
Ο ΑΓΙΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
ΩΣ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΣ ΑΓΙΟΣ(Γ)
Συνεχίζουμε την δημοσίευσι της Β΄απαντήσεως του Ι.Κ. στον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά και την Ανταπάντησι του π. Ευθυμίου. Και ο διάλογος συνεχίζεται.
Προς ενημέρωσι των επισκεπτών του blog apotixisi έχουμε να πούμε οτι ο μαρτυρικός ιερομόναχος π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς ασχολήθηκε και ασχολείται επί πολλά έτη με τον Αγιο Θεόδωρο το Στουδίτη και κυκλοφόρησε βιβλίο αναφερόμενο στον βίο του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, εντός ευλόγου δε χρονικού διαστήματος θα κυκλοφορήσουν άλλα δύο βιβλία του α) Το Στουδίτικο Ταμείο και β) Περί διακοπής Μνημοσύνου.
Φίλτατε Οδυσσεύ
Παρατηρήσεις πάνω στις παρατηρήσεις του π. Ευθύμιου:
1.- Δεν φοβάμαι να βάλω υπογραφή σε κείμενα, που στέλνω και τα οποία κυρίως είναι αντιγραφές, χωρίς καμία δική μου προσθήκη ή αφαίρεση.
2.- Δεν κατηγορώ αγίους, αντίθετα παραθέτω κατηγορίες αγίων για αγίους, π.χ. του αγίου Ευσίγνιου για την αγία Ελένη, του αγίου Ι. Χρυσόστομου, για τον άγιο Αρσάκιο, του αγίου Κυρίλλου για τον άγιο Ι. Χρυσόστομο, του αγίου Ιερώνυμου για τους αγίους Κύριλλο, Χρυσόστομο και Αμβρόσιο, του αγίου Φωτίου, για τους αγίους Ειρηναίο Ιππόλυτο και Μεθόδιο, του αγίου Νεκταρίου, για τους αγίους Κελεστίνο, Λέοντα, Θεόδωρο Στουδίτη. Τώρα αν αυτή η παράθεση απαγορεύεται, προσωπικά δεν το ξέρω.
3.- Αν π.χ. οι πηγές που αναφέρονται οι κατηγορίες κάποιων αγίων, για κάποιους άλλους αγίους είναι θολές και διεστραμμένες, δεν είμαι υποχρεωμένος να το γνωρίζω. Π.χ. Δεν οφείλω να γνωρίζω αν ο άγιος Νεκτάριος πλανήθηκε από τον Παπαρρηγόπουλο και αν αυτός πλανήθηκε από τον Βλάσταρι και αυτός από τον Ευσέβιο. Δεν είμαι υποχρεωμένος να το ξέρω. Δεν είναι δική μου δουλειά, αλλά άλλων, οι οποίοι αν βρουν ότι ο άγιος Νεκτάριος πλανήθηκε από τον Παπαρηγόπουλο οφείλουν να το καταγγείλουν επώνυμα και ευθαρσώς και όχι να περιμένουν να το κάνει μόνον η Μαγδαληνή της Κοζάνης.
4.- Στο κείμενό μου πουθενά δεν αναφέρω, ότι τα περί του αγίου Θεοδώρου αναφέρονται από τον Παπαρρηγόπουλο, αλλά ότι αναφέρονται από τον άγιο Νεκτάριο. Επομένως εδώ στήνεται ένα τεράστιο ψέμα εναντίον μου. Πάντως αν ο Παπαρρηγόπουλος επλάνησε τον άγιο Νεκτάριο, τότε και ο άγιος Νεκτάριος επλάνησε και εμένα.
5.- Άραγε ο Παπαρρηγόπουλος από ποιόν πλανήθηκε; Δεν θα πρέπει να το μάθουμε;
6.- Γιατί αποσιωπούμε, ότι και ο άγιος Νεκτάριος δικαιολογεί την εικονομαχία και την ονομάζει μεταρρύθμιση; Γιατί αποκρύπτουμε, ότι αποκαλεί τον Βέκκο ορθοδοξώτατο; Γιατί αποσιωπούμε την δικαιολόγηση της επιβολής του Μονοφυσιτισμού, λόγω της προσβλητικής αποβολής του Διόσκουρου από την Δ΄; Γιατί επιτίθεται κατά του Μιχαήλ Κηρουλάριου;
7.- Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν υπάρχει εδώ θέμα κατηγορίας κατά του Παπαρρηγόπουλου, αλλά κατά του αγίου Νεκταρίου. Τι δουλειά έχει ο Παπαρρηγόπουλος με την υπόθεση; Αν αυτά που γράφει ο άγιος Νεκτάριος προέρχονται από τον Παπαρρηγόπουλο (πάντως ο ίδιος δεν αναφέρει τις πηγές του), δεν με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει, ότι τα υιοθετεί.
8.- Γιατί παρατίθενται όλα αυτά για τον άγιο Θεόδωρο; Αμφισβητείται ο αγώνας του ενάντια στην εικονομαχία; Απλώς αναφέρεται η παποφιλία του, που απεικονίζεται στην επιστολή του προς τον πάπα Λέοντα Γ΄, όπου κατακυρώνει ότι ο πάπας έχει «το πρωτείο θεόθεν». Επ’ αυτού δεν αναφέρονται σχόλια. Γιατί; Είναι ψέμα η επιστολή, είναι πλαστή ή έχει άλλο νόημα;
9.- Ως προς το θέμα του Δοσίθεου, ΝΑΙ παραδέχομαι, ότι υπάρχει δικό μου σφάλμα και παράλειψη. Ο Δοσίθεος δεν αναφέρει ο ίδιος τα παρατιθέμενα, αλλά είναι κείμενα του σχολιαστή του Τόμου Χαράς, του Σιαμάκη. Η σωστή φράση είναι: «Αλλά και στο Δοσίθεο Ιεροσολύμων αναφέρεται…..», παρελήφθη δε η πλήρης ανάλυση του τίτλου του βιβλίου, που είναι: «Δοσιθέου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια κειμένων Κωνσταντίνου Σιαμάκη, εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη 1985».
10.- Δεν αναφέρεται βέβαια στα κείμενα του Τόμου, ότι οι καταγραφές οφείλονται στον Σιαμάκη και βέβαια δεν έχει ελεγχθεί η αλήθειά τους, αλλά αυτό μπορεί να γίνει και τώρα.
11.- Το αν ο Σιαμάκης γράφει σοφιστίες (αντί σοφίες) ή αποκυήματα της φαντασίας του και μας παραπλανά, τότε αυτός είναι υπόλογος.
12.- Βέβαια, με τις αμφισβητήσεις αυτές, δεν θα πρέπει να παραδεχτούμε καμία φράση, πρόταση ή έργο οποιουδήποτε αγίου πριν να ερευνήσουμε αν αυτά που γράφει ο άγιος είναι δικά του, είναι προσθήκες, είναι ψεύδη και οτιδήποτε άλλο. Π.χ. όταν ο καθ. Παπαδόπουλος αναφέρει στο έργο του, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ότι ο άγιος υποστήριξε το πρωτείο, καθότι: «Στον Πέτρο, επρόκειτο να θεμελιώσει την Εκκλησία του ο Κύριος: «επ’ αυτώ γαρ έμελλε την αυτού θεμελιούν Εκκλησίαν» (PG 73, 220AB). Όχι επ’ αυτής της πέτρας της πίστης, αλλ’ επ’ αυτώ, δηλ. τω Πέτρω. (σελ. 370)», εμείς θα πρέπει να διερωτηθούμε αν ο καθηγητής μας παραπλανά, αν αυτά είναι σοφιστίες, αν το χωρίο της Πατρολογίας είναι έγκυρο, αν, αν ,αν……. Επομένως, αν δεν διαβάσουμε όλη την υπάρχουσα παγκόσμια βιβλιογραφία περί Κυρίλλου, δεν θα πρέπει να δεχτούμε τίποτε περί αυτού, ακόμη και εάν υπήρξε. Δηλ. θα πρέπει να κάνουμε διδακτορική διατριβή σε κάθε άγιο για να σιγουρευτούμε για κάποιες αλήθειες.
13.- Αλλά και στα ίδια τα λόγια του Χριστού και των Αποστόλων έχουν προστεθεί φράσεις που δεν τις είπαν. Και το ωραίο είναι ότι έχουν γίνει αναλύσεις από αγίους μας, για τις φράσεις αυτές, οι οποίες ποτέ δεν ειπώθηκαν, αλλά είναι γραμμένες στα ευαγγέλια! Παράδειγμα: Ποτέ ο Χριστός δεν είπε το «….. βαπτίζοντες αυτούς στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…..» (Ματθ. 28. 19). Κάποιο (ευλαβές;) χέρι το πρόσθεσε τον 5ο αιώνα. Και τούτο, διότι αν υπήρχε στα κείμενα των πατέρων της Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων δεν θα υπήρχε πρόβλημα με τον Άρειο και τον Μακεδόνιο. Επίσης, το «ότι τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα» (Ιω. Α΄ 5. 7). Μάλιστα γι’ αυτή τη φράση κάνει ανάλυση ο άγιος Συμεών Θεσ/νίκης (PG 155, 821B)! Αλλά ποιος τολμάει να γράψει ότι υπάρχουν ψεύδη στο Ευαγγέλιο; Κανείς (μόνο ο Περγάμου Ιωάννης τολμά να το σημειώσει στις Σημειώσεις της Δογματικής του).
13.- Δεκτή και η κατηγορία περί σκευωρίας και αφροσύνης, αλλά δεν μπορούμε να λογοκρίνουμε το Ζωναρά και κάθε Ζωναρά. Αν τον αναφέρει ο Σιαμάκης δικό του το κρίμα. Δεν τα βγάλαμε από την κοιλιά μας αυτά, ούτε ψάξαμε να βρούμε τον βαθμό κακοήθειας του Σιαμάκη. Βγείτε εσείς και καταγγείλτε τον δημόσια και εάν δεν το κάνετε θα το κάνουμε εμείς. Θα καταγγείλουμε, ότι είναι ψεύτης και διαστροφέας, κατά Τρικαμινά. Το βιβλίο είναι από το 1987, 22 χρόνια. Έχετε κάνει καταγγελία και δεν το ξέρουμε; Πως καταγγείλατε τον άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης ως μασώνο; Βγείτε και καταγγείλατε και τον άγιο Νεκτάριο, ως ψεύτη και κακόβουλο και εμπαθή και σημειώστε και τα όσα –υποτίθεται- αντορθόδοξα γράφονται, για τις σχέσεις του με τους Προτεστάντες, το πάθος του για το κάπνισμα, κ.ά. Για τολμήστε! Μόνο η Μαγδαληνή τολμάει; Μήπως, εξ αυτού του λόγου (δηλ. των αντορθόδοξων θέσεων άλλαξε και το απολυτίκιο, που ενώ το 1925 τον παρουσίαζε ως Πατέρα της Εκκλησίας, το 1955 τον παρουσιάζει ως θαυματουργό;) Μήπως αυτός είναι ο λόγος, που στη Ι. Μονή, όπου είναι το σκήνωμα του, δεν υπάρχει ούτε ένα έργο του (γιατί κανείς δεν τα ζητάει, όπως μας ανέφεραν οι μοναχές;). Γι’ αυτό δεν είναι γνωστά τα έργα του, παρά από ελάχιστους. Μήπως αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που εκδιώχθηκε από την Αλεξάνδρεια; Εγώ ερωτώ, εσείς ως πλέον αρμόδιος απαντάτε. Αν βέβαια θέλετε.
14.- Προφανώς η φράση: «ο φίλος σου όμως τα αποδίδει στο Ζωναρά» δεν αφορά εμένα, γιατί εγώ δεν έγραψα βιβλίο με αναφορές στο Ζωναρά, ο Σιαμάκης έγραψε. Αν ο Σιαμάκης παραπλανά, τότε και εγώ παραπλανήθηκα. Δηλαδή Παπαρρηγόπουλος, άγιος Νεκτάριος, Ζωναράς, Σιαμάκης βάλλουν άδικα κατά του αγίου Θεοδώρου; Και η επιστολή προς τον Πάπα και αυτή πλαστή; Μήπως όμως όλα αυτά εκ μέρους του π. Ευθύμιου, κατά του προσώπου μου, καταδεικνύουν κακοήθεια;
15.- Εγώ κατηγορώ τον άγιο Θεόδωρο για εγκάθετο του Πάπα, της αστυνομίας, ως καταδότη; Πράγματι, μήπως χάσαμε τα λογικά μας; Εγώ αντιγράφω τον άγιο Νεκτάριο και τίποτε άλλο. Μήπως ο άγιος Νεκτάριος έχασε τα λογικά του (αν και κάποιος φίλος Αρχιμανδρίτης μου δήλωσε, ότι πράγματι τα είχε χάσει!);
16.- Μήπως την επιστολή αυτή, ο π. Ευθύμιος την έστειλε σε λάθος αποδέκτη και θα πρέπει να την αποστείλει στον άγιο Νεκτάριο και στο Σιαμάκη; Δηλ. κατηγορούμαι ότι υιοθετώ αυτά που γράφει ο άγιος Νεκτάριος και ο Σιαμάκης;
17.- Αφού λοιπόν ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει, ότι ο άγιος Θεόδωρος ήταν διαστροφέας των κειμένων της Κ. Διαθήκης, ενώ δεν ήταν, τότε διαστροφέας είναι ο άγιος Νεκτάριος;
18.- Τελικά μήπως το σφάλμα μου είναι, ότι μεταφέρω αυτά τα οποία γράφουν ο άγιος Νεκτάριος και ο Σιαμάκης περί του αγίου Θεοδώρου; Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω και εάν είναι αυτός ο λόγος, ειλικρινά λυπάμαι.
19.- Ως εκ των ανωτέρω, τίποτε δεν είναι σίγουρα, ούτε τα κείμενά μου, ούτε των ευαγγελίων, ούτε των αγίων, ούτε του Τσολογιάννη, ούτε του Τρικαμηνά, ούτε του Καντιώτη, ούτε κανενός άλλου και όλα θεωρούνται αμφισβητήσιμα, μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Φιλικά Ι.Κ.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΙ ΤΟΥ π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Αγαπητέ αδελφέ Οδυσσέα,
Έφθασαν στα χέρια μου δια μέσου τρίτου προσώπου οι απαντήσεις του φίλου σου Ι.Κ. σχετικά με την παρέμβασί μου εις το θέμα του οσίου Θεοδ. του Στουδίτου. Επειδή με την απάντησί του αυτή θίγει γενικώτερα θέματα εκκλησιολογικά, αγιογραφικά και αγιολογικά, αισθάνομαι την ανάγκη να απαντήσω, αν και δεν είναι του χαρακτήρος μου η αλληλογραφία, μόνο και μόνο επειδή ελπίζω να συμβάλλω στη θεραπεία της συγχύσεως, την οποία νομίζω ότι έχει μέσα του ο φίλος σου. Αυτή η σύγχυσις στα τόσο σοβαρά θέματα εκφράζεται ανάγλυφα από αυτόν με την ακροτελεύτεια κατάληξι των παρατηρήσεών του.(1)
Είναι ανάγκη ως εκ τούτου προκειμένου να αποδείξωμε ότι δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν σύγχυσι και αντίθεσις μεταξύ των αγίων, ούτε αμφισβήτησι των κειμένων της Αγ. Γραφής, αλλά σύγχυσις υπάρχει κατ’ ουσίαν μόνο μέσα μας, να αναφερθούμε σε δύο βασικές αρχές της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
1) Γνησία ιερά Παράδοσις είναι ο,τι επιστεύετο παντού, πάντοτε και υπό πάντων. Το παντού έχει τοπική έννοια και σημαίνει τη γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας, έστω δηλαδή αν σε κάποιο σημείο της γης υπάρχει αντίθετη άποψις επί του θέματος από κάποιους. Δηλαδή η γενικά επικρατούσα πίστις και αντίληψις υπερισχύει της μερικής. Το πάντοτε έχει διαχρονική έννοια και σημαίνει την γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας στο πέρασμα του χρόνου, έστω και αν σε κάποιες χρονικές περιόδους εισήλθε δια της πλάνης άλλη αντίληψις, η οποία εν συνεχεία καταπολεμήθηκε υπό των ομολογητών Ορθοδόξων, όπως π.χ. στο θέμα του Αρειανισμού, του Μονοθελητισμού, της Εικονομαχίας κλπ. Το υπό πάντων έχει ειδική έννοια και σημαίνει την πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας όπως διασώθηκε δια μέσου των αγίων εν τω συνόλω των, έστω και αν κάποιος μεμονωμένος άγιος έχει αντίθετη άποψι επί του θέματος.
2) Επί οιουδήποτε θέματος υπερισχύει η διδασκαλία της Οικουμενικής Συνόδου από την εγκεκριμένη τοπική και της εγκεκριμένης τοπικής Συνόδου από την διδασκαλία των μεμονωμένων αγίων και των αγίων από την διδασκαλία οιωνδήποτε άλλων θεολόγων, κληρικών κλπ. και τέλος η διδασκαλία και η γνώμη των πλειόνων από τους μεμονωμένους έστω και αν αυτοί οι μεμονωμένοι είναι θεολόγοι, κληρικοί κλπ. Αυτό το τονίζει στην εισαγωγή του Πηδαλίου ο αγ. Νικόδημος, προκειμένου να λύση εκ των προτέρων κάποιες εναντιοφάνειες.
Θα πρέπει επίσης να τονίσωμε ότι η Παράδοσις της Εκκλησίας δεν εθεώρησε ποτέ τους αγίους ως αλανθάστους, αλλά μόνο τις εγκεκριμένες Οικουμενικές Συνόδους. Όταν λοιπόν υπάρχει διισταμένη γνώμη για κάποιο θέμα μεταξύ των αγίων, με βάσι τις δύο προαναφερθείσες αξιωματικές αρχές επιλύεται αυτομάτως, αν αναζητήσουμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του εν λόγω θέματος. Η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας ως γνωστόν ετίθετο ως βάσις και ωμολογείτο πίστις εις αυτήν, προκειμένου, όχι να εκφέρη γνώμη κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά να αρχίση τις εργασίες της. Έτσι λοιπόν προκειμένου να λύσουμε οιοδήποτε πρόβλημα το οποίο έχει σχέσι είτε με την πίστι και την διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε με τους αγίους, είτε με την Αγ. Γραφή κλπ. είναι αρμόδιο να γνωρίζωμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του θέματος και με αυτή να συνταυτιστούμε έστω και αν διαφανούν κάποιοι άγιοι η θεολόγοι, κληρικοί κλπ. Αυτή η διδασκαλία είναι κατά τον απόστολο ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας και βάσει αυτής γνωρίζουμε ακριβώς τι πιστεύει η Εκκλησία για τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Αγ. Κύριλλο κλπ. Αν τώρα κάποιος άγιος η πολύ περισσότερο θεολόγος κλπ. διαφωνή και έχει αντίθετο γνώμη, εμείς θεωρούμε τη γνώμη του λανθασμένη και προσωπική, όχι εκκλησιαστική και ουδόλως δύναται να αντιπαρατεθή στην διαχρονική πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας, πολύ δε περισσότερο να την υποσκελίση.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξωμε είναι το ότι οι άγιοι ερμηνεύουν τους αγίους και προσπαθούν να ερμηνεύσουν ορθόδοξα τα δυσνόητα κείμενά τους, ώστε να μην υπάρξη εις αυτά εναντιοφάνεια με την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και εμείς πρέπει να προσπαθούμε να κάνωμε το ίδιο και όχι να τους παρουσιάζωμε ως διαφωνούντας και έχοντας διαφορετικές απόψεις και διδασκαλίες, διότι τότε δεν οικοδομούμε τους πιστούς αλλά τους γκρεμίζουμε και δεν ορθοτομούμε, αλλά διχοτομούμε, τον λόγο της αληθείας. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Μάξιμος ο ομολητητής τον Αγ. Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον οποίο οι σύγχρονοι θεολόγοι μας χαρακτηρίζουν ως αρειανίζοντα. Έτσι ερμηνεύουν οι πατέρες το χωρίον του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Χριστού σεσαρκωμένη», το οποίο οι Μονοφυσίτες ερμηνεύουν με αιρετικό τρόπο. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης τον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης εις τον οποίο οι σημερινοί θεολόγοι προσάπτουν πλήθος αιρέσεων.
Άκουσε αδελφέ Οδυσσέα, και θαύμασε πως ο όσιος ερμηνεύει τον Αγ. Γρηγόριο φέροντας μάλιστα ως συνήγορο και τον Αγ. Μάρκο τον ομολογητή, εις την κατηγορία που οι σημερινοί θεολόγοι του προσάπτουν, ότι δηλαδή ήτο υπέρμαχος της θεωρίας των Παπικών «περί της των πάντων αποκαταστάσεως» με την διεστραμμένη έννοια του τέλους της κολάσεως του καθαρτηρίου πυρός, των αξιομισθιών των αγίων κλπ.(2)
Κατά τον ίδιο επίσης τρόπο ερμηνεύει ο Αγ. Νικόδημος ο αγιορείτης εις το Πηδάλιο πλήθος ιερών κανόνων, οι οποίοι φαίνονται να είναι ενάντιοι σε άλλους και με θαυμάσιο τρόπο αποδεικνύει την μεταξύ των συμφωνία παρά την εξωτερική εναντιοφάνεια. Η βάσις δηλαδή σε όλα αυτά είναι να στηριχθούμε στην διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί οιουδήποτε θέματος και προς αυτήν να κατευθύνουμε τις ερμηνείες των αγίων. Αν όμως ερμηνεύσωμε αυτόνομα τους αγίους ανεξάρτητα από την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα κατά το δοκούν εις ημάς, τότε και τους αγίους θα παρουσιάσωμε ως διαφωνούντας μεταξύ των και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν θα προξενήσωμε και ανάπαυσι ψυχική δεν θα έχωμε, διότι η ερμηνευτική μας μέθοδος θα στηρίζεται εις τον εγωϊσμό. Βλέπεις αδελφέ Οδυσσέα, ότι εις την Εκκλησία δεν έχει κανείς το δικαίωμα να διδάσκη τίποτε δικό του, ούτε και οι άγιοι, αλλά όλοι οφείλουν να ακολουθούν την άπαξ παραδοθείσα πίστι της Εκκλησίας.
Αυτή η πίστις της Εκκλησίας υπαρχει και για τους αγίους, και για τα πατερικά κείμενα και για τα υμνολογικά κείμενα και για την Ορθόδοξο λατρεία κλπ. Αν τώρα κάποιος άγιος με κάτι από αυτά διαφωνή εμείς απλούστατα θεωρούμε ότι ως άνθρωπος έκανε λάθος και ακολουθούμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας με την οποία συμφωνούν όλοι οι άλλοι άγιοι. Εδώ δηλαδή ευρίσκει αρίστη εφαρμογή το «η γνώμη των πλειόνων κρατείτω», που έχει ειπωθή στις Οικουμενικές Συνόδους και σε διαφόρους ιερούς κανόνες την στιγμή μάλιστα που είναι σύμφωνος με όλη την ιερά Παράδοσι.
Έπειτα από αυτά τα γενικά θα αναφερθώ περιληπτικά εις τις παρατηρήσεις του φίλου σου προσπαθώντας κάπως να συμβάλλω εις την διαλεύκανσι των θιγομένων ζητημάτων.
Δια την α΄ παράγραφο αναφέρω ότι είναι πρόβλημα του καθενός το να υπογράψη η όχι αυτά τα οποία αποστέλλει, έστω και αν προέρχονται όπως αναφέρει από αγίους. Εφ’ όσον όμως πρόκειται περί σοβαρών θεμάτων, πρέπει τουλάχιστον να αναφέρη αν συμφωνή η διαφωνή με αυτά. Αν πάλι είναι μετέωρος και αναποφάσιστος πρέπει να ζητή να διδαχθή από τους αδελφούς του, μια και οι άγιοι δεν δύναται να τον διαφωτίσουν.
Δια την β΄ παράγραφο αναφέρω ότι αν απλώς ο φίλος σου παραθέτει όπως λέγει κατηγορίες αγίων για αγίους δεν πειράζει. Διότι έχομε και στην Αγ. Γραφή τον απ. Παύλο να κατηγορή ευθέως τον απ. Πέτρο δια την υποκρισίαν του εις το θέμα της συνεστιάσεως με τους εξ εθνών χριστιανούς (Γαλατ. β,11) και ακόμη τον παροξυσμό μεταξύ Παύλου και Βαρνάβα δια τον Μάρκο (Πράξεις ιε, 36-41). Το θέμα είναι αν καλοπροαίρετα τις αναφέρει και ποιός είναι τέλος πάντων ο αγαθός σκοπός και ακόμη ποιά η τοποθέτησίς του επί του θέματος που θίγει, η αν δέχεται συμβουλή και διδασκαλία σε περίπτωσι απορίας του. Νομίζω ότι τα εισαγωγικά που ανέφερα δια να τον καθοδηγήσουν, αν θέλει, είναι αρκετά, μία και αυτά που αναφέρονται εις την β’ παράγραφό του είναι χωρίς παραπομπές.
Δια τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη είπα και ανέφερα στην προηγούμένη παρέμβασί μου αρκετά. Επειδή οι κατηγορίες που αναφέρονται είναι κατά το δη λεγόμενο χύμα χωρίς παραπομπές ευρήκα (τυχαίως;) αυτά που αναφέρονται εις τον άγιο Φώτιο. Παραθέτω το κείμενο αδελφέ Οδυσσέα μετά βαθυτάτης μου λύπη για να ιδής την διαστρέβλωσι από τον φίλο σου και ποιό είναι το πνεύμα του Αγ. Φωτίου.(3)
Λέγει λοιπόν ο Αγ. Φώτιος ότι συμβαίνει κάποιοι πατέρες να εδίδαξαν λάθος κάποια πράγματα και μάλιστα δογματικά. Αυτούς τους μενονωμένους πατέρας, ενώ δεν παύουμε να τους τιμούμε ως αγίους δια τις αρετές των και την αγιότητα του βίου των δεν τους ακολουθούμε εις αυτό το σημείο του λάθους των, αλλά ακολουθούμε την σύμφωνο γνώμη των υπολοίπων πατέρων.
Μάλιστα ολίγο ανωτέρω στο λόγο του ο Αγ. Φώτιος ακόμη περισσότερο δικαιολογεί τους πατέρας αυτούς λέγοντας: (4)
Δηλαδή είπαν κάποιο λάθος σε κάποια στιγμή κάι δεν ευρέθη κανείς να τους διορθώση, ούτε να τους εγκαλέση και αυτοί να επιμείνουν εις την γνώμη των. Τους έχομε δε ως αγίους και πατέρας της Εκκλησίας δια τον υπόλοιπον λαμπρόν βίο των, ενώ το λάθος των δεν το ακολουθούμε. Ας ιδούμε από αυτό το σημείο αδελφέ πως οι άγιοι οικοδομούν την Εκκλησία και οδηγούν και την ιδική μας σκέψι ώστε ούτε να ακολουθήσωμε το λάθος των ούτε να τους καθαιρέσωμε από αγίους. Εμείς όμως τελείως αντίθετα τα ισοπεδώνουμε όλα στηριζόμενοι στον φωστήρα της Ν. Εποχής Περγάμου Ιωάννη και στην αυτοανακηρυχθείσα αγία της Κοζάνης.
Δια την γ΄ παράγραφο αναφέρω ότι αυτά τα οποία ανέφερα για τον Αγ. Νεκτάριο, ότι δηλαδή στηρίχθηκε στα γραφόμενά του στον Παπαρρηγόπουλο, τα είπα δια να δικαιολογήσω τον άγιο δια το ανθρώπινο λάθος του και όχι για να τον κατηγορήσω. Δηλαδή προσπάθησα να εφαρμόσω την μέθοδο αυτή των πατέρων (επιτυχώς η ανεπιτυχώς δεν γνωρίζω) προκειμένου να γεφυρώσω τα διεστώτα και να καταδείξω ότι ο άγιος αφελώς στηρίχθηκε σε έναν ιστορικό, όπως ακριβώς θα έλεγα και για τον Αγ. Κύριλλο, ότι δηλαδή αφελώς στήρίχθηκε κατ’ αρχάς στον θείο του Πατριάρχη Θεόφιλο, δεδηλωμένο και άσπονδο εχθρό του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και εσχημάτισε τέτοια γνώμη για τον άγιο. Δεν χρειάζεται δε αγαπητέ Οδυσσέα, όπως γράφει ο φίλος σου, να καταγγείλωμε τον άγιο ότι πλανήθηκε, όπως δεν το κάνομε αυτό για τον Αγ. Πέτρο και τον Βαρνάβα, αλλά χρειάζεται να δικαιολογήσωμε τα ανθρώπινα λάθη των, διότι εκτός των άλλων οι Άγιοι είχαν αγαθή προαίρεσι, πράγμα το οποίο νομίζω ότι δεν συμβαίνει και με την Μαγδαληνή της Κοζάνης.
Δια την δ΄ παράγραφο αναφέρω φίλτατε Οδυσσέα, ότι ο φίλος σου δεν επλανήθηκε από τον Αγ. Νεκτάριο αλλά κατά την γνώμη μου από άλλους εσωτερικούς παράγοντες. Αυτό φαίνεται από το ότι με πολύ ευκολία αναφέρει τα λάθη των αγίων, χωρίς να προσπαθή με την πατερική μέθοδο που προανέφερα να τα δικαιολογήση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά εξανίσταται και προσπαθεί με κάθε τρόπο να δικαιολογήση όχι τους αγίους αλλά τον εαυτόν του, δεικνύοντας έτσι ότι δεν ενδιαφερόμεθα για την τιμή και την υπόληψι των αγίων, αλλά μόνο του εαυτού μας.
Δια την ε΄ παράγραφο δεν έχω να αναφέρω τίποτε διότι την θεωρώ εκτός θέματος.
Δια την στ΄ καί ζ΄ παράγραφο το θέμα είναι απλό. Αν ο Αγ. Νεκτάριος αυτά τα υιοθετή, έχουν δηλαδή έτσι όπως τα περιγράφει ο φίλος σου, είναι λάθος του. Και τούτο διότι η διδασκαλία της Εκκλησίας περί των θεμάτων αυτών είναι σαφής και πρέπει άπαντες να υποταχθούμε εις αυτήν, έστω και αν κάποιος διαφωνή.
Δια την η΄ παράγραφο η οποία αναφέρεται εις τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη έχω αναφέρει στην προηγούμενη παρέμβασί μου πάρα πολλά, η δε θέσις της Εκκλησίας εκφράζεται δια του Συνοδικού της Ζ΄ Ο?κουμενικ?ς το οποίο αναγιγνώσκεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας ως εξής: «Θεοδώρου του πανοσίου ηγουμένου του Στουδίου. Αιωνία η μνήμη (γ)». Αυτό διαβάζεται επί 1200 περίπου χρόνια στην Εκκλησία και δεικνύει τη θέσι της δια τον όσιο. Είναι επίσης άξιον ιδιαιτέρας προσοχής η προσωνυμία του «πανοσίου», το οποίο σημαίνει τον κατά πάντα όσιο και όχι τον μερικώς η τον δια μερικά πράγματα και δια άλλα όχι. Αυτή η προσωνυμία σε όλο το Συνοδικό είναι η μοναδική, ενώ δηλαδή μακαρίζονται πλείστοι όσοι πατέρες, ουδείς ονομάστηκε στο Συνοδικό «πανόσιος».
Δια την θ΄ παράγραφο, νομίζω αδελφέ Οδυσσέα, ότι ο φίλος σου μαζί με την αναγνώρισι του λάθους του θα έπρεπε να αναγνωρισθή από αυτόν ότι όντως τα παρατιθέμενα δεν είναι μόνο του Σιαμάκη, αλλά είναι επί πλέον αλλοιωμένα και παραχαραγμένα κατά ένα πονηρό τρόπο εις βάρος του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Στην προηγούμενή μου παρέμβασι το ανέλυσα αρκούντως και θα έπρεπε τουλάχιστον να αναφερθή αν υποθέσωμε ότι κατανοήθηκε από τον φίλο σου.
Δια την ι΄ παράγραφο είναι λάθος του φίλου σου το ότι δεν αναφέρεται ότι οι καταγραφές οφείλονται στον Σιαμάκη διότι στην αρχή του Τόμου Χαράς αναφέρεται με κεφαλαία γράμματα «Εισαγωγή –σχόλια - Επιμέλεια κειμένων Κων/νου Σιαμάκη».
Δια την ια΄ παράγραφο νομίζω ότι δεν είναι ανεύθυνος και αυτός ο οποίος μεταφέρει μία φοβερή κατηγορία για έναν άγιο. Αν δηλαδή εγώ άκουγα μία φοβερή κατηγορία για σένα η τον φίλο σου και την μετέφερα ανεξέλεγκτα θα ήμουν ανεύθυνος δι’ αυτό; Όλοι μας έχουμε το μερίδιο της ευθύνης μας έστω και αν προσπαθούμε να την επιρρίψωμε στους αγίους.
Δια την ιβ΄ παράγραφο ισχύουν τα όσα ανέφερα στην εισαγωγή της παρούσης καθώς και ότι όταν αυτό το οποίο διαβάζομε σε κάποιον άγιο έρχεται σε αντίθεσι με την διδασκαλία και Παράδοσι της Εκκλησίας το απορρίπτουμε, εφ’ όσον σύμφωνα με την πατερική μέθοδο δεν δυνάμεθα να το ερμηνεύσωμε ορθόδοξα η να ανατρέξωμε σε ερμηνείες άλλων αγίων. Δεν χρειάζονται δηλαδή ούτε διδακτορικές διατριβές, ούτε ειδική θεολογική γνώσις. Στο συγκεκριμένο δε χωρίο το οποίο αναφέρεται σ’αυτή την παράγραφο θεμέλιος είναι και ο Πέτρος όπως είναι και όλοι οι υπόλοιποι απόστολοι σύμφωνα με το χωρίο (Αποκάλ. 21,14).(5)
Δια την παράγραφο ιγ΄ έχω να πω πολλά. Διότι ο,τι γράφονται εις αυτήν φαίνονται ότι είναι αποφθέγματα, αδελφέ Οδυσσέα, του φίλου σου, η ότι τα υιοθετεί και τα αποδέχεται πλήρως, αν δηλαδή είναι κάποιου άλλου. Διότι αποδέχεται ότι υπάρχουν ψεύδη εις την Αγ. Γραφή και μάλιστα οι άγιοι μας το απέκρυψαν ενώ τα ανέλυσαν. Και το μεν «ψευδές» χωρίον το οποίον αναφέρει περί του αγ. βαπτίσματος προσετέθη κατ’ αυτόν τον 5ο αιώνα. Πως όμως κατά τον 4ο αιώνα το εγνώριζε και το ερμήνευσε ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ομιλία 90η εις το κατά Ματθαίον ΕΠΕ 12,400) και πως αυτός ο οποίος επολέμησε με αυτοκράτορες και Συνόδους και απέθανε εξόριστος δεν είχε το θάρρος να κατονομάση το ψέμα. Το αστείο εις την όλη υπόθεσι είναι η δικαιολογία που επιλέγει περί του ψέματος «διότι, λέγει, αν υπήρχε στα κείμενα των πατέρων της Α και Β Οικουμενικής Συνόδου δεν θα υπήρχε πρόβλημα με τον Άρειο και τον Μακεδόνιο». Αυτό όμως το χωρίο δεν είναι το ισχυρώτερο περί της θεότητος του Χριστού και του Αγ. Πνεύματος. Αν λοιπόν αυτά τα χωρία τα οποία ονομάζουν τον Χριστό Θεό, Θεό αληθινό, μεγάλο Θεό, μόνο δεσπότη και Κύριο, ίσο με τον Πατέρα κλπ. και το Αγ. Πνεύμα επίσης Κύριο, δημιουργό, ερευνόν τα βάθη του Θεού, διανέμοντα τα χαρίσματα κλπ. δεν ήσαν ικανά να πείσουν τους αιρετικούς θα τους έπειθε το «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και Αγίου Πνεύματος»;
Οι αιρεσιάρχες, αδελφέ Οδυσσέα, δεν θα επείθοντο ούτε και αν κατέβαινε ο ίδιος ο Χριστός και τους έλεγε ότι είμαι Θεός, διότι απλούστατα δεν επλανήθησαν από άγνοια, αλλά από την κακή τους προαίρεσι.
Υπάρχει για το εν λόγω «ψεύδος» της Αγ. Γραφής και άλλο φοβερώτερο χωρίο του 3ου αιώνος. Το ευρήκα σε μία πρόχειρη αναζήτησι στα πρακτικά των Συνόδων. Είναι από τα πρακτικά της Συνόδου της Καρχηδόνος επί Αγ. Κυπριανού το 258. Εις αυτήν, επειδή ετέθη πρόβλημα για το βάπτισμα των αιρετικών, αν δηλαδή είναι δεκτόν ή όχι, μαζί με την απόφασί της δια το ανυπόστατο του αιρετικού βαπτίσματος υποχρεώθησαν οι ογδόντα τέσσερεις (84) πατέρες, δια να καταδείξουν το ομόφωνον της αποφάσεως, να καταγράψουν εις τα πρακτικά έκαστος και ιδία γνώμη περί του βαπτίσματος των αιρετικών. Ένας λοιπόν Επίσκοπος ονόματι Μονούαλος, Επίσκοπος Γέρβης κατέθεσε στα πρακτικά της Συνόδου τα εξής.(6)
Πως τώρα αδελφέ Οδυσσέα το 250 εγνώριζαν εις την Αφρική τα λόγια αυτά του Κυρίου, τα οποία σύμφωνα με τον φίλο σου κάποιο ευλαβές χέρι τα επρόσθεσε στην Αγ. Γραφή τον 5ο αιώνα; Άκουσε και τρίτη μαρτυρία περί του «ψεύδους» τον 4ο αιώνα από τον Μ. Βασίλειο. Αναφερόμενος ο Άγιος εις τον αναβαπτισμό κάποιων αιρετικών λέγει.(7)
Εδώ πάλι προβάλλεται απαράλλακτα από τους αιρετικούς ως δικαιολογία ο λόγος αυτός του Κυρίου (το ψεύδος του 5ου αιώνος) ο οποίος αναιρείται από τον άγιο όχι ως προς το αν το είπε ο Κύριος, αλλά ως προς το πως τον επίστευσαν οι αιρετικοί, δηλαδή ως Πατέρα θεωρούσαν αυτοί τον ποιητήν του κακού.
Όσον αφορά το δεύτερο χωρίο το οποίο κατά τον φίλο σου είναι ψευδές, άκουσε την ερμηνεία εις αυτό του Αγ. Νικοδήμου εις την οποία θα διαπιστώσης αν οι άγιοι μας λέγουν ψέμματα, αν τολμούν να γράψουν την αλήθεια και πως συμβιβάζουν αυτά τα οποία μόνο ο Περγάμου τολμά να σημειώνη στη δογματική του. Διότι το μεγαλείο δεν είναι να σημειώσωμε κάτι και να φανούμε ήρωες χωρίς κόπο και ιδρώτα, αλλά όπως προείπαμε, να συμβιβάσωμε τις γραφές και τους αγίους και να οικοδομήσωμε όχι να γκρεμίσωμε τους πιστούς, θέτοντες σε αμφιβολία την αξιοπιστία της Αγ. Γραφής. Λέγει λοιπόν ο άγιος εις την ερμηνεία του των επτά καθολικών επιστολών.(8)
Ο άγιος λοιπόν όχι μόνο αναφέρει όλη την αλήθεια δια το εν λόγω χωρίο, αλλά και την προτάσει από την ερμηνεία του και ακόμη το κυριώτερο συμβιβάζει άριστα την έλλειψί του από κάποιους αρχαίους κώδικες, ενώ το παλικάρι, ο Περγάμου Ιωάννης τολμάει να το σημειώση ως μεγάλη ανακάλυψι εις την δογματική του. Αυτοί είναι οι άγιοι αδελφέ Οδυσσέα, και αυτός είναι ο Περγάμου Ιωάννης.
Δια την ιγ΄ παράγραφο θέλω να αναφέρω πολλά, αλλά επειδή νομίζω ότι δεν επικοινωνούμε με τον φίλο σου, διότι ομιλούμε προφανώς σε άλλη συχνότητα, θα αναφέρω ολίγα.
Δια τον Χρυσόστομο Σμύρνης έχουμε υποχρέωσι να γράφουμε, και μάλιστα ακατάπαυστα, διότι αγιοποιήθηκε στις ημέρες μας και μάλιστα από τους Οικουμενιστές, χωρίς να έχη επιδείξει ούτε ένα σημείο θαυματουργικό ούτε ζων ούτε μετά θάνατον και ως εκ τούτου έχουμε άπαντες ευθύνη ως αποδέκτες αυτής της αγιοποιήσεως. Δια την Αγ. Γραφή όμως και τους παλαιούς αγίους υπήρξαν άλλοι άγιοι και θεοφόροι πατέρες, οι οποίοι τουλάχιστον αν μη τι άλλο είχαν περισσότερο νου και χάρι Θεού από εμάς και επί πλέον έζησαν πιο κοντά χρονικά αυτά τα γεγονότα. Εμείς τώρα αναφερόμενοι εις αυτά κάνομε κατά το δη λεγόμενο τους έξυπνους και διορθωτάς των αγίων και των γραφών. Αν αυτό δεν είναι εσχάτη άνοια και τύφλωσις, τι άλλο μπορεί να είναι ;
Δια τις παραγράφους ιδ΄ έως ιθ΄ δέν θέλω να αναφέρω τίποτε, διότι εις αυτές αναμασώνται τα ίδια πράγματα.
Τελειώνοντας θέλω να παρακαλέσω να με διορθώσετε σε ο,τιδήποτε έσφαλα, διότι είναι σοβαρά τα θέματα και δεν πρέπει να τα αντιμετωπίζομε επιπόλαια.
Οι καιροί μας είναι καιροί συγχύσεως, αλλά οφείλομε δια να σωθούμε να είμεθα εις την αλήθεια.
Χαιρετώ με την εν Κυρίω αγάπη αρχιμ. Ευθύμιος Τρικαμηνάς
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Ως εκ των ανωτέρω, τίποτε δεν είναι σίγουρα, ούτε τα κείμενά μου, ούτε των ευαγγελίων, ούτε των αγίων, ούτε του Τσολογιάννη, ούτε του Τρικαμηνά, ούτε του Καντιώτη, ούτε κανενός άλλου και όλα θεωρούνται αμφισβητήσιμα, μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
2. Α μεν ουν εν τη προτέρα επιστολή περί του της Χαλκηδόνος αγιωτάτου μητροπολίτου και πατρός ημών είρηται ως εν παραδρομή. νυν δε διεξοδικώτερον ειρήσεται. Ειπέ αυτώ πατροπρεπεί διαλέξει τι; ότι πάντως κατά την του αποστόλου απόφασιν εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει˙ ει τινος το έργον μένει, ο εποικοδόμησεν, μισθόν λήψεται, ει τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός. Πυνθάνομαι ουν το, κατακαήσεται εξαφάνισις εστι τελεία, η ου; ει δε ομολογουμένως το πρώτον, καθά που φησιν επομένως τω Παύλω ο Θεολόγος Γρηγόριος, και το τελευταίον πυρ, ω πάντα κρίνεται η καθαίρεται τα ημέτερα, τι επισείει τον νουν του ακούοντος ουκ ευ ειρηκέναι τον ιερόν Μάξιμον τρεις είναι τας αποκαταστάσεις, ας οίδεν η εκκλησία; μίαν μεν την εκάστου κατά τον της αρετής λόγον, εν η αποκαθίσταται τον επ’ αυτώ λόγον της αρετής εκπληρώσας˙ δευτέραν δε της όλης φύσεως εν τη αναστάσει την εις αφθαρσίαν και αθανασίαν αποκατάστασιν˙ τρίτην δε, η και μάλλον κατακέχρηται εν τοις εαυτού λόγοις ο εν αγίοις Γρηγόριος Νύσσης, εστίν αύτη, η των ψυχικών δυνάμεων τη αμαρτία υποπεσουσών εις όπερ εκτίσθησαν πάλιν αποκατάστασις˙ δει γαρ ώσπερ την όλην φύσιν εν τη αναστάσει την της σαρκός αφθαρσίαν χρόνω ελπιζομένην απολαβείν, ούτως και τας παρατραπείσας της ψυχής δυνάμεις τη παρατάσει των αιώνων απολαβείν˙ και περάσασαν τους πάντας αιώνας και μη ευρίσκουσαν στάσιν εις τον θεόν ελθείν τον μη έχοντα πέρας και ούτως τη επιγνώσει, ου τη μεθέξει των αγαθών απολαβείν τας δυνάμεις και εις το αρχαίον αποκατασταθήναι και μη δειχθήναι τον δημιουργόν αίτιον της αμαρτίας.
Ουδέν ουν έτερόν εστιν η τρίτη αποκατάστασις˙ περί γαρ τοιν δυοίν αναμφίλεκτον η όπερ δεδογμάτισται τω αποστόλω, του το αμαρτητικόν έργον κατακαήναι και τον πεπραχότα σωθήναι ακατάκαυστον, ούτως δε, ως ου μετέχοντα των αγαθών, αλλ’επιγινώσκοντα την στέρησιν της μεθέξεως. Και μάλα εικότως είρηται τω πατρί, και μη δειχθήναι τον δημιουργόν αίτιον της αμαρτίας˙ ο μεν γαρ παρά θεού, ήγουν η καθ’ημάς φύσις, ως εκ του όντος παραχθείσα, ανάλωτος τω πυρί εκείνω, ο δε ουκ εκ θεού, ήτοι η αμαρτία, αλλά τη του πράξαντος δημιουργηθείσα προαιρέσει, ως ου τι των όντων ούσα, αλλά παρυφιστάσα οιχήσεται, ακατάστατος ούσα τοις ούσιν. ούτως ουν, καν μήτε Γρηγόριος ο Νυσσαεύς, καν μήτε Μάξιμος ο πατήρ λέγοι, αλλά γε ο μέγας απόστολος απέφησεν ότι άμειψις διάπυρος είη της αμαρτίας, η δε έμφασίς εστιν αποκαταστάσεως, ως είρηται τω πατρί, ουκ Ωριγενιαστική, άπαγε˙ ουδεμία γαρ κοινωνία φωτί προς σκότος ουδέ συμφώνησις αγίοις προς αιρεσιάρχας, προς ους, σφετεριζομένους τα του θειοτάτου Γρηγορίου δόγματα προς την σφων κακόνοιαν. Και η ανόθευτος και ο κλεπτέλεγχος, αλλ’ουκ επ’ανατροπή των προειρημένων, ως εμοί φαίνοιτο. Ει δε τι βαθύτερον εξευρεθείη τω αγιωτάτω μητροπολίτη, ακουσόμεθα πάλιν˙ επεί και ο ιερώτατος ημών πατριάρχης, ακηκοώς τα λεχθέντα τω αγίω Μαξίμω, ουδέν απεμφαίνον τηνικαύτα έφησεν.(Αγ. Θεοδ. Στουδ. Επιστολή 471. Γρηγορίω τέκνω, σελ. 676 Φατούρος).
3. κα. Και γαρ και Διονύσιον τον Αλεξανδρείας τω χορώ των αγίων Πατέρων συντάσσοντες, τας υπ’ αυτού λεχθείσας προς τον Λίβυν Σαβέλλιον Αρειανικάς φωνάς ουμενούν ου συναποδεχόμεθα, αλλά και παντελώς εκτρεπόμεθα.
Και τον εν μάρτυσι μέγαν Μεθόδιον, ος τους αρχιερατικούς του Πατάρων θρόνου επηδαλιούχησεν οίακας, έτι μεν και Ειρηναίον των Λουγδούνων επίσκοπον, και Παπίαν τον της Ιεραπόλεως τον μεν του μαρτυρίου τον στέφανον αναδησάμενον, τους δε άνδρας όντας αποστολικούς και τοις του βίου τρόποις το θαυμάσιον εξαστράπτοντας. Αλλ’ ουν, ει τι γε της αληθείας ωλιγώρησαν, και απρηνέχθησαν φθέγξασθαι απεναντίας του κοινού και εκκλησιαστικού δόγματος, εν τούτοις μεν ουχ επόμεθα, της πατρικής δε τιμής και δόξης ουμενούν ουδέν αυτών περικόπτομεν.
κβ. Επιλείψει με η ημέρα τους άνδρας απαριθμούμενον, ους τη μεν των Πατέρων τιμή σεμνύνομεν, εν οίς δε της αληθείας παρηνέχθησαν, ου μιμούμεθα (ΕΠΕ Αγ. Φωτίου Επιστολές, 13,260).
4. κ. Ει δε παρεμφθέγξαντο μεν, ή δια τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθυτητος εξετράπησαν, ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται, ουδ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς, ει και μη τούτο είπον, επιγραψόμεθα, δια τε το του βίου λαμπρόν και της αρετής το αιδέσιμον και της αλλης ευσεβείας το ακατάγνωστον, τοις δε λόγοις τούτων, εν οίς παρηνέχθησαν, ουχ εψόμεθα (ΕΠΕ Αγ.Φωτίου Επιστολές, 13,260).
5. Και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου….
6. «Του Κυρίου λέγοντος βαπτίσατε πάντα τα έθνη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, οίδαμεν σαφώς τους αιρετικούς, μήτε Πατέρα έχειν, μήτε Υιόν, μήτε Πνεύμα άγιον. Δει ουν ερχομένους εις την εκκλησίαν βαπτίζειν, ίνα αναγεννηθώσιν». (Πρακτικά Συνόδων Τόμος Α , στήλη 100).
Μη γαρ λεγέτωσαν ότι «εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν» οι γε κακών ποιητήν υποτιθέμενοι τον Θεόν εφαμίλλως τω Μαρκίωνι και ταις λοιπαίς αιρέσεσιν. (Μ. Βασιλείου).
7. « ότι τρεις εισιν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις εν εισι˙».
Σημειούμεν εις τους αναγνώστας ότι το ρητόν τούτο όλως ουχ ευρίσκεται, ούτε παρά τω ιερώ Μητροφάνει, ούτε παρά τω Θεοφυλάκτω, ούτε παρά τω Οικουμενίω, και δια τούτο ουδέ όλως ερμηνείαν έχουν εις αυτό. Ευρίσκεται δε εις όλα σχεδόν τα τετυπωμένα βιβλία τα περιέχοντα τας Καθολικάς επιστολάς. Δια ποίαν δε αφορμήν ουχ’ ευρίσκεται εις τους τρεις ερμηνευτάς των Καθολικών επιστολών; Κατά ακρίβειαν δεν ηξεύρω να ειπώ. Εικάζω όμως ότι ίσως οι Αρειανοί και Μακεδονιανοί και Ευνομιανοί οι κτίσμα λέγοντες τον Υιόν και το Πνεύμα το άγιον, αφαίρεσαν κακούργως το ρητόν αυτό από την παρούσαν επιστολήν, ως ανατρεπτικόν της αιρέσεώς των. Μαρτυρεί γαρ τούτο σαφέστατα ότι τα τρία θεαρχικά πρόσωπα της μακαρίας Τριάδος είναι εν κατά την ουσίαν και φύσιν και θεότητα, ήγουν ότι ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον, τα παρά τα ανωτέρω αιρετικών βλασφημούμενα, είναι ομοούσια και ομοφυή με τον Πατέρα. Ει δε είναι ομοούσια, φανερόν ότι είναι και Θεός τέλειος έκαστον αυτών, καθώς είναι και ο Πατήρ. Η εικασία μου δεν αύτη δεν είναι ανεύλογος. Πρώτον διατί καθώς οι Μανιχαίοι πολλά ρητά αφαίρεσαν από τα επιστολάς του Αποστόλου Παύλου και οι Μαρκιωνισταί πολλά περιέκοψαν από το άγιον Ευαγγέλιον, ως μαρτυρεί ο Θεοφύλακτος εν τη ερμηνεία της προς Γαλάτας επιστολής και ο θείος Χρυσόστομος λέγων˙ «κέχρηται μεν γαρ αυτώ (τω Παύλω δηλαδή) και Μαρκίων και Μανιχαίος, αλλά κατατέμνοντες. Αλλ’ όμως και ούτως ελέγχονται από των μελών» (ομιλ. κα εἰς την Β’προς Κορινθ.). Καθώς, λέγω, οι αιρετικοί αυτοί αφαίρεσαν πολλά από τας επιστολάς του Παύλου, τοιουτοτρόπως πιθανόν εστιν ότι οι Αρειανοί και Μακεδονιανοί και Ευνομιανοί να αφαίρεσαν το ρητόν τούτο από την παρούσαν επιστολήν. Δεύτερον διατί, αν το ρητόν τούτο δεν ήτον αφηρημένον από την επιστολήν ταύτην, πως ούτε η πρώτη Σύνοδος, η περί της Θεότητος του μονογενούς τον αγώνα έχουσα κατά Αρείου, ούτε η Δευτέρα, η περί της Θεότητος του Πνεύματος αγωνισαμένη κατά Μακεδονίου, ούτε οι Πατέρες κατά μέρος οι το ομοούσιον του Υιού και του Πνεύματος υπερασπιζόμενοι και κατά Αρειανών και Πνευματομάχων γράφοντες, δεν φαίνονται να εμεταχειρίσθησαν το ρητόν τούτο; Οποίος είναι ο Αθανάσιος, ο θεολόγος Γρηγόριος, ο Βασίλειος, ο Νύσσης και άλλοι; Επειδή γαρ δι’ αυτού παρασταίνεται σαφέστατα ο Υιός και το Πνεύμα, ότι είναι εν με τον Πατέρα, ακόλουθον και πρέπον, μάλλον δε αναγκαίον ήτον να προβάλλουν τούτο αι ανωτέρω Σύνοδοι και οι Πατέρες και να απαλλαγούν από τους πολλούς αγώνας και αποδείξεις. Αλλ’ ως φαίνεται με το να ήτον αφηρημένον από την επιστολήν ταύτην, δια τούτο ουδεμία μνήμη φέρεται περί αυτού εις αυτούς. Όθεν και οι ερμηνευταί ευρίσκοντες αυτό αφηρημένον δεν το ηρμήνευσαν, ούτε όλως το αναφέρουν.
Ήθελε δε ειπή τινάς, και αν αυτό ήτον αφηρημένον πως τώρα σώζεται εις τα εκδεδομένα βιβλία; Και αποκρινόμεθα, ότι τυχόν να ευρέθη τούτο γεγραμμένον εις κανένα αντίγραφον παλαιόν της παρούσης επιστολής, το οποίον διέφυγε τας χείρας των αιρετικών, και εξ εκείνου αντιγραφέν ούτω διεφυλάχθη και εις τα νυν σωζόμενα βιβλία. Η αιτία δε οπού ανέφερεν ο Ιωάννης το ρητόν τούτο είναι, διατί ανωτέρω είπεν ότι το Πνεύμα το άγιον μαρτυρεί ότι είμεθα υιοί Θεού. Όθεν ακολούθως επιφέρει˙ Τι λέγω ότι μαρτυρεί μόνον το Πνεύμα το άγιον πως είμεθα υιοί Θεού; Και τα τρία θεαρχικά πρόσωπα της ζωοποιού Τριάδος, ο Πατήρ, ο Λόγος και το άγιον Πνεύμα μαρτυρούν ότι είμεθα υιοί Θεού, επειδή εις το όνομα τούτων των τριών βαπτιζόμεθα κατά την παράδοσιν του Κυρίου του ειπόντος˙ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Καθώς δε τα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδος είναι εν, κατά την φύσιν δηλαδή και ουσίαν, ως λέγει εδώ ο θεολόγος, ούτω και ημείς βαπτιζόμεθα εις το όνομα, όπερ δηλώνει την μίαν φύσιν και θεότητα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, κατά την ερμηνείαν Γρηγορίου του Θεσσαλονίκης. Και έτσι όλη η αγία Τριας ανεγέννησεν ημάς, και είναι εις Πατήρ ημών. Και όρα περί τούτου την υποσημείωσιν του˙ «Και ει πατέρα επικαλείσθε» (Α Πέτρ. 1,17). Ποίον δε συμπέρασμα ευγαίνει από τα λόγια ταύτα του θεολόγου; Φοβερόν αληθώς αδελφοί μου και τρομερόν. Διατί εάν η αγία Τριας ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι μάρτυρες αληθέστατοι πως ημείς οι χριστιανοί ανεγεννήθημεν πνευματικώς εξ αυτών και εγίναμεν υιοί αυτών κατά χάριν, τι απολογίαν έχομεν να δώσωμεν οι τάλανες εάν δεν φυλάξωμεν καθαράν την πνευματικήν αυτήν αναγέννησιν; Η που έχομεν να κρυφθώμεν εις καιρόν οπού μαρτυρεί καθ’ ημών όλη η αγία Τριας ότι εδέχθημεν το άγιον βάπτισμα και την θείαν υιοθεσίαν, ημείς δε εμολύναμεν αυτά και υστερήθημεν, φευ! τοιούτου χαρίσματος με τας αμαρτίας μας; Ίλεως, ίλεως, ίλεως γένοιτο ημίν αυτή πάλιν η αγία Τριας. (Αγ. Νικοδήμου Ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών σελ. 614).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου