Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος – Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Παράλληλοι ή αντίθετοι οι δρόμοι τους;

Πρωτοπ. Θεόδωρος Ζήσης

Ἐπικαιροποιημένα Εἰσαγωγικὰ

Δὲν χόρτασε κολακεῖες καὶ ἐγκώμια ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαγορεύσει καὶ ὄχι νὰ τὰ ἐνθαρρύνει ἢ νὰ τὰ προκαλεῖ. Εἶναι καὶ αὐτό, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, μία ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸν Θεό, ὅπως πολὺ δυνατὰ μᾶς τὸ λέγει ὁ  ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ γὰρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην»[1]. Ἐπιδίωξή τους ἦταν νὰ λέγουν καὶ νὰ πράττουν ὄχι τὰ εὐάρεστα ἀλλὰ τὰ θεάρεστα. Ὅσοι διὰ τῆς ἱερωσύνης ἀνέλαβαν νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο ὀφείλουν νὰ συμπεριφέρονται «οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν», χωρὶς νὰ κολακεύουν ἢ νὰ κολακεύονται, οὔτε νὰ πλουτίζουν καὶ νὰ πλεονεκτοῦν, «οὔτε ἐν λόγῳ κολακείας, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, οὔτε ζητοῦντες ἀπ᾽ ἀνθρώπων δόξαν»[2].

Ἀξεπέραστο παράδειγμα τέτοιας ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς συμπεριφορᾶς εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος συγκρούσθηκε, ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μὲ τὸ πολιτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο τῆς ἐποχῆς του, παρέμεινε ἄκαμπτος καὶ ἀνυποχώρητος στὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, μέχρι σημείου νὰ κατηγορεῖται καὶ σήμερα ἀπὸ κοσμικόφρονες ἐρευνητὲς ὅτι ἔπρεπε νὰ εἶναι διπλωματικώτερος καὶ πιὸ προσαρμοστικός, καὶ ὄχι συγκρουσιακὸς καὶ ἀπροσάρμοστος. Στὰ ὀλίγα χρόνια τῆς πατριαρχίας του (397-404) ἄλλαξε τὰ ἤθη τῶν κατοίκων τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ ἦσαν ἕτοιμοι καὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν ἡρωϊκὸ πατριάρχη τους, καὶ πολλοὶ ἐμαρτύρησαν, ὅταν οἱ τότε δυνατοὶ μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις ἀναξίων ἐπισκόπων τὸν ἐξεθρόνιζαν καὶ τὸν καθαιροῦσαν, στέλνοντάς τον ἐπὶ τρία χρόνια σὲ ἐξοντωτικὴ καὶ ἀπάνθρωπη ἐξορία (404-407), καὶ ἐντὸς αὐτῆς σὲ μαρτυρικὸ θάνατο στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου ἀπὸ τὶς κακουχίες βασινιστικῆς πεζοπορίας.

Ἡ παγκόσμια διεκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ καὶ τὸ κῦρος του, καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον, ποὺ συνετέλεσαν στὴν ἀνύψωση τοῦ θρόνου τῆς νέας πρωτεύουσας, τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ στὴν τιμητικὴ ἐξίσωσή της μὲ τόν «πρῶτον τῇ τιμῇ» θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης ἀνάγκασαν ὅσους τὸν θεωροῦσαν σχισματικό, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ στὴν Ἀντιόχεια νὰ ἐπαναφέρουν τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στά «Δίπτυχα» καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν προσφορά του.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὑπερπεντηκονταετοῦς ἐνασχόλησής μας μὲ τὸν βίο, τὰ συγγράμματα καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ μεγάλου καὶ μοναδικοῦ αὐτοῦ Διδασκάλου, Πατρὸς καὶ Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας (1969-2021), τοὺς καρποὺς τῆς ὁποίας μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου συγκεντρώσαμε σὲ πρόσφατα ἐκδοθὲν βιβλίο μας[3], διαπιστώσαμε τὴν ἀσύγκριτη καὶ μοναδικὴ προσφορά του, ἡ ὁποία φαίνεται ὄχι μόνο στὶς ἔριδες ποὺ ξέσπασαν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὸ ποιὸς ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Ἰωάννη Χρυσόστομο) εἶναι ὑπέρτερος, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες διηγήσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες τὸν Ἰωάννη στὸν οὐρανὸ δὲν θὰ τὸν βροῦμε μεταξὺ τῶν Ἁγίων, γιατὶ βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ Χρυσόστομος νὰ μᾶς ἑρμηνεύσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ ξανὰ ὁ Χριστὸς στὴν γῆ, γιὰ νὰ μᾶς τὸ ξαναδιδάξει[4].

Ἂν λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου σὲ σχέση μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἁγίους εἶναι ἀσύγκριτο, συγκρινόμενο μόνο μὲ τὴ μεγαλωσύνη δύο τριῶν μεγάλων, πῶς τολμοῦν κάποιοι νὰ τὸν συγκρίνουν μὲ ζῶντες πατριάρχες, τῶν ὁποίων ἡ διαδρομὴ δὲν ἔχει καμμία σχέση καὶ κανένα παραλληλισμὸ μὲ τὴν διαδρομὴ τοῦ ὄντως μεγαλειώδους αὐτοῦ γενναίου, ἄκαμπτου, ἀσυμβίβαστου, ἀσκητικοῦ καὶ μαρτυρικοῦ Ἁγίου, ἐχθροῦ καὶ ἀντιπάλου τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἐποχῆς του;

Ἐσμίκρυνε πολὺ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος συγκρίνοντάς τον μὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο σὲ ὁμιλία ποὺ ἔκανε πρόσφατα στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου ποὺ βρίσκεται στὸ Westfield τοῦ New Jersey κατὰ τὴ διάρκεια πανηγυρικῆς Θείας Λειτουργίας μὲ ἀφορμὴ τὴν μνήμη τοῦ Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου)[5]. Δὲν θὰ μποῦμε στὸν κόπο νὰ ἀνασκευάσουμε τὴν ἐντελῶς παράλογη καὶ ἀθεμελίωτη αὐτὴ σύγκριση ἑνὸς ἀποδεδειγμένα πνευματικοῦ γίγαντα μὲ ἕνα κοινὸ θνητό, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν προσπαθεῖ νὰ τοῦ ὁμοιάσει καὶ νὰ τὸν μιμηθεῖ, ἀλλὰ εἶναι πρωτεργάτης σὲ αἱρετίζουσες διδασκαλίες καὶ σχισματικὲς συμπεριφορές, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016) καὶ τὸ Οὐκρανικὸ Σχίσμα (2018), φίλος καὶ συνεργάτης τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ποὺ τὸν ἐπευφημοῦν καὶ τὸν βραβεύουν, γιατὶ τοὺς βοηθεῖ στὴν ἀποχριστιάνιση τοῦ κόσμου καὶ στὴν ἀποδυνάμωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἁπλῶς ὡς ἀντίλογο δίκαιο στόν «Παραλληλισμὸ Βαρθολομαίου-Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς» παραθέτουμε τὴν δική μας ἀξιολόγηση, ποὺ κάναμε πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια μὲ τίτλο «Διάδοχος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος;», ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικό «Θεοδρομία»[6]καὶ στὸ μνημονευθὲν τελευταῖο βιβλίο μας μὲ τὸν τίτλο «Χρυσοστομικά»[7].

1. Ἑορτάζουν τοὺς Ἁγίους ὑποκριτικά

Πολλὲς φορὲς ἔχομε ἐπισημάνει ὅτι ἡ κακὴ τριὰς τῶν πατριαρχῶν Μελετίου Μεταξάκη, Ἀθηναγόρα τοῦ Α´ καὶ Βαρθολομαίου, τοῦ νῦν ἀκλεῶς πατριαρχοῦντος, ἔχουν ἐκτρέψει τὴν πορεία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων στὴν σκολιὰ καὶ διεστραμμένη ὁδὸ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συναπτόμενης μὲ αὐτὸν ἐκκοσμίκευσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου.

Παρὰ ταῦτα γιὰ νὰ μὴ φανερωθεῖ ἡ καταστροφικὴ αὐτὴ πορεία, ἔργο τοῦ Διαβόλου, περίτεχνα μὲ ἐντυπωσιακὴ διγλωσσία καὶ διψυχία, ἐμφανίζονται ὡς ἀκόλουθοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς διάδοχοί των ὄχι μόνον στοὺς θρόνους ἀλλὰ καὶ στοὺς τρόπους. Γνωρίζουν καλὰ ἀπὸ τὶς θεολογικές τους σπουδὲς ὅτι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ διακόπτεται, ὅταν δὲν ὑπάρχει διαδοχὴ στὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία, ὅταν ἀποδέχονται αἱρετικὲς καὶ ἀντιπατερικὲς διδασκαλίες, γι᾽ αὐτὸ καὶ προσπαθοῦν στοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς νὰ ἐμφανίζονται ὡς συνεχιστὲς καὶ διάδοχοι τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὅταν τὸ ἑορτολόγιο ἐπιβάλλει τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐξύμνησή τους.

2. Διωγμένος ἀπὸ ἀνάξιους πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους

Αὐτὸ συνέβη καὶ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν πάνσεπτο πατριαρχικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἑορτάσθηκε, στὶς 27 Ἰανουαρίου, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἀπὸ τὰ Κόμανα τοῦ Πόντου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὡς γνωστὸν ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος καὶ Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μέγιστος τῶν Πατέρων ὅλων τῶν ἐποχῶν, θεόθεν κληθεὶς στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸ 397, ἐνῶ ἦταν πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια, καὶ ἐνθρονισθεὶς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 398, ἐξορίσθηκε δύο φορὲς καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ φαύλους καὶ ἀναξίους ἐπισκόπους μετὰ ἀπὸ ἐλάχιστα ἔτη πατριαρχίας. Τὴν πρώτη φορὰ ἀπὸ τὴν διαβόητη «Ἐπὶ δρῦν» σύνοδο τὸ 403· ἐπανῆλθε ὅμως, πρὶν φθάσει στὸν τόπο τῆς ἐξορίας, λόγῳ τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ καὶ σημειωθέντος σεισμοῦ. Τὴν δεύτερη ὅμως ἐξορίσθηκε ὁριστικῶς τὸ ἑπόμενο ἔτος 404, κατόπιν συμμαχίας ἐναντίον του καὶ τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου. Ἐπὶ τρία ἔτη ἐξόριστος σὲ ἀπαράκλητους καὶ ἀπόμακρους τόπους, στὴν Κουκουσὸ καὶ Ἀραβισσὸ τῆς Ἀρμενίας ὑπὸ ἀπάνθρωπες συνθῆκες, ποὺ ἀπέβλεπαν στὸ νὰ φιμώσουν τὸν ἀφυπνιστικὸ λόγο του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν θάνατο, ὅπως καὶ ἔγινε. Τελικῶς ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 407 ὁδοιπορῶν ἐπὶ τρεῖς μῆνες γιὰ νὰ φθάσει στὸν νέο τόπο τῆς ἐξορίας του, στὴν Πιτυοῦντα τοῦ Καυκάσου, στὸ βορειοανατολικὸ ἄκρο τοῦ Εὐξείνου Πόντου, καὶ ἐνῶ ἐπὶ τρεῖς μῆνες εἶχαν διανύσει μόνο τὸ ἕνα τρίτο τῆς ἀποστάσεως μέχρι τὴν Πιτυοῦντα, δὲν ἄντεξε στὴν πολυχρόνια καὶ τώρα πολύμηνη ταλαιπωρία καὶ παρέδωσε τὸ ἀνύστακτο, ἄκαμπτο καὶ ἀνυποχώρητο πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407, ἐνταφιασθεὶς σὲ ναΰδριο τοῦ μάρτυρος Βασιλίσκου κοντὰ στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου.

Οἱ ἐναντίον του διωγμοί, ἀλλὰ στὴν συνέχεια καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀπὸ τὴν κρατοῦσα καὶ διοικοῦσα Ἐκκλησία προκάλεσαν σχίσματα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὑποστηρίζουσα τὸν μεγαλομάρτυρα καὶ χρυσορρήμονα Ἅγιο, διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ τὶς Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας ποὺ τὸν ἐδίωξαν, μεγάλος δὲ ἀριθμὸς ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὸν πατριάρχη καὶ τοὺς ἐπισκόπους. Τὸ διορθόδοξο σχίσμα ἔληξε σταδιακά, ὅταν τὸ 413 ἡ Ἐκκλησία Ἀντιοχείας ἐπανέγραψε τὸ ὄνομα τοῦ Χρυσοστόμου στὰ Δίπτυχα καὶ στὴ συνέχεια τὸ 417 ἔπραξαν τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀλεξανδρείας. Τὸ τοπικὸ σχίσμα στὴν Κωνσταντινούπολη ἔληξε τὸ 438, ὅταν μὲ τὴν θριαμβευτικὴ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, στὶς 27 Ἰανουαρίου, ἐπανατοποθετήθηκε στὸν θρόνο του, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀδίκως καὶ ἀντικανονικῶς εἶχε ἐκδιωχθῆ. Ἐγωϊσμοί, κακίες, ἐμπάθειες, παρασυναγωγές, συνέδρια καὶ σύνοδοι ἀνόμων, ὅπου κυρίως πρωταγωνιστοῦσαν ἄθλιοι καὶ ἀνάξιοι ἐπίσκοποι, ἐταλαιπώρησαν καὶ ἔσχισαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν ἀκούγεται ὁ προδρομικὸς ἐλεγκτικὸς λόγος τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ ὁ ἅγιος βίος του ἀπὸ φθόνο νὰ μὴν ἀποτελεῖ μέτρο συγκρίσεως πρὸς τοὺς φαύλους καὶ ἀναξίους κληρικούς. Εἶναι συνταρακτική, συντριπτική, γιὰ τὸ ἐπισκοπᾶτο ὅλων τῶν ἐποχῶν ἡ ἐκτίμησή του σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του. Τῆς γράφει ὅτι δὲν φοβᾶται οὔτε τὶς σωματικὲς κακουχίες καὶ στερήσεις, οὔτε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ληστῶν Ἰσαύρων· ἕνα μόνο φοβᾶται, τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων: «Οὐδένα δέδοικα, ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[8].

Τὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα στὴν κοσμικὴ καὶ αὐτοκρατορικὴ Κωνσταντινούπολη ἐναντίον τῆς πολυτελείας, τοῦ θεάτρου, τοῦ ἱπποδρόμου, τοῦ καλλωπισμοῦ τῶν γυναικῶν, τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, τῆς ἐγωϊστικῆς χρήσης τοῦ πλούτου, τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς ἀγοραπωλησίας τῆς ἱερωσύνης, τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν καὶ ἐθίμων, τὰ ἀντιϊουδαϊκὰ καὶ ἀντιαιρετικά του κηρύγματα, ποὺ τὰ ἔστρεψε ἀκόμη καὶ ἐναντίον τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας καὶ γυναικῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, συνετέλεσαν στὸ νὰ σχηματισθεῖ ἐναντίον του ἕνας ἰσχυρὸς συνασπισμὸς ἐχθρῶν καὶ ἀντιπάλων μὲ συνέπεια, ἀπὸ τὰ ἐννέα ἔτη τῆς νόμιμης πατριαρχίας του (398-407), μόνον τὰ ἕξη νὰ περάσει στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ αὐτὰ ὄχι ἀδιατάρακτα, τὰ δὲ τρία τελευταῖα (404-407) στὴν ἐξοντωτικὴ καὶ θανατηφόρα ἐξορία του. Βρίσκει κανεὶς πορτραῖτα, εἰκόνες, τύπους τέτοιων πατριαρχῶν καὶ Ἁγίων στὴν αὐχμηρὴ καὶ πνευματοκτόνο ἐποχή μας;

3. Ἄξιος διάδοχος τοῦ Χρυσοστόμου ὁ Βαρθολομαῖος;

Αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔκανα ὅταν τὶς ἡμέρες αὐτὲς εἶδα νὰ κυκλοφοροῦν στὸ Διαδίκτυο φωτογραφίες ἀπὸ τὸν ἑορτασμό, στὶς 27 Ἰανουαρίου, τῆς ᾽Ανακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ πράξη τῆς ἐνθρονίσεως τῶν λειψάνων, εἶναι τοποθετημένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Τιμητικὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ πατριάρχης δὲν ἀνεβαίνει στὸν θρόνο. Στὸ παραθρόνι δίπλα ἵσταται ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Δύο πατριάρχες, δύο ἐπίσκοποι, δύο ἐποχές, δύο κόσμοι, δύο δυστυχῶς διαφορετικοὶ δρόμοι!

Δὲν τολμᾶ κανεὶς νὰ κάνει συγκρίσεις, καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει, ἀκόμη καὶ ἂν στὸ παραθρόνι καθόταν ἕνας παλαιὸς ἢ ἕνας σύγχρονος Ἅγιος. Εἶναι ἀσύγκριτο τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου· μόνον οἱ δύο ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, τὸν συναγωνίζονται. Ὑπάρχει μάλιστα διήγηση βιογράφων του ποὺ τὴν ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀραβισσοῦ Ἀδελφειός, ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, ἐπιθυμοῦσε πολὺ νὰ μάθει ποιά δόξα ἀξιώθηκε νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς οὐρανούς. Σὲ ὀπτασία λοιπὸν τοῦ ἐμφανίσθηκε ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ὅλους τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἕνα λαμπρὸ τόπο. Παρατήρησε ὅλους μὲ προσοχή, ὅμως ἀνάμεσά τους δὲν ἦταν ὁ ἀγαπώμενος ἱεράρχης, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἦταν περίλυπος. Ὅταν ὁ ἄγγελος ἔμαθε τὴν αἰτία τῆς λύπης, τοῦ εἶπε ὅτι τὸν Ἰωάννη δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἰδεῖ εὔκολα, καὶ μάλιστα ἐν ὅσῳ ὡς ἄνθρωπος εἶναι ἐν σώματι, γιατὶ βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ: «Ἰωάννην τὸν τῆς μετανοίας λέγεις; Ἄνθρωπος, ἐν σώματι ὤν, ἐκεῖνον ἰδεῖν οὐ δύναται! Ἐκεῖ γὰρ παρίσταται, ὅπου ὁ θρόνος ὁ Δεσποτικός»[9].

Θὰ χαιρόμασταν καὶ θὰ καυχόμασταν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἂν οἱ διάδοχοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὕψωση τοῦ ὁποίου ὡς οἰκουμενικοῦ θρόνου συνέβαλε τὰ μέγιστα ὁ χρυσορρήμων Πατήρ, ἦσαν καὶ στὶς ἡμέρες μας συνεχιστὲς τοῦ ἔργου καὶ τῆς διδασκαλίας του, ὅπως καὶ τοῦ ἔργου καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἄλλου μεγάλου ἱεράρχου καὶ πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ καὶ αὐτὸς ἐπατριάρχευσε δύο μόνον ἔτη, ἀφοῦ ἀναγκάσθηκε λόγῳ δολοπλοκιῶν καὶ πάλι νὰ παραιτηθεῖ (379-381). Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὸ διάβα τῶν 17 αἰώνων πατριαρχικῆς ἱστορίας ἡ Κωνσταντινούπολη δοξάσθηκε ἀπὸ μεγάλα ἀναστήματα πατριαρχῶν, ἂν καὶ ὄχι τοῦ ὕψους καὶ τῆς ἀξίας τῶν προμνησθέντων δύο, ἐξαιρέσει τοῦ ἐφαμίλλου τους Μ. Φωτίου. Ὑπῆρξαν βέβαια καὶ κακοὶ πατριάρχες ποὺ ἔβλαψαν καὶ ἐζημίωσαν τὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους κατὰ τὴν ἐποχὴ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τῶν Χριστολογικῶν αἱρέσεων, τῆς εἰκονομαχίας, τῆς μετὰ τὸ μεγάλο σχίσμα τοῦ 1054 προσπάθειας νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε μερικούς: Μακεδόνιος, Νεστόριος, Πύρρος, Ἰωάννης Βέκκος, Ἰωάννης Καλέκας.

Ἡ τωρινὴ ἀναφορά μας στὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν ὁποῖο ἀπαξιωτικά, ἀλλὰ δίκαια, συναριθμήσαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ μικροῦ ἄρθρου μας στὴν κακὴ Τριάδα τῶν πατριαρχῶν μαζὺ μὲ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη καὶ τὸν Ἀθηναγόρα, ποὺ ἀποτελοῦν σύντρεις τοὺς τρεῖς κακίστους Ἱεράρχας, θεμελιωτὰς καὶ στύλους τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν κινήθηκε οὔτε ἀπὸ ἀπὸ κακία, οὔτε ἀπὸ ἀδιάκριτο ζηλωτισμό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ χρέος ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καὶ οἱ λαϊκοί, ὅταν προσβάλλεται καὶ ἀθετεῖται ἡ Πίστη, νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἐλέγχουν, ἐμποδίζοντας τὴν διάδοση τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀρρώστειας, ὅταν μάλιστα αὐτὴ ὑποκριτικὰ καὶ παραπλανητικὰ ἐμφανίζεται ὡς ὑγεία καὶ ὡς ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ πορεία.

Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δὲν ἔχουν τίποτε κοινὸ μὲ τοὺς πρὸ αὐτῶν Ἁγίους καὶ Ὀρθοδόξους πατριάρχας καὶ ἱεράρχας, πολὺ περισσότερο μὲ τὸν κορυφαῖο καὶ μέγιστο Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο. Ἐκεῖνος ἐδιώκετο καὶ ἐξορίζετο ἀπὸ τοὺς τότε ἰσχυρούς· ὁ Βαρθολομαῖος διώκει ὅσους ἀγωνίζονται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, συμμαχώντας μὲ τὸ παγκόσμιο πολιτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο, τὸ ὁποῖο τὸν προβάλλει, τὸν ἐγκωμιάζει, τὸν ἐπιβραβεύει. Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφερόταν νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία· ὁ Βαρθολομαῖος, ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ κινήματος τῆς Οἰκολογίας, παγανιστικὸ ἐφεύρημα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», θέλει νὰ σώσει τὴν φύση, τὴν Μητέρα Γῆ, τὸ εἴδωλο τῆς ὁποίας συμπροσκύνησε μὲ ἄλλους φυσιολάτρες. Ὁ Ἅγιος ἀνόρθωσε τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς του, καταπολέμησε τὴν ἐκκοσμίκευση· ὁ Βαρθολομαῖος ὑποδέχεται καὶ τιμᾶ ὅλους τοὺς κοσμικόφρονας καὶ σιωπᾶ γιὰ τὶς ἠθικὲς ἐκτροπές καί τὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν· παντελὴς σιωπὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου γιά τὴν μόλυνση τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τοὺς πόρνους, τοὺς μοιχούς, τοὺς ὁμοφυλοφίλους. Αἰσχροί καὶ ἀπαράδεκτοι νόμοι ψηφίσθηκαν στὴν Ἑλλάδα καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, θυγατέρες τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίες. Οὔτε φωνὴ οὔτε ἀκρόαση ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος μὲ σφοδρότητα καὶ βαρεῖς χαρακτηρισμούς καταδίκασε τὶς ἄλλες θρησκεῖες, τὶς αἱρέσεις, τὰ σχίσματα· ὁ Βαρθολομαῖος ἐξισώνει τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ὡς ὁδοὺς σωτηρίας μὲ τὸν Χριστιανισμό, ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις, καὶ δημιουργεῖ σχίσματα. Εἶναι κλασική ἡ διατύπωση τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου ὅτι «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν»[10]. Ὅμως ὁ Βαρθολομαῖος ὄχι μόνον δέν ἐθεράπευσε τὸ μεγάλο ἐνδοορθόδοξο σχίσμα τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο προκάλεσε ὁ προκάτοχός του Μελέτιος Μεταξάκης, τοῦ ὁποίου ὄντως εἶναι ἄξιος διάδοχος, ἀλλά προκαλεῖ τώρα ὁ ἴδιος νέα σχίσματα μὲ τὴν διαβόητη σύνοδο στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, ποὺ διέσπασε τὴν πανορθόδοξη ἑνότητα, καὶ μὲ τὴν ἀντικανονικὴ ἀπόδοση αὐτοκεφαλίας στοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας. Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὰ σχίσματα, εἶναι καὶ οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες του. Εἶναι γνωστὴ ἡ μήνυση ποὺ ὑπέβαλε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὶς ἑτεροδιδασκαλίες τοῦ Βαρθολομαίου ὁ ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, ὅπως καὶ τὸ συγκροτημένο κείμενο τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» γιὰ τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου.

Εἶναι ἀτελείωτη ἡ σειρά τῶν οἰκουμενιστικῶν παρεκκλίσεων καί ἐκτροπῶν τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ἤδη συνεργάτες μας τὶς ἔχουν συγκεντρώσει καί, σύν Θεῷ, θὰ γίνουν γνωστὲς στὸ ἀκατήχητο καὶ ἀπληροφόρητο ποίμνιο, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ποιμένες περὶ ἄλλα μεριμνοῦν καὶ τυρβάζουν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀσυμβίβαστος καὶ ἄκαμπτος στὴν τήρηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου συγκρούσθηκε μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, ἔμεινε λίγα χρόνια ὡς πατριάρχης καὶ τελικῶς ἀπέθανε στὴν ἐξορία. Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, συμβιβασμένος, διπλωμάτης, συνεργάζεται μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, εἶναι ὁ ἐκλεκτός τους, στὴν κατεδάφιση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, διέρχεται μακρὰ καὶ ἀδιατάρακτη πατριαρχία ἀπὸ τὸ 1991 μέχρι σήμερα. Προσαρμόζει τὶς ἐνέργειές του, ὅπως εἶπε στὴν προσλαλιά του κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, στὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν, «πάντοτε συμπορεύεται μὲ τὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν, ἔχει ὁράματα διὰ τὸ μέλλον». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος συμπορεύθηκε μὲ τὰ αἰτήματα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τὰ ὁράματά του ξέφευγαν ἀπὸ τὰ τερπνὰ καὶ ἡδέα τοῦ κόσμου τούτου, τὰ μικρά καὶ περιορισμένα, καὶ ἦσαν στραμμένα πρὸς τὸν ἄπειρο, τόν ἀπέραντο, τὸν ἀνέκφραστο, τὸν ἀπερινόητο κόσμο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Εὐχόμαστε πρὸς τὰ ἐκεῖ νὰ στραφεῖ, ἀνατρέποντας τὴν μέχρι τώρα κακὴ πορεία, καὶ ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος.


[1]. Γαλ. 1, 10.

[2]. Α. Θεσ. 2, 4-5.

[3]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Χρυσοστομικά. Μελέτες καὶ ἄρθρα, Θεσσαλονίκη 2021, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».

[4]. Αὐτόθι, σελ. 64-65.

[5]. Βλ. ἱστοσελίδα ΑΚΤΙΝΕΣ, «Παραλληλισμὸς Βαρθολομαίου-Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς», 14 Νοεμβρίου 2021.

[6]. Θεοδρομία 21 (2019) 61-67.

[7]. Ἔνθ᾽ ἀνωτ. σελ. 339-345.

[8]. Εἰς Ὀλυμπιάδα, Ἐπιστολή, 14, 4, PG 52, 617.

[9]. Αγιου Νικοδημου Αγιορειτου, Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Διδάσκαλον καὶ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, ῞Αγιον Ἰωάννην Χρυσόστομον. Βίος – Ἐγκωμιαστικὸς λόγος – Παρακλητικὸς κανών – Χαιρετισμοί – Ἀπανθίσματα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, σ. 25ἑ.

[10]. Εἰς Ἐφ. Ὁμιλία 11,5, PG 62,87. Αὐτόθι 11,4, PG 62,85: «Ἀνήρ δέ τις Ἅγιος εἶπέ τι δοκοῦν εἶναι τολμηρόν, πλὴν ἀλλ᾽ ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δὴ τοῦτό ἐστιν; Οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τὴν ἁμαρτίαν ἔφησεν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου