ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΤΗΚΑΝ οι Συγχρονοι Αγιοι Γεροντες; του Π. Μακρή
Αφορμή για τη συγγραφή του παρακάτω κειμένου έδωσε η
ημερίδα (παρωδία) που πραγματοποιήθηκε στις 27 Νοεμβρίου του αυτού έτους από
την Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς.
Ως γνωστόν οι υπέρμαχοι της δυνητικής ερμηνείας του ΙΕ
Κανόνος τη ΑΒ Συνόδου, συχνά χρησιμοποιούν το επιχείρημα της μη αποτειχίσεως
των σύγχρονων γερόντων (Παϊσίου, Πορφυρίου, Ιακώβου κ.α.) από την αίρεση του
Οικουμενισμού και κατ’ επέκταση από τους εκάστοτε Πατριάρχες. Το αυτό
επιχείρημα προτάθηκε και από έναν εισηγητή της εν λόγω ημερίδας τον π. Ιωάννη
Φωτόπουλο. Με αυτό το κείμενο ευελπιστούμε να δώσουμε ικανοποιητικές απαντήσεις
όσον αφορά το ζήτημα αυτό και να αποδείξουμε για άλλη μια φορά το υποχρεωτικό
της αποτειχίσεως από την σύγχρονη αίρεση του Οικουμενισμού.
Ο πρώτος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά αυτό το
επιχείρημα ήταν ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος στο γνωστό βιβλίο του «Τα Δύο
Άκρα». Προσπαθώντας να δικαιολογήσει (σ.σ. καὶ νὰ στηρίξει) την μη αποτείχιση
του στην μη αποτείχιση του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.
Πιο συγκεκριμένα, η δικαιολογία την οποία
χρησιμοποίησε ο π. Επιφάνιος –και χρησιμοποιούνε και όλοι οι σύγχρονοι
υπέρμαχοι της μη αποτειχίσεως– έχει να κάνει με τις αρετές και τα χαρίσματα των
σύγχρονων γερόντων. Πώς γίνεται, μας λένε, αυτοί οι χαρισματούχοι και ενάρετοι
γέροντες να πλανήθηκαν;
Πρέπει αρχικά να κατανοήσουμε ότι για το εάν
ακολουθήσουμε την οδό την αποτειχίσεως ή όχι, πρέπει να το στηρίξουμε στην
διαχρονική πίστη-παράδοση της Εκκλησίας μας. Η στάση οποιουδήποτε προσώπου, όσο
ενάρετο και αν είναι, δεν πρέπει να αποτελεί τον οδοδείκτη μας, αλλά αυτό
πρέπει να το κάνει η διαχρονική πίστη και παράδοση της Εκκλησίας μας. Δεν
μπορούμε να βασίσουμε την απόφαση μας στο τι έκανε ο α ή β γέροντας, εφόσον
εμάς δεν μας αφορά αυτό, αλλά μας αφορά το τι θα κάνουμε εμείς. Δεν θα δώσουμε
λόγω στον Θεό για τη στάση που τήρησε ο α ή ο β γέροντας, αλλά για την στάση
που τηρήσαμε εμείς. Εάν οι γέροντες δεν ακολούθησαν την διαχρονική
πίστη-παράδοση της Εκκλησίας μας, όσον αφορά στο θέμα της αποτειχίσεως, είναι
δικό τους θέμα, εμάς δεν πρέπει να μας αφορά, εφόσον εμείς θα δώσουμε λόγο μόνο
για τις δικές μας πράξεις όχι αυτές των άλλων. Εμείς θα δώσουμε λόγο για το εάν
ακολουθήσαμε τα όσα μας δίδαξαν οι πατέρες, το γιατί δεν το έκαναν αυτό
σύγχρονα ενάρετα πρόσωπα είναι δικό τους θέμα όχι δικό μας.
Κάποιοι προβάλλουν την ένσταση ότι οι σύγχρονοι
πατέρες δεν άφησαν σαν παρακαταθήκη την αποτείχιση.
Σε αυτό το επιχείρημα έχουμε να απαντήσουμε ότι η
Εκκλησία δεν είναι ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε τον τελευταίο αιώνα, για
να κρίνουμε με βάση αυτό το κριτήριο. Η Εκκλησία απέκτησε ορατή ύπαρξη (καθότι
ως άκτιστη υπήρχε από πάντοτε) την ημέρα της Πεντηκοστής, συνεπώς εάν κάποιος
θέλει να βρει τη θέση της Εκκλησίας για το συγκεκριμένο ζήτημα, οφείλει να
ασχοληθεί και να ψάξει τη θέση κράτησε η Εκκλησία σχετικά με το ζήτημα αυτό ήδη
από την ημέρα της εμφάνισης της ως ορατού οργανισμού. Για να μην ισχυρισθούμε
ότι πρέπει να ψάξει και ακόμα ποιο πίσω στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί
θα βρει τον Θεό να δίνει εντολή στους Ισραηλίτες να εξαφανίσουν από προσώπου
της γης «πάσας τας βασιλείας Χαναάν», ακριβώς ώστε να μην έχει οποιαδήποτε
επαφή με αλλοθρήσκους ο περιούσιος λαός Του. Πράγμα το οποίο δεν τήρησαν οι
Ισραηλίτες και κατέληξαν στο τέλος να απομακρύνονται από τον Θεό, λόγο του
επηρεασμού που δέχθηκαν από αυτούς τους λαούς. Το εάν λοιπόν οι σύγχρονοι
γέροντες αποτειχίστηκαν ή όχι, είναι δικό τους θέμα, εμείς πρέπει να
ακολουθήσουμε την παρακαταθήκη που μας άφησαν οι Άγιοι ανά μέσω των αιώνων και
όχι μόνο να κρίνουμε βάσει της στάσης των σύγχρονων γερόντων.
Αν εξετάσουμε και βρούμε ότι οι σύγχρονοι γέροντες
διαφέρουν από τους παλαιότερους Αγίους, όσον αφορά το θέμα αυτό, τότε θα πρέπει
να απορρίψουμε την στάση τους για το ζήτημα αυτό ως λανθασμένη και να μην την
ακολουθήσουμε. Δέν πρέπει εις τό σημεῖο αυτό να λησμονήσουμε επίσης ότι με βάση
την αγ. Γραφή, όχι αυτοί οι χαρισματούχοι γέροντες, αλλά και όλοι οι άγγελοι από
τον ουρανό να κατέβουν και να μας διδάξουν με λόγια και έργα ότι οι έχοντες αιρετικά
φρονήματα και όλοι αυτοί που δημοσίως και συνοδικώς αθετούν μία ή περισσότερες ευαγγελικές
εντολές, αντιμετωπίζονται διαφορετικά από την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου και
του ευὐαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, εμείς δεν θα πρέπει να πεισθούμε, αλλά να
θεωρήσωμε ότι η «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις
τοῖς Ἁγίοις» (Ιούδα 3) δεν δέχεται ούτε πρόσθεσι, ούτε αφαίρεσι, ούτε κατά ένα
γιώτα ή μία κεραία (Ματθ. 5, 18). Άθελά τους κάποιοι επομένως μειώνουν τους
χαρισματούχους αυτούς γέροντες και τους παρουσιάζουν να αντιστρατεύωνται στην αγ.
Γραφή και σε ολόκληρη την ορθόδοξη Παράδοσι.
Συχνά προβάλλετε το επιχείρημα εφόσον οι γέροντες ήταν
λάθος, τότε πως αναπαυόταν το Πνεύμα επάνω τους και απέκτησαν τα χαρίσματα που
απέκτησαν;
Σχετικά με τα χαρίσματα πρέπει να απαντήσουμε ως εξής:
Ρώτησαν τον Μέγα Αθανάσιο «πως και τινές αιρετικοί ποιούσι
πολλάκις σημεία;».
Απάντησε:
«Τούτο ημάς
ουκ οφείλει ξενίζειν. Ηκούσαμεν γαρ του Κυρίου λέγοντος, ότι πολλοί εν εκείνη
τη ημέρα ερούσι "Κύριε, ουκ εν τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και
δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν" και ερεί αυτοίς "Αμήν λέγω υμίν, ουδέποτε
έγνω υμάς, αποχωρείτε απ'εμού, εργάται της ανομίας". Πολλάκις γαρ ουχ η πολιτεία του θαυματουργούντος εστίν η την ίασιν
εργαζομένη, αλλ' η προς αυτόν πίστις του προσερχομένου ανθρώπου.
Γέγραπται γαρ "Η πίστις σου σέσωκέ σε". Πλην δει και τούτο γινώσκειν,
ότι πολλάκις τινές κακόπιστοι καμάτους πολλούς δι' ασκήσεως τω Θεώ προσήγαγον,
και την αντιμισθίαν αυτών έλαβον εν τω νυν αιώνι εκ Θεού, το των ιαμάτων και
προρρήσεων χάρισμα, ίνα εν τω αιώνι τω μέλλοντι ακούσωσιν "Απελάβετε τα
αγαθά υμών και τους καμάτους υμών, νυν δε λοιπόν ουδέν υμίν κεχρεώστηται"» (P.G. 28, 665).
Άλλο επιχείρημα, έχει να κάνει με τον ενάρετο βίο των
σύγχρονων γερόντων.
Εδώ απαντάμε ως εξής:
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος μας λέγει: «Πάς ό λέγων παρά τά διατεταγμένα, καν
αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή καν προφητεύή, λύκος
σοι φαινέσθω έν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος».
Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι οι εν
λόγω γέροντες δεν ήταν Άγιοι· προς Θεού όχι. Θέλουμε απλά να δείξουμε ότι, η
στάση μας, δεν εξαρτάται από το τί στάση θα τηρήσει ο α ή ο β γέροντας, αλλά
από την στάση που τήρησε διαχρονικά η Εκκλησία για το θέμα αυτό.
Επίσης, σχετικά με το ζήτημα των γερόντων πρέπει να
προβάλλουμε και την εξής ένσταση: εκτός των χαρισματούχων γερόντων (Πορφυρίου,
Παϊσίου, Φιλοθέου κ.α.) οι οποίοι εκοιμήθησαν σε κοινωνία με την αίρεση,
υπάρχουν και πολλοί άλλοι γέροντες εξ ίσου σπουδαίοι, οι οποίοι κοιμήθηκαν
απομακρυσμένοι από την αίρεση όπως: ο γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης, ὁ Άγιος Ιωάννης
ο Ρουμάνος ο Χοζεβίτης, ο γέροντας Γεννάδιος Ακουμίων Κρήτης (ο οποίος ανήκε
και στην ακραία παράταξη των Ματθαϊκών Γοχ), ο Χαραλάμπης ο διά Χριστόν σαλός
της Καλαμάτας, η Οσία Ταρσό η δια Χριστόν σαλή, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, οι Άγιοι
Ιωάννης Μαξίμοβιτς και Φιλάρετος Μητροπολίτες των Ρώσων της διασποράς με τα
αύθαρτα σκηνώματα, καθώς και ο μόλις πρόσφατως ευρεθείς με άφθαρτο σκήνωμα
Μητροπολίτης και αυτός των Ρώσων της διασποράς Κωνσταντίνος Εσσένσκυ. Πολλούς
από τους οποίους αναγνωρίζουν και οι νεοημερολογίτες.
Για να συμπληρώσωμε δε τόν πίνακα των χαρισματούχων
γερόντων και Ἁγίων, πρέπει να αναφέρωμε ότι, προκειμένου να αποδείξουν το πού ευρίσκεται
η Εκκλησία, διακηρύττουν και οι Παπικοί ότι έχουν χαρισματούχους γέροντες και Αγίους
μετά το σχίσμα και θαύματα τα οποία τελούνται στον δικό τους χώρο, όπως αυτά της
Παναγίας της Λούρδης κλπ.
Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας επίσης την εποχή που
έζησαν αυτές οι σύγχρονες οσιακές μορφές (Παϊσίου, Προφυρίου). Κάθε άνθρωπος
επηρεάζεται λίγο πολύ από την εποχή που έζησε. Ζούμε σε έσχατους καιρούς όπου
σύμφωνα με τους Αγίους, το καλό θα λέγεται κακό και το κακό καλό, το άσπρο
μαύρο και το μαύρο άσπρο. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα:
«Ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος μᾶς
περιγράφει στά ἀπομνημονεύματά του καί μία θαυμάσια ἀντίδρασι καί ἀποτείχισι
τοῦ λαοῦ ἀπό τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας των. Ὁ ἱερεύς αὐτός, ἀπό ἁπλή, θά λέγαμε,
περιέργεια, ἠθέλησε νά ἰδῆ πῶς γίνεται ἡ ἐνθρόνισις τοῦ νέου Πατριάρχου. Ὅταν
λοιπόν, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἀπεβίωσε ὁ Πατριάρχης
Ἰωσήφ, ἐξελέγη μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορος ὁ Λατινόφρων καί ἑνωτικός
Κυζίκου Μητροφάνης. Κατά τήν πομπή αὐτή καί τελετή ἦτο παρών καί ὁ Λατίνος
Ἐπίσκοπος Χριστοφόρος.Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα καί τά σχετικά μέ τόν
ἱερέα Θεοφύλακτο ὡς ἑξῆς:
“Ἡτοιμάσθη
τοίνυν ὁ Κυζίκου καί ἐδέξατο τό μήνυμα· προσεκαλέσατο δέ καί τόν Τραπεζοῦντος
καί τόν Ἡρακλείας παραγενέσθαι ἐν τῷ μηνύματι, καί οὐκ ἦλθον. Τῇ τετράδι οὖν,
καθ’ ἥν ἀποδίδοται ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, ἥτις ἥν καί
τετάρτη τοῦ Μαΐου, ἦλθεν εἰς τά βασίλεια καί προεβλήθη παρά τοῦ βασιλέως
πατριάρχης. Παρῆμεν δέ καί ἡμεῖς καί ἐν τῷ μηνύματι καί ἐν τῇ προβλή σει καί
προεπέμπομεν αὐτόν εἰς τό πατριαρχεῖον· παρῆν δέ καί ὁ τοῦ πάπα λατινεπίσκοπος
ὁ Χριστοφόρος παρ’ ὅλην τήν ὁδόν πλησιάζων τῷ δεξιῷ μέρει τοῦ πατριάρχου καί
μηδόλως αὐτοῦ ἀφιστάμενος. Τοῦτο δέ καί πλείονα μέμψιν ἀπό τοῦ λαοῦ καί
ἀποστροφήν προὐξένει τῷ πατριάρχῃ, ὡς ἀποδεχομένῳ τόν λατινισμόν, καί ἐδέχετο ὁ
λαός τήν εὐλογίαν τοῦ πατριάρχου λίαν ἀηδῶς, τινές δέ καί ὑπεχώρουν ἵνα μή
θεωρῶσι τήν εὐλογίαν αὐτοῦ. Προσθήσω δέ καί τι μικρόν ἀφήγημα πρός παράστασιν
τοῦ πρός τήν ὀρθοδοξίαν θερμοῦ ζήλου τοῦ εὐσεβοῦς καί χριστιανικωτάτου τοῦδε
λαοῦ καί ἄλλως χαρίεν. »Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου
πρόβλησις · ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον (οὐδέ γάρ
ἐκέκτητο) καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ’ ἡμῶν
μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν
ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν
εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ
καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε·
διό οὐδέ ἐλειτούργησεν· Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ
ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον
αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς·
Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον,
καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ
εἶπον· Ἀλλ’ ἀνεμίχθης καί συνοδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ
λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα
δυσωπῇ αὐτούς μεθ’ ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην
ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι
πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ’
οὖν καί ἐκ τοῦτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν
ἔχει Θεοῦ χάριτι περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός
καί ὅπως ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια” (ὅπ. ἀν., σελ. 554). Ἀπό τήν περιγραφή αὐτή φαίνεται
ἡ στάσις τοῦ λαοῦ καί ἡ συμβολή του εἰς τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαός
ὄχι μόνο ἐγνώριζε τήν πίστι του, ἀλλά καί τήν στάσι πού ἔπρεπε νά κρατήση ὅταν
αὐτή ἐπροδίδετο. Καί ἡ στάσις αὐτή ἦτο ἡ ἀποτείχισι» (Από το βιβλίο Ἡ
Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’
Ἐκκλησίας Αἵρεσιν, Ευθυμίου Τρικαμηνά Iερομονάχου).
Ας δούμε τώρα την άλλη όψη (την σημερινή) του
νομίσματος:
Ἡ ὕπαρξις περιπτώσεων ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας
Ὀρθοδόξων–ἑτεροδόξων, πού θά ἀναφέρουμε κατωτέρω, ἀποδεικνύουν ὅτι
“οἰκουμενιστικές” παραφωνίες –παρόμοιες μάλιστα μέ τίς σημερινές– συνέβαιναν
καί λίγες δεκαετίες πρό τοῦ σχίσματος τοῦ 1924, χωρίς ὅμως οἱ Πατέρες να
διακόπτουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ὑπευθύνους τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν…
Κατά τίς ἀρχές τοῦ ιθ΄ αἰῶνος «εἰς πλείστους ὀρθοδόξους
κληρικούς καί λαϊκούς ἐπεκράτει δεινή ἄγνοια καί σύγχυσις, ἐπί τῶν σχέσεων Ὀρθοδοξίας
καί ἑτεροδόξων... Εἷς τῶν ξένων ἱεραποστόλων, ὁ ἑλληνομαθής Ἄρτλεϋ, ἱδρύσας
σχολήν ἐν Αἰγίνῃ, ἐκήρυττεν ἀπό τοῦ ἄμβωνος τοῦ ὀρθοδόξου ναοῦ τῆς νήσου, ἔχων
μεταξύ τῶν ἀκροατῶν του τόν ἐπίσκοπον τότε Ταλαντίου Νεόφυτον Μεταξᾶν. Οὗτος
δέ, καί ὡς ἐπίσκοπος Ἀττικῆς, εἶχε στενάς σχέσεις μετά τῶν ξένων ἱεραποστόλων,
συμπαριστάμενος ἐν κηδείαις προτεσταντῶν ἐν ὀρθοδόξοις ναοῖς τελουμέναις.
Κατά τήν ὑποδοχήν τοῦ Ὄθωνος, τό πρῶτον ἐλθόντος εἰς
Ἀθήνας, ὁ Νεόφυτος, ἐνδεδυμένος τά ἀρχιερατικά ἄμφια, εἶχε καί προτεστάντας
πάστορας ἐν τῇ συνοδείᾳ αὐτοῦ!
Προτεσταντική ἀκολουθία, Ὀρθόδοξος ἱεράρχης καί
Παπικός βασιλεύς ἀπετέλουν σύνθεσιν, ὑπενθυμίζουσαν τήν ἐξωτερικήν
οἰκουμενιστικήν ἑνότητα! Αἱ οἰκουμενιστικαί ἀντιλήψεις διεβίβρωσκον ἤδη εἰς
βάθος τήν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν».
Τό 1837 ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ ἐπέτρεψε
«νά γίνουν Ἁγιασμοί χάριν τῶν Ἀρμενίων», ἐνῶ τό 1874 ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ
πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπέτρεψε τήν μετάδοσι τοῦ ΜεγάλουἉγιασμοῦ στούς
ἀνωτέρω αἱρετικούς.
Τό 1879 ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεωςἐπέτρεψε ἐπίσης κατ᾿ οἰκονομία στούς Ὀρθοδόξους ἱερεῖς
«βαπτίζειντά τῶν Ἀρμενίων τέκνα, ὀρθοδόξως μεταδιδόναι τά μυστήρια ἐν ὥρᾳ
θανάτου τοῖς Ἀρμενίοις ὡς Ἀρμενίοις, καί τελεῖν στέψεις αὐτῶν δι᾿ ἔλλειψιν
ἱερέως» µόνο «ἐν ἀνάγκῃ κατεπειγούσῃ καί
ἀναποδράστῳ». Μέ ἄλλα λόγια «εἰσήγετο ἡ ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ τῷ Βαπτίσματι καί τῷ
Γάμῳ μυστηριακή μετά τῶν Ἀρμενίων ἐπικοινωνία». Ἕως τότε ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος τῶν
Ἰονίων νήσων «δέν ἐδίσταζε νά βαπτίζῃ τά τέκνα τῶν Βρεττανῶν», «ὅτε δέν εἶχον
Ἄγγλους ἱερεῖς», καθώς ἐπίσης νά στεφανώνῃ καί νά ἐνταφιάζῃ τούς
«Ρωμαιοκατολίκους (Οὐνίτας) τῆς Συρίας».
Τήν τέλεσι μικτῶν γάμων μεταξύ Ὀρθοδόξων καί
ἑτεροδόξων ἐπέτρεψαν κατά τά μέσα τοῦ ιθ΄ αἰῶνος διά σχετικῶν τους
ἀποφάσεωντόσο ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ὅσο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως.
Τό 1869 ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεωςἀποφάσισε ἀκόμη «ὅπως ἐν ἐλλείψει ἑτεροδόξου ἱερέως
κηδεύωνταιἐπί τῇ βάσει καθορισθέντος ἰδίου Τυπικοῦ, ἑτερόδοξοι ὑπό ὀρθοδόξων
ἱερέων, ὡς καί νά θάπτωνται εἰς τά ὀρθόδοξα νεκροταφεῖα».
«Ἐν ἔτει 1863 Ἀγγλικανός κληρικός ἐγένετο δεκτός εἰς
τό Μυστήριοντῆς Θ. Εὐχαριστίας ἐν Σερβίᾳ, ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς
Σερβικῆς Ἐκκλησίας». (Για περισσότερα στο βιβλίο «Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Τά
δύο ἄκρα και Βασίλειου Παπαδάκη, Το σχίμα του Παλαιοημερολογιτικού Ζηλωτισμού).
Τα δύο παραπάνω παραδείγματα μας δείχνουν το πόσο έχει
διαβρωθεί τον τελευταίο καιρό το Ορθόδοξο φρόνημα· δυστυχώς όμως, αντί να
κλάψουμε για αυτό, ορισμένοι (βλέπε οι συγγραφείς των προαναφερόμενων βιβλίων
Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και Βασίλειος Παπαδάκης) χρησιμοποιούν τις παραπάνω
ενέργειες για να δικαιολογήσουν την μη αποτειχισή τους. Αυτή η διάβρωση του
Ορθόδοξου φρονήματος λογικό είναι να είχε επηρεάσει και τους σύγχρονους
γέροντες. Επίσης, ο ίδιος ο γέροντας Παϊσιος σε επιστολή του το 1969 στον π.
Χαράλαμπο Βασιλόπουλο ομολογούσε: «Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ'
όλους, που τολμώ να γράψω κάτι, ενώ δεν είμαι ούτε άγιος, ούτε θεολόγος». Αυτό
μας αποδεικνύει ότι ο γέροντας και κατ’ επέκταση και οι περισσότεροι γέροντες
δεν είχαν μεγάλη πίστη στον εαυτό τους (λόγο ταπεινώσεως) όσον αφορά τα
Θεολογικά ζητήματα. Λογικό είναι σε μια εποχή που το Ορθόδοξο φρόνημα είχε
διαβρωθεί και απόψεις όπως του π. Επιφάνιου (περί δυνητικής ερμηνείας) είχαν
γίνει ευρέως γνωστές, να επηρεαστούν από αυτές κα οι σύγχρονοι γέροντες. Τη
στιγμή μάλιστα που ο π. Επιφάνιος, ο οποίος θεωρούνταν και αξιόπιστος λόγο της
φήμης που είχε αποκτήσει, φυσικό επακόλουθό ήταν και οι γέροντες να δείξουν
εμπιστοσύνη στα γραφόμενα του, ειδικά εάν δεν είχαν μελετήσει την αντίθετη
άποψη.
Καλό θα ήταν να λάβουμε εν γνώσει μας, επίσης, και τα
προσωπικά πάθη και φοβίες, οι οποίες μπορεί να υπήρχαν στο κάθε γέροντα και οι
οποίες να τον εμπόδισαν από το να αποτειχιστεί. Είναι γνωστές οι άσχημες
εμπειρίες τις οποίες είχε ο γέροντας Παϊσιος από τους ζηλωτές αγιορείτες όταν
πήγε πρώτη φορά στο Άγιον όρος. Οι ζηλωτές λόγο του «ου κατ’ επίγνωση ζήλου»
που είχαν, ταλαιπώρησαν πολύ τον γέροντα και του δώσανε πολύ άσχημη άποψη για
όλους τους ζηλωτές. Κάτι το οποίο σίγουρα επηρέασε και την άποψη του όσον αφορά
το θέμα της αποτειχίσεως. Ενώ, αν ο γέροντας όμως γνώριζε καλούς ζηλωτές, δεν
ξέρουμε τη στάση θα είχε τηρήσει απέναντι σε αυτό το θέμα. Επίσης, η άσχημη κατάσταση
στο χώρο του παλαιού ημερολόγιου σίγουρα θα απετέλεσε τροχοπέδη για τους
γέροντες.
Μα πως γίνεται να πλανήθηκαν οι φωτισμένοι γέροντες
ίσως ρωτήσουν κάποιοι.
Αρχικά πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο φωτισμός δεν
σημαίνει και κατ’ επέκταση απόκτηση του αλάθητου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι
Άγιοι δεν είναι και αλάθητοι, ενώ πολλές φορές είχανε πέσει και σε τραγικά
λάθη. Ο Άγιος Κύριλλος θεωρούσε τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο όμοιο του Ιούδα:
«Κέλευσον τοῦ καταλόγου τῶν ἐπισκόπων
ἐξαιρεθῆναι τήν Ἰωάννου προσηγορίαν. Εἰ γάρ οὐδέν εἶναι τοῦτο λογιούμεθα, μή
λυπείτω τόν τῶν ἀποστόλων χορόν ὁ προδότης αὐτοῖς συγκαταταττόμενος·
εἰσφερομένης δέ τῆς Ἰούδα προσηγορίας, ποῦ λοιπόν ἡμῖν ὁ Ματθίας γε κείσεται; Εἰ τοίνυν οὐδείς τόν
Ματθίαν ἐκβαλών ἐγγράψοι τόν Ἰούδαν τῷ τῶν ἀποστόλων χορῷ, μενέτω καί σωζέσθω,
παρακαλῶ, μετά τόν τῆς ἀοιδίμου μνήμης Νεκτάριον, δεύτερος ὁ τοῦ πανευφήμου
Ἀρσακίου βαθμός» (P.G. 77, 356B).
Όλα αυτά λόγο της πλύσης εγκεφάλου την οποία είχε
υποστεί από τον θείο του, πρώην Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο. Αυτό μας
αποδεικνύει ότι και οι προσωπικές εμπειρίες μας και οι γνώσεις μας παίζουνε
ρόλο σε τέτοια ζητήματα.
Είναι γνωστή η ιστορία για τον γέροντα, ο οποίος, ενώ
είχε φτάσει στο επίπεδο να έχει αγγέλους ως συλλειτουργούς του, παρόλα αυτά
όταν πήγε μια φορά ένας διάκονος στο εκκλησάκι που λειτουργούσε για να
παρακολουθήσει την λειτουργία, πρόσεξε ότι γινότανε με αιρετικό τυπικό. Όταν
λοιπόν του έκανε παρατήρηση ο διάκονος την πρώτη φορά ο γέροντας τον αγνόησε,
την δεύτερη τον αγνόησε, την τρίτη γύρισε στον άγγελο και τον ρώτησε «αλήθεια
λέει» και ο άγγελος απάντησε «ναι, αλήθεια λέει». Ο γέροντας ρώτησε τον άγγελο
«γιατί δεν με διόρθωσες» και αυτός του απάντησε «επειδή ο Θεός θέλει ο άνθρωπος
να διορθώνεται από τον άνθρωπο».
Η παραπάνω ιστορία φαίνεται πλήρως εναρμονισμένη με
την ιστορία που υπάρχει στο γεροντικό η οποία έχει ως εξής: ένας γέροντας
προσπαθούσε να βρει την ερμηνεία για ένα Αγιογραφικό χωρίο, μέρες ολόκληρες
προσευχόταν αλλά δεν κατάφερνε να πάρει απάντηση. Κάποια μέρα αποφάσισε να πάει
στο γείτονα του ασκητή και να τον ρωτήσει, μόλις εκκίνησε να πάει, ήρθε άγγελος
εξ ουρανού για να του δώσει την ερμηνεία και ο γέροντας τον ρώτησε «που ήσουν
τόσο καιρό γιατί δεν ερχόσουν»; και ο άγγελος του απάντησε «επειδή ο Θεός
περίμενε να ταπεινωθείς πηγαίνοντας σε άνθρωπο».
Με τα παραπάνω παραδείγματα θέλω να καταλάβουμε ότι ο
Θεός δεν θα μας στείλει αγγέλους εξ ουρανού για να μας διορθώσουν. Άρα, είναι
παράλογο να ζητάμε από τους γέροντες αποτείχιση την στιγμή που, για κάτι, είχαν
λάθος πληροφόρηση· εάν δεν υπήρχε κάποιος να τους διορθώσει πως θα
διορθώνονταν;
Είναι τελείως εκτός τόπου και χρόνου το επιχείρημα
«εμείς δεν αποτειχιζόμαστε περιμένουμε από τους πατέρες μας να τους φωτίσει ο
Θεός πότε πρέπει να το κάνουνε αυτό και εμείς ακολουθούμε». Όπως μόλις τώρα
αποδείξαμε αυτό δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί, ο Χριστός έθεσε τους διδασκάλους
στην Εκκλησία ακριβώς για αυτήν την δουλειά. Αντιπροσωπεύεται (ο Χριστός) στο
διδακτικό Του αξίωμα από αυτούς που διδάσκουν. Δεν θα πάει κάποιος απευθείας
στον Χριστό να Του ζητήσει να κάνει ένα κήρυγμα ή να του λύσει μία απορία, αλλά
θα πάει σε αυτούς που διδάσκουν και κηρύττουν διαβάζουμε στην προς Κορινθίους
Α΄ επιστολή 12:28-29 «Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ
Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον
διδασκάλους....μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι;».
Επομένως, ας μην περιμένει κάποιος άνωθεν φωτισμό ή άγγελο εξ ουρανού για τον
καθοδηγήσει «ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς
προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν….εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ
ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται». (Κατά Λουκάν 29,31).
Τη στιγμή λοιπόν που δεν βρέθηκε κάποιος να νουθετήσει
τους γέροντες, πώς είναι δυνατόν αυτοί να διορθώσουν το σφάλμα τους; Παρόλα τα
στερεότυπα όμως τα οποία υπήρχαν εναντίον της αποτειχίσεως-διακοπής μνημοσύνου,
βλέπουμε τον γέροντα Παϊσιο να σπάει αυτά τα στερεότυπα και ενώ το 1969
έγραφε: «Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζώμεθα από την
Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης. Αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα
Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωσι ο καθένας ν' αγωνίζεται με τον τρόπον του».
Τελικά, όμως, ο Γέροντας Παΐσιος απαίτησε
και επέβαλε τη διακοπή του πατριαρχικού «μνημοσύνου» και στην
Ι.Μ.Σταυρονικήτα κάτι το οποίο μας αποδεικνύει και το υποχρεωτικό της αποτειχίσεως,
καθώς αν ήταν δυνητική δεν θα την επέβαλλε.
Σχετικά με τα παραπάνω ίσως κάποιοι κάνουν λόγο για
τον άνωθεν θείο φωτισμό που έλαβε ο Απ. Παύλος και οδηγήθηκε στην αλήθεια.
Στην περίπτωση του Αποστόλου Παύλου λόγο της αγαθής
του προαιρέσεως υπήρχε άνωθεν επέμβαση, ωστόσο πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Θεός
δεν επεμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις· σε πόσους άλλους Ιουδαίους με αγαθή
προαίρεση επενέβη ο Θεός όπως στον Απόστολο Παύλο; Εκτός και αν δεχθούμε ότι
όλοι οι άλλοι Ιουδαίοι είχανε πονηροί προαίρεση.
Νομίζω, ἔπειτα ἀπό ὅσα ἀνέφερα, ὅτι τά θέματα τῆς
πίστεως κρίνονται ἀποκλειστικά καί μόνο μέ βάσι τήν ἁγ. Γραφή καί τήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ὄχι μέ τούς χαρισματούχους γέροντες, διότι ἐδῶ
ὑπεισέρχονται καί προσωπικά θέματα καί ὑπερβολές πολλές φορές τῶν ἀνθρώπων,
ἔκδηλος καί ἀρρωστημένος καλπασμός τῆς φαντασίας καί διάθεσις νά ἐξυψώσωμε τόν
γέροντά μας καί νά τόν ἀποδείξωμε χαρισματοῦχο, ἴσως δέ καί προβολή αὐτῶν τῶν
γερόντων γιά ἐμπορικούς λόγους (π.χ. γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός του οποίου η
αγιότητα αμφισβητείται και εκ των νεοημερολογιτών). Πέραν τούτου ὁ Θεός δέν
δεσμεύεται, γιά τούς λόγους πού Ἐκεῖνος γνωρίζει, νά δίδη κάποια χαρίσματα σέ
κάποιους. Οὔτε πάλι διαχρονικά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται στήν Ὀρθοδοξία, ὅπως τό
ἅγ. Φῶς πού παίρνουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό Μ. Σάββατο στά Ἱεροσόλυμα, ἀποδεικνύουν
καί πιστοποιοῦν ὅτι βαδίζουμε σωστά εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.
Εμείς αδελφοί ας μείνουμε στην καλή ομολογία της
αποτειχισεώς μας χωρίς να κρίνουμε κανέναν άλλο για το τι έπραξε ή δεν έπραξε
διότι ΔΕΝ πρέπει να κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας, αλλά να πορευόμαστε,
όπως θέλει ο Θεός.
Ας μείνουμε στα λόγια του Αγίου Μαξίμου: «Ουδένα κατέκριναν οι τρεις παίδες μη προσκυνήσαντες
τη εικόνι, πάντων ανθρώπων προσκυνούντων. Ου
γαρ εσκόπουν τα των άλλων, αλλ' εσκόπουν όπως αν αυτοί μη εκπέσωσι της αληθούς
ευσεβείας. Ούτω και Δανιήλ βληθείς εις τον λάκκον των λεόντων, ου
κατέκρινε τινα των μη προσευξαμένων τω Θεώ, κατά το θέσπισμα Δαρείου, αλλά το
ίδιον εσκόπισε. Και είλετο αποθανείν, και μη παραπεσείν τω Θεώ, και υπό της ιδίας μαστιγωθήναι συνειδήσεως,
διά τη παραβάση των φύσει νομίμων. Καμοί
ουν μη δω ο Θεός κατακρίναι τινά ή ειπείν, ότι εγώ μόνος σώζομαι»
(P.G. 90, 121).
Εμάς μας φτάνουν τα λόγια του Αγίου Μάρκου του
Ευγενικού:
«Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι,
πασαι αι Σύνοδοι και πασαι αι θειαι Γραφαί φεύγειν τούς ετερόφρονας παραινουσι
και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου