Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Η θέση του Επισκόπου στην Ορθόδοξη Εκκλησία

 



πρωτοπρεσβυτέρου Δημ.Αθανασίου

 -Υπενθύμιση παλιότερης δημοσίευσης

Εισαγωγικά

Βασικός σκοπός των δημοσιεύσεων για την χειροτονία επισκόπου ήταν να δούμε ποιό είναι το έργο που αναλαμβάνει κάθε κληρικός που γίνεται  επίσκοπος. Στο παρακάτω άρθρο γίνεται μια αναλυτικότερη παρουσίαση του έργου του επισκόπου.

------------------------------------------ 

H  θέση  του  Επισκόπου είναι να κυβερνά, διδάσκει και κατευθύνει την τοπική  Εκκλησα και ιστάμενος ενώπιον του θυσιαστηρίου να προσφέρει θυσίας. Και ο Ζωναράς (58ο  Αποστ.) λέγει σχετικώς «Τοις  Επισκποις εν τω θυσιαστηρίω καθέδρα εξ ύψους ίδρυται, δηλούντος του πράγματος οίον είναι τούτο, ότι δει τον υπ' αυτόν λαόν οράν αφ' ύψους και επισκοπείν ακριβέστερον· και ο Πρεσβύτερος συνιστάναι εκεί τω  Επισκπ και συγκαθήσθαι ετάχθησαν, ίνα και ούτοι δια της αφ' ύψους καθέδρας ενάγωνται εις το εφοράν τον λαόν και καταρτίζειν αυτόν, ώσπερ σύμπονοι δοθέντες τω  Επισκπ».  Εδώ ο Ζωναράς αποδίδει στην καθέδρα του  Επισκπου την εικόνα της σκοπιάς που είναι υψηλότερη για να φανερώνει τον σκοπό του πράγματος, δηλαδή ότι πρέπει να επισκοπεί το λαόν του από υψηλά και να τον παρατηρεί.  Επισκοπε < επί - σκοπέω - ω, (= βλέπω παρατηρώ).  Αρα  Επισκοπ = επιβλέπω, επιτηρώ.  Αλλά και οι θέσεις των πρεσβυτέρων ως μικρότερες σκοπιές χαρακτηρίζονται για να επιβλέπουν και αυτοί το λαό και να τον καταρτίζουν «ώσπερ σύμπονοι δοθέντες, τω επισκόπω», σαν συμπάσχοντες, συμπαραστάτες του  Επισκπου.

Ο  Επσκοπος, λοιπόν, είναι «ο επί του ύψους του εκκλησιαστικού πύργου ιστάμενος και εκείθεν σκοπών και κατοπτεύων τας ψυχάς. Είναι «ο το πλήρωμα όλης της ιερωσύνης κατέχων και πάντας αυτής τους βαθμούς εν εαυτώ συγχωνεύων και δι' εαυτού μεταδίδων». Είναι ο «επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών, δύναμιν έχων τελεστικήν πρεσβυτέρου, διακόνου, υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτου και μοναχού» και όπως λέγει ο Δοσίθεος  Ιεροσολμων εις την ομολογίαν του

«Το επισκοπικόν αξίωμα ούτως εστίν εν τη  Εκκλησίᾳ αναγκαίον, ώστε χωρίς αυτού μη δύνασθαι μήτε  Εκκλησαν, μήτε χριστιανόν τινά ή είναι ή όλως λέγεσθαι· αυτός γαρ ο αξιωθείς  Επσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος, ζώσα εστίν εικών του Θεού επί της Γης... ούτω δε αυτού το αναγκαίον εννοούμεν εν τη  Εκκλησίᾳ, ως εν τω ανθρώπω την αναπνοήν και τω αισθητώ τούτω κόσμω τον ήλιον... ό,τι Θεός εν τη ουρανίω των πρωτοτόκων  Εκκλησα και ήλιος εν τω κόσμω, τούτο έκαστος  Αρχιερες εν τη κατά μέρος  Εκκλησίᾳ».

«Όπου ο Επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία»;

Η εξουσία του επισκόπου θεωρείται ότι είναι  εξουσία του Χριστού και της Εκκλησίας. Οι αποφάσεις τους για τα εκκλησιαστικά θέματα δεν είναι  δικές τους, αλλά του Θεού (Α΄ Κορ. β΄16. Πραξ. ιε΄ 28) και οφείλουν οι επίσκοποι  να βρίσκονται «εν Ιησού Χριστού γνώμη», όπως αναφέρει ο άγιος Ιγνάτιος·  να μην επιβάλουν δικές τους ανθρώπινες απόψεις.

Στο σώμα της Εκκλησίας ο επίσκοπος δεν εκφράζει μόνο τη γνώμη του Χριστού, αλλά και την παρουσία του αοράτου, μοναδικού αρχιερέα και επισκόπου Ιησού Χριστού. Αποτελεί εγγύηση της παρουσίας αυτής στη ζωή της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στα ιερά μυστήρια και της χαρισματικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Γι’ αυτό στην ορθόδοξη ομολογία του Δοσιθέου αναφέρεται πως χωρίς το επισκοπικό αξίωμα, δεν είναι δυνατό «μήτε Εκκλησίαν, μήτε Χριστιανόν τινα ή είναι ή όλως λέγεσθαι».

Συνέπεια αυτού είναι οι λόγοι του αγίου Ιγναντίου: «όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί και το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός, εκεί η καθολική Εκκλησία».( επιστολή του προς τους Σμυρναίους).

Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, αντιμετωπίζοντας κάποιες κακοδοξίες σχετικές με το επισκοπικό αξίωμα και τη Θεία Ευχαριστία, συνέδεσε «την εγκυρότητα της Ευχαριστίας με τον επίσκοπο, που είναι “εγκεκραμένος” με τον Χριστό, όπως πρέπει να είναι με τον επίσκοπο και οι πιστοί.».

Πριν όμως, αναφερθεί στον επίσκοπο, στην ίδια επιστολή οριοθέτησε τα αναγκαία σημεία της Ορθοδόξου Πίστεως. Δοξάζει τον Θεό για τη σοφία των Σμυρναίων, διότι κατάλαβε ότι είναι κατηρτησμένοι «εν ακινήτω πίστει». Τους συμβουλεύει να προσέχουν τους έχοντες πλανεμένες διδασκαλίες:

«…Προσέξτε αυτούς που πιστεύουν διαφορετικά για τη χάρη του Ιησού Χριστού που ήρθε σε μας, πόσο αντίθετοι είναι με τη γνώμη του Θεού.

(Προσέξτε) αυτούς  που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν, επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας, και τους οποίους δεν τους έπεισαν ούτε οι προφητείες, ούτε ο νόμος του Μωυσή, αλλά ούτε και το Ευαγγέλιο μέχρι τώρα, ούτε τα παθήματα του καθενός από μας. . Γιατί το ίδιο πιστεύουν και για μας. Γιατί με ωφελεί κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριο μου, μη ομολογώντας ότι έφερε σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας νεκροφόρος. Τα ονόματα όμως αυτών, επειδή είναι άπιστα, δεν θεώρησα καλό να τα γράψω. Αλλά ούτε να συμβεί να τα αναφέρω, μέχρι να μετανοήσουν για το πάθος, που είναι η ανάστασή μας.

««Προφυλάσσω δε υμάς από των θηρίων των ανθρωπομόρφων, ούς ου μόνον δει υμάς μη παραδέχεσθαι, αλλ’ ει δυνατόν εστι, μηδέ συναντάν, μόνον δε προσεύχεσθαι υπέρ αυτών, εάν πως μετανοήσωσιν, όπερ δύσκολον».

 

Ο Επισκοποκεντρισμός

Η  αίρεση του επισκοποκεντρισμού σε όλες τις μορφές της  θεωρεί τον επίσκοπο αντί του Χριστού ως κέντρο της Θείας Ευχαριστίας.

Τα Μυστήρια τελούνται στο όνομα του Χριστού και της Αγίας Τριάδος και όχι στο όνομα του επισκόπου. Αυτό αποδεικνύεται ως εξής:

α. Συνιστώντας δε και ιδρύοντας το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά την τέλεση του Μυστικού Δείπνου δεν είπε ότι αυτό θα το τελείτε στο όνομα του επισκόπου, αλλά για να θυμάσθε εμένα «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».

β. Η Θεία Λειτουργία και οι άλλες ακολουθίες αρχίζουν με τριαδολογική επίκληση «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» και «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» ή «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε…». Τίποτε δεν άρχεται με επίκληση του ονόματος του επισκόπου. Αρχή και το τέλος, το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος είναι ο Τριαδικός Θεός .Το ιερατείο Του, αρχής γενομένης από τον κάθε επίσκοπο, συνιστά τους διακόνους Του που θα δώσουν λόγο για τη διακονία τους πάντα εις το όνομα του Τριαδικού Θεού και ποτέ στο όνομα του επισκόπου τύπου εωσφορικού παπικού «αυτοκράτορα».

γ. Ειδικότερα, στην ευχή του Χερουβικού Ύμνου «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις…», που αναφωνούν «εκ βαθέων» ο επίσκοπος ή ο ιερεύς προ της Αγίας Τραπέζης ομολογούν ότι ο Χριστός είναι ο ιερουργός του μυστηρίου, «ο προσφέρων και προσφερόμενος», και ποτέ ο επίσκοπος ή ο ιερεύς: «Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών».

δ. Ωσαύτως, στην μικρή ακολουθία του «Καιρού» προ της Προσκομιδής, ικετεύουν οι κληρικοί τον Χριστό να προσεγγίσει τη Χείραν Του για την επιτέλεση της αναίμακτης ιερουργίας: «Κύριε εξαπόστειλόν μοι την χείρα σου εξ αγίου κατοικητηρίου σου».

 

Η μνημόνευση του επισκόπου

Επισημαίνεται, ότι η μνημόνευση του Επισκόπου γίνεται για άλλους λόγους, και όχι γιατί αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του Μυστηρίου, χωρίς το οποίο το μυστήριο είναι δήθεν άκυρο. Ο επίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως για να φανεί, ότι ο μνημονεύων και ο μνημονευόμενος έχουν την ίδια πίστη, ότι είναι αμφότεροι Ορθόδοξοι, ότι ο μνημονευόμενος έχει την ίδια πίστη με τον μνημονεύοντα, είναι ταυτογνωμονούντες και ταυτοπιστεύοντες».

Σημαντικό εκκλησιολογικό κείμενο για το θέμα είναι η επιστολή των Αγιορειτών πατέρων προς τον λατινόφρονα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η Παλαιολόγο, επί Πατριαρχίας Βέκκου. Ο Μιχαήλ  για καθαρά πολιτικούς-στρατιωτικούς λόγους, κατάφερε να επιτύχει μια μονομερή ένωση με τους Λατίνους το 1274, την οποία υπέγραψαν ελάχιστοι ιερωμένοι και την οποία δεν δέχτηκε το σύνολο του πιστού Λαού του Θεού και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κυρίως στα άλλα τρία Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γράφουν λοιπόν οι Αγιορείτες στην ομολογιακή επιστολή τους.

«Άλλωστε, η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού δεχόταν από παλαιά την αναφορά του ονόματος του Αρχιερέως ενώπιον των αγίων Μυστηρίων ως τελεία συγκοινωνία. Διότι, έχει γραφεί στην ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του Αρχιερέως, για να δείξει ότι υποτάσσεται στον ανώτερό του, ότι είναι κοινωνός του και ότι έχει δεχθεί δι’ αυτού την πίστη και την χάρι της ιερουργίας των Μυστηρίων. (Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης των εν τη θεία λειτουργία γινομένων συμβόλων και μυστηρίων, PG 140, 460-461.)

Η μνημόνευση των Προκαθημένων στα ιερά Δίπτυχα είναι ομολογία και ταύτιση πίστεως  μεταξύ τους, αλλά και ταύτιση πίστεως των κληρικών και λαϊκών με την πίστη των Προκαθημένων.

Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τη μνημόνευση «υπέρ της Ιεράς ημών Συνόδου της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας» από πλευράς των μητροπολιτών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως επίσης και για τη μνημόνευση «υπέρ του Αρχιεπισκόπου και Οικουμενικού Πατριάρχου (τάδε) του ορθοτομούντος τον λόγον της σης αληθείας» και «υπέρ της Ιεράς ημών Συνόδου της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας» από πλευράς των μητροπολιτών των λεγομένων «Νέων Χωρών». Η μνημόνευση αυτή είναι ομολογία ταύτισης της πίστεως των μητροπολιτών με τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και τη Σύνοδο.

Συμπερασματικά τονίζουμε ότι :«Αν ο Επίσκοπος «εν Ιησού Χριστού γνώμη εστίν», όπως είναι η σχετική φράση τού αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, τότε η μνημόνευσή του από το εκκλησίασμα, λαικούς και κληρικούς, είναι δήλωση και ομολογία ότι όλοι του εκκλησιάσματος είναι πιστά τέκνα του Κυρίου, που τον αναγνωρίζουν ως Ποιμένα τους, αφού ένας Επίσκοπος με «γνώμη Χριστού» και κανονική αποστολική διαδοχή επέχει θέση Χριστού ανάμεσά τους («εις τύπον και τόπον Χριστού»), είτε είναι παρών, είτε απών, λειτουργώντας διά του ιερέως, και μας εξασφαλίζει ως Σώμα Χριστού διά της κοινής, ορθής πίστης. Και εξ αιτίας αυτής της σημαντικής δήλωσης - ομολογίας, που κάνουμε, προσλαμβάνουμε χάρι και αγιαζόμαστε στην πορεία της προετοιμασίας μας προς το Μυστήριο, για να γίνουμε κατά Χάριν άγιοι, όπως προκύπτει από τα λόγια και την ουσία των λόγων του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα. Ταυτόχρονα, επειδή η αναγνώριση του Χριστού ως Ποιμένος μας, διά της μνημονεύσεως του Επισκόπου, σημαίνει και υπακοή στον Ποιμένα και δέσμευσή μας να ακολουθούμε πάντα την φωνή του, αυτό μας υπενθυμίζει από την ανθρώπινη ζωή του Χριστού ότι κι Αυτός ακολουθούσε πάντα και ήταν υπάκουοςστόν ΘεόΠατέρα Του. Γιατί, κατά τον ιερό Καβάσιλα,«όχι μόνοτά ψαλλόμενα και λεγόμενα έχουν αυτή την αποστολή, αλλά και τάτελούμενα, και το καθένα, αν και γίνεται για μια παρούσα ανάγκη,σημαίνει και κάποιο από τα έργα, τις πράξεις η τα πάθη του Χριστού».

Υποβιβάζεται, συνεπώς, εντελώς η μνημόνευση του Επισκόπου ως στοιχείο της Θείας Λειτουργίας και γίνεται «γράμμα» (τύπος), όταν χαρακτηρίζεται ως μια απλή αναφορά στο όνομά του, και αφαιρούμε, είτε από άγνοια (που δεν επιτρέπεται), είτε από σκοπιμότητα, το «πνεύμα» της, που είναι Πνεύμα Θεού, και αυτό ακριβώς, που μας ζωοποιεί. Και ξεχνάμε ότι όλη η Θεία Λειτουργία, που, όπως τόνισε παραπάνω ο άγιος Νικόλαος, είναι ένα ενιαίο σώμα με αρμονία και ακεραιότητα, δεν είναι μια «τυπική» τελετή.Αλλά και όλη και κάθε επί μέρους τμήμα της, είναι μια μυσταγωγία, δηλ. χορήγηση Πνεύματος από το Άκτιστο στην Κτίση, τόσο την έλλογη, όσο και την άλογη. Και ίσως να είναι προσβολή στο Θείο καίαλογία να λέμε ότι από αυτό το ολοκληρωτικά θεόπνευστο και ζωοποιητικό κατασκεύασμα, ένα από τα στοιχεία της, όπως η μνημόνευση του Επισκόπου, είναι ελλιπές και δεν έχει «πνεύμα», δηλ. δεν έχει ζωή» (π.Άγγελος Αγγελακόπουλος)

 

Μέγα ψεύδος η μνημόνευση αιρετικών ως ορθοδόξων. Απομάκρυνση από τους μνημονεύσαντες.

 Συνεχίζουν οι Αγιορείτες πατέρες προς τον Μιχαή Η Παλαιολόγο γράφοντας:

«Αν, λοιπόν, εμποδιζόμαστε να χαιρετάμε τον αιρετικό απλά στον δρόμο και αν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε σ ’ένα συνηθισμένο σπίτι, πώς δεν είναι ανεπίτρεπτο να τον εισάγουμε, όχι σε σπίτι, αλλά στον ναό του Θεού και μάλιστα σ’ αυτά τα ίδια τα άδυτα, πάνω στη μυστική και φρικτή (Αγία) Τράπεζα του αμώμου Υιού, έτσι ώστε ο αναμάρτητος (Υιός) να μας εξιλεώσει στον Πατέρα και τον Εαυτό Του και να καθαρίσει τις αμαρτίες μας με το ίδιο το Αίμα Του; Ποιος άδης θα αναφωνήσει τη μνημόνευση του Πάπα, ο οποίος αποκόπηκε δίκαια από το Άγιον Πνεύμα, εξ αιτίας της αυθάδειάς του εναντίον του Θεού και των θείων Μυστηρίων, και θα γίνει μ’ αυτόν τον τρόπο εχθρός του Θεού; Διότι, αν ακόμη και ο απλός χαιρετισμός μας καθιστά κοινωνούς των πονηρών έργων αυτού, που χαιρετάμε, πόσο μάλλον η μνημόνευσή του εκφώνως και μάλιστα τη στιγμή, που αντικρύζουμε με φρίκη τα θεία Μυστήρια; Αν αυτός ο Ίδιος, που βρίσκεται μπροστά μας, είναι η Αυτοαλήθεια, πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί ένα τόσο μεγάλο ψεύδος, το να συγκατατάσσεται δηλ. ο Πάπας μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχών; Μήπως θα παίξουμε θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών Μυστηρίων και θα υποκριθούμε ότι είναι υπαρκτό, αυτό που δεν υπαρκτό; Και πώς θα τα ανεχθεί αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και δεν θα απομακρυνθεί αμέσως από την εκκλησιαστική κοινωνία αυτών, που τον μνημόνευσαν, και δεν θα τους θεωρήσει ιεροκαπήλους»;

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου