Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ1




Ἀρχικά μία σύντομη διευκρίνιση: Ἀφοῦ τό ἔτος 1945 τά Ρωσικά στρατεύματα κατοχῆς ἐγκατέστησαν καί στήν Ρουμανία τό Κομμουνιστικό Κόμμα στήν ἐξουσία, ἀκολούθησε μέχρι τό ἔτος 1965, μιά ἄνευ προηγουμένου πολιτική κάθαρση. Ὅλα τα σημαντικά πρόσωπα τῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς βρέθηκαν γιά τοὐλάχιστον 5 χρόνια γιά ‘‘ἀναμόρφωση’’ στίς κομμουνιστικές φυλακές. Ἀνάμεσά τους πολλοί ἀρχιερεῖς, οἱ περισσότεροι ἱερεῖς (πάνω ἀπό 800 μόνο στίς φυλακές Ἀϊούδ!), καθηγητές πανεπιστημίου, μοναχοί καί μοναχές. Κατά τήν Κομμουνιστική περίοδο δέν μποροῦσε κανείς νά μιλήσει γιά τά γεγονότα αὐτά, παρά μόνο σέ πολύ ἔμπιστα ἄτομα. Σήμερα οἱ μαρτυρίες ἐκείνων πού ἐπιβίωσαν τῶν γεγονότων μᾶς ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά μετατρέψει καί τά χειρότερα βάσανα σέ μαρτυρία πίστεως.

«Ἐάν δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τότε λοιπόν οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε… Ἐάν ὅμως ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, εἶναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο καί χωρίς νόημα τό κήρυγμά μας, ἀλλά καί ἡ πίστη σας… ἀκόμη εἶστε βυθισμένοι στίς ἁμαρτίες σας… Ἀλλά τώρα ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί ἔγινε ἀπαρχή τῆς Ἀναστάσεως καί τῶν ἄλλων νεκρῶν (Α΄ Κορ. 15, 13-20).

Ἡ Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως, τό κορυφαῖο γεγονός τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν χριστιανῶν, ἑορταζόταν καί ἀπό τούς φυλακισμένους. Οἱ ἐν ἐνεργεία χριστιανοί γνωρίζουν καλά τίς ξεχωριστές ἐμπειρίες, τά ξεχωριστά βιώματα πού αἰσθάνονται κατά τήν περίοδο τῆς καταπόνησης τοῦ σώματος καί τῆς μετανοίας κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Νηστείας τοῦ Πάσχα. Γιά πολλούς θεοσεβούμενους χριστιανούς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος φέρνει συνάμα καί τήν ἀνάσταση τῶν ψυχῶν τους.
Καταλαβαίνετε τότε λοιπόν πόσο βαθιά βίωναν τήν ἑορτή αὐτοί οἱ φυλακισμένοι στίς κομμουνιστικές φυλακές, ὅπου κατά τήν περίοδο 1948 -1964 βρισκόταν ὅλο το ἀφρόκρεμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτισμικῆς κουλτούρας, καί οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν μονάχα μαία ἐλπίδα: τήν πίστη τους, ὅτι καί οἱ ψυχές τους θά ἀναστηθοῦν, ὅπως ὁ Χριστός ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀναστάσεως. Μία ἀνάσταση τῆς ψυχῆς κατά τήν σωματική ζωή, ὅταν ὁ χριστιανός ἀνεβαίνει κάποια σκαλοπάτια τῆς τελειότητας. Ἡ ἄλλη ἀνάσταση εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ μετά τήν τελευταία Δίκη. Ὅποιος ὅμως καταφέρνει νά ἀναστηθεῖ κατά τόν χρόνο τῆς ἐν σώματι ζωῆς του, ἐκεῖνος παραμένει ἀναστημένος καί μετά τόν σωματικό του θάνατο.
Μετά ἀπό μιά πραγματική ἑβδομάδα τῶν παθῶν, κατά τήν διάρκεια δηλαδή τοῦ δικαστηρίου στήν πόλη Κλούζ, καί μέ τήν ἀνακοίνωση τῆς ποινῆς τῆς ἀκριβῶς τό Μεγάλο Σάββατο, ἡ Ἀσπαζία Ὀτσέλ εἶχε μιά στιγμή μεγάλης ψυχικῆς χαρᾶς. «Σάν ἀπάντηση στήν θλίψη καί στήν ἀνησυχία μου ἄρχιζαν νά χτυποῦνε οἱ καμπάνες τοῦ ὀρθοδόξου μητροπολιτικοῦ ναοῦ πού βρισκόταν ἀπέναντι ἀπό τό δικαστήριο. Μετά ἀπό τό πρῶτο καί ἠχηρό χτύπημα, ξέσπασε ἕνα χαρμόσυνο «Χριστός Ἀνέστη!» Ἦταν οἱ ἱερεῖς πού ἔψελναν μέ τίς ὡραῖες τους φωνές. Ἀπό ἐπανάληψη σέ ἐπανάληψη τό «Χριστός Ἀνέστη!» ἀγκάλιασε ὁλόκληρη τήν φυλακή. Ἐνισχυμένο δέ συγκλονιστικά, ὁ ὕμνος ἀνέβαινε ἀπό τήν φυλακή πρός τόν ξάστερο οὐρανό κάνοντας νά δονηθεῖ ἐκείνη ἤ ἅγια νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τῆς ἄνοιξης τοῦ ἔτους 1949»2.


Ὁ δέ Τράϊαν Ποπέσκου μᾶς περιγράφει τήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1949 στίς φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι. Πέρασαν τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα μέ εὐλάβεια, μέ ἡσυχία καί μέ ψυχική ἠρεμία: «Καί ἔφθασε ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Συγχρόνως μέ τούς χτύπους τῶν καμπανῶν πού ἠχοῦσαν μέχρι σ’ ἐμᾶς, ἄρχιζαν νά ἐμφανίζονται ἀναμμένες λαμπάδες στήν ὁδό, πέρα δηλαδή ἀπό τά σπίτια πού ἦταν κολλημένα στούς τοίχους τῆς φυλακῆς. Ἡ εἰκόνα αὐτή, ἡ ὁποία γιά μᾶς ἔπαιρνε πελώριες διαστάσεις, ἀποκτοῦσε ὅμως καί τήν σημασία πνευματικοῦ μηνύματος. Ἦταν ἕνα μήνυμα ἀπό ἐκείνους πού δέν μᾶς εἶχαν ξεχάσει καί οἱ ὁποῖοι –ἔτσι θέλαμε νά πιστεύουμε– βρίσκονταν ψυχικά μαζί μας. Μπορέσαμε νά τούς ἀπαντήσουμε μονάχα μέ ἕνα «Χριστός Ἀνέστη!» πού ἀκούγονταν στήν ἀρχή διστακτικά, ἔπειτα ἐπαναλαμβανόταν καί ἀπό ὅλες σχεδόν τίς 800 φωνές τῆς φυλακῆς. Κάποιος παρατηρητής ἐκείνων τῶν στιγμῶν, θά τίς συνέκρινε μέ τό ἐκκλησίασμα κάποιου τεράστιου καθεδρικοῦ ναοῦ, ὅπου τά ἑκατοντάδες κεριά τοῦ δρόμου μαζί μέ τίς ψαλμωδίες μᾶς ἐσήμαιναν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ὅλα ἐσείοντο: ὁ ἀέρας, τά παράθυρα, οἱ πόρτες ἀλλά κυρίως οἱ καρδιές μας, χωρίς νά μποροῦμε νά φανταστοῦμε τήν καταστροφή πού θά ἐρχόταν σύντομα ἐπάνω μας. Ὅταν ἡ ἡσυχία βασίλευε ξανά, ὁ στρατιώτης τῆς βάρδιας ψιθύρισε «Ἀληθῶς Ἀνέστη!»3
Ὁ Δημήτρης Μπορδεγιάννου μᾶς περιγράφει τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 1949 στό κελί 18. «Τήν περίοδο ἐκείνη ἐπιτρεπόταν ἀκόμη στούς συγγενεῖς νά στέλνουν δέματα στούς φυλακισμένους. Ἀλλά κατά τά ἔτη 1948 καί 1949 σπάνια ἐπιτρεπόταν. Ἕνας συγκάτοικός του στό κελί ἔλαβε ὅμως μέ πλάγιους τρόπους ἕνα δέμα μέ φαγητά ἀπό τό σπίτι του, πού ζύγιζε περίπου 10 κιλά. Ἀπό τό δέμα αὐτό ἀπήλαυσαν ἀπό κάτι ὅλοι οἱ καταδικασμένοι φοιτητές στά ἀναγκαστικά ἔργα καί σέ βαριά καταδίκη. Ἡ ποσότητα γιά τόν καθένα ἦταν, βεβαίως, μηδαμινή, ἀλλά μέ ἐντυπωσιακά ψυχικά ἀποτελέσματα. Καί γιά νά καταλάβει κανείς τόν τρόπο πού μοιράστηκαν τά τρόφιμα, ἀρκεῖ νά ποῦμε γιά παράδειγμα ὅτι τό κάθε αὐγό μοιράσθηκε σέ ...24 μερίδες(!), μαζί μέ ἕνα κομμάτι ἀπό κόκκινο τσόφλι ὡς σύμβολο τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως! Τό δέμα περιλάμβανε ἐπίσης καί πρόσφορα γιά ἀντίδωρο, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ Ἁγίου Πάσχα.»4
Ὁ Γρηγόριος Καράζα μᾶς ἐξιστορεῖ τήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1950 στήν φυλακή Γαλάτα τοῦ Ἰασίου. Ἕνας καθολικός ἱερέας ἔκανε τήν τελετή καί οἱ ὀρθόδοξοι καταδικασμένοι τοῦ ἔδιδαν τίς Ἀναστάσιμες ἀπαντήσεις κατά τήν διάρκειά της. «Βασίλευε πάντως τόση πνευματικότητα στόν τόπο ἐκεῖνο, ὥστε ἀκόμη καί οἱ φύλακες παρακολούθησαν τήν τελετή μέ ἀπόλυτη ἡσυχία, στηριζόμενοι μέ τούς ἀγκῶνες τους στό παράθυρο. Ἦταν μία λυπητερή Ἀνάσταση, ἀλλά μέ βιωματικό αἴσθημα τό ὁποῖο δέν συνάντησα πλέον πολλές ἄλλες φορές στήν ζωή μου…»5
Ὁ πατήρ Δημήτριος Μπεζᾶν γράφει γιά τήν Ἀνάσταση στίς φυλακές τῆς πόλης Ἀϊούδ.
«Φανταστεῖτε πῶς περνούσαμε ἐμεῖς τό Πάσχα! Ὅταν ὅλη ἡ φυλακή ἔψελνε «Χριστός Ἀνέστη!», οἱ ἀστυνομικοί μᾶς ἔβριζαν, μᾶς ἔδερναν μέ λοστούς, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά ἐμεῖς ψέλναμε! Καί ὅμως ἐκεῖ ἐζοῦσα μέ τήν πιό δυνατή ἔνταση τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως… Ὁ διευθυντής τῆς φυλακῆς ἦταν ἐκεῖνος ποῦ διέταζε τούς φύλακες: «Δέρνετέ τους, βρέ! Δέν βλέπετε ὅτι αὐτοί εἶναι χριστιανοί;»6
Ἡ Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως εἶχε εἰδικό χαρακτῆρα στά μολυβδορυχεία. Ἐκεῖ ἀποσπάσθηκε ἕνα μέρος τῶν φυλακισμένων τῶν φυλακῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἱκανοί γιά ἐργασία. Ἡ ἐργασία στά ὀρυχεῖα παρεῖχε στούς φυλακισμένους τό πλεονέκτημα κάποιας ἐλευθερίας στίς γαλαρίες ὀρυχείου, διότι ἀπό ἐκεῖ δέν μποροῦσαν νά ξεφύγουν. Γι’ αὐτό τόν λόγο καί οἱ περισσότερες μαρτυρίες γιά τήν Ἀνάσταση στά ὀρυχεῖα, ἀναφέρονται κατά τήν περίοδο αὐτή τῶν ἐτῶν 1950 – 1954. Βρῆκα κάποιες διηγήσεις γιά τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1951, τήν ὁποία ἔζησαν ἐκεῖνοι πού βρίσκονταν στήν νυκτερινή βάρδια στό ὀρυχεῖο τῆς Μπάϊα Σπρίε. Ἰδού ὁρισμένοι ἀπό ἐκείνους πού θυμήθηκαν ἐκεῖνες τίς στιγμές: ὁ πατήρ Ἰουστίν Πίρβου, ὁ π. Νικολάε Γρεμπένεα, ὁ πιλότος Βασίλε Μποάρου, καί ὁ ἰατρός Φλορίν Στρέζνικου. Ἡ τελετή ἔγινε σ’ ἕνα μεγαλύτερο σπήλαιο, πού ὁμοίαζε μέ καθεδρικό ναό, καί βρισκόταν 560 μ. κάτω ἀπό τό ἔδαφος. Δημιουργήθηκε ἀρχικά ἕνας μεγάλος σταυρός ἀπό δοκάρια. Αὐτοσχεδιάσθηκαν καί “καμπάνες” ἀπό τά διαφόρων μεγεθῶν γεωτρύπανα, πού κρεμάσθηκαν μέ χοντρούς σπάγγους. Ὅταν δέ χτύπησαν οἱ “καμπάνες” συγκεντρώθηκαν οἱ φυλακισμένοι ἀπό ὅλες τίς σήραγγες τοῦ ὀρυχείου, ἀπό ὅλους τους τόπους ἐργασίας. Τήν συνοδεία τῶν περίπου 20 ἱερέων καί διακόνων, ὀρθοδόξων καί Ἑλληνόρυθμων, ἀποτελοῦσαν ὁ π. Βασίλε Ἀντάλ, ὁ π. Ἰουστίν Πίρβου, ὁ διάκονος Θεόδωρ Μπέζ, ὁ π. Νικόλαε Γρεμπένεα, ὁ π. Σεμπαστιᾶν Ποπέσκου, ὁ π. Λαζάροβ, ὁ π. Κωστάκε καί ἄλλοι. Μονάχα ὁ π. Ἀντάλ φοροῦσε σάν ἐπιτραχήλιο μιά μεγάλη σπιτική ἄσπρη πετσέτα. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι φοροῦσαν τίς φόρμες προστασίας. Κατά τό κάλεσμα τοῦ ἱερέως Ἀντάλ «Δεῦτε λάβετε φῶς!», στήν θέση τῶν κεριῶν, οἱ φυλακισμένοι πιστοί χρησιμοποίησαν τίς λάμπες μέ ἀνθρακασβέστιο. Ὁ διάκονος Μπέζ εἶχε ἐξαιρετική μνήμη καί ἔτσι μέ τήν βοήθειά του τελέσθηκε μιά σχεδόν ὁλοκληρωμένη Ἀκολουθία. Ἀπό ὅλα τά στήθη ἀντηχοῦσε τό «Χριστός Ἀνέστη!» καί τό «Ἀληθῶς Ἀνέστη!». Τήν Ἀκολουθία τήν παρακολούθησαν ὅλοι γονατιστοί. Στό τέλος ὅλοι οἱ φυλακισμένοι ἔλαβαν ἀντίδωρο, τό ὁποῖο εἶχαν προετοιμάσει. «Πιστεύω ὅτι ποτέ ἄλλοτε δέν ἀντήχησε καλύτερα τό “Χριστός Ἀνέστη!” καί πιστεύω ἐπίσης ὅτι ποτέ ἄλλοτε μιά λειτουργία δέν ἔγινε καλύτερα ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό», μαρτυρεῖ ὁ π. Ἰουστίν Πάρβου.7
Ὁ ἱερέας Λίβιου Μπρανζᾶς βίωσε τήν Ἀνάσταση στήν μοναξιά τοῦ ἀνακριτικοῦ κελιοῦ τῶν φυλακῶν τῆς Ὀράντεα. Τήν 19η Ἀπριλίου τοῦ 1952 αὐτός σημείωνε: “Αἰσθάνομαι στά βάθη μου τελείως ἄλλος … Ἡ ψυχική αὐτή προσωπική ἀνάσταση λαμβάνει χώρα ἀκριβῶς στίς ἡμέρες αὐτές τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου”8.
Ὁ ἴδιος ὁ πατήρ Μπρανζᾶς μᾶς περιγράφει τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στό ὀρυχεῖο Κάβνικ. Τά γεωτρύπανα καί ἐκεῖ, ὅπως στήν Μπαΐα Σπρίε, χρησιμοποιήθηκαν σάν καμπάνες. “Αυτές εἶναι οἱ καμπάνες τοῦ ὀρυχείου! Δέν ἄκουσα ποτέ πιό ἠχηρό πιό συγκλονιστικό κωδωνισμό. Ὅλα σέ ζαλίζουν. Δέν λείπει τίποτε ἀπό τήν μεγαλοπρέπεια αὐτῆς τῆς Ἁγίας Νύχτας: φῶτα, ψαλμοί, καμπάνες… Ὅποιος βίωσε παρόμοια νύχτα πρέπει νά ἔγινε διαφορετικός ἄνθρωπος! Ἐδῶ, στό βάθος αὐτῆς τῆς κατακόμβης, τήν παραφορτωμένη μέ σκοτάδι, ἐμφανίζεται μιά ἀκτίνα φωτός, κοινωνός τῆς ὁποίας δέν μπορεῖ νά γίνεις ποτέ καί πουθενά ἀλλοῦ. Ἀκτίνα φωτός τῆς κατακόμβης! Πόσο μεγάλη χαρά! Ἄξιζε νά ὑποφέρεις ὅλα τα μέχρι τώρα βάσανα, μόνο καί μόνο γιά νά ἀξιωθεῖς μιᾶς παρόμοιας χάριτος! ”9
Ὁ Ὄπρεα Ταραμπᾶν κάνει μνεία γιά τήν κραυγή τοῦ Γολγοθᾶ κατά τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1957, στίς φυλακές τῆς Γκέρλας, ὅταν περίπου ἑπτά χιλιάδες (7000) φυλακισμένοι ἔψαλαν γιά μιά ὁλόκληρη νύχτα τό «Χριστός Ἀνέστη!»10
Ὁ δέ Βασίλε Κρίστεα11 κάνει μνεία μιᾶς ἄλλης ἐπετείου τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως στίς Μονήρεις Δομές τῶν φυλακῶν Ζιλάβα, κατά τό ἔτος 1957.
Ἐνῶ ὁ πατήρ Στάϊνχαρτ περιγράφει τόν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως στίς φυλακές τῆς Γκέρλας τό ἔτος 1961. Ἀφοῦ νήστεψαν, οἱ φυλακισμένοι ἔλαβαν μέ ἡσυχία καί κατάνυξη τήν Θεία Κοινωνία. «Μετά τήν ἔγερση ὅμως, στήν προσπάθειά μας νά ψάλλουμε σιγανά τό «Χριστός Ἀνέστη!» ἀναχαιτίσθήκαμε βίαια ἀπό τούς φύλακες. Τώρα ὅμως, τό μεσημέρι, μᾶς ἄφησαν ἥσυχους καί ἀπό τήν μιά ἄκρη στήν ἄλλη, ἀπό ἐδῶ ψηλά ὅπου βρισκόμαστε ἐμεῖς, ἀκούγαμε –σάν νά βγαίνει ἀπό κάποια ποταμιά, ἀπό κεῖ, πέρα ἀπό τούς τοίχους– ψιθυριστό ἄκουσμα ὕμνου, πού τόν ἐπαναλαμβάναμε κι ἐμεῖς ψιθυριστά»12.
Ἀπό τήν φυλακή Μισλέα, ἡ Ἀσπαζία Ὀτσέλ θυμᾶται δύο ἑορτασμούς τῆς Ἀναστάσεως:
«Τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλη ἡ “ἐλεύθερη” φυλακή (δηλαδή,  ὅλες ἐκεῖνες οἱ γυναῖκες πού ἐργάστηκαν γιά κάποια περίοδο στά ἐργαστήρια ραπτικῆς), μαζευτήκαμε στήν αἴθουσα τῶν τραπεζῶν ὅπου ἡ χορωδία, πού διηύθυνε ἡ Μάργα, ἐκτέλεσε μιά πρωτότυπη Ἀκολουθία, φτιαγμένη μόνο ἀπό ἀποσπάσματα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὀργανωμένα κατά πώς τά ἔνοιωθε ἡ Νάνα»13.
«Μπορούσαμε νά ἑορτάζουμε μέ ἡσυχία τίς ἡμέρες τίς σχετισμένες μέ τά Ἅγια Πάθη καί τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως. Ἀπαγγείλαμε ἀπό μνήμης κάποια Εὐαγγέλια, κάποιους στίχους ἀπό τίς στάσεις τῶν Θρήνων, μετατρέψαμε τήν σόμπα μας σέ Ἁγία Τράπεζα καί μαζευτήκαμε τριγύρω της γιά νά δεχθοῦμε ὅπως πρέπει τόν Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Καταφέραμε νά ψάλουμε καί τό «Ἀνέβη εἰς τόν οὐρανόν καί ἐκάθισεν…», τό «Χριστός Ἀνέστη!» καί κάποιους στίχους ἀπό τήν Θεία Λειτουργία. Ἐκτελεσμένα pianissimo (πολύ σιγανά) τά τραγούδια μας, ἀντηχοῦσαν πολύ κατεσταλμένα στήν ἐλεεινή μας φυλακή, τήν ὁποία μεταμορφώσαμε σέ οὐράνιο χῶρο, ὅπου οἱ ψυχές μας συμμετεῖχαν στό θαῦμα, πού χαρακτηρίζει τίς ἅγιες αὐτές μέρες.»14
Ἀπό τίς ἀναμνήσεις τῆς Νικόλ Βαλερύ μαθαίνουμε γιά τόν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως σέ ἄλλο κελί τῶν φυλακῶν Μισλέα. Ὅταν στό κοντινό χωριό χτύπησαν οἱ καμπάνες, περισσότερες ἀπό πενήντα φυλακισμένες ἦσαν ἤδη ὄρθιες. Ἡ Μητέρα Εὐδοξία καθισμένη σ’ ἕνα ἐπιπρόσθετο κρεβάτι, ἐδέσποζε σέ ὁλόκληρη τήν σύναξη. Ἡ Μητέρα διάβασε ὅλες τίς εὐαγγελικές περικοπές, πού σχετίζονται μέ τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Νικόλ Βαλερύ εἶχε ἀνακαλύψει μία Βίβλο στήν παλαιά ἐκκλησία τήν ὁποία εἶχαν μετατρέψει σέ ἀποθήκη. Ἡ Βίβλος μοιράσθηκε σέ τεύχη πού κυκλοφοροῦσαν μέ μεγάλη μυστικότητα, προσφέροντας, ὅμως, μεγάλη ὠφέλεια στίς φυλακισμένες.Ἔπειτα ὅλες ἔψαλαν. «Χωρίς πλέον τόν φόβο νά μήν μᾶς ἀκοῦνε, ψέλναμε ὅλες μέ μία φωνή τόν θαυμάσιο Ὀρθόδοξο ὕμνο “Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…”, τόν ὁποῖο ἐπαναλάβαμε τρεῖς φορές… ἀφοῦ, ἀγκαλιασμένες σάν ἀληθινές ἀδελφές, ἐπαναλαμβάναμε ξανά ἡ μία πρός τήν ἄλλη τό «Χριστός Ἀνέστη!», ἐπιστρέφοντας ἡ κάθε μιά στό κρεβάτι της. Εὑρισκόμενες μακριά ἀπό τούς δικούς μας καί ἀναγκασμένες νά ζοῦμε σ’ ἕνα ἐλεεινό μέρος, αἰσθανόμασταν πολύ πιό κοντά στόν Θεό καί ἀντιλαμβανόμασταν καλύτερά τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, σέ σχέση μέ τήν ἐποχή πού ἑορτάζαμε μέ ἐλευθερία τό Ἅγιο Πάσχα. Ἐκείνη τήν ἡμέρα καταλάβαμε πραγματικά τήν θαυμάσιά του ὀμορφιά.»15.
*
Ἀσφαλῶς παρόμοιες χριστιανικές ἐκδηλώσεις τιμωρήθηκαν πολλές φο­ρές αὐστηρά ἀπό τίς διοικήσεις τῶν φυλακῶν. Ἀλλά οἱ τιμωρίες αὐτές δέν μπόρεσαν νά σκιάσουν τήν χαρά τῆς ἐκδήλωσης τῆς πίστε­ως στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Θεωρούμενοι νεκροί ἀπό τό κομμου­νιστικό καθεστώς, μνημονευόμενοι σάν κεκοιμημένοι ἀπό τούς συγγενεῖς τους, ἀφοῦ εἶχαν πλέον χάσει τά ἴχνη τους, οἱ φυλακισμένοι ἀπέδειξαν ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ πραγματικότητα, ὄχι μόνο γιά τήν μέλλουσα ζωή ἀλλά καί γιά τήν παροῦσα. Διότι τόσο ἐκεῖνοι πού πέθαναν στίς φυλακές, ὅσο καί ἐκεῖνοι πού ἐπεβίωσαν τῶν φυλακῶν, νίκησαν τόν θάνατον. Ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεώς τους εἶναι τό γεγονός ὅτι τήν στιγμή αὐτή τό κομμουνιστικό καθεστώς ἡττήθηκε. Αὐτοί οἱ φυλακισμένοι μᾶς ἀπέδειξαν μέσα στό χρόνο, τό γεγονός ὅτι πραγματικός νικητής δέν δύναται νά εἶναι παρά ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μαζί μέ ὅλους ἐκείνους πού πιστεύουν στήν Ἀνάστασή Του!  Χριστός Ἀνέστη!
                        
π. Ἠλίας Ι. Φρατσέας


Ὑποσημειώσεις:

1. Vasilică Militaru, Biserica din temniță. Mărturisire și jertfă creștină în închisorile comuniste – România 1948 – 1964 (Ἡ Ἐκκλησία στήν φυλακή. Μαρτυρία καί χριστιανική θυσία στίς κομμουνιστικές φυλακές –Ρουμανία 1948 -1964), Ἐκδ.Vicovia, 2008, σ.172-178.
2. Aspazia Oțel Petrescu, Stigat-am către Tine, Doamne…(Κύριε πρός Σέ ἐκέκραξα…), Ἐκδ.  Bunavestire, Βουκουρέστι, 2000, σ. 135.
3. Traian Popescu, Experimentul Pitești (Τό πείραμα τοῦ Πιτέστι), Ἐκδ. Criterion, Βουκουρέστι, 2005, σ. 65-66.
4. Dumitru Bordeianu, Mărturisiri din mlaștina disperării (Ἐξομολογήσεις ἀπό τό βοῦρκο τῆς ἀπελπισίας) Ἐκδ. Scara, Βουκουρέστι, 2001, σ. 101-102.
5. Grigore Caraza, Aiud însângerat (Ματωμένο Ἀϊούδ), Ἐκδ. Conta, Piatra Neamț, 2007, σ. 44.
6. Preot Dimitrie Bejan, Bucuriile suferinței (Οἱ χαρές στό νά ὑποφέρεις), Hârlău, Iași, 20002, σ. 88.
7. Adrian Alui Gheorghe, Părintele Iustin Pârvu și morala unei vieți câștigate (Ὁ πατήρ Ἰουστίν Πάρβου καί ἡ ἠθική μιᾶς κερδισμένης ζωῆς), Ἐκδ. Credința Strămoșească, σ.84.
8. Preot Liviu Brânzaș, Raza din catacombă (Ἡ ἀκτίνα ἀπό τήν κατακόμβη), Ἐκδ. Scara, Βουκουρέστι, 2001, σ. 44.
9. Αὐτόθι, σ. 118-119.
10. Mihai Rădulescu, Rugul Aprins (Καιόμενη βάτος), Ἐκδ. Ramida, Βουκουρέστι, 1993, σ. 69.
11. Αὐτόθι, σ. 67.
12. Nicolae Steinhardt, Jurnalul fericirii (Τό ἡμερολόγιο τῆς εὐτυχίας), Dacia,Cluj-Napoca, 2001, σ.205.
13. Aspazia Oțel Petrescu, Μν. ἐργ. σ. 186.
14. Αὐτόθι, σ. 265.
15. Nicole Valery-Grossu, Binecuvântată fii, închisoare (Εὐλογημένη νά εἶσαι, φυλακή …), Ἐκδ. Duh și Adevăr, Βουκουρέστι, 1998, 265.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου