Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣ. ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΤΟΥΔΙΤΗ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

 




π.Ευθυμίου Τρικαμηνά

         Ἔχουμε τή γνώμη καί τήν πεποίθησι ὅτι δέν θά ἠδύνατο νά εὑρεθῆ ἀκριβέστερη καί πληρέστερη διδασκαλία διά τήν ἐκκλησιαστική Οἰκονομία ἀπό αὐτή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἀλλά καί τά παραδείγματα τά ὁποῖα προσάγει ὡς ἀκριβής γνώστης τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καθώς καί αὐτά, τά ὁποῖα ἐξάγουμε ἀπό τήν ἴδια τήν ζωή του, μᾶς ὁδηγοῦν ἀβίαστα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι καί μόνο αὐτόν νά παρουσιάσωμε διά τό ἐν λόγῳ θέμα, εἶναι ἀρκετό διά νά ἔχωμε μία πλήρη καί σαφῆ εἰκόνα περί τῆς θεολογίας καί τοῦ δέον γενέσθαι σήμερα εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεσι.

         Ὡς γνωστόν ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θεωρεῖται σήμερα ἀπό τήν πλειονότητα τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ὑπέρμαχος καί ἀγωνιστής ὑπέρ τῆς ἀκριβείας καί ὄχι τῆς Οἰκονομίας, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, διότι ὁ ὅσιος ἐχρησιμοποιοῦσε καί τήν Οἰκονομία ἐκεῖ ὅπουυ ἐχρειάζετο καί μάλιστα εἶναι ὁ μόνος ἴσως, ὁ ὁποῖος δίδει θεολογικό ὁρισμό, ἀναλυτικό καί σαφῆ μέ πρακτικά παραδείγματα, τοῦ τί ἐστί Οἰκονομία καί πῶς χρησιμοποιεῖται εἰς τήν Ἐκκλησία.

         Σέ ἐπιστολή μέ παραλήπτη τόν μάγιστρο Θεόκτιστο ὁ ὅσιος δίδει ἀκριβέστατο ὁρισμό του τί ἐστί ἐκκλησιαστική Οἰκονομία: «Οἰκονομίας γάρ  ὅρος, ὡς οἶσθα, μήτε τι τῶν κειμένων ἀθετεῖν καθόλου, μήτε ἐφ' ὧ οἷόν τε μικρόν ὑφεῖναι κατά καιρόν καί λόγον· ὡς ἐντεῦθεν εὑρεῖν τό ζητούμενον ἀτεχνῶς· πρός τό σφοδρότερον ὑπάγεσθαι τῷ πράγματι, καί ζημιοῦσθαι τά τελεώτερα».    (Φατ. 24,64,23).

Ὁ ὅσιος λοιπόν μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Οἰκονομία δέν ἔχει τήν ἔννοια νά ἀθετήσωμε κάτι ἀπό τά παραδεδομένα, οὔτε ἀκόμη νά ἀθετήσωμε καί αὐτό εἰς τό ὁποῖο ὑποχωρήσαμε ἐξ αἰτίας κάποιας ἀνάγκης γιά κάποιο χρονικό διάστημα, καί νά θελήσωμε ἔτσι μέ κακό τρόπο νά φθάσωμε στόν σκοπό μας, διότι θά χειροτερέψωμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν κατάστασι καί θά ζημιωθοῦμε τά οὐσιωδέστερα καί ἀνώτερα.

Ἐξ αὐτοῦ γίνεται φανερό ὅτι καταδικάζονται ὅσοι, γιά δῆθεν Οἰκονομία, συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς, αἴρουν τά ἀναθέματα εἰς τά ὁποῖα αὐτοί ὑπεβλήθησαν, ἀναγνωρίζουν αἱρετικές ἐκκλησίες τύπου Π.Σ.Ε., ἀναγνωρίζουν μυστήρια αἱρετικῶν τύπου Μπελαμέντ κ.λπ., διότι πέραν τοῦ ὅτι δέν ὑπῆρχε λόγος καί ἀνάγκη δι’ αὐτές τίς δῆθεν Οἰκονομίες, δέν ἔχουν ἐπί πλέον προσωρινό ἀλλά μόνιμο χαρακτῆρα, δηλαδή ἀθέτησι εὐαγγελικῶν καί Πατερικῶν Παραδόσεων.

Ἐπίσης καταδικάζονται καί ὅσοι ἀνάγουν εἰς Παραδόσεις καί, τρόπον τινά, δογματοποιοῦν τό ἡμερολόγιο, ἤ ἀκόμη δογματοποιοῦν τήν λεγομένη λειτουργική ἑνότητα εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς, διότι καί αὐτά δέν εἶναι παραδεδομένα, οὔτε ἀπό τίς Γραφές, οὔτε ἀπό τούς Πατέρες, δηλαδή δέν ἀνήκουν εἰς αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ὅσιος «μήτε τι τῶν κειμένων ἀθετεῖν καθόλου». Αὐτά τά ὁποῖα ὀνομάζονται Παραδόσεις καί δόγματα εἶναι σαφῶς παραδεδομένα καί ἀπολύτως προσδιορισμένα ἀπό τίς Γραφές καί τούς Πατέρες. Καί αὐτό τέλος τό παραδεδομένο, τό ὁποῖο γιά σοβαρό λόγο ἀθετήσαμε, πρέπει γρήγορα νά τό ἐπαναφέρωμε γιά νά μήν ζημιωθοῦμε τά οὐσιώδη καί ἔχοντα σχέσι μέ τήν σωτηρία μας.

         Ἐν συνεχείᾳ φέρνει ὁ ὅσιος παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Πατέρες: «Καί τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μέν τοῖς ἀποστόλοις, παρά τοῦ Παύλου, ἁγνισαμένου καί περιτεμόντος τόν Τιμόθεον· ἐν δέ τοῖς Πατράσι παρά τοῦ μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τό λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος, καί ὑποσιωπήσαντος· πρός καιρόν τήν Θεός φωνήν γυμνήν ἐπί τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ' οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτι τό τοῦ Οὐάλεντος δῶρον, καί μή κηρύττων Θεόν τό Πνεῦμα· τοὐναντίον μέν οὖν ἀμφότεροι ὑπέρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται» (Φατ. 24,65,27).

Ἀπό τά παραδείγματα τοῦ ὁσίου κατανοοῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Οἰκονομία δύναται νά φθάση καί σέ δογματικό ἐπίπεδο, ὅπως ἦταν τό θέμα τῆς Ἰουδαϊκῆς Περιτομῆς καί ἡ ἀποσιώπησις τῆς Θεότητος τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἀρκεῖ νά γίνεται γιά σοβαρό λόγο καί γιά λίγο χρονικό διάστημα.  Διά νά φέρωμε δέ σέ συμφωνία τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ὅπως π.χ. τοῦ Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ «εἰς τά τῆς πίστεως οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις» κ.λπ., ἀναφέρομε ὅτι ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος γιά μόνιμη συγκατάβασι καί Οἰκονομία, ὅπως ἦταν στήν περίπτωσι ἐκείνη ἡ ἕνωσις μέ τούς Παπικούς, ἐνῶ ἐδῶ ὁ ὅσιος ἀναφέρεται σέ προσωρινές Οἰκονομίες καί ἔτσι κατανοοῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν διάστασις Γραφῶν καί Πατέρων ἤ διάστασις μεταξύ τῶν Πατέρων.

         Ἀπό τήν διδασκαλία αὐτή ἐπίσης τοῦ ὁσίου κατανοοῦμε ὅτι, ὅταν γίνεται μία Οἰκονομία, φαίνεται ἐξ ἀρχῆς ἄν ἔχη μόνιμο ἢ προσωρινό χαρακτῆρα, ὅπως π.χ. ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων μέ τούς Παπικούς, ἡ ἔνταξις στό Π.Σ.Ε. κ.λπ., καί ὡς ἐκ τούτου φαίνεται ἐξ ἀρχῆς ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος Οἰκονομία ἤ, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, παρανομία καί προδοσία πίστεως. Ἀκόμη γίνεται κατανοητό ὅτι δέν δυνάμεθα νά ἀναγάγωμε σέ Παραδόσεις κάτι γιά τό ὁποῖο οὐδέποτε ὡμίλησαν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες, ὅπως εἶναι τό ἡμερολόγιο καί μάλιστα Παραδόσεις ἔχουσες δογματικές διαστάσεις, γιά τίς ὁποῖες νομιμοποιεῖται ἡ Ἀποτείχισις.

         Ἡ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου εἶναι τόσο διαφωτιστική, ὅσο καί καταλυτική, γιά τίς σημερινές αἰτίασεις Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν: «Οὕτως τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν, οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γάρ ἐπεδράξατο ὅ μικρόν ἐνέλιπεν. Ὡς ἐπί τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρόν τό πηδάλιον, διά τήν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δέ διενεχθείς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντί οἰκονομίας παράβασιν τελέσας. Καί τά παραδείγματα πολλά, ἅ παρέλκον ἐστί γράφειν διά τό μακρηγορές» (Φατ. 24,65,35).


         Ἐδῶ νομίζω ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ «καλοῦ» δέν εἶναι ἀόριστη ἀλλά περικλείει τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ἀλήθεια καί τό «ἐπεδράξατο» σημαίνει ὅτι ἐπανῆλθε εἰς αὐτό τό ὁποῖο προσωρινῶς ἄφησε μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα.  Στό θέμα λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου Οἰκονομίας, γιά νά μήν ὑπάρχη σφάλμα καί παρέκκλισις εἰς τήν πίστι πρέπει ὁπωσδήποτε, αὐτό τό ὁποῖο γιά σοβαρό λόγο προσωρινῶς ἀφήσαμε, νά τό ἐπαναφέρωμε καί νά τό ἀποκαταστήσωμε μέ μεγαλυτέρα δύναμι.  Ἄρα, αὐτοί οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον δέν ἐπαναφέρουν αὐτά τά ὁποῖα ἀθέτησαν, ἀλλά, στηριζόμενοι εἰς αὐτά, προχωροῦν σέ μεγαλύτερες παραβάσεις, εἶναι ἀποστάτες τῆς πίστεως, γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο τῆς ἐνδοτικῆς καί συμβιβαστικῆς των προαιρέσεως· καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι τούς ἀκολουθοῦν καί συμπορεύονται μαζί των σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, εἶναι οἱ βολεμένοι καί μή ἔχοντες διάθεσι κατ’ οὐσίαν, οὔτε γιά τήν ἐλαχίστη καί παραμικρή θυσία καί ἀγῶνα εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.  Δηλαδή θέλουν τόν καιρό τῆς αἱρέσεως καί τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως νά τόν διέλθουν, κατά τό δή λεγόμενο, ἀβρόχοις ποσί.

         Τό παράδειγμα ἐν προκειμένῳ, τό ὁποῖο προσάγει ὁ ὅσιος, εἶναι θά λέγαμε ἀκριβέστατο καί ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά διδάξη. Ἡ «ἀντιπνεύσασα καταιγίδα» εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ἀναγκάζει τόν κυβερνήτη τοῦ πλοίου γιά λίγο νά ἀλλάξη πορεία γιά νά μήν προξενήση βλάβη εἰς τό πλοῖο. Ἄν ὅμως δέν ἐπαναφέρη τό πλοῖο εἰς τήν ἀρχικήν του πορεία, δηλαδή ἐν προκειμένῳ νά μεταβῆ ἀπό τήν Οἰκονομία εἰς τήν Ἀκρίβεια, τότε «διήμαρτε τοῦ σκοποῦ, ἀντί οἰκονομίας παράβασιν τελέσας», δηλαδή ἄλλαξε πορεία και, ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἀκολουθεῖ πλέον τήν ὁδό τῆς πλάνης καί αἱρέσεως. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα μέ τούς Οἰκουμενιστές καί τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι τούς ἀκολουθοῦν.

         Δέν θά πρέπει νά παρέλθη ἀπαρατήρητο αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ὅτι δηλαδή ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἔχει ὑπ’ ὄψιν του πολλά παραδείγματα, προφανῶς ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα δέν ἀναφέρει γιά νά μήν μακρυγορήση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ περί Οἰκονομίας διδασκαλία του ἑδράζεται στήν πρακτική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἄρα ἐνσωματώνεται στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.

         Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιστολή τοῦ ὁσίου εἶναι ἕνα κειμήλιο Ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ἐμεῖς διδασκόμενοι ἀπό αὐτόν, δηλαδή διά νά μήν μακρυγορήσωμε, θά ἀναφερθοῦμε στό τελευταῖο τμῆμα της, τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τήν ὑπόθεσι τῆς Ὀρθοδόξου Οἰκονομίας: «Οὐκ ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τήν καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίαν, οὔτε ἑτέραν, παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί εἰ τοῦτο δοθείη, κενόν τό Εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες καί ἕκαστος κατά τόν καιρόν τῆς οἰκείας ἀρχιερωσύνης, ἐπειδή ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετά τῶν σύν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος νομοθέτης. Ἀλλ' οὐδαμῶς».

         Ἡ ἐπανάληψις τοῦ «οὐκ  ἔστιν» σημαίνει τό ἀδύνατον καί ἀδιανόητον· καί τό «οὔτε τήν  καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν οὔτε ἑτέραν», σημαίνει τίς τοπικές Ἐκκλησίες· οἱ νόμοι δέ καί οἱ Κανόνες εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες. Ὅταν λοιπόν κάποιος Ἐπίσκοπος ἤ κάποια Σύνοδος πράττει παρά τόν Εὐαγγελικό νόμο καί τούς ἱερούς Κανόνες σέ δημόσια, ἐννοεῖται, καί ἐκκλησιαστικά θέματα, ἀκυρώνει κατ’ οὐσίαν τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί γίνεται ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ἡ Σύνοδος, Ἀπόστολος, Εὐαγγελιστής καί νομοθέτης, δημιουργώντας οὐσιαστικά ἄλλο Εὐαγγέλιο καί ἄλλους κανόνες, ὅ,τι δηλαδή κοντολογίς γίνεται σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.  Εἶναι ἀπαράμιλλη ἡ ἀκρίβεια καί ἡ σαφήνεια τοῦ ὁσίου εἰς τό σημεῖο αὐτό καί εἶναι θά λέγαμε, ὡσάν νά ὁμιλῆ διά τήν ἐποχή μας.

         Ἐδῶ πρέπει, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, νά παρουσιάσουν οἱ ΓΟΧ ἤ καί κάποιοι Ἀποτειχισμένοι  ποῦ παρελάβαμε ὡς Κανόνα καί Νόμο τό ἡμερολόγιο ἤ καί τό νά θέσωμε τήν λειτουργική ἑνότητα ἀνώτερη ἤ καί ἰσάξια μέ τήν ἐκκλησιαστική, ὥστε χάριν τῆς λειτουργικῆς λεγομένης ἑνότητος νά θυσιάζωμε  διά τῆς Ἀποτειχίσεως τήν ἐκκλησιαστική.  Ἄν πάλι ἡ λειτουργική ἑνότης θεωρηθῆ ὡς θέμα πίστεως, πρέπει νά ἀποδειχθῆ ὅτι πάντοτε αὐτή ὑπῆρχε, σύμφωνα μέ τήν Ἁγ. Γραφή (Ἰουδ. 3), εἰδάλλως μεταπίπτομε στήν παπική μέθοδο νά δημιουργοῦμε δηλαδή ἄλλη Παράδοσι καί ἄλλη πίστι. Ἐξυπακούεται βεβαίως ὅτι δέν ἀντιλέγομε εἰς τό ὅτι εἶναι καλό καί θεάρεστο νά ὑπάρχη  καί ἡ λεγομένη λειτουργική ἑνότητα, ἀλλά εἶναι πλάνη νά τήν ἐξισώνωμε μέ τήν ἐκκλησιαστική καί, ὡς ἐκ τούτου, νά θυσιάζωμε τήν ἐκκλησιαστική χάριν τῆς λειτουργικῆς.

         Ἡ κατάληξις τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ ὁσίου εἶναι ὄντως μεγαλοπρεπής καί συγχρόνως αὐστηρή δι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι καινοτομοῦν καί ἑδράζεται ἀποκλειστικῶς καί μόνο εἰς τήν Ἁγ. Γραφή, δι’ αὐτό ἔχει καί τό ἀσφαλές καί ἀναντίρρητο: «παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αύτοῦ τοῦ ἀποστόλου, παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν, ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτὸν ἔχειν μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων· καί τό δύσφημον παρῆμεν λέγειν, ὅ αὐτός εἴρηκεν». Ἐδῶ ὁμιλεῖ μέ ἄκρα σαφήνεια καί ἀπόλυτη συνέπεια στήν Ἁγ. Γραφή, γιά τό πῶς πρέπει νά συμπεριφερώμεθα ἐμεῖς πρός ὅσους καινοτομοῦν ἤ μᾶς προστάσσουν νά ὑπακούσωμε σέ κάτι ἀντίθετο ἀπό τίς Γραφές καί τούς ἱερούς Κανόνες. Ὁ κλῆρος τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ μερίς τῶν Ὀρθοδόξων, δηλαδή δέν θά τόν συγκαταριθμοῦμε αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο ἤ τήν Σύνοδο, ἐφ’ ὅσον καινοτομοῦν εἰς τήν μερίδα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά θά ἀπομακρυνώμεθα διά τῆς Ἀποτειχίσεως ἀπό αὐτούς.  Αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως παραμονή εἰς τήν Ἐκκλησία.

Τό δύσφημο (κακόφημο) τό ὁποῖο δέν ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ἀλλά ἀντιπαρέρχεται γιά συντομία, εἶναι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 1,8-9) πρός οἱονδήποτε καινοτομεῖ, ἀπό ἀνθρώπου ἕως ἀγγέλου.

         Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ καί σέ ἄλλες ἐπιστολές τοῦ ὁσίου γιά νά κατανοήσωμε τό σπουδαῖο γιά τίς ἡμέρες μας θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας.

          Ὑπάρχει μία ἐπιστολή τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς παραλήπτη τόν μοναχό Γρηγόριο καί ἡ ὁποία δέν ἔχει καταχωρηθῆ στήν συλλογή τοῦ JMigne ἀλλά στήν ὁλοκληρωμένη συλλογή τοῦ Γ. Φατούρου (ἐπιστ. 556,853 σελ.) Ἐδῶ περιγράφεται μία Οἰκονομία  τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία πολλά θά ἔχη νά εἰπῆ καί στίς ἡμέρες μας, ἄν βεβαίως ἔχωμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο πνεῦμα μέ τόν ὅσιο. Ἡ ὑπόθεσις ἡ ὁποία περιγράφεται διά πολλῶν λεπτομερειῶν στήν ἐπιστολή ἀπό τόν ὅσιο εἶναι ἡ ἑξῆς.

         Ὑπῆρχαν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τόν ὅσιο ὡς πρός τήν τοποθέτησί του ἐπί τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Αὐτοί κατηγοροῦσαν αὐτόν ὅτι  κάνει λάθος εἶναι αὐστηρός, θά ἐκπέση τῆς Ἐκκλησίας ἄν δέν διορθωθῆ, θά κάνη σχίσμα κλπ. Τό σημαντικό σημεῖο τῆς διαφορᾶς των δέν ἦταν ὡς πρός τήν Ἀποτείχισι ἀπό τούς Μοιχειανούς, ἀλλά ὡς πρός τόν χαρακτηρισμό τῆς καταστάσεως. Ὁ ὅσιος δηλαδή ἐδίδασκε ὅτι ἡ δημοσία καί Συνοδική ἀθέτησις τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς τοῦ γάμου εἶναι αἵρεσις, ἐνῶ αὐτοί ἔλεγον ὅτι δέν εἶναι αἱρετικοί, ἀλλά ἁπλῶς παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταπατητές τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀνίεροι, ἀκοινώνητοι κλπ: «…ἐπεί φησί, ὅτι πάντες οἱ φίλοι καί εὐσεβεῖς τῷ μή λέγειν αἵρεσιν ἀλλ’ ἤ μόνον παράβασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ, καταπατητάς τῶν θείων κανόνων καί ἀνιέρους, φεύγετε αὐτῶν τήν κοινωνίαν παντάπασι, καί ἕτερα πρός τοῖς εἰρημένοις ἐπιπλήττων, ὡς οὐχ οἷόν τε τό γράμμα ἀπαγγεῖλαι διά τό πλῆθος».

         Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τότε ἀπέστειλε πρός αὐτούς μία μελέτη μέ ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες διά νά ἐπιλύση τίς ἀπορίες καί ἐνστάσεις των. Βλέποντας ὅμως αὐτούς νά ἐπιμένουν, ἴσως διότι ἐφοβοῦντο τήν ἐξουσία καί τά δεινά, ἴσως ἐπειδή δέν τό ἐχωροῦσε αὐτό ὁ νοῦς των, ἤ καί ἀπό ἄλλες ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, φθόνου κλπ. καί ἐπειδή ἐφοβήθηκε μήπως ἐπέλθει σχίσμα μεταξύ των, τό ὁποῖο θά ἦτο ἡ χαρά τοῦ διαβόλου καί τῶν αἱρετικῶν, ἤ καί τό χειρότερο, φοβούμενος δηλαδή μήπως ἐπιστρέψουν αὐτοί πάλι στούς αἱρετικούς, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἦταν ἀποστασία ἐκ τῆς ἀληθείας, μέ τήν συνεργασία καί συμφωνία τοῦ ἀδελφοῦ Εὐπρεπιανοῦ, ἀπεφάσισαν νά κάνουν Οἰκονομία κατά μίμησι σέ τέτοιες περιπτώσεις τῶν Ἁγ. Πατέρων, ἡ ὁποία δέν θά εἶχε καμμία βλάβη, οὔτε ἀθέτησι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ: «…ὁρῶν οὖν ὅτι τό μή φέρειν αὐτούς τήν ἐκ τοῦ λέγειν αἵρεσιν ὀργήν τοῦ κρατοῦντος αἴτιον τῆς ἀσυμφωνίας ἤ νοός ἐν τοῖς μέν ἀχωρησίαν ἤ τάχα καί τοῦ φθόνου ὑποσμηχόμενον τό κέντρον καί πάντοθεν ἀπορῶν τό τε σχίσμα ἡμῶν αὐτῶν δεδιώς, εἰς χαράν ὄν τοῦ διαβόλου καί τῶν αἱρετιζόντων, τό τε συνελθεῖν αὐτοῖς ἀποστασίαν εἶναι ἀληθείας, συμβουλίᾳ καί τοῦ ἀδελφοῦ ἐπί οἰκονομίαν ἦλθον μιμήσει τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, μηδέν ἔχουσαν, ὡς οἶμαι, τό βλάπτον καί παρά τό εἰκός εἰς νόμον θεοῦ· καί δή ταύτην παρατίθημι, ἔχουσαν ὧδε».

         Ἐδῶ βλέπομε ὅτι τό πνεῦμα τῶν Πατέρων ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι νά οἰκονομοῦμε τίς μεταξύ μας διαφορές καί ἀντιγνωμίες, ἐφ’ ὅσον δέν βλάπτεται ἡ πίστις καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, νά μήν ὑπάρχουν μεταξύ μας σχίσματα καί νά τά ἐξαλείφωμε, ὅταν αὐτά δημιουργοῦνται, μέ ὑποχωρήσεις, οἱ ὁποῖες ἀποβλέπουν εἰς τό νά διατηρῆται ἡ μεταξύ μας συνοχή καί κοινωνία καί ἡ Ἀποτείχισις ἀπό τήν αἵρεσι. Τό ὅτι εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ὅσιος ἐκθέτει ὅλες τίς σκέψεις του καί τούς προβληματισμούς του, καθώς καί τήν ἀπόφασί του περί Οἰκονομίας, μᾶς καθοδηγεῖ πῶς πρέπει καί ἐμεῖς νά σκεπτώμεθα σέ ἀνάλογες περιπτώσεις.

Ἡ Οἰκονομία, τήν ὁποία ἔκανε, προκειμένου νά ἀποφευχθῆ ἡ μεταξύ των διάστασις, ἦταν ἡ ἑξῆς. Κάθε μία πλευρά θά διατηροῦσε τήν ἄποψί της διά τήν δημιουργηθεῖσα στήν Ἐκκλησία κατάστασι, δηλαδή αὐτοί θά ἔλεγαν ὅτι αὐτό ἦτο παράβασις ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί ἱερῶν Κανόνων καί ὅτι αὐτοί πού τό ἔκαναν ἦταν ἀνίεροι καί ἀκοινώνητοι, καί ὁ ὅσιος καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτόν θά ἔλεγαν ὅτι αὐτό εἶναι αἵρεσις καί οἱ προσχωρήσαντες εἰς αὐτήν ἦσαν ἀκοινώνητοι. Θά ἐσυναντῶντο δηλαδή καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἰς τήν Ἀποτείχισι ἀπό τούς Μοιχειανούς.  Αὐτοί δέ οἱ ὁποῖοι θά τούς ἐκατηγοροῦσαν ὅτι τάχα δέν συμφωνοῦν μεταξύ των θά ἀποστομώνοντο ἀπό τήν μεταξύ των συμφωνία εἰς τήν Ἀποτείχισι.  Ὁ χρόνος μόνο τῆς Οἰκονομίας θά ἦτο ἀόριστος, μέχρι δηλαδή νά κατανοήσουν καί νά τούς πληροφορήση ὁ Θεός ὅτι καί τό σχίσμα δέν εἶναι μικρότερο κακό ἀπό τήν αἵρεσι, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο: «Ἐπεί ὁρῶ ὑμᾶς εἰς τοσοῦτον ὑπενδοῦται ὥστε ἀπορραγήν γενέσθαι εἰς ἡμᾶς, τοῦτο φρονεῖν γέγονέ μοι εὖ ἔχειν εἰς οἰκονομίας τρόπον. εἰ μή φέροι τις λέγειν αἵρεσιν ἀχωρησίᾳ νοός, ἀσθενείας μέν ἐστι, κἄν οὐ βούληται, λογίζεσθαι οὕτως ὁ ἀκούων, συγχωρητέον δέ ὅμως τήν φωνήν χάριν τῆς συναφείας, τῶν ἄλλων σῳζωμένων, λέγω δή τῆς τε ἀκοινωνησίας καθόλου καί ἄλλης πως οὐ συγκαταβάσεως, καθά καί οἱ φίλοι δῆθεν ἐπαινοῦσιν ὑμᾶς· κἀμοί καί τοῖς ὁμοίως μοι αἱρουμένοις ἔστω τό λέγειν αὐτήν αἵρεσιν, καθώς πεπιστεύκαμεν ἐν ἀποδείξει τῆς ἀληθείας, καί εἰ οἱ δι’ ἐναντίας τοῦτο ὁρῶντες ἐνδιαβάλλουσιν ἡμᾶς ἀσυμφώνους εἶναι, μηδετέρῳ μέρει μελέτω· ἐν γάρ τῇ ἀφωνίᾳ συμφωνία ἡμῖν πραγματεύεται τοῖς πράγμασι, ἐξ ἴσου ἀφισταμένοις τῆς κοινωνίας αὐτῶν, ἕως ἄν ὁ θεός πληροφορήσῃ ἡμᾶς, τοῦτο εἰδότας, ὡς καί τό σχίσμα οὐδέν ἔλαττον αἱρέσεως, ὡς τῷ Χρυσοστόμῳ εἴρηται».

Μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου πρέπει καί ἐμεῖς νά ἀναλογισθοῦμε ἄν εἶναι σωστό νά «κολλοῦμε» σήμερα στά ἡμερολόγια, σέ ἡγετικές ἀπαιτήσεις καί ἐξαναγκασμό τῶν ἄλλων νά ἀποδεχθοῦν τήν ἄποψί μας, ἤ νά δημιουργοῦμε διαστάσεις καί διχόνοιες γιά δευτερεύοντα θέματα.  Βλέπομε τόν ὅσιο νά παραιτῆται κάθε ἡγετικῆς τάσεως καί τό μόνο του μέλημα νά εἶναι ἡ ἀποφυγή σχισμάτων καί διαστάσεων. Καί ἐδῶ ἡ Οἰκονομία ἔχει τή θέσι της καί μάλιστα σύμφωνα μέ τόν ὅσιο εἶναι ἡ πατερική γραμμή «ἐπί οἰκονομίᾳ ἦλθον μιμήσει τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν». Ἡ μεταξύ μας συμφωνία θά ἔχη μεγίστη ὠφέλεια, ὄχι μόνο σέ ἐμᾶς, ἀλλά καί σέ ὅσους προβληματίζονται καί ἐπιθυμοῦν νά ἐξέλθουν ἀπό τήν αἵρεσι καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου βεβαίως ἡ μεταξύ μας ἀσυμφωνία καί διάστασις θά προξενήση βλάβη, ὄχι μόνο σέ ἐμᾶς, ἀλλά καί στούς προβληματισμένους καί καλοπροαίρετους καί εὑρισκομένους εἰς τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τούς ὁποίους ἴσως ἀπό τόν Θεό θεωρηθοῦμε τελικά ὑπεύθυνοι καί ὑπαίτιοι τῆς παραμονῆς των εἰς αὐτήν.

         Ἄν τέλος ἰδοῦμε ἀπό μία ἄλλη ἄποψι τήν διάστασι καί διαφωνία αὐτή, τήν ὁποία ἀνωτέρω περιγράψαμε, θά πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι αὐτοί οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦσαν μέ τόν ὅσιο, ἦσαν κατ’ οὐσίαν αὐστηρότεροι ἀπό αὐτόν, ἐφ’ ὅσον ἐθεωροῦσαν νόμιμο τήν Ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς δημοσίως καί Συνοδικῶς παρανομοῦσαν καί καταπατοῦσαν τούς ἱερούς Κανόνες, ἐνῶ ὁ ὅσιος ἐθεωροῦσε νόμιμο τήν Ἀποτείχισι ἐξ αἰτίας τῆς ὑπάρξεως τῆς αἱρέσεως.  Καταλαβαίνει λοιπόν ἕκαστος πόσο μακρυά ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πατέρων εἶναι ὅσοι διστάζουν στήν Ἀποτείχισι σήμερα πού ὑπάρχει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Παναίρεσις καί ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια στά ἔσχατα, στόν Ἀντίχριστο κλπ.

Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ καί σέ μία ἄλλη Οἰκονομία τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στίς ἐπιστολές του.

Αὐτή ἦτο ὅτι γιά κάποιο χρονικό διάστημα ἐσιωποῦσε καί, ἐνῶ ἐγνώριζε τήν ὑπόθεσι τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ οἰκονόμου Ἰωσήφ εἰς τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν Πατριάρχη ἅγιο Νικηφόρο, κατόπιν βέβαια πιέσεων ἀπό τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο τόν ἀπό Γενικοῦ, ὁ ὅσιος ἁπλῶς δέν συμμετεῖχε σέ συλλείτουργα καί ἐκκλησιαστικές τελετές, περιμένοντας διά τῆς σιωπῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως νά ἰδῆ τήν ἔκβασι τῆς ὑποθέσεως. Αὐτό τό γεγονός τό περιγράφει σέ ἐπιστολή πρός τούς μοναχούς τῆς Μονῆς Σακκουδίωνος: «Ἕως μὲν ἦν καιρὸς τοῦ οἰκονομεῖν καὶ κρύπτειν τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἀκοινωνησίας Ιωσήφ τοῦ οἰκονόμου, ἐποιοῦμεν τοῦτο, τέκνα καὶ ἀδελφοί, οὐκ ἐκ φόβου κρατούμενοι, κἂν ἁμαρτωλοὶ τυγχάνωμεν, ἀλλ' ἐξ οἰκονομικῆς συγκαταβάσεως, ἐκμιμούμενοί πως τοὺς ἁγίους πατέρας ἡμῶν, καθὰ κἀκεῖνοι ἐν καιρῷ τῷ δέοντι χρώμενοι ταύτῃ ὑπεξήγαγον ἑαυτοῖς τὸν πειρασμόν, τὸ μὲν φειδόμενοι τῶν ἀσθενεστέρων καὶ κακούντων, τὸ δὲ μικρὸν ὑπενδιδοῦντες κυβερνητικῶς, ἵνα τὸ ζητούμενον μικρὸν ὕστερον ἀντιλάβωσι κατόρθωμα. ἐπὰν δὲ νῦν ηὐδόκησεν ὁ ἀγαθὸς ἡμῶν θεὸς εἰς προῦπτον ἐκβῆναι τὴν ὑπόθεσιν, φανερῶς ἄρτι καὶ γράφομεν. πῶς δέ; διὰ τῆς τοῦ λογοθέτου τοῦ δρόμου ἐπερωτήσεως καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἀποκρίσεως» (Φατ. 31, 84, 2).

Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ Ὅσιος ὅτι οἱ οἰκονομίες γίνονται χάριν τῶν ἀσθενεστέρων ἀδελφῶν καί αὐτῶν οἱ ὁποῖοι μέ κακή διάθεσι ζητοῦν αἰτίας γιά νά κατηγορήσουν καί νά σκανδαλίσουν τούς Χριστιανούς. Ἡ ἀπομάκρυνσις ὅμως αὐτή ἔγινε γνωστή καί ἐστάλη ὁ λογοθέτης τοῦ δρόμου να ἐρωτήση εὐθέως γιά ποίαν αἰτίαν σέ τόσες ἑορτές ἀπουσίασαν οἱ Ὅσιοι καί δέν συμμετεῖχον εἰς αὐτές. Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ἔγινε φανερή ἡ ὑπόθεσις, ὁ ἀδελφός τοῦ Ὁσίου ἅγιος Ἰωσήφ, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀπήντησε εἰς τον ἀπεσταλμένο καί ἐξήγησε τόν λόγο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως: «Φησὶ γάρ, "διατί ἕως τοῦ παρόντος οὐ συνεκοινώνησας ἡμῖν καὶ τῷ πατριάρχῃ, τοσούτων ἑορτῶν διελθουσῶν"; καὶ ὅτι "εἰπὲ παρρησίᾳ τὸ αἴτιον". καὶ ὡμολόγησεν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ οὐκ ἠρνήσατο, καὶ ὡμολόγησεν ὅτι "οὔτε πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς ἡμῶν βασιλεῖς ἔχω τι οὐδ' αὖ πρὸς τὸν πατριάρχην, ἀλλὰ πρὸς τὸν οἰκονόμον τὸν στεφανώσαντα τὸν μοιχὸν καὶ διὰ τοῦτο καθῃρημένον παρὰ τῶν ἱερῶν κανόνων". πρὸς οἷς ἡ ἀπόκρισις τοῦ λογοθέτου ὅτι  "οἱ εὐσεβεῖς ἡμῶν βασιλεῖς χρείαν σου οὐκ ἔχουσιν οὔτε ἐν Θεσσαλονίκῃ οὔτε ἀλλῇ"» (Φατ. 31, 85,14).

Ἡ σιωπή, λοιπόν, εἶναι καί αὐτή τρόπος οἰκονομίας, ὅταν δέν γίνεται ἀπό φόβο καί δειλία, ἀλλά χάριν τῶν ἀσθενῶν καί ἀδυνάτων στήν πίστι. Οὔτε βέβαια, ὅταν προσβάλλεται εὐθέως ἡ πίστις, διότι τότε ὁ Ὅσιος τήν σιωπή αὐτή τήν κατηγορεῖ καί τήν θεωρεῖ προδοσία (π.χ. «Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως· λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα» κ.λπ. Φατ. 425, 595, 12).

Τελικῶς ἔγινε γνωστή ἡ ὑπόθεσις τῆς παρανομίας σέ ὅλη τήν πόλι: «ἐξηχήθη δὲ ἡ ὑπόθεσις ἐπί τε τοῦ πατριάρχου καὶ πάσης τῆς πόλεως σχεδόν, καὶ εἰσὶ μὲν πολλοὶ συνθλιβόμενοι καὶ συμφθεγγόμενοι ἡμῖν, ἀλλὰ νυκτερινοὶ θεοσεβεῖς, μὴ δυνάμενοι ἐν φωτὶ παρρησιασθῆναι» (Φατ. 31.85,26).

Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε στούς «νυκτερινούς θεοσεβεῖς», τό ὁποῖο εἶναι μιά θαυμαστή καί παραστατική ἔκφρασι τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία ἀποδίδεται σέ ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι συμπαρίστανται, συνθλίβονται καί ὁμιλοῦν μέχρις ἐκεῖ πού δέν κινδυνεύει ἡ ἡσυχία των, ἡ ἐξουσία των καί τό λεγόμενο βόλεμά των. Τό «μὴ δυνάμενοι ἐν φωτὶ παρρησιασθῆναι», σημαίνει ὅτι ὅλοι αὐτοί δέν ὁμολογοῦν καί δέν κινδυνεύουν χάριν τῆς ἀληθείας.

Θά ἠδυνάμεθα καί ἄλλα νά ἀναφέρωμε ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας, ἀλλά τά ἀντιπαρερχόμεθα θεωρώντας ὅτι ἀναφέραμε τίς βασικές θέσεις του ἐπί τοῦ θέματος τούτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου