Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΟΜΟΛΟΓΙΑ: Ημεις οι Ορθοδοξοι εχουμε πρωτα την Αγια Γραφη, δευτερους τους Αγιους Πατερες και μετα τους Ιερους Κανονες. «Ὅτι δεῖ τοὺς τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας, ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Kυριακαῖς, πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους, ἐκ τῆς Θείας Γραφῆς ἀναλεγομένους τὰ τῆς ἀληθείας νοήματά τε, καὶ κρίματα, καὶ μη παρεκβαίνοντας τους ηδη τεθεντας ορους, ή την εκ των Θεοφορων Πατερων παραδοσιν. Aλλα και ει Γραφικος ανακινηθειη λογος, μη αλλως τουτον ερμηνευετωσαν, ή ως αν οι της εκκλησιας Φωστηρες και Διδασκαλοι, δια των οικειων συγγραμματων παρεθεντο· και μαλλον εν τουτοις ευδοκιμειτωσαν, ή λογους οικειους συνταττοντες· ἵνα μή, έστιν ὅτε, πρὸς τοῦτο ἀπόρως ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος. διὰ γὰρ τῆς τῶν προειρημένων Πατέρων διδασκαλίας, οἱ λαοὶ ἐν γνώσει γινόμενοι τῶν τε σπουδαίων καὶ αἱρετῶν, καὶ τῶν ἀσυμφόρων καὶ ἀποβλήτων, τὸν βίον μεταρρυθμίζουσι πρὸς τὸ βέλτιον, καὶ τῷ τῆς ἀγνοίας οὐχ ἁλίσκονται πάθει, ἀλλὰ προσέχοντες τῇ διδασκαλίᾳ, ἑαυτοὺς πρὸς τὸ μὴ κακῶς παθεῖν παραθήγουσι, καὶ φόβῳ τῶν ἐπηρτημένων τιμωριῶν τὴν σωτηρίαν ἑαυτοῖς ἐξεργάζονται». (Κανόνας ΙΘ ΣΤ Οικουμενική Σύνοδος).


      

Ἡ Βίβλος ἢ Ἁγία Γραφὴ ἢ Κανών, δηλαδὴ ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι τὸ σύνολο τῶν θεοπνεύστων βιβλίων, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν ὡς πηγὴ τῆς θρησκείας των καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, χωρὶς φυσικὰ νὰ τὴ λὲν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐφ’ ὅσον δὲν δέχονται κάποια Καινὴ Διαθήκη· τὴ λὲν χωρὶς ἑνιαῖο ὄνομα «Νόμος Προφῆται καὶ Γραφαὶ» (Τωρὰ Νεμπιὶμ οὐ Κεθουβίμ). εἶναι δὲ ἡ «Π. Διαθήκη» τους αὐτὴ καὶ στὸ κείμενο φθαρμένη μετὰ τὸ 135 μ.Χ. σὲ τόσο μεγάλο βαθμό, ποὺ δὲν εἶναι πλέον ἡ θεόπνευστη Βίβλος, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν ἕνα ἄλλο βιβλίο. Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τοὺς προτεστάντες καὶ τοὺς ἀγγλικανούς, καὶ παπικοὶ ἔχουν τρεῖς διαφορετικοὺς καταλόγους τῶν βιβλίων τοῦ Κανόνος.
       Τὸν κατάλογο τοῦ Κανόνος τῆς Χριστιανικῆς ἐκκλησίας συνέταξε τὸ 367 μετὰ ἀπὸ ἔρευνα ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας κατ’ ἀνάθεσι καὶ ἐντολὴ καὶ ὡς πληρεξούσιος σ’ αὐτὸ τῆς Α’ οἰκουμενικῆς συνόδου. ἡ σύνοδος ἀνέθεσε στὸν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νὰ γράφῃ καὶ νὰ στέλνῃ κάθε χρόνο καὶ γιὰ πάντα μιὰ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς οἰκουμένης, στὴν ὁποία πρῶτον νὰ προσδιορίζῃ τὴν ἡμερομηνία τοῦ πάσχα τοῦ ἑπομένου ἔτους καὶ δεύτερον νὰ σχολιάζῃ σ’ αὐτὴ τὰ κύρια ζητήματα πίστεως καὶ ὁμολογίας ποὺ εἶχαν ἀνακύψῃ στὴ χριστιανικὴ οἰκουμένη κατὰ τὸ προηγούμενο ἔτος. ἔτσι κατὰ τὰ ἔτη 326-328 τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, ποὺ λεγόταν ἑορταστικὴ ἐπιστολή, ἔγραφε ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας, κατὰ δὲ τὰ ἔτη 329 - 373 ὁ Μ. Ἀθανάσιος. στὴν Ἑορταστικὴ Ἐπιστολή του ΛΘ’ τοῦ ἔτους 367 ὁ Ἀθανάσιος ἔδωσε τὸν κατάλογο τοῦ Κανόνος, τὸν ὁποῖο δέχεται ἡ Χριστιανικὴ ἐκκλησία.
      Οἱ Ἰουδαῖοι δέχονται ἕναν κατάλογο τοῦ Κανόνος, τῆς Π. Διαθήκης μόνο βέβαια, ὁ ὁποῖος εἶναι συντεταγμένος ἀπὸ ἄγνωστο σχολιαστὴ ἀνάμεσα στὰ ἔτη 700 καὶ 1350 καὶ ἀνευρίσκεται στὴ Σπουδὴ (Ταλμοὺδ) καὶ ἀκριβέστερα στὰ Σχόλια (Γεμαρὰ) τῆς Δευτερώσεως (Μισνά), στὴν πραγματεία Ἐσχάτη θύρα (Μπαμπὰ μπαθρά, 14b - 15a), ἀνάγεται δὲ κατὰ τὴ γνώμη μου στὰ ἔτη 120-135 μ.Χ., στὸ διαβόητο ῥαββῖνο Συμεὼν μπὲν Ἀκιβά.
        Οἱ προτεστάντες ὅλοι καὶ οἱ ἀγγλικανοὶ μαζὶ δέχονται τὸν ὄψιμο αὐτὸ ἰουδαϊκὸ κατάλογο τοῦ Κανόνος, τὸν ὁποῖο διατυπώνουν ῥητῶς καὶ πλήρως στὴ δογματικὴ ὁμολογία τῆς Ζυρίχης τὴ συντεταγμένη κατὰ τὸ ἔτος 1545.
       Οἱ παπικοὶ δέχονται δικό τους κατάλογο τοῦ Κανόνος, ποὺ εἶναι «ἀλάθητο» δῆθεν δόγμα (decretum) τοῦ πάπα Ῥώμης Παύλου Γ’, τὸ ὁποῖο ἐκφωνήθηκε καὶ δημοσιεύτηκε στὶς 8 - 4 - 1546 στὴν κατ’ αὐτοὺς ἐν Τριδέντῳ «οἰκουμενική» τους σύνοδο τοῦ ἔτους ἐκείνου, κατὰ τὴν δ’ συνεδρία.
       Ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς καταλόγους (ἐκκλησιαστικό, ἰουδαϊκὸ -προτεσταντικό, παπικό,) ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διαφορὰ στὰ βιβλία, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐξ ἴσου οὐσιώδης διαφορά, τὴν ὁποία δὲν ἀντιλήφθηκαν ποτὲ μέχρι σήμερα οἱ ἐμφανιζόμενοι ὡς εἰδήμονες (βιβλικοὶ καθηγηταὶ θεολογικῶν σχολῶν κλπ.). ἡ διαφορὰ αὐτὴ εἶναι ὅτι ὁ μὲν Μ. Ἀθανάσιος καὶ μαζί του ἡ ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ ἐκκλησία φρονοῦν ὅτι ἡ συλλογὴ τῶν θεοπνεύστων βιβλίων τοῦ Κανόνος προκύπτει ὄχι ἀπὸ κάποια κριτικὴ εἰκασία καὶ ἐκτίμησι ὁποιουδήποτε μεταγενεστέρου τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη παράδοσί της ἀπὸ χέρι σὲ χέρι ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους μέχρι ἐμᾶς, ἡ ὁποία παράδοσι ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς ἀντικείμενο ἱστορικῆς καὶ γραμματολογικῆς μόνο ἐξετάσεως καὶ ὄχι δογματικῆς ἀποφάσεως, οἱ δὲ ἄλλοι, Ίουδαῖοι προτεστάντες ἀγγλικανοὶ καὶ παπικοί, φρονοῦν ὅτι ὁ κατάλογος προκύπτει ἀπὸ κριτικὴ εἰκασία κι ἐκτίμησι τῶν εἰδικῶν ποὺ τὸν συνέταξαν —αὐτοὶ δηλαδὴ κρίνουν κι ἀποφασίζουν τί εἶναι θεόπνευστο καὶ τί ὄχι— ἢ ἀπὸ τὴν «ἀλάθητη» δῆθεν δογματικὴ ἔμπνευσι τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης ποὺ ἔγραψε τὸ σχετικὸ «ἀλάθητο» δῆθεν δέκρετό του. ὁ Ἀθανάσιος στηρίζεται στοὺς πρὸ Χριστοῦ Ἰσραηλῖτες ἐξωβιβλικοὺς συγγραφεῖς καὶ στοὺς πρὸ αὐτοῦ Χριστιανοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς καὶ μάλιστα στὸ Μελίτωνα Σάρδεων (160 μ.Χ.), ὁ Ἀκιβὰ κι ὁ πάπας Ῥώμης στὴν προσωπική τους «θεοπνευστία», καὶ οἱ προτεστάντες καὶ ἀγγλικανοὶ στὸ μεταχριστιανικὸ ἰουδαϊκὸ κατάλογο.
        Παραθέτω τὸν κατάλογο τῆς Χριστιανικῆς ἐκκλησίας στὸ πρωτότυπο κείμενο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, καὶ μεταφράζω τὸν μὲν ἰουδαϊκὸ κατάλογο ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ μέσῳ ἀγγλικῆς —τοὺς τίτλους τῶν βιβλίων κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ πρωτότυπο ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Ταλμούδ—, τὸν δὲ προτεσταντικὸ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο λατινικό του κείμενο, καὶ τὸν παπικὸ ἐπίσης ἀπὸ τὸ πρωτότυπο λατινικό του κείμενο. οἱ τέσσερες κατάλογοι ἔχουν ὡς ἀκολούθως.


  1.     ΛΘ’ Ἑορταστικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου

        Ἔστι τοίνυν τῆς μὲν Παλαιᾶς Διαθήκης βιβλία τῷ ἀριθμῷ τὰ πάντα εἴκοσι δύο· τοσαῦτα γὰρ ὡς ἤκουσα καὶ τὰ στοιχεῖα τὰ παρ’ Ἑβραίοις εἶναι παραδέδοται· τῇ δὲ τάξει καὶ τῷ ὀνόματί ἐστιν ἕκαστον οὕτω· πρῶτον Γένεσις, εἶτα Ἔξοδος, εἶτα Λευϊτικόν, καὶ μετὰ τοῦτο Ἀριθμοί, καὶ λοιπὸν τὸ Δευτερονόμιον· ἑξῆς δὲ τούτοις ἐστὶν Ἰησοῦς τε ὁ τοῦ Ναυή, καὶ Κριταί, καὶ μετὰ τοῦτο ἡ Ῥούθ· καὶ πάλιν ἑξῆς Βασιλειῶν τέσσαρα βιβλία, καὶ τούτων τὸ μὲν πρῶτον καὶ δεύτερον εἰς ἓν βιβλίον ἀριθμεῖται, τὸ δὲ τρίτον καὶ τέταρτον ὁμοίως εἰς ἕν· μετὰ δὲ ταῦτα Παραλειπόμενα πρῶτον καὶ δεύτερον ὁμοίως εἰς ἓν βιβλίον πάλιν ἀριθμούμενα· εἶτα Ἔσδρας πρῶτον καὶ δεύτερον ὁμοίως εἰς ἕν· μετὰ δὲ ταῦτα βίβλος Ψαλμῶν, καὶ ἑξῆς Παροιμίαι, εἶτα Ἐκκλησιαστής, καὶ Ἆσμα ᾀσμάτων· πρὸς τούτοις ἐστὶ καὶ Ἰώβ· καὶ λοιπὸν Προφῆται, οἱ μὲν Δώδεκα εἰς ἓν βιβλίον ἀριθμούμενοι, εἶτα Ἠσαΐας, Ἰερεμίας καὶ σὺν αὐτῷ Βαροὺχ Θρῆνοι Ἐπιστολή, καὶ μετ’ αὐτὸν Ἰεζεκιήλ, καὶ Δανιήλ. ἄχρι τούτων τὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἵσταται. τὰ δὲ τῆς Καινῆς πάλιν οὐκ ὀκνητέον εἰπεῖν· ἔστι γὰρ ταῦτα· Εὐαγγέλια τέσσαρα, κατὰ Ματθαῖον, κατὰ Μάρκον, κατὰ Λουκᾶν, κατὰ Ἰωάννην· εἶτα μετὰ ταῦτα Πράξεις ἀποστόλων, καὶ Ἐπιστολαὶ καθολικαὶ καλούμεναι τῶν ἀποστόλων ἑπτὰ οὕτως· Ἰακώβου μὲν μία, Πέτρου δὲ δύο, εἶτα Ἰωάννου τρεῖς, καὶ μετὰ ταύτας Ἰούδα μία· πρὸς τούτοις Παύλου ἀποστόλου εἰσὶν Ἐπιστολαὶ δεκατέσσαρες τῇ τάξει γραφόμεναι οὕτω· πρώτη πρὸς Ῥωμαίους, εἶτα πρὸς Κορινθίους δύο, καὶ μετὰ ταύτας πρὸς Γαλάτας, καὶ ἑξῆς πρὸς Ἐφεσίους, εἶτα πρὸς Φιλιππησίους, καὶ πρὸς Κολοσσαεῖς, καὶ μετὰ ταύτας πρὸς Θεσσαλονικεῖς δύο, καὶ ἡ πρὸς Ἑβραίους, καὶ εὐθὺς πρὸς μὲν Τιμόθεον δύο, πρὸς δὲ Τίτον μία, καὶ τελευταία ἡ πρὸς Φιλήμονα μία· καὶ πάλιν Ἰωάννου Ἀποκάλυψις.
        Ταῦτα πηγαὶ τοῦ σωτηρίου, ὥστε τὸν διψῶντα ἐμφορεῖσθαι τῶν ἐν τούτοις λογίων· ἐν τούτοις μόνοις τὸ τῆς εὐσεβείας διδασκαλεῖον εὐαγγελίζεται. μηδεὶς τούτοις ἐπιβαλλέτω, μηδὲ τούτων ἀφαιρείσθω τι. περὶ δὲ τούτων ὁ Κύριος Σαδδουκαίους μὲν ἐδυσώπει λέγων Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς Γραφάς, τοῖς δὲ Ἰουδαίοις παρῄνει Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς, ὅτι αὗταί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ.
(Ἐκδίδω τὸ κείμενο ἀπὸ 24 ἀρχαῖα χειρόγραφα. βλ. καὶ PG 26,176 - 180· ΒΕΠ 33,76 - 77· Πηδάλιον, 583 - 5).


  2.Ταλμουδικὸς ῥαββινικὸς κατάλογος

           Οἱ ῥαββῖνοι μᾶς δίδαξαν· Ἡ τάξι τῶν Προφητῶν εἶναι· Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, Κριταί, Σαμουήλ, Βασιλεῖς, Ἰερεμίας, Ἰεζεκιήλ, Ἠσαΐας, καὶ οἱ Δώδεκα μικροὶ Προφῆτες. ἂς τὸ ἐξετάσουμε αὐτό. ὁ Ὠσηὲ προηγεῖται, καθὼς εἶναι γραμμένο· Ἀρχὴ λόγου Κυρίου εἰς Ὠσηέ (Ὠσ 1,2). μίλησε ὅμως ὁ θεὸς πρῶτα στὸν Ὠσηέ; δὲν ὑπῆρξαν πολλοὶ προφῆτες ἀνάμεσα στὸ Μωϋσῆ καὶ στὸν Ὠσηέ; ὁ ῥαββὶ Ἰωχανὰν ὅμως ἔχει ἐξηγήσει ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς τέσσερες προφῆτες ποὺ προφήτευσαν κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα εἶναι Ὠσηέ, Ἠσαΐας, Ἀμώς, Μιχαίας· ἔτσι δὲν πρέπει νὰ προηγῆται ὁ Ὠσηέ; διότι ἡ Προφητεία του εἶναι <ἐγ>γεγραμμένη (=συγκαταχωρισμένη) μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγαῖον Ζαχαρίαν καὶ Μαλαχίαν, οἱ δὲ Ἀγγαῖος Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας καταχωρίστηκαν στὸ τέλος τῶν Προφητῶν κι αὐτὸς συγκαταριθμήθηκε μαζί τους. γιατί ὅμως <ἐγ>γράφτηκε χωριστὰ καὶ τοποθετήθηκε πρῶτος; διότι τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι τόσο μικρό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χαθῇ. ἂς κάνουμε κι ἄλλη ἐξέτασι. ὁ Ἠσαΐας προηγήθηκε τοῦ Ἰερεμίου καὶ τοῦ Ἰεζεκιήλ. τότε γιατί δὲν τοποθετήθηκε πρῶτος ὁ Ἠσαΐας; ἐπειδὴ τὸ βιβλίο τῶν Βασιλέων τελειώνει μὲ μιὰ ἐξιστόρησι τῆς καταστροφῆς, κι ὁ Ἰερεμίας μιλάει γιὰ τὴν καταστροφὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, ὁ Ἰεζεκιὴλ ἀρχίζει μὲ τὴν καταστροφὴ καὶ τελειώνει μὲ παρηγορία, κι ὁ Ἠσαΐας εἶναι γεμάτος παρηγορία· ἔτσι ταξινομοῦμε συναπτὲς τὴν καταστροφὴ μετὰ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν παρηγορία μετὰ τὴν παρηγορία.
      Ἡ τάξι τῶν Γραφῶν (Κτυβὶμ = Κιταπίων) εἶναι· Ῥούθ, βιβλίο τῶν Ψαλμῶν, Ἰώβ, Παροιμίαι, Ἐκκλησιαστής, Ἆσμα ᾀσμάτων, Θρῆνοι, Δανιήλ, καὶ ὁ κύλινδρος τῆς Ἐσθήρ, Ἔσδρας, καὶ Χρονικά. τώρα ἐφ’ ὅσον ὁ Ἰὼβ ἔζησε στὶς ἡμέρες τοῦ Μωϋσέως, δὲν θἄπρεπε νὰ προηγῆται τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ; δὲν ἀρχίζουμε ἀπὸ διήγησι θλίψεων. μὰ καὶ ἡ Ῥοὺθ εἶναι μιὰ διήγησι θλίψεων. εἶναι ὅμως, ὅπως εἶπε κι ὁ ῥαββὶ Ἰωχανάν, μιὰ θλῖψι μὲ τέλος εὐτυχές. καὶ γιατί ὠνομάστηκε Ῥούθ; ἐπειδὴ ἀπ’ αὐτὴ προῆλθε ὁ Δαυΐδ ποὺ κατακλείει τὸ ἅγιο αὐτὸ βιβλίο, γιὰ νὰ εὐλογῆται μὲ ὕμνους καὶ μὲ αἴνους.
      Ποιός <ἐν>έγραψε τὶς Ἅγιες Γραφές; ὁ Μωϋσῆς <ἐν>έγραψε τὸ βιβλίο του καὶ τὸ ἐδάφιο τοῦ Βαλαὰμ καὶ τὸν Ἰώβ. ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ <ἐν>έγραψε τὸ φερώνυμο βιβλίο καὶ ὀχτὼ στίχους τῆς Πεντατεύχου. ὁ Σαμουὴλ <ἐν>έγραψε τὸ φερώνυμο βιβλίο καὶ τὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν καὶ τὴ Ῥούθ. ὁ Δαυΐδ <ἐν>έγραψε τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν συμπεριλαμβάνοντας μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο τῶν ἀρχαιοτέρων Ἀδάμ, Μελχισεδέκ, Ἀβραάμ, Μωϋσέως, Αἰμάν, Ἰδιθούν, Ἀσάφ, καὶ τῶν τριῶν υἱῶν Κορέ. ὁ Ἰερεμίας ἐν<έγραψε> τὸ φερώνυμο βιβλίο, τὸ βιβλίο τῶν Βασιλέων, καὶ τοὺς Θρήνους. ὁ Ἐζεκίας καὶ οἱ φίλοι του <ἐν>έγραψαν τὸν Ἠσαΐα, τὶς Παροιμίες, τὸ Ἆσμα ᾀσμάτων, καὶ τὸν Ἐκκλησιαστή. οἱ ἄνδρες τοῦ μεγάλου Συνεδρίου <ἐν>έγραψαν τὸν Ἰεζεκιήλ, τοὺς Δώδεκα μικροὺς Προφῆτες, τὸ Δανιήλ, καὶ τὸν κύλινδρο τῆς Ἐσθήρ. ὁ Ἔσδρας <ἐν>έγραψε τὸ φερώνυμο βιβλίο καὶ τὶς γενεαλογίες τοῦ βιβλίου τῶν Χρονικῶν μέχρι τὴν ἐποχή του. αὐτὸ τὸ βεβαιώνει ἡ γνώμη τῶν ῥαββίνων, διότι ὁ ῥαββὶ Ἰούδας εἶπε ἐξ ὀνόματος ῥαββίνου· Ὁ Ἔσδρας δὲν ἄφησε τὴ Βαβυλῶνα, γιὰ ν’ ἀνεβῇ στὴ γῆ τοῦ Ἰσραήλ, ἕως ὅτου <ἐν>έγραψε τὴ γενεαλογία του. ποιός λοιπὸν τὸ τελείωσε αὐτό ; ὁ Νεεμίας ὁ γιὸς τοῦ Ἀχαλίου.
Σπουδή, Ποινικά, Ἐσχάτη θύρα, 14b-15a (=Tαλμοὺδ (Γεμαρά), Νετζικίν, Μπαμπὰ μπαθρά, 14b-15a)
Ἐκδόσεις: L. Goldshmidt, Berlin-Wien 1925 (ἑβραϊστὶ-γερμανιστὶ)
                   Ι. Epstein, London (ἀγγλιστί).


3. Ὁμολογία προτεσταντικῆς ἐκκλησίας τῆς Ζυρίχης τοῦ 1545 πραγματεία 2
  Βιβλία τῆς κανονικῆς Γραφῆς

         Ἡ κανονικὴ αὐτὴ Γραφὴ περιλήφθηκε στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι· Μωϋσέως Πεντάτευχος, βιβλίο Ἰοσουέ, καὶ Κριτῶν, Ῥούθ, δυὸ βιβλία Σαμουήλ, κι ἄλλα τόσα Βασιλέων, δυὸ ἐπίσης βιβλία Χρονικῶν, κι ἄλλα τόσα Ἔσδρα καὶ Νεεμίου, βιβλίο Ἐσθήρ. σ’ αὐτὰ δὲ προσθέτουμε τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, τὸ Ψαλτήριον, καὶ τὰ τρία βιβλία τοῦ Σολομῶντος, δηλαδὴ Παροιμίες, Ἐκκλησιαστή, καὶ Ἄσματα· καὶ Τέσσερες μείζονες Προφῆτες καὶ Δώδεκα ἐλάσσονες.
        Ὅσα ὅμως ἀπαριθμοῦνται ἔξω ἀπ’ αὐτὸ τὸν Κανόνα, ὅπως εἶναι ὁ Τωβίας, ἡ Ἰουδίθ, καὶ μερικὰ ἄλλα, νομίζουμε ὅτι δὲν παραδίδονται καθόλου γιὰ νὰ τἄχουμε ὡς ἴσης αὐθεντίας μὲ τὰ πρῶτα ἐκεῖνα οὔτε ὡς τοῦ ἰδίου σεβασμοῦ. δὲν τὰ καταδικάζουμε ὅμως οὔτε τ’ ἀπορρίπτουμε. διότι διαβάστηκαν κάποτε ἐπ’ ἐκκλησίας καὶ διαβάζονται μέχρι σήμερα. ὅταν διαβάζωνται σωστὰ καὶ μὲ σύνεσι, ἀποφέρουν στὴν ἐκκλησία τὸν καρπό τους. διότι ἂν καὶ φαίνονται ὅτι δὲν συμφωνοῦν σὲ ὅλα μὲ τὰ προηγούμενα βιβλία, πρέπει νὰ ἐξηγοῦνται καὶ ν’ ἀναπτύσσωνται σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο (norma) ἐκείνων.
        Στὴ δὲ Καινὴ Διαθήκη μετροῦμε τὰ ἑξῆς βιβλία. Εὐαγγέλιον Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ, καὶ Πράξεις ἀποστόλων γραμμένες ἀπὸ τὸν ἴδιο, καὶ Ἰωάννου Εὐαγγέλιον· καὶ δεκατέσσερες Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, κι ἑφτὰ τῶν ἄλλων ἀποστόλων, μαζὶ μὲ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν ὁποία ἔδωσε στὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη.
Orthodoxa Tigurinae ecclesiae, tract. 2, Tiguri 1545 (ἐκκλησία τῆς Ζυρίχης).
*
Πρβλ. Μüller E.F.K., Die Bekenntnisschriften der reformirten Kirche, Leipzig 1903, σ. 155 (παραλείπεται ὁ πανομοιότυπος κατάλογος ἀντι- καθιστάμενος μὲ ἀποσιωπητικά).
       Ἡ κανονικὴ αὐτὴ Γραφὴ περιλήφθηκε στὴν Παλαιἀ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι· Μωϋσέως   Πεντάτευχος…………………… 
       Ὅσα ὅμως ἀπαριθμοῦνται ἔξω ἀπ’ αὐτὸ τὸν Κανόνα, ὅπως εἶναι ὁ Τωβίας, ἡ Ιουδίθ, καὶ μερικὰ ἄλλα, νομίζουμε ὅτι δὲν παραδίδονται καθόλου γιὰ νὰ τἄχουμε ὡς ἴσης αὐθεντίας μὲ τὰ πρῶτα ἐκεῖνα ἢ ὡς τοῦ ἰδίου σεβασμοῦ. δὲν τὰ καταδικάζουμε ὅμως οὔτε τ’ ἀπορρίπτουμε. διότι διαβάστηκαν κάποτε ἐπ’ ἐκκλησίας καὶ διαβάζονται μέχρι σήμερα. ὅταν διαβάζωνται σωστὰ καὶ μὲ σύνεσι, ἀποφέρουν στὴν ἐκκλησία τὸν καρπό τους.

   
4.Παπικὴ σύνοδος Τριδέντου (8 - Ἀπριλίου – 1546)
Παπικὸ δέκρετο γιὰ τὶς κανονικὲς Γραφὲς
δημοσιευμένο στὴν τετάρτη συνεδρία

         Ἡ ἁγιωτάτη οἰκουμενικὴ καὶ γενικὴ σύνοδος τοῦ Τριδέντου……………………,
ἀκολουθώντας τὰ παραδείγματα τῶν ὀρθοδόξων πατέρων, δέχεται καὶ σέβεται μὲ ἴση εὐλάβεια καὶ ἴσο σεβασμὸ ὅλα τὰ βιβλία τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀφοῦ συγγραφεὺς καὶ τῶν δύο εἶναι ὁ ἕνας θεός, καθὼς καὶ τὶς παραδόσεις, ποὺ ἀφοροῦν τόσο στὴν πίστι ὅσο καὶ στὰ ἤθη, σὰν διδαγμένες εἴτε αὐτοπροσώπως ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἴτε κι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ φυλαγμένες στὴν καθολικὴ ἐκκλησία μὲ τὴ συνεχῆ διαδοχή. τὸν δὲ πίνακα τῶν Ἁγίων Βιβλίων ἔκρινε ὅτι πρέπει νὰ τὸν καταγράψῃ σ’ αὐτὸ ἐδῶ τὸ δέκρετο, γιὰ νὰ μὴν μπορῇ ν’ ἀμφιβάλλῃ κανεὶς ποιά εἶναι αὐτὰ ποὺ δέχεται ἡ ἴδια ἡ σύνοδος. εἶναι λοιπὸν τὰ γραμμένα ἀμέσως παρακάτω.
       Τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως, ἤτοι Γένεσις, Ἔξοδος, Λευϊτικόν, Ἀριθμοί, Δευτερονόμιον, Ἰοσουέ, Κριτῶν, Ῥούθ, Βασιλέων τέσσερα, Παραλειπομένων δύο, τὸ πρῶτο τοῦ Ἔσδρα, καὶ τὸ δεύτερο ποὺ λέγεται Νεεμίας, Τωβίας, Ἰουδίθ, Ἐσθήρ, Ἰώβ, Ψαλτήριον δαυϊτικὸν τῶν ἑκατὸν πενήντα ψαλμῶν, Παραβολαί, Ἐκκλησιαστής, Ἆσμα ᾀσμάτων, Σοφία, Ἐκκλησιαστικός, Ἠσαΐας, Ἰερεμίας μαζὶ μὲ τὸν Βαρούχ, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Δώδεκα Προφῆτες ἐλάσσονες, ἤτοι Ὠσηέ, Ἰωήλ, Ἀμώς, Ἀβδίας, Ἰωνᾶς, Μιχαίας, Ναούμ, Ἀβακούκ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας, δύο Μακκαβαίων πρῶτο καὶ δεύτερο.
        Τῆς Καινῆς Διαθήκης τέσσερα Εὐαγγέλια, κατὰ Ματθαῖον, Μάρκον, Λουκᾶν, καὶ Ἰωάννην, Πράξεις τῶν ἀποστόλων γραμμένες ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, δεκατέσσερες Ἐπιστολαὶ τοῦ μακαρίου ἀποστόλου Παύλου, ἤτοι πρὸς Ῥωμαίους, πρὸς Κορινθίους δύο, πρὸς Γαλάτας, πρὸς Ἐφεσίους, πρὸς Φιλιππησίους, πρὸς Κολοσσαεῖς, πρὸς Θεσσαλονικεῖς δύο, πρὸς Τιμόθεον δύο, πρὸς Τίτον, πρὸς Φιλήμονα, πρὸς Ἑβραίους, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου δύο, τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου τρεῖς, τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου μία, τοῦ ἀποστόλου Ἰούδα μία, καὶ Ἀποκάλυψις τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου.
                  Mansi 33, 22
* * *
           Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, καὶ μαζί του ἡ ἀρχαία ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ὡς «Ἔσδραν πρῶτον καὶ δεύτερον» ἐννοεῖ τὰ βιβλία ποὺ φέρονται στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις ὡς Β’ Ἔσδρας καὶ Νεεμίας· καὶ ὡς «Ἰερεμίου Ἐπιστολὴν» ἐννοεῖ, ὅπως ἀνακάλυψα, τὸ κείμενο τὸ ὁποῖο στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις φέρεται ὡς Ἰερεμίου κεφάλαια 36 - 38 καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνεξάρτητο βιβλίο τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, ἡ Ἐπιστολή του, σφηνωμένη μεταγενεστέρως στὴ θέσι ποὺ βρίσκεται· δὲν ἐννοεῖ τὸ ἰουδαϊκὸ ἀλεξανδρινὸ κείμενο τοῦ Α’ π.Χ. αἰῶνος, ποὺ φέρεται ὡς «Ἐπιστολὴ Ἰερεμίου» καὶ εἶναι γραμμένο γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ ἄγνωστο Ἰουδαῖο ποὺ δὲν γνώριζε τὴν ἑβραϊκή. στὴν ἀνακάλυψί μου αὺτὴ μὲ ὡδήγησαν ἀφ’ ἑνὸς ἡ πίστι μου καὶ ἡ ἀγάπη μου στὴ Βίβλο καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἐμπιστοσύνη μου στὴν ἱερὰ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας· ἐννοῶ τὴν ἱερὰ ἀποστολικὴ καὶ ἀρχικὴ παράδοσι καὶ ὄχι τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων (Μθ 15, 1-20), τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀπορρίπτει ὡς κάτι τὸ βδελυρό. τὸ συμπέρασμά μου γιὰ τὴ γνήσια Ἰερεμίου Ἐπιστολὴ εἶναι συμπέρασμα γραμματολογικὸ καὶ ἱστορικό, βγαλμένο μὲ τὸν τρόπο ποὺ συμπέραιναν ὁ Μ. Ἀθανάσιος καὶ οἱ ἄλλοι τέτοιοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, καὶ ὄχι κατὰ τὸν ἰουδαϊκὸ προτεσταντικὸ καὶ παπικὸ φακιρικὸ τρόπο τῶν «κριτικῶν» καὶ δογματικῶν ἐκτιμήσεων, μὲ τὸν ὁποῖο «συμπεραίνουν», δηλαδὴ παπαγαλίζουν ἐδῶ καὶ 200 χρόνια, καὶ οἱ «βιβλικοὶ» καθηγηταὶ τῶν θεολογικῶν σχολῶν, αὐτὰ τὰ ἄκαρπα δένδρα.
      Οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ προτεστάντες παρεκκλίνουν ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὀ Κανόνα κατὰ δύο βιβλία· δὲν ἔχουν τὸν Βαροὺχ καὶ προσθέτουν τὴν Ἐσθήρ. οἱ παπικοὶ παρεκκλίνουν κατὰ δώδεκα βιβλία· προσθέτουν τὰ βιβλία Τωβίτ, Ἰουδίθ, Ἐσθήρ, Α’ Μακκαβαίων, Β’ Μακκαβαίων, Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σιραχίδου (Ἐκκλησιαστικός), «Ἐπιστολὴ Ἰερεμίου» (νόθο), ποὺ τὴν ἔχουν κολλημένη στὸ Βαρούχ, καὶ Σωσάννα, Ὕμνο τῶν τριῶν παίδων, Βήλ, καὶ Δράκων, ποὺ τὰ ἔχουν σφηνωμένα ἢ κολλημένα στὸ γνήσιο βιβλίο τοῦ Δανιήλ.
      Μετὰ τὸ 1830 στὴν ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ ἐκκλησία οἱ διάφοροι ἐκδότες καὶ ἔμποροι τῆς Βίβλου ἐπέβαλαν σιωπηρῶς τὸν παπικὸ κατάλογο τοῦ Κανόνος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. ἡ ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ ἐκκλησία μετὰ τὴν ἐμφάνισι τῆς τυπογραφίας δὲν ἔχει δική της Π. Διαθήκη, ὅπως ἔχουν οἱ παπικοὶ οἱ προτεστάντες οἱ ἀγγλικανοὶ κι οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν παίρνει ὡς κείμενο μὲν ἀπὸ τοὺς προτεστάντες ὡς συλλογὴ βιβλίων δὲ ἀπὸ τοὺς παπικούς. μέχρι μάλιστα τὸ 1904 δὲν εἶχε οὔτε Κ. Διαθήκη δική της, ἀλλὰ τὴν ἔπαιρνε ἀπὸ τοὺς προτεστάντες. τὸ 1904 ἐξέδωκε τὴν Κ. Διαθήκη τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας ἀπὸ ἀρχαῖα ἐπίλεκτα χειρόγραφα ὁ σεμνὸς Β. Ἀντωνιάδης.
       Ἀσφαλῶς τὸ ὅτι οἱ ἐκδότες καὶ οἱ ἔμποροι πλασσάρουν στὴν ἐκκλησία τὴν Π. Διαθήκη ὡς συλλογὴ βιβλίων παίρνοντάς την ἀπὸ τοὺς παπικοὺς δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κανὼν τῆς ἐκκλησίας. ὁ Κανὼν τῆς ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖο προσδιώρισε ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὡς ἐντεταλμένος τῆς Α’ οἰκουμενικῆς συνόδου καὶ εἶχε ἡ ἐκκλησία μέχρι τὸ 1830. κι αὐτὴν ἐννοῶ κι ἐγὼ ὅταν λέω «Βίβλος». ὅσο γιὰ τὸ αὐθεντικὸ κείμενο τῆς Βίβλου, τὸ ἔχουν μόνο οἱ ἑλληνόγλωσσοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου. οἱ παπικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες καὶ οἱ ἀγγλικανοὶ καὶ οἱ μὴ ἑλληνόγλωσσοι ὀρθόδοξοι ἀντὶ γιὰ Βίβλο ἔχουν ὡς Π. Διαθήκη μὲν τὸ ῥαββινικὸ σκεύασμα, ὡς Κ. Διαθήκη δὲ μιὰ κακὴ μετάφρασι, τὴ λεγόμενη λατινικὴ βουλγάτα, καμωμένη ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο τὸν Δ’ αἰῶνα καὶ περασμένη τὸ ΙF’ αἰῶνα τόσο στὶς πέντε μητρικὲς προτεσταντικὲς μεταφράσεις, γερμανικὴ γαλλικὴ ἱσπανικὴ ἰταλικὴ ἀγγλική, ὅσο καὶ δι’ αὐτῶν σ’ ὅλες τὶς μεταφράσεις τῆς γῆς, καὶ ὄχι ἀκριβῶς τὴ Βίβλο.
    Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωσι ἡ ὀρθοδοξία δὲν κρίνεται ἀπὸ τὸ ποιός ἔχει ἢ δὲν ἔχει στὸ δοχεῖο του σκουπίδια παραδόσεων τῶν πρεσβυτέρων (Μθ 15, 2-3), ἀλλ’ ἀπὸ τὸ ποιός μέσα σ’ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ λίγα ἢ πολλὰ τέτοια σκουπίδια του ἔχει καὶ τὴ Βίβλο ἀκέραιη ἀναυξομοίωτη καὶ αὐθεντική. ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού, ὅταν τὰ σκουπίδια σαρωθοῦν, θὰ μείνῃ μὲ τὸ γνήσιο θησαυρὸ τοῦ Κυρίου στὸ χέρι; ἐκεῖνος εἶναι ἀπὸ τώρα κιόλας ὁ ὀρθόδοξος· ὁ ἔχων τὸν Κανόνα τῆς Βίβλου. οἱ ἄλλοι εἶναι τόσο Χριστιανοὶ ὅσο εἶναι καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ μουσουλμάνοι. κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ Κανὼν τῆς Βίβλου.                                            

5. Οἱ τρεῖς κατάλογοι τοῦ Κανόνος συνοπτικῶς

Χριστιανοὶ Ἰουδαῖοι – προτεστάντες παπικοὶ
Γε                   Μθ          
Ἔξ                  Λκ
Λε                  Μρ
Ἀρ                 Ἰω
Δε                  Πρξ
Ἰη                   Ῥω
Κρ                  Α’-Β’ Κο
Ῥθ                  Γα
Α’-Δ’ Βα        Ἐφ
Α’-Β’ Πα       Φι
Ἔσ-Νε           Κλ
Ψα                 Α’-Β’ Θε
Ἰβ                   Α’-Β’ Τι
Πρμ               Ττ
Ἐκ                  Φλμ
Ἆσ                  Ἑβ
Ἠσ                 Ἰα
Ἰε                    Α’-Β’ Πε
Ἰεπ                 Ἰδ
Βρ                   Α’-Γ’ Ἰω
Θρ                  Ἀπ
Ἰζ                  
Δα
Ὠσ
Ἀμ
Μχ
Ἰλ
Ἀβδ
Ἰν
Να
Ἀβ
Σφν
Ἀγ
Ζα
Μα
Γε                   Μθ
Ἔξ                  Λκ
Λε                  Μρ
Ἀρ                 Ἰω
Δε                  Πρξ
Ἰη                   Ῥω
Κρ                  Α’-Β’ Κο
Ῥθ                  Γα
Α’-Δ’ Βα        Ἐφ
Α’-Β’ Πα        Φι
Ἔσ-Νε           Κλ
Ἐσθὴρ           Α’-Β’ Θε
 Ψα                 Α’-Β’ Τι
Ἰβ                   Ττ
Πρμ               Φλμ
Ἐκ                  Ἑβ
Ἆσ                  Ἰα
Ἠσ                 Α’-Β’ Πε
Ἰε                    Ἰδ
Ἰεπ                 Α’-Γ’ Ἰω
 Θρ                 Ἀπ
Ἰζ                  
Δα
Ὠσ
Ἀμ
Μχ
Ἰλ
Ἀβδ
Ἰν
Να
Ἀβ
Σφν
Ἀγ
Ζα
Μα             
Γε                  Τωβὶτ           
Ἔξ                 Ἰουδὶθ
Λε                  Ἐσθὴρ
Ἀρ                  Α’ Μακκ.
Δε                   Β’ Μακκ.
Ἰη                   Σοφία Σολ.
Κρ                  Σοφία Σιραχ.
Ῥθ                 “Ἐπιστολὴ Ἰερ.”
Α’-Δ’ Βα        Σωσάννα
Α’-Β’ Πα       Ὑμνος παίδων
Ἔσ-Νε           Βὴλ
Ψα                 Δράκων
Ἰβ                  
Πρμ               Μθ
Ἐκ                 Λκ
Ἆσ                  Μρ
Ἠσ                 Ἰω
Ἰε                   Πρξ
Ἰεπ                 Ῥω
Βρ                   Α’-Β’ Κο
Θρ                  Γα
Ἰζ                   Ἐφ
Δα                  Φι
Ὠσ                  Κλ
Ἀμ                  Α’-Β’ Θε
Μχ                  Α’-Β’ Τι
Ἰλ                    Ττ
Ἀβδ                 Φλμ
Ἰν                    Ἑβ
Να                  Ἰα
Ἀβ                   Α’-Β’ Πε
Σφν                 Ἰδ
Ἀγ                    Α’-Γ’ Ἰω
Ζα                    Ἀπ
Μα

Μελέτες 1 (2008)  

4 σχόλια:

  1. 1/1
    Ἔχω ἀκούσει καί προφορικῶς στό περιβάλλον του Φλωρίνης Αυγουστίνου, ἐνίοτε παρόντος και του ἁγίου ἐπισκόπου ὁ ὁποῖος ἀναπαυόταν μέ τίς ἀπαντήσεις του σε δυσεπίλητα θεολογικά ζητήματα, τόν σοφό Χριστιανό Όρθόδοξο θεολόγο και φιλόλογο Δρα Κων/νο Σιαμάκη. Εἶναι ἐρευνητής τῶν Αγίων Γραφῶν νυχθημερόν, ἀπό τούς πρωτότυπους κώδικες, περγαμηνές, παπύρους, μεμβράνες, από τά χειρόγραφα- καί εἶναι ὁ μόνος σύγχρονος ἐπιστήμων καί ἵσως ὁ μοναδικός μεταχρυσοστομικός ἑρμηνευτής πού μελέτησε λέξη -λέξη ἐκτός ἀπό τή Βίβλο ἀπό τά κείμενα, ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί τους Ἕλληνες καί τούς Λατίνους, τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τά συναξάρια καί τούς κανόνες. Καί τήν πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν βιβλιογραφία τήν μελέτησε καί γνωρίζει όσο κανένας σύγχρονος τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Έξέδωσε σχετικά, τό βιβλίο "Εξωχριστιανικές μαρτυρίες γιά τον Χριστό καί τους χριστιανούς" καί άλλα πολλά σπουδαῖα συγγράμματα καί μελέτες. "Δέν παίζει μέ τήν Πίστιν του".
    Ἀλάθητος δεν φρονεῖ ὅτι εἶναι, ἀλλά καί δέν λέει κάτι δικό του, πάντα ὅ,τι διδάσκει ἡ πηγή τῆς Πίστεως, ἡ Ἁγία Γραφή ὄπως τήν παραδίδει κι ἑρμηνεύει ἡ χριστιανική Ἐκκλησία πού εἶναι μία, ἠ ὀρθόδοξη. Κατ'ἐμέ στό μέλλον θά ἀναδειχθῆ ἀπό τήν γνησία ἐκκλησία ὡς ο χρυσόστομος του 20ου αἰῶνος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεύτερον.
    Θα κάνω μερικές παρατηρήσεις, παρεμβαίνοντας μεν αὐθαιρέτως, καί ἂνευ τῆς ἀδείας του, καί πιθανῶς σφάλλων: Ο Δρ Κων/νος Σιαμάκης στόν "τόμο Χαράς" τοῦ Μ. Φωτίου (ὅπου συνέγραψε τήν είσαγωγή) καί ἀλλοῦ, τεκμηρίωσε, ὅτι ἡ Σύνοδος ὑπό τόν ἅγιο Φώτιο τόν Μεγάλο, εἶναι Οἰκουμενική, δηλ. εἶναι ἡ 8η Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἐπικυρώνει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως χωρίς τό filiogue καί καταρρίπτει ἐσαεί κάθε "δέκρετον" των παπών Ῥώμης, τό ὁποῖο, ὡς διάδοχοι δῆθεν τοῦ Ἀπ. Πέτρου, ἐκδίδουν "ὡς ἰσόκυρον τῆς Ἁγίας Γραφῆς" (τό γνωστό δῆθεν "ἀλάθητο τοῦ πάπα"). Και, νομίζω πώς καί στήν 8η Οικ. Σύνοδο απορρίπτεται καί κάθε παρελθοῦσα ἤ μελλοντική "γεροντική" ἤ "πατερική" ἤ ἀπό διάφορες "ὁραματίστριες" διδασκαλία, ἀσφαλῶς καί κάθε ἀπόφαση μελλοντικῆς Τοπικῆς ἤ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ΕΑΝ και ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν θεόπνευστη Ἁγία Γραφή ὅπως ὡς λόγο Θεοῦ καί ἀποκλειστική πηγή τῆς Πίστεως την παραδίδει καί ἑρμηνεύει κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοσι ἡ Ἐκκλησία πού εἶναι μία, ἡ Ὀρθόδοξη. Αὐτό τό νόημα, καταλαβαίνω ὅτι ἐμπεριέχει καί το σημείωμα τῆς "Ὁμολογίας" (αποτείχιση).

    Ο Κων/νος Σιαμάκης, ἐτόνισε καί τό ἀπεδέχθη καί ἔκτοτε τό ἐκήρρυτε μετά παρρησίας ὁ μακαριστός π. Αὐγουστῖνος τό ὅτι ἡ Πίστις μας εἶναι "ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις" (ἡ πίστις πού παραδόθηκε, στούς χριστιανούς, μιά και καλή)! (ἐπιστολή Ιούδα, 1,3). Καί, τό πιστευτέον αὐτό, τό αἰώνιο καί ἀναλλοίωτο Συμβόλαιο του Χριστοῦ μέ τους χριστιανούς, ἡ Καινή Του Διαθήκη, κατεγράφη ἀπό θεοπνεύστους συγγραφεῖς, ἀποστόλους - εὐαγγελιστές, συμπληρώνοντας την Παλαιά Διαθήκη, καταργῶντας κάποιες ἐντολές τῆς Παλαιᾶς, διατηρῶντας ἂλλες καί ἐκπληρώνοντας τις προφητεῖες της. Καταγράφηκε, στήν Άγία Γραφή, διότι ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ μεταπτωτικός ἀνθρώπινος νοῦς άρέσκεται στίς μυθοπλασίες καί ἂν ο θεός δέν φρόντιζε νά καταγραφεῖ τό πιστευτέον, τό "ἅπαξ παραδοθέν ἀπό τό θεό στούς πιστούς" πολύ γρήγορα θά ἀλλοιωνόταν ἀπό "γραώδεις μύθους". Καί στίς μέρες μας, ἄνθρωποι πού μισοῦν καί συκοφαντοῦν τον Κων/νο Σιαμάκη ἀσφαλῶς τό κάνουν διότι κάτι ἀντίθετο μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς πιστεύουν. Τί; παραδόσεις ἀνθρώπων.

    "ὁ δὲ (Κύριος) ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι καλῶς προεφήτευσεν ῾Ησαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε"(Μάρκ.7,6-9).

    Νά γιατί εἶναι ἀπαραίτητο να γνωρίζουμε οἱ πιστοί ποιά εἶναι τα γνήσια (Κανονικά) Βιβλία τῆς Βίβλου, ποιοί τά συνέγραψαν θεοπνεύστως, ποιό εἶναι τό γνήσιο πρωτότυπο κείμενό τους καί πῶς ἑρμηνεύει κάποια δυσερμήνευτα νοήματα ἡ Ἐκκλησιαστική ἑρμηνευτική παράδοσι. Καί να μελετοῦμε νυχθημερόν τήν Ἁγία Γραφή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γράφει στην ΛΘ εορταστική επιστολή ο Μέγας Αθανάσιος για τα Κανονικά Βιβλία της Αγίας Γραφής:

    "Ταῦτα πηγαὶ τοῦ σωτηρίου, ὥστε τὸν διψῶντα ἐμφορεῖσθαι τῶν ἐν τούτοις λογίων· ἐν τούτοις μόνοις τὸ τῆς εὐσεβείας διδασκαλεῖον εὐαγγελίζεται. μηδεὶς τούτοις ἐπιβαλλέτω, μηδὲ τούτων ἀφαιρείσθω τι. περὶ δὲ τούτων Ο ΚΥΡΙΟΣ, Σαδδουκαίους μὲν ἐδυσώπει λέγων "Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς Γραφάς", τοῖς δὲ Ἰουδαίοις παρῄνει "Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς, ὅτι ΑΥΤΑΙ εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ".

    Τί περισσότερο να σχολιάσει κάποιος, από τό ότι και κατά τον άγιο Αθανάσιο "πηγή της Σωτηρίας" και "σχολείο της ευσεβείας" είναι τό αυτονόητο, "μόνον η αγία Γραφή", ο λόγος του Θεού, και σε αυτή να μην προσθέσουμε ούτε να αφαιρέσουμε οτιδήποτε, και δεν τα λέει αυθαίρετα ως εντεταλμένος της Α οικουμενικής Συνόδου ο μακάριος Άγιος Αθανάσιος, αλλά παραθέτει τους λόγους του Κυρίου! Τα ίδια διδάσκει και ο ιερός Χρυσόστομος, και οι αληθινοί Πατέρες.

    Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε από την Αγία Γραφή το Β΄ Τιμόθεον 3΄13-17 του Απ. Παύλου: "πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι. συ δε μένε εν οίς έμαθες και επιστώθης, ειδώς παρά τίνος έμαθες, και ότι από βρέφους τα ιερά γράμματα οίδας, τα δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν δια πίστεως της εν Χριστώ Ιησού. Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη, ίνα άρτιος ή ο του Θεού άνθρωπος, προς παν έργον αγαθόν εξηρτισμένος."

    Ο Απ. Παύλος διδάσκει ότι η Γραφή οδηγεί στη σωτηρία, εννοεί αρχικά τόσο η Παλαιά Διαθήκη που από νήπιο άκουγε και έπειτα μελετούσε ο Τιμόθεος, αλλά καιμε το "πάσα θεόπνευστος γραφή" εννοεί εκτός από την Παλαιά, και την Καινή Διαθήκη που την εννοεί ως θεόπνευστη διότι έτσι την αποδέχονταν οι χριστιανοί από τους έχοντες Πνεύμα Άγιο και από αυτό καθοδηγούμενοι κατά την συγγραφή, οι συγγραφείς της, εφόσον τότε ήδη είχαν σταλεί στις εκκλησίες κάποιες επιστολές της Κ.Δ. που εξαρχής αντιγραφόταν και αναγινωσκόταν μαζί με την Π.Δ. στη θ. λατρεία ως "Γραφαί θεόπνευσται" Ο δε Κων/νος Σιαμάκης ερμήνευσε το χωρίον ως εξής "κάθε θεόπνευστη γραφή είναι και οφέλιμη" κ.λπ. εξηγώντας ότι όλα τα Κανονικά βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι και θεόπνευστα, δεν υπάρχουν "δευτεροκανονικά" υπάρχουν ή Κανονικά ή μη κανονικά, διότι αυτά που αποκαλούνται από τους αιρετικούς "δευτεροκανονικά" δεν ανήκουν στην Παλαιά Διαθήκη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε είναι θεόπνευστα, ο δε Μ. Αθανάσιος συμβουλευόμενος αρχαιότερους πατέρες κι ερευνώντας το ποια βιβλία της Κ.Δ. και Π.Δ. διαβαζόταν στις εκκλησιαστικές συνάξεις κατά τη θ. λατρεία ως γνησίως ανήκοντα στην Αγία Γραφή από την εποχή της πρώτης Εκκλησίας ως τις μέρες του, απλά τα κατέγραψε και κατάρτισε τον Κανόνα, που ως σήμερα αποδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Από κείμενο του κ.Κ.Σιαμάκη, στο www.philologus.gr με θέμα "Δεύτερος γάμος κληρικών" δυο παράγραφοι σχετικές με την εισαγωγή σας εν σχέσει με την Αγία Γραφή και τους ιερούς Κανόνες. Αν καί με δυο αποσπασματικές παραγράφους, χάνεται το πλήρες νόημα που θέλει να τονίσει ο συγγραφέας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν.

    " Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγεται Διαθήκη˙ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ Καινὴ Διαθήκη. τὸ ὄνομα Διαθήκη στὴν περίπτωσι αὐτὴ σημαίνει ΄΄Συνθήκη΄΄, ΄΄Σύμφωνο΄΄, ΄΄Συμβόλαιο΄΄. εἶναι τὸ συμβόλαιο ποὺ ὑπογράψαμε μὲ τὸν Κύριο, ὅταν βαπτιστήκαμε. συμβόλαιο αἰώνιο, ἀπαράβατο, ἀνώτερο πάσης κριτικῆς ὡς θεῖο καὶ θεόπνευστο, ἀνεπίδεκτο πάσης τροποποιήσεως, ΄΄βελτιώσεως΄΄, καὶ παρακάμψεως. τὴν παράκαμψί του δὲν τόλμησε ποτὲ οὔτε οἰκουμενικὴ σύνοδος˙ οὔτε κἂν τὴ διανοήθηκε φυσικά. ὅποια σύνοδος τόλμησε τροποποίησι ἢ παράκαμψι τοῦ Συμβολαίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἦταν σύνοδος αἱρετικῶν καὶ ἀποβλήτων, καὶ ὅποιος ἄνθρωπος τόλμησε τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἦταν αἱρεσιάρχης ἢ ἱδρυτὴς ἄλλου θρησκεύματος. καὶ ἀποβλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ μόνο γι̉ αὐτό...
    ... Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι μιὰ ἐκκλησία ποὺ ἀπὸ μερικοὺς αἰῶνες ἤδη τὰ ἔκανε στραπάτσο, δὲν ἔχει τὸ κῦρος νὰ τροποποιήσῃ οὔτε κανόνες, ποὺ ἄλλως εἶναι τροποποιήσιμοι. τὴ δὲ Βίβλο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν τροποποιήσῃ οὔτε ἡ ἁγιώτερη ἐκκλησία˙ διότι αὐτοστιγμεὶ θὰ παύσῃ νὰ εἶναι ἐκκλησία. ὁ Κύριος ἀπαγόρευσε τὴν τροποποίησι καὶ ἑνὸς ἰῶτα ἢ μιᾶς κεραίας (Μθ 5, 18 - 19). ὅποιος ἀποπειραθῇ κάτι τέτοιο τὸν ἔχει ἀντίπαλο. ...
    ... ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ τροποποιῇ κανεὶς κανόνες συνόδων, ποὺ ἐνδεχομένως εἶναι τροποποιήσιμοι, κι ἄλλο νὰ θέλῃ νὰ βάλῃ χέρι στὴ Βίβλο, ἢ μᾶλλον νὰ θέλῃ νὰ τὴν ἀκυρώσῃ, γιὰ νὰ ὑπογράψῃ ἄλλο Συμβόλαιο. αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀθέτησι μιᾶς μόνο ἐντολῆς τῆς Κ. Διαθήκης. Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος, λέει ὁ Ἰάκωβος (2, 10). ἡ Βίβλος δηλαδὴ μόνον ὡς πακέτο γίνεται δεκτὴ ἢ ἀπορρίπτεται, καὶ ὄχι κατ̉ ἄρθρον. ὅποιος δὲν ἀποδέχεται μιὰ ὁποιαδήποτε ἐντολή της, ἔχει καταπατήσει ὁλόκληρη τὴ Διαθήκη. καὶ μὲ ποιόν συμβαλλόμενο θὰ ὑπογράψῃ τὸ ἄλλο Συμβόλαιο; μὲ τὸ διάβολο ἀσφαλῶς˙ διότι ὁ θεὸς μένει πιστὸς στὸ Συμβόλαιο ποὺ ὑπέγραψε, καὶ δὲν τὸ ἀθετεῖ˙ ἀρνήσασθαι ἑαυτὸν οὐ δύναται (Β΄ Τι 2, 13). ..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου