O Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκουν, ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶνε τὸ τέρμα τῶν εὐγενῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἀνθρώπου, ἐν τούτοις δὲν ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωή, ὅπως νομίζουν μερικοί. Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἀδιαφορήσουν; Ὁ Χριστὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο δισύνθετο, ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἀπὸ ὕλη καὶ πνεῦμα; Γνωρίζει λοιπὸν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκες πνευματικὲς ἀλλὰ καὶ ὑλικές, ἀνάγκες τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Καὶ ὅπως φροντίζει ὁ Κύριος γιὰ τὶς πνευματικές μας ἀνάγκες, φροντίζει καὶ γιὰ τὶς σωματικές. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· Ποιός πατέρας, λέει, ὅταν τὸ παιδί του ζητήσῃ ψωμί, θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα; καὶ ὑπάρχει πατέρας, ποὺ θὰ ζητήσῃ τὸ παιδὶ ψάρι καὶ θὰ τοῦ δώσῃ φίδι; Δὲν ὑπάρχει τέτοιος πατέρας. Ἂν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε ἀτελής, δείχνῃ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ παιδιοῦ του, πολὺ περισσότερο ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος (βλ. Ματθ. 7,9-11. Λουκ. 11,11-13).
Δὲν εἶνε δυνατὸν ὁ τέλειος Θεὸς ν᾿ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀδιαφοροῦσε, τότε δὲν θὰ δημιουργοῦσε τὴν ὕλη, τὸν ὑλικὸ κόσμο. Διότι ὅλα τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα στηρίζεται ὁ τεχνικὸς πολιτισμός, ὅλες οἱ πρῶτες ὗλες, τίνος δημιουργήματα εἶνε; Τοῦ Θεοῦ. Λόγου χάριν τὸ νερό, ἡ φωτιά, τὰ δέντρα, τὰ βότανα τῆς γῆς, τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, ἡ χλόη, ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Δὲν μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐπάνω σ᾿ ἕνα πλανήτη ξηρό, ὅπως εἶνε ἡ σελήνη, ἀλλὰ μᾶς ἔβαλε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε εἶνε τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν θὰ ποῦμε, ὅτι ἀδιαφορεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ εἶνε θεωρητικά…
Δὲν εἶνε δυνατὸν ὁ τέλειος Θεὸς ν᾿ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀδιαφοροῦσε, τότε δὲν θὰ δημιουργοῦσε τὴν ὕλη, τὸν ὑλικὸ κόσμο. Διότι ὅλα τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα στηρίζεται ὁ τεχνικὸς πολιτισμός, ὅλες οἱ πρῶτες ὗλες, τίνος δημιουργήματα εἶνε; Τοῦ Θεοῦ. Λόγου χάριν τὸ νερό, ἡ φωτιά, τὰ δέντρα, τὰ βότανα τῆς γῆς, τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, ἡ χλόη, ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Δὲν μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐπάνω σ᾿ ἕνα πλανήτη ξηρό, ὅπως εἶνε ἡ σελήνη, ἀλλὰ μᾶς ἔβαλε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε εἶνε τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν θὰ ποῦμε, ὅτι ἀδιαφορεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ εἶνε θεωρητικά…
* * *
Θέλετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, μιὰ ζωντανὴ ἀπόδειξι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες ἀλλ᾿ ἐνδιαφέρεται; Νά τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε μιὰ ἀπάντησι ἀκριβῶς στὴν κατηγορία αὐτή.
Ὁ Χριστὸς διδάσκει. Ποῦ διδάσκει, ποιό εἶνε τὸ βῆμα του; Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα καΐκι, στάθηκε στὴν πλώρη, κι ἀπὸ ᾿κεῖ μιλοῦσε. Καὶ ποιοί τὸν ἄκουγαν; Γραμματεῖς, φιλόσοφοι, ἐπιστήμονες, βασιλιᾶδες, πλούσιοι; Κάθε ἄλλο. Στὴν παραλία ἤτανε ψαρᾶδες ξυπόλητοι καὶ ἄλλα φτωχαδάκια. Καὶ οἱ καρδιές τους πῶς ἔνιωθαν; σὰν τὸ σφουγγάρι ποὺ πίνει τὸ νερό. Ἐνῷ οἱ φαρισαῖοι δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν τὸ Χριστό, αὐτοὶ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του.
Κι ὅταν τελείωσε ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἔκανε αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα, ποὺ φεύγουμε καὶ κλείνει ἡ ἐκκλησία, καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ τί γίνονται οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι. Σκέφτηκε τοὺς ψαρᾶδες, τὶς οἰκογένειές τους. Αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες, ποὺ ἄκουγαν τὸ λόγο του, ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει μὰ δὲν κατώρθωσαν νὰ πιάσουνε οὔτε λέπι. Ὁ Χριστὸς σκέφτηκε, ὅτι θὰ πᾶνε τώρα στὰ σπίτα τους καὶ δὲν θὰ ἔχουν νὰ φέρουν τίποτε – μόνο οἰκογενειάρχες ποὺ μοχθοῦν ξέρουν τί θὰ πῇ, νὰ γυρίζῃς τὸ βράδυ στὸ σπίτι μὲ ἄδεια χέρια. Κατάλαβε τὸν πόνο τους καὶ τοὺς λέει· Ἀφοῦ ἀκούσατε διδασκαλία καὶ ἡ ψυχή σας τράφηκε μὲ τὸν οὐράνιο ἄρτο, πάρτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Τὰ εὐλογῶ ἐγώ· ῥίξτε τα ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ θάλασσα. Ὁ Πέτρος, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ψαράδων, λέει· «Κύριε, ὅλη τὴ νύχτα ψαρέψαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε· ἀλλὰ ἐπὶ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λουκ. 5,5). Ῥίχνουν πράγματι. Καὶ ὤ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Τὰ δίχτυα γέμισαν καὶ πήγαιναν νὰ σπάσουν ἀπὸ τὰ ψάρια. Γέμισε τὸ ἕνα πλοιάριο, γέμισε καὶ τὸ ἄλλο. Πρωτοφανὴς ἁλιεία. Τί εὐλογημένη μέρα αὐτή! Ὄχι μόνο γιατὶ ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔπιασαν τόσα ψάρια.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα ποιός εἶσαι σὺ ποὺ λές, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες; Αὐτὸ εἶνε συκοφαντία.
Ὁ Χριστὸς διδάσκει. Ποῦ διδάσκει, ποιό εἶνε τὸ βῆμα του; Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα καΐκι, στάθηκε στὴν πλώρη, κι ἀπὸ ᾿κεῖ μιλοῦσε. Καὶ ποιοί τὸν ἄκουγαν; Γραμματεῖς, φιλόσοφοι, ἐπιστήμονες, βασιλιᾶδες, πλούσιοι; Κάθε ἄλλο. Στὴν παραλία ἤτανε ψαρᾶδες ξυπόλητοι καὶ ἄλλα φτωχαδάκια. Καὶ οἱ καρδιές τους πῶς ἔνιωθαν; σὰν τὸ σφουγγάρι ποὺ πίνει τὸ νερό. Ἐνῷ οἱ φαρισαῖοι δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν τὸ Χριστό, αὐτοὶ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του.
Κι ὅταν τελείωσε ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἔκανε αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα, ποὺ φεύγουμε καὶ κλείνει ἡ ἐκκλησία, καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ τί γίνονται οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι. Σκέφτηκε τοὺς ψαρᾶδες, τὶς οἰκογένειές τους. Αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες, ποὺ ἄκουγαν τὸ λόγο του, ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει μὰ δὲν κατώρθωσαν νὰ πιάσουνε οὔτε λέπι. Ὁ Χριστὸς σκέφτηκε, ὅτι θὰ πᾶνε τώρα στὰ σπίτα τους καὶ δὲν θὰ ἔχουν νὰ φέρουν τίποτε – μόνο οἰκογενειάρχες ποὺ μοχθοῦν ξέρουν τί θὰ πῇ, νὰ γυρίζῃς τὸ βράδυ στὸ σπίτι μὲ ἄδεια χέρια. Κατάλαβε τὸν πόνο τους καὶ τοὺς λέει· Ἀφοῦ ἀκούσατε διδασκαλία καὶ ἡ ψυχή σας τράφηκε μὲ τὸν οὐράνιο ἄρτο, πάρτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Τὰ εὐλογῶ ἐγώ· ῥίξτε τα ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ θάλασσα. Ὁ Πέτρος, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ψαράδων, λέει· «Κύριε, ὅλη τὴ νύχτα ψαρέψαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε· ἀλλὰ ἐπὶ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λουκ. 5,5). Ῥίχνουν πράγματι. Καὶ ὤ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Τὰ δίχτυα γέμισαν καὶ πήγαιναν νὰ σπάσουν ἀπὸ τὰ ψάρια. Γέμισε τὸ ἕνα πλοιάριο, γέμισε καὶ τὸ ἄλλο. Πρωτοφανὴς ἁλιεία. Τί εὐλογημένη μέρα αὐτή! Ὄχι μόνο γιατὶ ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔπιασαν τόσα ψάρια.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα ποιός εἶσαι σὺ ποὺ λές, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες; Αὐτὸ εἶνε συκοφαντία.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἡ χώρα ποὺ κατοικοῦμε δὲν εἶνε μεγάλη. Εἴμαστε μιὰ μικρὴ χώρα. Τὸ χῶμα λιγοστό. Βράχια καὶ πάλι βράχια. Καὶ πάνω στὰ βράχια αὐτά, ποὺ τὰ ποτίσαμε μὲ ἱδρῶτα καὶ μὲ αἷμα, κατοικοῦμε σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες, σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὀκτώμισυ (8,5) παλαιότερα καὶ τώρα δέκα (10) περίπου ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Πῶς νὰ ζήσουμε; Στενοχωρούμεθα, ὑποφέρουμε. Οἰκογενειάρχες ἀναστενάζουν, κ᾿ ἔρχονται νὰ ποῦν κι αὐτοὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος· «Κύριε, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς (καὶ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας) κοπιάσαντες οὐδὲν ἐπιάσαμε».
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε. Αὐτὰ τὰ βράχια, ποὺ μᾶς κάνουν καὶ φεύγουμε στὰ ἀνθρακωρυχεῖα τοῦ Βελγίου καὶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ κάτω στὴν Αὐστραλία καὶ στὸν Καναδᾶ καὶ στὴ Γερμανία, αὐτὰ –μὴ γελάσῃ κανείς– μποροῦν νὰ θρέψουν διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό. Πῶς; Τί χρειάζεται; Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Δὲν μᾶς λείπουν ἄλλα πράγματα, ἕνα μᾶς λείπει· ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὤ ἂν μπορούσαμε ὅλοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, νὰ καταλάβουμε ὅτι, παραπάνω ἀπὸ γεφύρια, ἀπὸ δρόμους, ἀπὸ καμινάδες, ἀπὸ ἐργοστάσια, παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, χρειαζόμαστε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ὤ ἂν ἐρχόταν ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ στὸν τόπο μας!…
Καὶ γιὰ νὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ τί χρειάζεται;
Νὰ τεντώσουμε τὸ αὐτάκι μας καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἂν μποροῦσα νά ᾿χω ὅλη τὴν Ἑλλάδα μπροστά μου, θὰ φώναζα· Ὅλοι μᾶς ἀπάτησαν, ὅλοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ μικρή μας χώρα. Ἔξω πλέον αὐτά. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ ὄχι τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ν᾿ ἀκούσουμε τὸ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουμε μαζί του συμβόλαιο καὶ νὰ ἐκτελέσουμε τὸ πρόγραμμά του.
Μὲ λίγα λόγια, ἡ γλῶσσα μας, ποὺ τώρα ἔγινε γλῶσσα ὀχιᾶς, νὰ σταματήσῃ νὰ βλαστημᾷ τὸ ἅγιο ὄνομά του, ποὺ σὲ καμμιά φυλὴ στὸν κόσμο δὲν βλασφημεῖται ἔτσι ὅπως ἐδῶ. Τὰ χέρια μας νὰ σταματήσουν νὰ κλέβουν καὶ νὰ παλαμίζουν μέρα – νύχτα τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ἀμέτρητους ὅρκους. Τὰ πόδια μας νὰ σταματήσουν νὰ τρέχουν στὰ κέντρα διαφθορᾶς. Ἡ καρδιά μας νὰ σταματήσῃ νὰ βγάζῃ μῖσος καὶ κακία… Μ᾿ ἕνα λόγο, ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Τότε, ὤ τότε! Δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα χωρὶς βλαστήμια, χωρὶς ὅρκους, χωρὶς μοιχεῖες, πορνεῖες, διαζύγια…, δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα μὲ Χριστό, καὶ σᾶς ὑπογράφω· τότε θὰ εἶνε εὐλογημένοι οἱ κάμποι μας, εὐλογημένα τὰ σπίτια μας, εὐλογημένα τὰ πάντα. Χῶμα θὰ πιάνουμε, μάλαμα θὰ γίνεται. Θὰ πεισθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι «ἑνός ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,42), καὶ θὰ ψάλλουμε ὅλοι μας· «Πλούσιοι (πλούσια μεγάλα κράτη) ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11)· ἀμήν.
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε. Αὐτὰ τὰ βράχια, ποὺ μᾶς κάνουν καὶ φεύγουμε στὰ ἀνθρακωρυχεῖα τοῦ Βελγίου καὶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ κάτω στὴν Αὐστραλία καὶ στὸν Καναδᾶ καὶ στὴ Γερμανία, αὐτὰ –μὴ γελάσῃ κανείς– μποροῦν νὰ θρέψουν διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό. Πῶς; Τί χρειάζεται; Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Δὲν μᾶς λείπουν ἄλλα πράγματα, ἕνα μᾶς λείπει· ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὤ ἂν μπορούσαμε ὅλοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, νὰ καταλάβουμε ὅτι, παραπάνω ἀπὸ γεφύρια, ἀπὸ δρόμους, ἀπὸ καμινάδες, ἀπὸ ἐργοστάσια, παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, χρειαζόμαστε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ὤ ἂν ἐρχόταν ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ στὸν τόπο μας!…
Καὶ γιὰ νὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ τί χρειάζεται;
Νὰ τεντώσουμε τὸ αὐτάκι μας καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἂν μποροῦσα νά ᾿χω ὅλη τὴν Ἑλλάδα μπροστά μου, θὰ φώναζα· Ὅλοι μᾶς ἀπάτησαν, ὅλοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ μικρή μας χώρα. Ἔξω πλέον αὐτά. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ ὄχι τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ν᾿ ἀκούσουμε τὸ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουμε μαζί του συμβόλαιο καὶ νὰ ἐκτελέσουμε τὸ πρόγραμμά του.
Μὲ λίγα λόγια, ἡ γλῶσσα μας, ποὺ τώρα ἔγινε γλῶσσα ὀχιᾶς, νὰ σταματήσῃ νὰ βλαστημᾷ τὸ ἅγιο ὄνομά του, ποὺ σὲ καμμιά φυλὴ στὸν κόσμο δὲν βλασφημεῖται ἔτσι ὅπως ἐδῶ. Τὰ χέρια μας νὰ σταματήσουν νὰ κλέβουν καὶ νὰ παλαμίζουν μέρα – νύχτα τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ἀμέτρητους ὅρκους. Τὰ πόδια μας νὰ σταματήσουν νὰ τρέχουν στὰ κέντρα διαφθορᾶς. Ἡ καρδιά μας νὰ σταματήσῃ νὰ βγάζῃ μῖσος καὶ κακία… Μ᾿ ἕνα λόγο, ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Τότε, ὤ τότε! Δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα χωρὶς βλαστήμια, χωρὶς ὅρκους, χωρὶς μοιχεῖες, πορνεῖες, διαζύγια…, δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα μὲ Χριστό, καὶ σᾶς ὑπογράφω· τότε θὰ εἶνε εὐλογημένοι οἱ κάμποι μας, εὐλογημένα τὰ σπίτια μας, εὐλογημένα τὰ πάντα. Χῶμα θὰ πιάνουμε, μάλαμα θὰ γίνεται. Θὰ πεισθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι «ἑνός ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,42), καὶ θὰ ψάλλουμε ὅλοι μας· «Πλούσιοι (πλούσια μεγάλα κράτη) ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Ἀμπελοκήπων – Ἀθηνῶν τὴν 24-9-1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου