούς, λέει, έναν να βλαστημάει; Θα τον πάρεις ιδιαιτέρως και θα τον
συμβουλέψεις μια, θα τον συμβουλέψεις δυο, θα τον συμβουλέψεις. Δεν
ακούει; Άκου τι λέει ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος: Δεν ακούει; Έχεις χέρι; Έχεις χέρι; Να αγιάσει, λέει, το
χέρι σου, χτύπησέ τον, χτύπησέ τον, δώς του ένα μπάτσο, και χέρι που θα
χτυπήσει βλάστημο θα αγιάσει! Μα εγώ δεν είμαι ούτε Ηλίας, να σας πώ να πάρετε
μαχαίρι για να ξεπατώσωμε όλους τους βλαστήμους, μα εγώ δεν είναι άγιος Ιωάννης
ο Χρυσόστομος να σας πω ραπίζετε και χτυπάτε τους αυτούς, εγώ είμαι αμαρτωλός
ιερομόναχος και σας λέγω ότι πρέπει να διαφωτίζετε, να μη ακούτε από σήμερα, να
μη ακούτε με αδιαφορία το βλάστημο.
Εξαιρετικώς εδώ στην ενορία που
ευρισκόμεθα, εδώ εσείς τι έχετε; τον άγιον Ηλία τον προφήτη, θέλω εδώ στην περιφέρεια, μαθαίνω, ότι εδώ κάτω που
έρχονται και κολυμπάνε δεξιά και αριστερά, εδώ στην περιφέρεια είναι τρακόσες
ενορίες η Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Σήμερα, σας ορκίζω! Στο όνομα του προφήτη! Στον
προφήτη σας ορκίζω! Όλους σας πού ‘ στε εδώ μέσα. Από σήμερα, αυτή θα είναι,
αυτή θα είναι η χαρά στον άγιο, η καλύτερη γιορτή του είναι, άντρες, γυναίκες,
μικροί, μεγάλοι, μηδέν, να ξερριζώσομε το αγκάθι αυτό πού’ναι μέσα στο περιβόλι
μας, την Ελλάδα! Να μη αφήσωμε, να φράξωμε τα στόματα, να μη μείνει εδώ στις
Τζιτζιφιές τουλάχιστον εδώ στην περιφέρεια των Τζιτζιφιών, πού’ ν ο άγιος Ηλίας ο προφήτης, δεν επιτρέπεται! Να
φράξωμε τα στόματα όλων των βλαστήμων, όλων των βλαστήμων! Να μη υπάρχει ούτε
ένας βλάστημος. Ούτε στην πλατεία, ούτε κάτω στην παραλία, ούτε στα μπάνια,
ούτε δεξιά κι αριστερά, ούτε μεσ’ στα τμήματα, ούτε στα σχολειά, ούτε πουθενά,
να σβήσουμε τη βλαστημία.
Άμποτες να βοηθήσει ο Θεός, άμποτες να βοηθήσει ο
Θεός, τέσσερες χιλιάδες ψυχές είστε, πέντε χιλιάδες ψυχές μαζεύεστε εδώ στις
Τζιτζιφιές, πτωχαδάκια είστε, ευλογημένα πτωχαδάκια που δουλεύετε μέρα νύχτα για
να βγάλετε το ψωμί σας, να είστε ευλογημένοι, τρισευλογημένοι, αν θέλετε να’
χετε την ευλογία του προφήτου Ηλιού, αν θέτε φτερά αγγέλων να σκεπάζουν τον
τόπο μας, φροντίστε σήμερα, μέρα άγια, μέρα του αγίου προφήτου, να φροντίστε
όλοι σας, να σβήστε μες στα σπίτια σας, να φράξτε τα στόματα και να σβήσει αυτή
η βλαστημία σ’ όλα τα στόματα!
Εύχομαι στο Θεό όλα τα στόματα των μικρών σας
παιδιών, των αντρών σας, των γυναικών σας, των μικρών και μεγάλων, εύχομαι όλα
τα στόματα να γίνουν μια κιθάρα, μια κιθάρα χρυσή, και επάνω στην κιθάρα να
ακούεται ένας ύμνος, «αινείτε και υπερυψούτε Αυτόν εις τους αιώνας».