Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ-Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ -ΜΕΡΟΣ Β




Επιμέλεια πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου(χημικού)

Εισαγωγικά

Τάξις της «Ομολογίας της Πίστεως»

Πραγματοποιείται  μετά την Δοξολογία και προ του «Ευλογημένη η βασιλεία..»

Προσαγωγή του υποψηφίου

Οι διάκονοι, αφού λάβουν ευλογία, εξάγουν από το άγιο Βήμα τον εψηφισμένο επίσκοπο φέροντα στα χέρια του το Άγιον Ευαγγέλιον

ΠΡΩΤΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΛΙΒΕΛΛΟΣ Α (δημοσιεύτηκε στο Α μέρος)

ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΛΙΒΕΛΛΟΣ Β

ΤΡΙΤΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΛΙΒΕΛΟΣ Γ

Παρακέλευση

Το Άγιον Ευαγγέλιον τίθεται επί της αγίας Τραπέζης. Οι διάκονοι λαμβάνουν ευλογία από τον Χειροτονούντα, με ελαφρά κλίση της κεφαλής, προσφέρουν τον υποψήφιον έμπροσθεν του πρώτου τη τάξει Αρχιερεώς λέγοντας το « Κέλευσον, Κελεύσατε»

Σταυροειδής σφράγιση Εκφώνηση - Προχείριση

Η χάρις του παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος διά

της ημών ταπεινότητος προχειρίζεταί σε

Μητροπολίτην της αγιωτάτης μητροπόλεως

(τήσδε)

 

Η πρώτη προσπάθεια ένταξης της «Ομολογίας της Πίστεως» στον κανόνα της λατρείας ανάγεται στον Πατριάρχη Φώτιο. Ο ίδιος συντάσσει διατάξεις λατρείας και συγκεκριμένα «Σύμβολον τῆς πίστεως πρὸς τοὺς μέλλοντας χειροτονεῖσθαι ἐπισκόπους».

Τον 15ο αιώνα ο Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει όλα όσα τελούνται την ημέρα της χειροτονίας του επισκόπου. Κατά τον Συμεών, το στάδιο της ομολογίας της πίστεως ονομάζεται «δεύτερο μήνυμα» και συμβολίζει «τῶν μνήστρων τὰς ἀπαρχάς», τελείται εντός του ιερού ναού με σύναξη ενώπιον πάντων «τὴν πίστιν ὀρθὴν διδούς» . Για την «Ομολογία της Πίστεως» προβλέπει διάταξη που τελείται την ημέρα της χειροτονίας και ο υποψήφιος αναγινώσκει όρθιος την ομολογία του. Για το περιεχόμενο του κειμένου της «Ομολογίας της Πίστεως» αναφέρει τρία βασικά στοιχεία που επιλέγει ο υποψήφιος να απαγγείλει:

 α. το ιερόν σύμβολο της πίστεως, όπως θέσπισαν οι πατέρες,

β. το «ου δέδωκέ τι προς το ελθείν εις την επισκοπήν» αντιστοιχεί στο ότι δεν έλαβε την χειροτονία με σιμωνιακό τρόπο,

 γ. θα διοικήσει το ποίμνιο «καθαρώς και αμέμπτως».

Το δεύτερο κείμενο της ομολογίας Ορθοδόξου επισκόπου  διατυπώνει το τριαδολογικό και χριστολογικό δόγμα, την εκπόρευση του Πνεύματος μόνο από τον Πατέρα, σε αντιδιαστολή για την δυτική εκκλησία που δογματίζει την εκπόρευση και από τον Υιό (filioque). Το τρίτο αφορά το τριαδολογικό και χριστολογικό δόγμα, την τιμή και προσκύνηση των αγίων εικόνων και τους αναθεματισμούς αιρετικών προσώπων, Αρείου, Μακεδονίου, Νεστορίου.

ΘΕΙΟΣ ΛΙΒΕΛΛΟΣ Β'  ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΥΠΟ ΕΦΗΨΙΣΜΕΝΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ ΑΥΤΟΥ

 

Πιστεύω εις ένα Θεόν, εν τρισί προσώποις μεριζόμενον, Πατέρα φημί και Υιόν και Άγιον Πνεύμα· μεριζόμενον λέγω, κατά τον της ιδιότητος λόγον, αμέριστον δε, κατά την ου-σίαν· και όλη Τριάς η αυτή, και όλη Μονάς η αυτή· Μονάς, κατά την ουσίαν και φύσιν και μορφήν· Τριάς, κατά την ιδιότητα και ονομασίαν· ονομάζεται γαρ, ο μεν Πατήρ, ο δε Υιός, το δε Άγιον Πνεύμα. Ο Πατήρ αγέννητος και άναρχος· ου γαρ εστιν αυτού τι πρεσβύτερον· ην γαρ εκείνος, και πάντως ην Θεός· άναρχος δε, ότι μη εκ τινος έχει το είναι, η εξ εαυτού. Πι¬στεύω δε, ότι ο Πατήρ αιτία εστίν Υιού και Πνεύματος, του μεν Υιού γεννητώς, του δε Αγίου Πνεύματος εκπορευτώς, μηδεμιάς διαστάσεως μηδέ αλλοτριώσεως εν τούτοις θεωρουμένης, η μόνον της διαφοράς των υποστατικών ιδιωμάτων· ότι ο μεν Πατήρ γεννά τον Υιόν και προβάλλει το Πνεύμα το Άγιον· ο δε Υιός γεννάται εκ μόνου του Πατρός· και το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύε¬ται εκ του Πατρός. Και ούτω μίαν αρχήν πρεσβεύω, και εν αίτιον επιγινώσκω, τον Πατέρα, Υιού και Πνεύματος.

Λέγω δε τον Υιόν αρχήν υπέρχρονον και αόριστον, ουχ ως αρχήν των κτισμάτων, οιονεί πρωτόκτιστον όντα, τα πρεσβεία τούτων επιφερόμενον· άπαγε! τούτο της Αρειανών δυσσεβείας εστί παραλήρημα· εκείνος γαρ ο δυσώνυμος εβλασφήμει κτίσμα τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον· εγώ δε λέγω αρχήν τον Υιόν εκ του ανάρχου όντα, ίνα μη παραδεχθώσι δύο αρχαί. Μετά της αρχής δε επί του Υιού το Πνεύμα το Άγιον, επειδή και άμα και ομού το είναι έχουσιν εκ Πατρός, ο τε Υιός και το Πνεύμα το Άγιον· ο μεν γεννητώς, το δε εκπορευτώς, ως είρηται. Και ούθ’ ο Πατήρ διήρηται του Υιού, ούθ’ ο Υιός του Πνεύματος, ούτε το Πνεύμα το Άγιον Πα¬τρος και Υιού· αλλά όλος εστίν ο Πατήρ εν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, και όλος ο Υιός εν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, και όλον το Πνεύμα το Άγιον εν τω Πατρί και τω Υιώ· ήνωνται γαρ διηρημένως, και διήρηνται ηνωμένως. Ομολογώ δε, ότι ο του Θεού Λόγος, ο συναΐδιος τω Πατρί, ο υπέρχρονος, ο απερίληπτος, ο απεριόριστος, κάτεισι μέχρι της ημών φύσεως και άνθρωπον τεταπεινωμένον και όλον τον περιπεπτωκότα λαμβάνει εκ των αγνών και παρθενικών αιμάτων της μόνης παναμώμου και καθαράς Παρθένον, ίνα όλω τω κόσμω την σωτηρίαν και χάριν, ένεκα της ιδίας ευσπλαγχνίας, χαρίσηται. Και γέγονεν η καθ’ υπόστασιν των φύσεων ένωσις, ου ταίς κατά μικρόν προσθήκαις τελειωμένου του βρέφους, ουδέ κατά φυρμόν, η σύγχυσιν, η ανάκρασιν, ενωθεισών των συνεληλυθυιών φύσεων, ουδέ υποστάντος του ανθρώπου επιγενέσθαι τον Λόγον και σχετικήν γενέσθαι την ένωσιν, κατά τον θεοστυγή και Ιουδαιόφρονα Νεστόριον, ουδέ αυτόν και άψυχον, κατά τον άνουν όντως Απολλινάριον· εκείνος γαρ ελήρει αρκείν την θεότητα αντί του νοός. Εγώ δε Θεόν τέλειον αυτόν ομολογώ, και τέλειον άνθρωπον τον αυτόν· ος άμα σαρξ, και άμα Θεού Λόγου σαρξ έμψυχος λογική τε και νοερά ψυχή· σώζοντά τε πάντα τα της αυτού θεότητος φυσικά αυχήματα και μετά την ένωσιν, και μη τραπέντα τα της θεότητος αυτού η της ανθρωπό¬τητος, διά την προς τον Λόγον ακραιφνεστάτην συνάφειαν· φέροντα τον αυτόν μίαν υπόστασιν σύνθετον, δύο τας φύσεις και ενεργείας σώζουσαν, τα εξ ων και εν οις ην ο αυτός εις Ιησούς Χριστός, ο Θεός ημών· έχοντά τε δύο θελήσεις φυσικάς, ου γνωμικάς. Ίστεον δε, ως έπαθε μεν, ως Θεός, λέγω σαρκί· Θεότητα παθητήν, η παθούσαν σαρκί, ουδαμώς.

Έτι ομολογώ αυτόν αναλαβείν πάντα τα ημέτερα αδιάβλητα πάθη, τα συνόντα τη φύσει ημών, δίχα της αμαρτίας, οίον την πείναν, την δίψαν, τον κόπον, τα δάκρυα, και τα τοιαύτα, ενεργούντα δε εν αυτώ ουκ ηναγκασμένως, ώσπερ και εν ημίν, αλλά της ανθρωπίνης θελήσεως ακολουθούσης τη θεία αυτού θελήσει· θέλων γαρ επείνασε, θέλων εδίψησε, θέλων εκοπίασε, θέλων απέθανε. Θνήσκει τοίνυν, τον υπέρ ημών απεκδεχόμενος θάνατον, απαθούς μενούσης της αυτού θεότητος· αυτός γαρ ουχ υπέκειτο θανάτω, ο την αμαρτίαν αίρων του κόσμου, αλλ’ ίνα πάντας ημάς εξάξη της παμφάγου χειρός του θανάτου, και τω οικείω αυτού Αίματι προσάξη τω οικείω Πατρί, και σώματι προσβαλών ο θάνατος ανθρωπίνω, δυνάμει θεότητος καταρράσσηται· και ανάγονται εκείθεν αι απ’ αιώνος των δικαίων πεπεδημέναι ψυχαί. Μετά δε το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών, τεσσαράκοντα ημέρας εν τη γη μετά των Μαθητών επιφαινόμενος, ανελήφθη εις τον ουρανόν, και εκάθισεν εν τη δεξιά του Πατρός· δεξιάν δε του Πατρός λέγω, ου τοπικήν η περιγραπτήν, αλλά λέγω δεξιάν του Θεού είναι την άναρχον και προαιώνιον δόξαν, ην έχων ο Υιός προ της ενανθρωπήσεως, και μετά την ενανθρώπησιν ταύτην έσχηκε. Συμπροσκυνείται γαρ η αγία αυτού σαρξ τη αυτού θεότητι τιμία προσκυνήσει, ου προσθήκην δεξαμένης της αγίας Τριάδας· μη γένοιτο! Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς και μετά την ένωσιν του Μονογενούς, αχωρίστου μεινάσης της αγίας αυτού σαρκός, και έτι μετ’ αυτού μενούσης και εις τον αιώνα. Μετ’ αυτής γαρ ελεύσεται κρίναι ζώντας και νεκρούς, δικαίους τε και αμαρτωλούς· και τοις μεν δικαίοις αποδώσων τα έργα της αρετής και την Βασιλείαν των ουρανών, ανθ’ ων ενταύθα εκοπίασαν· τοις δε αμαρτωλοίς αιώνιον ανταμειψόμενος βάσανον και το της γεέννης ατελεύτητον πυρ. Ου γένοιτο πάντας ημάς την πείραν εκφυγείν, και των επηγγελμένων και ακηράτων επιτυχείν αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Αμήν.

 

 

ΘΕΙΟΣ ΛΙΒΕΛΛΟΣ Γ΄ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΥΠΟ ΕΦΗΨΙΣΜΕΝΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ ΑΥΤΟΥ

 

Πιστεύω εις ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων· άναρχον μεν και αγέννητον και αναίτιον, αρχήν δε φυσικήν και αιτίαν Υιού και Πνεύματος. Πιστεύω και εις τον μονογενή αυτού Υιόν, αρρεύστως και αχρόνως εξ αυ¬του γεννηθέντα, ομοούσιον αυτώ, δι’ ου τα πάντα εγένετο. Πιστεύω και εις το Πνεύμα το άγιον, το εξ αυτού του Πατρός εκπορευόμενον και συνδοξαζόμενον, ως συναΐδιον και σύνθρονον και ομοούσιον και ομόδοξον και της κτίσεως δημιουργόν. Πιστεύω τον ένα της αυτής υπερουσίου και ζωαρχικής Τριάδος, τον μονογενή Λόγον, κατελθόντα εκ των ουρανών δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημών σωτηρίαν, σαρκωθήναι εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της παρθένου ενανθρωπήσαι, τουτέστι τέλειον άνθρωπον γενέσθαι, μένοντα Θεόν, και μηδέν μεταβαλόντα της θείας ου¬σίας, διά την προς την σάρκα κοινωνίαν, η αλλοιώσαντα· αλλ’ άνευ τροπής προσειληφότα τον άνθρωπον, εν αυτώ το πάθος και τον σταυρόν υπομείναι, παντός πάθους, κατά την θείαν φύσιν, ελεύθερον· και αναστήναι τη τρίτη ημέρα εκ των νεκρών, και εις τους ουρανούς ανεληλυθότα, εκ δεξιών καθίσαι του Θεού και Πατρός. Πιστεύω και τας περί Θεού και των θείων παραδόσεις τε και εξηγήσεις της μιάς Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών, προσδοκώ ανάστασιν νεκρών, και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Έτι δε του ενανθρωπήσαντος Λόγου μίαν υπόστασιν ομολογώ, και ένα πιστεύω τον αυτόν και κηρύττω Χριστόν, εν δυσί μετά την ενανθρώπησιν και θελήσεσι και φύσεσι, τα εν οις και εξ ων πέφυκε σώζοντα· ακολούθως δε και δύο θελήματα πρεσβεύω, της εκάστης φύσεως το ίδιον θέλημα και την ιδίαν σωζούσης ενέργειαν. Προσκυνητής ειμι σχετικώς, αλλ’ ου λατρευτικώς των θείων και σεπτών εικόνων, αυτού τε του Χριστού, και της πανάγνου Θεομήτορος, και πάντων των Αγίων, και επί τα πρωτότυπα την προς ταύτας διαβιβάζω τιμήν· τους δε άλλως η ούτω φρονούντας, ως αλλοτριόφρονας αποβάλλομαι. Αναθεματίζω Άρειον και τους συν αυτώ σύμφρονας και κοινούς της αυτού μανιώδους κακοδοξίας, Μακεδόνιον και τους περί αυτόν, καλώς ονομασθέντας Πνευματομάχους, ωσαύτως Νεστόριον και τους λοιπούς αιρεσιάρχας και τους του¬των ομόφρονας αποβάλλομαι και αναθεματίζω, και τρανώς ανακηρύττω μεγίστη φωνή: πάσι τοις αιρετικοίς ανάθεμα· όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα. Την δε δέσποιναν ημών, την Θεοτό¬κον Μαρίαν, κυρίως και αληθώς ομολογώ και κηρύττω ως τεκούσαν σαρκί τον ένα της Τριάδος, Χριστόν τον Θεόν ημών, ήτις γενείη μοι βοηθός, σκέπη και αντίληψις πάσας τας ημέρας της ζωής μου. Αμήν.

 

ΠΗΓΗ:

Α. Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Ι, εκδ. β΄, εν Αθήναις 1960 σ. 295-296 

Β.Ευχολόγιον το Μέγα της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1992, σ. 173-175.

Γ. Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΤΥΠΙΚΟ (ΝΤΥΡΟΥ Γ. ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου