Παπα - Ηλίας Υφαντής
Το ερώτημα είναι: Ποιες είναι οι καλύτερες προϋποθέσεις για τη δολοφονία μιας μεγαλοφυΐας; Και η Ιστορία αποκρίνεται: Η κακουργία και η μωρία. Προϋποθέσεις που ιδιαίτερα αξιοποιήθηκαν στην περίπτωση του αγίου Χρυσοστόμου (344-407).
Έζησε στις μέρες του άβουλου αυτοκράτορα Αρκαδίου (377-408). Για τον οποίο οι ιστορικοί της εποχής του λένε πως ο Πρωθυπουργός του Ευτρόπιος τον μεταχειριζόταν σαν πρόβατο. τόσο, που φρόντισε να βάλει στο πλευρό του, ως αυτοκράτειρα, τη μωροφιλόδοξη Ευδοξία.
Η Ευδοξία, λοιπόν, μεθυσμένη απ’ τα αυτοκρατορικά μεγαλεία, ζήτησε και της έστησαν ασημένιο άγαλμα, κοντά στην Αγία-Σοφία. Όπου το σούσουρο των καθημερινών θεατρικών παραστάσεων δημιουργούσε προβλήματα, όχι μόνο στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, αλλά και στα κηρύγματα του Χρυσοστόμου. Γεγονός που τον ανάγκασε να διαμαρτυρηθεί. Πράγμα που οι εχθροί του παρουσίασαν ως ανταρσία κατά της αυτοκράτειρας. Και παράλληλα πολλαπλασίασαν σκόπιμα τους θορύβους. Γεγονός που τον ανάγκασε ν’ αντιδράσει στην απροκάλυπτη πρόκληση μ’ έναν πύρινο λόγο. Για να κατηγορηθεί έτσι για έσχατη προδοσία και να δρομολογηθεί η εξόντωσή του…
Αν όμως η σύγκρουσή του με την αυτοκράτειρα ήταν η φανερή αιτία του διωγμού του, η βαθύτερη ήταν η οξύτατη αντίθεσή του με το παντοδύναμο κατεστημένο της εποχής του. Και προπάντων τους δεσποτάδες. Για τους οποίους ο Χρυσόστομος έλεγε: «Τίποτε δεν φοβήθηκα τόσο, όσο τους δεσποτάδες, πλην ελαχίστων»!…
Πώς ζούσε το κατεστημένο αυτό; Κυριολεκτικά, ηγεμονικά! Όπως πάντα. Με τις μεγαλοπρεπείς κατοικίες. Τα καμωμένα από μετάξι και χρυσάφι ενδύματα. Τις ολόχρυσες άμαξες, που τις έσερναν χρυσοχάλινα άλογα. Σε διαμετρική αντίθεση με το 80% του λαού, που, ζώντας μέσα σε αβάσταχτη φτώχεια, κατά κοπάδια ζητιάνευε.Ο Χρυσόστομος ντυνόταν με τα πλέον κοινά υφάσματα. Απλότητα που επιδίωξε και στις εκκλησιές. Όπου τα μεταξωτά και τα χρυσά, τους τάπητες και τα πορφυρά παραπετάσματα διέταξε να τα πουλήσουν, για την ανακούφιση, προφανώς των φτωχών. Για να πει στον περίφημο, πριν απ’ την εξορία, λόγο του: «Γνωρίζετε για ποια αιτία θέλουν να με καθαιρέσουν; Γιατί δεν έστρωσα τάπητες και δεν φόρεσα ενδύματα μεταξωτά και γιατί δεν ικανοποίησα τη λαιμαργία τους…».
Ήταν στο πλευρό των ανθρώπων της ανάγκης: «Ο ένας, λέει ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ζητούσε τη μαρτυρία του στο δικαστήριο, ο φυλακισμένος τη λευτεριά του, ο πεινασμένος τροφή, ο γυμνός ρούχα, ο ξένος φιλοξενία, ο άρρωστος γιατρειά, ο πονεμένος παρηγοριά, ο καταπιεζόμενος από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας τη συμπαράστασή του. Και ο πατέρας (ο Χρυσόστομος) ανταποκρινόταν καθημερινά στου καθενός το κάθε πρόβλημα…».
Καταδίκαζε γενικότερα την κοινωνική ανισότητα: «Οι πλούσιοι, που δεν συγκινούνται απ’ τα παθήματα των φτωχών, έλεγε, είναι ιερόσυλοι, που κλέβουν τον Θεό. Δεν χορταίνουν, αν δεν τα κάμουν όλα δικά τους. Πράγμα, που δεν είναι ανθρώπινο αλλά θηριώδες. Παρότι είναι αγριότεροι κι απ’ τ’ άγρια θηρία. Γιατί τα λιοντάρια και οι αρκούδες, όταν χορτάσουν, παύουν ν’ αναζητούν τροφή. Ενώ οι πλούσιοι δεν χορταίνουν ποτέ».
Με τέτοια, λοιπόν, και παρόμοια, που έλεγε και έκανε πώς να μην τον μισήσουν; Πώς ν’ αντέξουν τ’ άρρωστα μάτια τους τις αστραπές του πνεύματός του; Κι έτσι που ένιωθαν συντριπτική την υπεροχή του, πώς να μην τον φθονήσουν; Και πώς με κάθε μέσο και τρόπο να μην προσπαθήσουν να τον δολοφονήσουν!…
Σκηνοθέτησαν αλλεπάλληλες δολοφονικές απόπειρες εναντίον του. Γεγονός, που ανάγκασε τον λαό, ο οποίος τον υπεραγαπούσε, να περιφρουρεί όλο το 24ωρο την Αρχιεπισκοπή. Ώσπου τελικά αποφασίστηκε η καθαίρεσή του και η εξορία του. Οπότε ο κλοιός του λαού γύρω απ’ την αρχιεπισκοπή έγινε ασφυκτικότερος. Με αποτέλεσμα η πραγματοποίηση της εξορίας να καθυστερήσει για μήνες.
Τελικά, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, ο Χρυσόστομος αναγκάστηκε, χρησιμοποιώντας κάποια μυστική έξοδο, να παραδοθεί στη φρουρά, που θα τον οδηγούσε στην εξορία. Γεγονός ,που, όταν έγινε αντιληπτό, προκάλεσε την έκρηξη της οργής του λαού, ο οποίος έκαψε τον ναό της Αγίας Σοφίας και το μέγαρο της Γερουσίας.
Η εξορία ακολούθησε μια κλιμακωτή πορεία θανάτου (Αρμενία- Πόντος). Έτσι ώστε οι διαρκώς αυξανόμενες κακουχίες, σε συνδυασμό με τη σωματική του αδυναμία και την κλονισμένη του υγεία να τον οδηγήσουν αναπόφευκτα στον θάνατο (Κόμανα του Πόντου, 407 μ.Χ.).
Οι άνθρωποι που τον αγαπούσαν δημιούργησαν ιδιαίτερη θρησκευτική μερίδα, τους «Ιωαννίτες», οι οποίοι, παρά τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, δεν συμβιβάστηκαν με τη μαφία των δολοφόνων του. Μέχρις ότου, κάπου τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το λείψανό του μεταφέρθηκε με αυτοκρατορικές τιμές στην Κωνσταντινούπολη απ’ τον Θεοδόσιο τον Β΄. Ο οποίος, αφού ζήτησε συγνώμη για λογαριασμό των γονιών του, το τοποθέτησε δίπλα στις λάρνακες του Αρκαδίου και της Ευδοξίας.
Κι έτσι η ειρωνεία της Ιστορίας ανέθεσε στη δικαιοσύνη του θανάτου να συμφιλιώσει την κακουργούσα μωρία με την ασυμβίβαστη μεγαλοφυΐα…
Δεν θα ήταν-νομίζω-άστοχο να παραλληλίσουμε τις περιπέτειες του Χρυσοστόμου με τις τωρινές περιπέτειες της ιδιαίτερα προικισμένης και ακατάσχετα φθονουμένης και πολυτρόπως δολοφονουμένης, εκ μέρους των διαχρονικών εχθρών της, πατρίδας μας. Οι οποίοι επιστρατεύουν αλλεπάλληλες συνταγές γενοκτονίας του λαού μας και δολοφονίας της εθνικής μας υπόστασης. Που με περισσή αναισθησία και ασυνειδησία εκτελούν οι ντόπιοι εφιάλτες. Και το πλέον θλιβερό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η συμπεριφορά μιας μεγάλης μερίδας του λαού. Οι οποίοι θεώνται απαθώς το δολοφονικό παραλήρημα των ντόπιων εφιαλτών και των διεθνών πατρώνων τους. Με ανήθικα, δυστυχώς, ηθικά στηρίγματα της προδοσίας αρκετούς, όπως και τότε, κληρικούς και μάλιστα δεσποτάδες.
Σε διαμετρική αντίθεση με τον λαό της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος στάθηκε στο πλευρό του Χρυσοστόμου ασυμβίβαστος με το δολοφονικό απολυταρχικό καθεστώς της εποχής του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου