Τρίτη 14 Μαΐου 2024

«Εμίσησα Εκκλησίαν Πονηρευομένων»

 

Το στυγερώτερον έγκλημα εις βάρος της αγίας μας Ορθοδοξίας είναι η ανοχή των Αιρέσεων και των Αιρετικών. Ασεβέστατα κηρύσσονται από Ορθοδόξους (;) ποιμένας αιρέσεις φοβεραί, και ανεμπόδιστα κινούνται Αιρεσιόφρονες Ποιμένες (;) μεταξύ της Ποίμνης του Χριστού! 

Έπαυσε, φαίνεται, εις ωρισμένους να λειτουργή το αισθητήριον της Ορθοδοξίας και η Εκκλησιαστική συνείδησις  έχει επικινδύνως αμβλυνθή, ώστε να μη διακρίνωνται τα Αγιοπνευματοχάρακτα σύνορα της Ορθοδοξίας από την πλάνην και την Αίρεσιν. 

Ποίοι άραγε ευθύνονται δια την τραγικήν αυτήν ψυχικήν τύφλωσιν; Κατ΄ αρχήν όλοι· προ παντός όμως οι Ποιμένες!  «Ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνα μου, εμόλυναν την μερίδα μου…» (Ιερ. 12, 10), θρηνωδεί ο προφήτης Ιερεμίας· και προσθέτει: «Ω οι ποιμένες (…) Υμείς διεσκορπίσατε τα πρόβατά μου και εξώσατε αυτά…» (Ιερ. 23, 1-3). 

Δυστυχώς Πατριάρχαι, Αρχιερείς, Επίσκοποι, Ηγούμενοι, με έναν λόγον Ποιμένες εμολύνθησαν από τον Οικουμενισμόν, ώστε να έχουν συνηθίσει εις τας Οικουμενιστικάς βλασφημίας και να μη ενοχλούνται από τα κηρύγματα των Αιρέσεων, δια των οποίων βάλλεται, εξοντωτικώς η Αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία. Φαίνεται, ότι εις την εποχήν του Υλιστικού Ευδαιμονισμού δεν θεωρείται πλέον υπέρτατος σκοπός της Εκκλησίας η αγιότης, αλλά η κοσμική σκοπιμότης.

 

cebfcf81ceb8cebfceb4cebfcebeceb7-cebbceb5ceb9cf84cebfcf85cf81ceb3ceb9ceb1-ceb1cf85ceb8-cf83cf85cebd-cf84ceb7cf82-ceb5ceb2cf81-2-2892

Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ὁ Ὀρθόδοξος πιστός Χριστιανός, σέ στιγμές πνευματικῆς περισυλλογῆς καί ἰδίως κατά τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, πού ἡ ψυχή ἀνοίγεται στήν ἐπικοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἐκτός τῶν ἄλλων, ποιεῖ καρδιακή ἀναφορά καί γιά τήν ὅλη του συμπεριφορά. Ἀπό θετικῆς ἀπόψεως βλέπει τήν προσπάθεια τήν ὁποία ἔχει εἰς τό νά βαδίζῃ τήν ὁδόν τῆς Εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, ἀπό τό «κατ᾽ εἰκόνα» δηλαδή εἰς τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ ὅλες τίς παραμέτρους τοῦ θέματος, καί ἀπόἀρνητικῆς ἀπόψεως παρακολουθεῖ τόν ἀκατάπαυστο ἀγῶνα πού διεξάγει εἰς τό νά μή συναναμιγνύεται μέ τούς ἀσεβεῖς. Μέἐκείνους τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού ἀρνοῦνται τήν ἀγάπη τοῦΘεοῦ καί ἀποστρέφονται τήν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης πού ὁδηγεῖ εἰς τήν ἁγιότητα.

Ὁμιλοῦμε βεβαίως γιά τούς συνειδητούς πιστούς καί τούς  ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού, παρά τίς μικρότερες ἤμεγαλύτερες ἀδυναμίες τίς ὁποῖες γνωρίζουν ὅτι ἔχουν,ἐπιθυμοῦν νά τίς κατανικήσουν καί νά τίς μεταβάλλουν ἀπό κακίες καί πάθη σέ ἀρετές. Καί τό τονίζομε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅλως ἀνοήτως, φρονοῦν ὅτι μποροῦν δῆθεν νά συνδυάσουν τήν ζωήν τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ζωήν τῆςἀδικίας καί τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας των μέ ἀποτέλεσμα νάἀμβλύνεται ἡ συνείδησίς των καί νά φθάνῃ ἕως καί τῆς πωρώσεως. Τελικῶς δέ, νά φθάνουν εἰς τό κατάντημα νά τούςἐγκαταλείπῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού σημαίνει ἑκουσία θεοεγκατάλειψι, δηλαδή αὐτοθεοεγκατάλειψι, ἀφοῦ ὁ Θεός οὐδέποτε ἀρνῆται τό πλάσμα Του.
Ἔτσι, γίνονται ἐν πολλοῖς ὑποκριταί, ἀλλά καί οἱ πράξεις των καθίστανται μισητές. 
Ἐμᾶς ὅμως ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωποςὁ ὁποῖος ἔχει θέσει ὅριον καί μέτρον ἄριστον εἰς τίς πράξεις καί  ἐνέργειές του καί αἰσθανόμενος τήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦΘεοῦ ἔχει τήν παρρησία νά ἀπευθύνεται πρός τόν Κύριον τῆς Δόξης. 
Ἐκεῖνο δηλαδή πού ἐφήρμοζαν κυρίως οἱ Ἅγιοι καί ἐκεῖνο πού βίωναν οἱ Δίκαιοι καί οἱ Προφῆτες εἰς τόν χῶρον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μέσα σέ ἕνα τέτοιο πνεῦμα κατανυκτικῆς προσευχῆς καί δεήσεως καί μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα ἐξομολογητικῆς διαθέσεως,ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, ἔχοντας ἀπολύτως ἤρεμη τήν συνείδησί του, 
καί ζητῶντας τήν Θεία προστασία ἐναντίον τῶν συκοφαντῶν του, βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος καί Θεός θά τόν προστατεύση, ἐκφράζει μέ ἕναν εἰλικρινῆ καί συγκινητικό τρόπο τήν ἀποστροφή του ἐναντίον ὅλων ἐκείνων πού σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά.
Ἀλλά, ἄς πάρωμε εἰς τά χέρια μας τό ἱερό κείμενο τοῦΨαλτηρίου καί θά αἰσθανθοῦμε τήν ἰδιαιτέρα εὐλογία ἀλλά καί τήν ἀγανάκτησι τοῦ Δαυΐδ. Τήν ἀγανάκτησι καί τήν ἀποστροφή πού ἔνοιωθε ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἔργων, ἕνεκεν τῆς πλουσίας Χάριτος πού ἐνοικοῦσε εἰς τήν ὕπαρξί του. Τό ἱερό κείμενο συγκλονίζει καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Ο´(ἑβδομήκοντα) μεταφρασταί μέ τήν «θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν» μετάφρασίν των, χρησιμοποιοῦν τίς συγκεκριμένες λέξεις πού θάἀναλύσωμε.
Ψαλμός ΚΕ´, 5: «μίσησα κκλησίαν πονηρευομένων καί μετά σεβν ο μή καθίσω».
Δηλαδή, ἐμίσησα μέ ὅλην μου τήν καρδία κάθε σύναξι καί συναγωγή ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καί μηχανεύονταιἔργα πονηρά. Καί δέν θά καθίσω ποτέ μέ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Δέν θά συναναστραφῶ καί δέν θά συνεργασθῶ μέ ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ συναφιοῦ. 
Δέν θά γίνω μέλος τῆς «κλίκας» εἰς τήν ὁποίαν ἐπιπολάζει ἡ ἁμαρτία.
Αὐτά λοιπόν λέγει εἰς τήν καρδιακή του προσευχή καί αὐτήν τήν ἁγία ἀγανάκτησι ἐκφράζει μέ τήν κινύρα του ὁ κατ᾽ἄνθρωπον πρόγονος τοῦ Χριστοῦ μας!
Καί ἄς μήν εὑρεθῇ κανείς νά ὑποστηρίξῃ ὅτι αὐτές οἱἐκφράσεις ἐδικαιολογοῦντο μόνο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ, πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως, 
ἐνῶ σήμερα κρίνονται ὡς ἀπαράδεκτες, ἀκραῖες καί φανατικές. Ὅποιοςὑποστηρίξει τήν θέσι αὐτή, τό μόνο πού θά ἀποδείξη θά εἶναι ὅτι μέσα εἰς τήν ψυχή του δέν καλλιεργεῖται, οὔτε ἴχνος, οὔτε μόριο, οὔτε «ἠλεκτρόνιο» ἐνθέου ζήλου καί αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς.
Φυσικά, ἐάν κανείς θέλῃ νά  ἔχῃ τό «χρῖσμα» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀνομίας σέ ὅλα τους τά ἐπίπεδα καί σέ ὅλες τίς σφαῖρες τῆς κοσμικῆς τους ἐπιρροῆς, θά ψάξη καί θά βρῆ πολλέςἀδικαιολόγητες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες δέν θά εἶναι παρά «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ΡΜ´, 4). Ὅσοι δέ ἔχουν χλιαρή πίστι, ἀντί νά εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ΙΒ´, 11), θάἀποδέχωνται τήν «ἐκκλησίαν τῶν πονηρευομένων» καί θάἄγωνται καί θά φέρωνται ἀπό αὐτήν.
Ὁ Δαυΐδ λοιπόν ἐμίσησε τήν πονηρευομένην ἐκκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξι καί συναγωγή τῶν ἀνθρώπων πού σχεδιάζουν, δρομολογοῦν καί ἐνεργοῦν ἄκρως ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, λαμβάνοντες τήν φρᾶσι αὐτή «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», μεταφέρομε τήν ἀγανάκτησι, τήν πικρία καί τόν πόνο μας γιά ὅσα ἀντιχριστιανικά, παράλογα καίἐγκληματικά συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς πολιτείας, ἀλλά καί ὅσα, τό ὀλιγώτερον ἀπαράδεκτα, συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ὅσα ἄστοχα καί ἀντίθετα πρός τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσί μας ἐνεργοῦνται, ὄχι μόνον ἀπό κάποιους ποιμένες πού κατέχουν ὑψηλές θέσεις, ἀλλά καί ἀπόὡρισμένους κληρικούς οὐ μήν ἀλλά καί μοναχούς, μά καί ἀπόἄλλους, πού ἀνήκουν εἰς τόν λαό.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά σταθῇ εἰς τό ὕψος Της, ὡς Νύμφη τοῦ Ἐσταυρωμένου, μακρόθεν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων καί ἐπίσης νά μή καταντᾶ θεραπαινίς τοῦ κράτους.
«Ἐμίσησα» λοιπόν ἐκκλησίαν πονηρευομένων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού συνεργάζεται καί συνδειπνεῖ μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται εἰς τόν κόσμον ὡς ἰχθύοςἀφωνοτέρα καί βατράχου ἀπραγοτέρα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ρίπτει ὕδωρ εἰς τόν οἶνον της μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκχυδαΐζονται τά ὅσια καί τά ἱερά.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν Παπίζουσαν, θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία δέν ἀποκηρύσσει, πατερικῷτῷ τρόπῳ, τόν ἐπάρατο Οἰκουμενισμό καί εὐκαίρως-ἀκαίρως κηρύσσει δῆθεν «Οἰκολογικήν Θεολογίαν».


ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου