Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Οικουμενισμός 

και θεολογικοί διάλογοι

Δεύτερη απάντηση στον ιερομόναχο 

π.Νικήτα Παντοκρατορινό


Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου


Συνεχίζουμε την κριτική των απόψεων που εκφραζει στο σχετικό video https://www.youtube.com/watch?v=RxWQ3gmV2CM  

ο π.Νικήτας Παντοκρατορινός (π.Ν.Π) περί Οικουμενισμού και Θεολογικών διαλόγων.

Λέει ο π.Ν.Π.τα εξής:

Για Οικουμενισμό δεν υπάρχει κάποιος ορισμός σαφής. Άλλοι θέλουν τον Οικουμενισμό σαν μια θεωρία να έχουμε μία θρησκεία. Οτι όλες οι θρησκείες έχουν ένα μέρος της Αλήθειας και αποβάλλοντας τις λανθασμένες διδασκαλίες τους και κρατώντας μόνο την αλήθεια που εκφράζουν οι ίδιες και με την ένωση όλων αυτών θα δημιουργηθεί μία πανθρησκεία για όλους τους ανθρώπους. Άλλοι όπως ο Άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς  θεωρεί την διδασκαλία και τις πλάνες των Δυτικών Εκκλησιών, ως Οικουμενισμό.. Άλλοι βλέπουν τον Οικουμενισμό στο διάλογο που γίνεται Ορθοδόξων και άλλων ομολογιών.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται ως Οικουμενισμό την πρόσκληση προς όλους, τους χριστιανούς, τους αλλοδόξους, τους αθέους .Την πρόσκληση να γνωρίσουνε τον Χριστό, να επανέλθουνε στα δόγματα της Εκκλησίας και να βαπτιστούν «εν Πνεύματι Αγίω» και να γίνουν μέλη της Μίας ,Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Οπότε υπάρχει μια διαφορετική  έννοια στον Οικουμενισμό…εξαρτάται από την οπτική γωνία που την βλέπει ο καθένας. Ο οικουμενισμός αποτελεί μια συγκεχυμένη και απροσδιόριστη αφορμή την οποία μπορεί να αρπάξει ο καθένας και να δημιουργήσει ένα υπερορθόδοξο αγώνα εναντίον του….Όπως είδαμε πολύ θεωρούν Οικουμενισμό τον ίδιο τον διάλογο μεταξύ ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Αξίζει να πούμε ότι ο διάλογος αυτός ξεκίνησε μετά το Σχίσμα το 1054..Κάποια χρόνια αργότερα έγινε η πρώτη συνάντηση για να συζητήσουν τα θέματα τα οποία χωρίζουν τις δύο εκκλησίες με σκοπό την επανένωσή τους. Αυτός ο διάλογος συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Μάλιστα η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας  δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα διάλογο, ο οποίος είχε σκοπό την επανένωση των Εκκλησιών. Και ή ένωση θα γινόταν υπό την προϋπόθεση ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί θα εγκατέλειπαν τις κακοδοξίες τους και επιστρέφοντας στην ορθόδοξη πίστη. Αυτή η προσπάθεια ενώσεως των Εκκλησιών δεν έχει πάψει να γίνεται μέχρι τις μέρες μας.

Ο διάλογος, όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται με βάση την αλήθεια της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων με σκοπό την αποκατάσταση της ενότητας όλων των Χριστιανών και την επαναφορά τους στα ορθά δόγματα της Εκκλησίας, χωρίς βέβαια να γίνεται καμία υποχώρηση ή οικονομία σ΄αυτά.

Η Ορθοδοξία είναι ο πολυτιμότερος θησαυρός και έχουμε καθήκον να το προβάλουμε σε ετεροδόξους ακόμη και σε αλλοθρήκους…….

 

 

Ο όρος Οικουμενισμός

Ο όρος Οικουμενισμός προέρχεται από το αρχαίο Βυζάντιο. Σημαίνει «κατοικημένος κόσμος», από την ελληνική λέξη «οικουμένη», η οποία μπορεί να μεταφραστεί ως «κόσμος». Το γεγονός είναι ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι ο πολιτισμένος κόσμος είναι μόνο εκείνο το μέρος του πλανήτη που ήταν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εξ ου και ο ίδιος ο όρος. Λίγο αργότερα, άρχισε να χρησιμοποιείται και προς την Εκκλησία και όριζε εκείνες τις εδαφικές περιοχές που είχαν διαφωτιστεί από το Ευαγγέλιο. Από το 1937, οι θεολόγοι του Πανεπιστημίου του Πρίνστον στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προτείνει αυτόν τον όρο προκειμένου να ονομαστεί ένας διάλογος μεταξύ των χριστιανικών θρήσκευμάτων.

Ο Οικουμενισμός ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνος στους κόλπους του Προτεσταντισμού, ως προσπάθεια να επανεύρει την ενότητά του ο διηρημένος σε πάμπολλες ομάδες και παραφυάδες προτεσταντικός κόσμος.

Ο π.Ν.Π στ παραπανω βίντεο λέει ότι ο Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση! Και "τεκμηρώνει" αυτή του την θέση ερμηνεύοντας τον Οικουμενισμό ως διάλογο αγάπης μεταξύ των Εκκλησιών, ο οποίος άρχισε μετά το 1054 δίνοντας ως παράδειγμα την Φερράρα Φλωρεντία, την οποία δεν ονομάζει ψευτοσύνοδο φιλενωτικών, αλλά διάλογο.

Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς λέει ότι:«Ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τους ψευδοχριστιανούς, για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης... Όλοι αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλες οι ψευδοεκκλησίες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αίρεση παραπλεύρως στην άλλη αίρεση. Το κοινό ευαγγελικό όνομα τους είναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις αρνούνταν ή παραμόρφωναν μερικά ιδιώματα του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού οι ευρωπαικές όμως αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στη θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίο άνθρωπο» (Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς).

Ο καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου σημειώνει και τα εξής χαρακτηριστικά.

«Ο Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση και παναίρεση, όπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Είναι κάτι πολύ χειρότερο της παναιρέσεως. Οι αιρέσεις ήταν φανεροί εχθροί της Εκκλησίας. Μπορούσε αυτή να παλέψει εναντίον τους και να τις κατατροπώσει. Ο Οικουμενισμός όμως αδιαφορεί για τα δόγματα και για τις δογματικές διαφορές των Εκκλησιών. Είναι υπέρβαση, αμνήστευση, παραθεώρηση, για να μην πούμε νομιμοποίηση και δικαίωση των αιρέσεων. Είναι ύπουλος εχθρός, και από εδώ ακριβώς προέρχεται ο θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου).

Ο Οικουμενισμός στον Ορθόδοξο 

χώρο της Ανατολής

Βασική παράλειψη του π.Ν.Π είναι η αποσιώπηση της εμφάνισης του Οκουμενισμού στον Ορθόδοξο χώρο της Ανατολής. Αποκρύπτει επιμελώς ότι  στην παναίρεση αυτή του Οικουμενισμού, με τις βαρύτατες σωτηριολογικές επιπτώσεις, αναμίχθηκε από την αρχή και η Ορθόδοξη Εκκλησία με κάκιστες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με τις γνωστές εγκυκλίους των ετών 1902, 1920 και 1952 (για συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών) εισήλθε στην οικουμενιστική διαδικασία, αναλαμβάνοντας μάλιστα ηγετικό ρόλο σ' αυτήν. Η παλαιά αποστολική και αγιοπατερική στάση του έναντι των αιρέσεων και των σχισμάτων αλλάζει ριζικά από το 1902 με την επίδραση της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας.

Συγκεκριμένα το 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο απηύθυνε  Εγκύκλιο επιστολή «Προς τας απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία ουσιαστικά είχε τον ίδιο σκοπό όπως και οι προηγούμενες του 1902 και 1904. Ήταν ένα κάλεσμα για άνοιγμα, διάλογο και συνεργασία της Ανατολής με την Δύση. Είναι άξιο προσοχής, ότι στην Εγκύκλιο αυτή για πρώτη φορά χαρακτηρίζονται επισήμως οι αιρετικοί, (Παπικοί και Προτεστάντες), ως «Εκκλησίες», που δεν είναι αποξενωμένες από την (Ορθόδοξη) Εκκλησία, αλλά «συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ». Συνιστούσε να «αναζωπυρωθή και ενισχυθεί προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη λογιζομένας αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ».

 Η μέχρι τότε αταλάντευτη εμμονή και πιστότητα  στην αγιοπατερική και Κανονική Παράδοση περί της ταυτίσεως της Ορθοδοξίας με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αρχίζει πλέον να εγκαταλείπεται.

Με την  Εγκύκλιο του 1920 αναγνωρίστηκε μία μορφή εκκλησιαστικότητος σ’ αυτές τις ‘αναδενδράδες’, ως αποσχισμένα από την Ορθόδοξη Εκκλησία σώματαΟ όρος «μορφές εκκλησια­στι­κό­τητος», είναι σαφώς επηρεασμένος από την νέα δογματική περί Εκκλησίας διδασκαλία, που καθιέρωσε η  Β΄ Βατικανή Σύνοδος, (1962-1965), η οποία υιοθέτησε νέα αντίληψη περί Εκκλησίας και δέχθηκε, ότι στην Εκκλησία του Χριστού υπάρχουν πολλά επίπεδα εκκλησιαστικότητος, ή πολλοί βαθμοί εκκλησιαστικής πληρότητος. Η νέα αυτή Εκκλησιολογία  είναι, βεβαίως, άγνωστη στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία μας, ούτε μαρτυρείται σε κάποιον από τους αγίους Πατέρες μας.

Δυστυχώς εκείνο που μπορούμε να συμπεράνουμε τόσο από το περιεχόμενο των Πατριαρχικών Εγκυκλίων, όσο και από πολλά άλλα τεκμήρια, είναι ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνος, προώθησε μια ουμανιστικού, (ή αν θέλετε ακόμη ουνιτικού τύπου), ενότητα με τους ετεροδόξους, διασπώντας όμως την ενότητα της στρατευομένης με την θριαμβεύουσα Εκκλησία.

Από την εποχή μάλιστα του πατριάρχου Αθηναγόρου μέχρι σήμερα κατέστη και επίσημη στάση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία παρέσυρε ολίγον κατ' ολίγον και τις άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους αντιμετώπισαν στην αρχή και μέχρι των αρχών του δευτέρου μισού του 20ου αιώνος με πολύ δισταγμό και επιφυλάξεις τις σχετικές πρωτοβουλίες. Τα κίνητρα της συμμετοχής των αυτοκεφάλων εκκλησιών στην Οίκουμενική Κίνηση, δεν ήσαν πνευματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά, εθνικά· η κάθε μία εκκλησία ξεχωριστά επεδίωξε με τη συμμετοχή της, είτε να εξασφαλίσει την προστασία και την ενίσχυση είτε να αποφύγει την οργή του πανίσχυρου δυτικού χριστιανικού κόσμου, όπως έγινε και στις παλαιές ενωτικές συνόδους κατά την εποχή των σταυροφοριών και ολίγον προ της αλώσεως.

Άλλο Οικουμενισμός 

και άλλο Οικουμενικότητα


Σύμφωνα με τα λεγόμενα του π.Ν.Π γίνεται σύγχυση των εννοιών οικουμενισμός και οικουμενικότητα αφού λέει ότι :«…Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται ως Οικουμενισμό την πρόσκληση προς όλους , τους χριστιανούς, τους αλλοδόξους, τους αθέους .Την πρόσκληση να γνωρίσουνε τον Χριστό, να επανέλθουνε στα δόγματα της Εκκλησίας και να βαπτιστούν «εν Πνεύματι Αγίω» και να γίνουν μέλη της Μίας ,Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»

 Ο Οικουμενισμός δεν έχει καμία σχέση με την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται με πληρότητα, γεωγραφική και εκκλησιολογική, στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει «ο,τι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη». 

Η ύπαρξη αιρέσεων και σχισμάτων δεν αναιρεί ούτε την ενότητα ούτε την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι μία και καθολική. Οι αιρέσεις και τα σχίσματα, όπως είναι οι «καθολικές» και προτεσταντικές «εκκλησίες» της Δύσεως και οι αντιχαλκηδόνιες της Ανατολής, δεν είναι οι νόμιμες και αυθεντικές τοπικές εκκλησίες αυτών των χωρών. Επανευρίσκουν την ενότητα και καθολικότητα, καθίστανται αληθείς εκκλησίες, όταν ενσωματωθούν στην πίστη και στη ζωή της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία. είναι η μόνη Εκκλησία. Επομένως το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», ως φορέας, από την αρχή μέχρι σήμερα, του Προτεσταντικού Οικουμενισμού, είναι υπό αληθή εκκλησιολογική έννοια «Παγκόσμιο Συμβούλιο αιρέσεων και σχισμάτων».

Οι ενωτικές προσπάθειες από το 1054-μέχρι στις αρχές του 20ου αιώνα

Ο π.Ν.Π.παρουσιάζει τις ενωτικές προσπάθειες μετά το Σχίσμα ως διάλογο για την ενότητα, αλλά  αποφεύγει να κάνει κριτική  των προσπαθειών αυτών. Ονομάζει δε διάλογο την ΦΙΛΕΝΩΤΙΚΗ  Σύνοδο Φλωρεντίας-Φερράρας.

Υπενθυμίζουμε στον π.Ν.Π.’ότι:

Α. Οι ενωτικές προσπάθειες μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως που έγιναν κατά την διάρκεια πέντε αιώνων, από το σχίσμα μέχρι την άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους το 1453, με αντίστοιχους θεολογικούς διαλόγους, απέτυχαν, διότι δεν συνοδεύονταν από αληθή μετάνοια, προθυμία αποκηρύξεως της πλάνης και επιστροφής στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Οικονομίες και υποχωρήσεις σε θέματα πίστεως για την επίτευξη της ενώσεως αποκρούσθη­καν πάντοτε από την αγρυπνούσα και φυλάττουσα συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Παρά την προφανή εγκόσμια σκοπιμότητα και πολιτική χειραγώγηση δεν κατέληξαν πάντως αυτές οι προσπάθειες σε δογματικό μινιμαλισμό, σε συγκρητιστική ισοπέδωση και σε κοσμική αγαπολογία, όπως οι οικουμενιστικοί διάλογοι  του 20ου αιώνος. Επεκράτησε η αποστολική και αγιοπατερική αρχή ότι «ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της πίστεως».

 Β.Αυτό που δεν κατορθώθηκε επί αιώνες με τον Παπισμό επιχειρείται από τις αρχές του 20ου αιώνος με τον προτεσταντικό Οίκουμενισμό, τον οποίον ενίσχυσε και ο παπικός Οικουμενισμός μετά την Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965). Αμφότεροι, Παπισμός και Προτεσταντισμός, χάνουν διαρκώς το κύρος τους σε Αμερική, Ευρώπη και απανταχού της γης. Με τον Οικουμενισμό προσπαθούν να καλυφθούν, να αποκρύψουν την αλλοτρίωση και απομάκρυνσή τους από την μόνη και αληθή Εκκλησία του Χριστού, να κατοχυρώσουν την μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση των αιώνων, ότι δηλαδή δεν υπάρχει, ότι εξέλι­πε η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες διασώζουν στοιχεία εκκλησιαστικότητος, ώστε να μην προβληματίζονται οι πιστοί τους και αναζητούν την αληθή Εκκλησία και την σωτηρία τους.

Για τους θεολογικούς διαλόγους

Βασική επίσης παράλειψη είναι η κριτική των μέχρι τώρα Θεολογικών διαλόγων από τον π.Ν.Π., που διεξάγονται με βάση τις αρχές της διευρυμένης Εκκλησίας και του δογματικού μινιμαλισμού. 

Υπενθυμίζουμε στον π.Ν.Π. Τα κυριότερα σημεία της παθολογίας των σημερινών διαλόγων είναι τα εξής:

• Έλλειψη ορθόδοξης ομολογίας.

• Έλλειψη ειλικρίνειας.(Κύρια έκφραση της ανειλικρίνειας των Παπικών απο τελεί η διατήρηση και η ενίσχυση της Ουνίας.

• Υπερτονισμός της αγάπης.

• Άμβλυνση ορθοδόξων κριτηρίων.

• Συμπροσευχές.

• Διακοινωνία (Intercommunio). Η Β' Βατικανή Σύνοδος, μέσα στα πλαίσια του οικουμενιστικού "ανοίγματος"  που έκανε, πρότεινε τη Διακοινωνία με τους Ορθοδόξους:Παπικοί θα  μπορούν να κοινωνούν σε ορθοδόξους ναούς και Ορθόδοξοι σε παπικούς. Με τον τρόπο αυτό τόσο οι Παπικοί, όσο και οι ορθόδοξοι οικουμενιστές πιστεύουν ότι σταδιακά θα επέλθει de facto η ένωση  Παπισμού και Ορθοδοξίας, παρόλες τις δογματικές τους διαφορές.

Οι οικουμενιστικοί διάλογοι επίσης ευνοούνται κυρίως από κύκλους της ακαδημαϊκής θεολογίας και από άλλα εκκλησιαστικά ή μη θεσμικά όργανα, που αποβλέπουν σε συγκεκριμένα οφέλη πολιτικά, οικονομικά, διεθνών σχέσεων και προβολής. Δεν αποτελούν αίτημα του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά επιβάλλονται "έξωθεν" και "άνωθεν". Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ένα νοσηρό φαινόμενο: την αυτονόμηση των διοικητικών θεσμών των Ορθοδόξων Εκκλησιών σήμερα. Η εκκλησιαστική διοίκηση δηλαδή είναι χωρισμένη από τη θεολογική σκέψη, αλλά και από τις απόψεις, τις ανησυχίες και την εμπειρία του εκκλησιαστικού πληρώματος. Έτσι συμβαίνει ο λαός του Θεού να μη συμμετέχει ενεργά, ούτε να ενημερώνεται υπεύθυνα και αντικειμενικά για τους διάλογους. Άλλωστε, οι αποφάσεις δεν φέρουν πάντα τη σφραγίδα της αυθεντικής συνοδικότητος, αλλά λαμβάνονται συνήθως από ειδικούς «επαγγελματίες» του Οικουμενισμού.

Ο διάλογος με τους 

Ρωμαιοκαθολικούς


Ο  υπερεικοσαετής θεολογικός διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς άρχισε κατά πρωτοφανή μεθόδευση όχι από τα χωρίζοντα, αλλά από τα ενούντα, ώστε οι μεν πιστοί της Ρώμης να εφησυχάζουν και να μην αναζητούν αλλού την αλήθεια, αφού δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές και όλοι ανήκουν στην Εκκλησία, οι δε κληρικοί του πάπα να αξιοποιούν επικοινωνιακά τις συναντήσεις με τους Ορθοδόξους και τις συμπροσευχές, ώστε να προωθούν τον επαίσχυντο και ύπουλο θεσμό της Ουνίας μεταξύ πτωχών και ταλαιπωρημένων από δυσμενείς πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες ορθοδόξων λαών, εκμεταλλευόμενοι την φτώχεια και την ανέχεια.

Η Ουνία, μολονότι ευθύνεται για την διακοπή του θεολογικού διαλόγου, εξακολουθεί να ενισχύεται από το Βατικανό με ποικίλους τρόπους. Δεν δέχθηκε την καταδίκη της Ουνίας που υπέγραψαν ομόφωνα Ορθόδοξοι και Παπικοί θεολόγοι μέλη της «Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» κατά την Στ' Συνέλευση της Ολομελείας στο Freising του Μονάχου (6-15 Ιουνίου 1990), απόδειξη περί του πόσο σέβεται και πόσο θα σεβασθεί τα αποτελέσματα του οποιουδήποτε διαλόγου, όταν θίγουν τις επιδιώξεις της. Για να εξαφανίσει δε τελείως αυτήν την καταδίκη, παρέσυρε τους Ορθοδόξους σε νέα συζήτηση του θέματος στο Balamand του Λιβάνου (17-24 Ιουνίου 1993), όπου αθωώθηκε και νομιμοποιήθηκε η Ουνία με τις υπογραφές αντιπροσώπων εννέα αυτοκεφάλων και αυτονόμων εκκλησιών (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας, Αλβανίας, Φινλανδίας), ενώ δεν έλαβαν μέρος αρνούμενες την μεθόδευση έξι εκκλησίες (Ιεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ελλάδος, Τσεχοσλοβακίας).

 Το σημαντικότερο όμως γνώρισμα του κειμένου του Balamand δεν βρίσκεται στην αθώωση και νομιμοποίηση της Ουνίας, αλλά στις σοβαρές παραχωρήσεις των Ορθοδόξων αντιπροσώπων σε θέματα πίστεως. Για πρώτη φορά, με αθέτηση της σταθερής και καθαγιασμένης πατερικής παραδόσεως αιώνων αλλά και συγχρόνων «Δηλώσεων» και «Αποφάνσεων», Ορθόδοξοι θεολόγοι αρνούνται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία· δέχονται ότι συναποτελεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την Μία Εκκλησία και είναι από κοινού με αυτήν υπεύθυνη για την διατήρηση της Εκκλησίας στην πιστότητα της θείας οικονομίας. Για τον λόγο αυτό Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ποιμένες πρέπει αμοιβαίως να αναγνωρίζονται ως αληθείς ποιμένες της ποίμνης του Χριστού. Υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της αποστολικής διαδοχής και της ομολογίας της αποστολικής πίστεως. Μετά από το κείμενο του Balamand, όπου ουσιαστικά υπεγράφη ένα νέο είδος Ουνίας, δικαιολογούνται απολύτως οι επισκέψεις του πάπα στις «αδελφές εκκλησίες» της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Ελλάδος. Δικαιολογείται επίσης η αποδοχή της «Βαπτισματικής Θεολογίας» της Β' Βατικανείου Συνόδου από πολλούς Ορθοδόξους Θεολόγους. Σύμφωνα με αυτήν το εκτός της Εκκλησίας βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο καθ' εαυτό· το βάπτισμα καθορίζει τα όρια της Εκκλησίας και όχι η Εκκλησία την εγκυρότητα του Βαπτίσματος. Με το βάπτισμα όλοι οι Χριστιανοί, όπου και αν ανήκουν, γίνονται μέλη της Εκκλησίας του Χριστού γι' αυτό και ο αναβαπτισμός των ετεροδόξων από τους Ορθοδόξους απαγορεύεται ήδη στο κείμενο του Balamand. Από τις σχετικές όμως εισηγήσεις και την επακολουθήσασα συζήτηση στο Συνέδριο κατοχυρώθηκε πλήρως η άποψη ότι εκτός της Εκκλησίας δεν ενεργεί η σώζουσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος, και επομένως τα μυστήρια των ετεροδόξων είναι άκυρα και ανυπόστατα. Κατ' ακρίβειαν οι επιστρέφοντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία ετερόδοξοι πρέπει να βαπτίζονται.

  Η συμμετοχή στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και οι διάλογοι με τους Προτεστάντες.

Στον χώρο του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» και στους θεολογικούς διαλόγους συνολικά με τις Προτεσταντικές ομολογίες, Λουθηρανισμό, Αγγλικανισμό, Μετερρυθμισμένους, διαπιστώθηκε ότι  η κατάσταση είναι εξ ίσου ζοφερή η και ζοφερώτερη. Ο διά της συμμετοχής μας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» ευτελισμός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τον υποβιβασμό και την  έκπτωσή της σε ένα κομμάτι, σε ένα μέλος της συνάξεως των πολυπληθών αιρέσεων και σχισμάτων, όχι μόνο της στέρησε αριθμητικά, ως ανύπαρκτης σχεδόν στις διάφορες ψηφοφορίες, την δυνατότητα να έχει αποφασιστικό λόγο στις διάφορες συνελεύσεις, αλλά κυρίως αυτός ο υποβιβασμός και η ισοπέδωση απεθράσυναν τους ελευθερόφρονες Προτεστάντες, ώστε να εισάγουν στις διάφορες συναντήσεις και να συζητούν θέματα τα οποία αναιρούν το ίδιο το Ευαγγέλιο και την Παράδοση της Εκκλησίας, τον ίδιο τον Χριστιανισμό, όπως είναι τα θέματα της ιερωσύνης των γυναικών, του γάμου των ομοφυλοφίλων και διάφορες ανιμιστικές ειδωλολατρικές εκδηλώσεις πίστεως και λατρείας.

Ο διάλογος με τους Μονοφυσίτες.

       Η ίδια εικόνα όχι μόνο της παντελούς ακαρπίας αλλά και των σοβαρών παραχωρήσεων σε θέματα πίστεως υπάρχει και στον θεολογικό διάλογο με τους μέχρι σήμερα θεωρουμένους και όντας Μονοφυσίτας, τώρα όμως από «αγάπη» χαρακτηριζομένους ως «Αντιχαλκηδονίους», «Προχαλκηδονίους», «Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες», τελικώς δε και Ορθοδόξους. Στο Συνέδριο διαπιστώθηκε ότι ο διεξαχθείς διάλογος δεν απέφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Οι τρεις «Δηλώσεις» Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων είναι κείμενα απαράδεκτα ορθοδόξως. Σοβαρώτατα ολισθήματα επίσης είναι η μυστηριακή διακοινωνία με τους Μονοφυσίτες, που αποφασίσθηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, η μερική αναγνώριση από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας των μυστηρίων των Μονοφυσιτών και οι εισηγήσεις περί καθάρσεως των λειτουργικών κειμένων και ορισμού τυπικού συλλειτουργίας Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Σε επίπεδο θεολογικής έρευνας φθάσαμε στο αδιανόητο και βλάσφημο για τις αγίες Συνόδους και τους αγίους Πατέρας, που καταδίκασαν τους αρχηγούς της αιρέσεως, εγχείρημα να εγκρίνονται από το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δύο διδακτορικές διατριβές, που αποφαίνονται ότι οι Μονοφυσίτες Διόσκορος και Σεβήρος δεν ήσαν αιρετικοί, αλλά καταδικάσθηκαν για μη θεολογικούς λόγους.

Πηγές.

1.Οσίου Ιουστίμου Πόποβιτς Η ορθόδοξος εκκλησία και ο οικουμενισμός

2.Οικουμενισμός.Γένεση -προσδοκία-διαψεύσεις(πρακτικά συνεδρίου)

3.Αββακούμ μοναχού.Οικουμενισμός και Ορθοδοξία

4.Τεύχη περιοδικού Θεοδρομία

5.π.Θ.Ζήση. Τα Όρια της Εκκλησίας. Οικουμενισμός και Παπισμός

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου