Έρευνα: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
Α. Η θεολογική αλλοίωση των Χριστουγέννων από την
οικουμενιστική θεολογία εκκινεί από μια θεμελιώδη μετατόπιση από τον Θεάνθρωπο
στον «συνάνθρωπο». Ενώ η ορθόδοξη θέση υποστηρίζει ότι ο Χριστός σαρκώνεται για να νικήσει τον
θάνατο και τη φθορά προσφέροντας τη δυνατότητα της θέωσης, η οικουμενιστική
οπτική μεταθέτει την έμφαση από τη θεότητα του Λόγου στην ανθρώπινη ιδιότητα.
Με αυτόν τον τρόπο, τα Χριστούγεννα μετατρέπονται σε μια ανθρωποκεντρική
«γιορτή της ανθρωπιάς», της αλληλεγγύης και των δικαιωμάτων, υποβιβάζοντας τον
Χριστό σε ένα απλό «πρότυπο αγάπης»· μια εξέλιξη που θεολογικά προσεγγίζει τις
κακοδοξίες του Νεστοριανισμού ή του Αρειανισμού.
Β. Παράλληλα, αναπτύσσεται μια «Θεολογία της
Ειρήνης» εις βάρος της «Θεολογίας της Αλήθειας». Στο όνομα μιας παγκόσμιας
ειρήνης —η οποία συχνά συγχέεται με το αγγελικό «επί γης ειρήνη»— προωθείται η
εξομοίωση των δογμάτων. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι εφόσον όλοι οι χριστιανοί
εορτάζουν τη Γέννηση, οι δογματικές διαφορές, όπως το Filioque, το Πρωτείο ή η
διδασκαλία περί ακτίστων ενεργειών, στερούνται ουσίας. Έτσι, η ειρήνη των
Χριστουγέννων ερμηνεύεται πλέον ως γεωπολιτική ή κοινωνική καταλλαγή,
αλλοιώνοντας το πατερικό μήνυμα που θέλει την ειρήνη ως καρπό της συμφιλίωσης
του ανθρώπου με τον Θεό μέσω της ορθής πίστης.
Γ. Για να καταλάβουμε πώς η οικουμενιστική νοοτροπία αλλάζει
τα Χριστούγεννα, πρέπει να δούμε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που παραλάβαμε από
τους Αγίους μας και σε αυτό που προωθείται σήμερα ως «μοντέρνα» χριστιανική
γιορτή.
Η Νηστεία: Από
«Πνευματική Γυμναστική» σε «Τυπική Διαδικασία»
Στην Ορθοδοξία, οι 40 μέρες πριν τα Χριστούγεννα είναι μια
περίοδος προπόνησης. Όπως ένας αθλητής στερείται πράγματα για να νικήσει, έτσι
και ο πιστός στερείται ορισμένες τροφές και ανέσεις. Ο στόχος δεν είναι το
στομάχι, αλλά η κάθαρση της ψυχής. Η οικουμενιστική θεολογία υποβαθμίζει τη
νηστεία, θεωρώντας την κάτι «παρωχημένο» ή «δευτερεύον». Έτσι, η Σαρακοστή των
Χριστουγέννων από περίοδος πνευματικού αγώνα μετατρέπεται σε μια απλή περίοδο
«αναμονής» (αυτό που στη Δύση λένε Advent).
Το Δυτικό
"Advent" και η Ορθόδοξη Νηστεία
Το Advent (που σημαίνει «Έλευση») είναι το μοντέλο που ακολουθούν οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες. Επικεντρώνεται στο να «φτιάξουμε ατμόσφαιρα». Στολίζουμε, ακούμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, τρώμε γλυκά και περιμένουμε τη μέρα των Χριστουγέννων μέσα σε μια ευχάριστη ψυχολογία. Στην Ορθοδοξία, η χαρά έρχεται μετά τον κόπο. Αν γιορτάζεις και τρως καλά όλο τον Δεκέμβριο, τότε τη μέρα των Χριστουγέννων είσαι ήδη «χορτάτος». Η οικουμενιστική προσέγγιση θέλει να είμαστε «χαρούμενοι» όλο τον καιρό, ξεχνώντας ότι χωρίς τη νηστεία και τη μετάνοια, η χαρά των Χριστουγέννων είναι επιφανειακή και κοσμική.
Η Μετάνοια και το Συναίσθημα
Στη θεολογική αντιπαράθεση μεταξύ της παραδοσιακής πίστης
και της οικουμενιστικής επιρροής, η σύγκρουση «Μετάνοια εναντίον
Συναισθήματος» αποτελεί το κεντρικό σημείο αλλοίωσης του
χριστουγεννιάτικου φρονήματος. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη προσέγγιση, το
βαθύτερο νόημα της εορτής συμπυκνώνεται στη βεβαιότητα ότι «ο Χριστός γεννιέται
για να με σώσει από τις αμαρτίες μου». Αυτή η παραδοχή οδηγεί αναπόφευκτα τον
πιστό στην ανάγκη να αναγνωρίσει τα λάθη του και να επιδιώξει την εσωτερική
αλλαγή, μια διαδικασία που απαιτεί πνευματική αυστηρότητα και
συνειδητή άσκηση.
Αντίθετα, η Οικουμενιστική προσέγγιση προβάλλει
ένα μήνυμα που εστιάζει στο ότι «ο Χριστός γεννιέται για να μας διδάξει την
αγάπη και την ειρήνη». Αν και αυτό ακούγεται ηθικά ωραίο, παραμένει σε ένα
επίπεδο επιφανειακού συναισθήματος, καθώς δεν απαιτεί από τον άνθρωπο να
νηστέψει, να εξομολογηθεί ή να πολεμήσει τα πάθη του. Πρόκειται ουσιαστικά για
μια «ανώδυνη» θρησκεία που εναρμονίζεται πλήρως με τα φώτα και τα
στολίδια των πόλεων, προσφέροντας μια προσωρινή ψυχολογική ανάταση, η οποία
όμως δεν καταφέρνει να αλλάξει τον άνθρωπο εσωτερικά και οντολογικά.
Αυτή η μετατόπιση από τη βιωματική μετάνοια στη
συναισθηματική ευφορία θεωρείται από τους αντι-οικουμενιστές θεολόγους ως μια
σοβαρή πνευματική έκπτωση. Όπως επισημαίνεται σε αναλύσεις
στο Αντιαιρετικό Εγκόλπιο και σε κείμενα της Ιεράς Μητροπόλεως
Πειραιώς, η αντικατάσταση του ασκητικού ήθους από μια «ρομαντική»
θρησκευτικότητα στερεί από τον πιστό τη δυνατότητα της πραγματικής θεραπείας
και της ουσιαστικής συνάντησης με τον Σαρκωμένο Λόγο.
Η Οικουμενιστική προσέγγιση υποστηρίζει τα εξής: «Ο Χριστός
γεννιέται για να μας διδάξει την αγάπη και την ειρήνη». Αυτό ακούγεται ωραίο,
αλλά είναι μόνο συναίσθημα. Δεν απαιτεί από σένα να νηστέψεις, να εξομολογηθείς
ή να πολεμήσεις τα πάθη σου. Είναι μια «ανώδυνη» θρησκεία που ταιριάζει με τα
φώτα και τα στολίδια των πόλεων, αλλά δεν αλλάζει τον άνθρωπο εσωτερικά.
Γιατί αυτό θεωρείται «Αλλοίωση»;
Όταν αλλάζεις τον τρόπο που γιορτάζεις, στο τέλος αλλάζεις
και αυτό που πιστεύεις.
Αν καταργήσουμε τη νηστεία και την άσκηση για να γιορτάζουμε
«όλοι μαζί» (Ορθόδοξοι και Δυτικοί) με τον ίδιο κοσμικό τρόπο, τότε τα
Χριστούγεννα παύουν να είναι ένα Μυστήριο και γίνονται ένα Φεστιβάλ.
Ο Χριστός από «Σωτήρας» γίνεται ένας «δάσκαλος ηθικής», και
η Εκκλησία από «νοσοκομείο ψυχών» γίνεται ένας «σύλλογος φιλανθρωπίας».
Με απλά λόγια: Η οικουμενιστική θεολογία μας προσφέρει τα
Χριστούγεννα ως ένα «ωραίο πακέτο» με περιτύλιγμα την αγάπη, αλλά μας αφαιρεί
το «περιεχόμενο» που είναι η πνευματική προσπάθεια, η νηστεία και η πραγματική
συνάντηση με τον Θεό μέσα από την άσκηση. Στο οικουμενιστικό μοντέλο, η έμφαση
δίνεται στη «ζεστασιά» της γιορτής και στην αισθητική (στολισμοί, κάλαντα,
φιλανθρωπία). Αυτό το μοντέλο είναι «λιγότερο μετανοητικό» επειδή δεν απαιτεί
από τον άνθρωπο να αλλάξει τον εαυτό του, αλλά απλώς να συμμετάσχει σε μια
συλλογική ευφορία.
Εν τέλει, ο συγκρητισμός και η ανάδυση μιας
«θρησκείας των γιορτών» οδηγούν στην πλήρη διάβρωση της μοναδικότητας
της Ενανθρώπησης. Στο πλαίσιο του διαθρησκειακού διαλόγου, η Γέννηση
αντιμετωπίζεται πλέον ως ένα από τα πολλά «σύμβολα ελπίδας» της ανθρωπότητας,
στερούμενη τον χαρακτήρα της ως η μοναδική οδός σωτηρίας. Η θεολογική κριτική
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο οικουμενισμός «αδειάζει» τα Χριστούγεννα από το
δόγμα για να τα γεμίσει με συναίσθημα, προωθώντας μια «ένωση χωρίς αλήθεια» που
αλλοιώνει το φρόνημα της Εκκλησίας.
ΠΗΓΕΣ.
1.Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο
Οικουμενισμός.
3.Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού, Οικουμενισμός:
4.Μοναχού Μιχαήλ (Αγιορείτου), Οικουμενισμός: Η Ορθοδοξία
της νέας εποχής. Μια κριτική προσέγγιση στον σύγχρονο συγκρητισμό. κ.α

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου