ΟΙ
ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ
ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
κι ὄχι μόνο μιὰ «ἀσχήμια» ὅπως οἱ οἰκουμενίζοντες λέγουν
Διότι ἀποτελοῦν συνειδητὴ πράξη τῶν Οἰκουμενιστῶν γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν πιστῶν καί, παρὰ τὴν ἐπὶ δεκαετίες καταγγελία τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτοὶ ἐπιμένουν.
Διὰ τῶν συμπροσευχῶν διδάσκονται «πρακτικὰ» οἱ αἱρετικὲς θεωρίες τῶν «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς θεωρίας «τῶν Κλάδων» καὶ τῆς «Βαπτισματικῆς Θεολογίας».
Ὅπως ἐπὶ τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας ὁ ἀγώνας γιὰ τὶς Εἰκόνες εἶχε σχέση μὲ τὸ Χριστολογικὸ δόγμα, ἔτσι καὶ τώρα οἱ Συμπροσευχὲς ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησιολογία καὶ ἐπίσης μὲ τὸ Χριστολογικὸ Δόγμα, ἀφοῦ ἡ ἀποδοχὴ ὡς πηγῶν ΣΩΤΗΡΙΑΣ τῶν «ἐκκλησιῶν» τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν Προτεσταντῶν (στὸ βάθος καὶ τῶν ἄλλων Θρησκειῶν), ἐξισώνει τὴν «Μία Ἐκκλησία» μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὸν Ἕνα Χριστὸ καὶ Θεὸ μὲ τὶς κακόδοξες ἀπομιμήσεις Του, ὅπως τὶς διδάσκουν οἱ αἱρετικοί. Π.Σ.



ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν οι συμπροσευχές είναι πτυχή της αίρεσης του Οικουμενισμού, τότε η αίρεση του Οικουμενισμού υπάρχει πάνω από 10 αιώνες!
Παρά τον αναθεματισμό και την αποκοπή των Λατίνων από το σώμα της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική κοινωνία το 1054, ορισμένοι Ορθόδοξοι κατά τους επομένους αιώνας παραβίαζαν την κανονική τάξι και κοινωνούσαν εκκλησιαστικά μαζί τους με διαφόρους τρόπους. Άλλοι πάλι επεδείκνυαν υπέρμετρη μετριοπάθεια και χαλαρότητα και εξέφραζαν απαράδεκτες και πάρα πολύ συγκαταβατικές απόψεις για τους Λατίνους και τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους.
Πράγματι, από τις ερωτήσεις του αρχιεπισκόπου Δυρραχίου Κωνσταντίνου προς τον επίσκοπο Κίτρους Ιωάννη μαθαίνουμε, ότι κατά το τέλος του ιβ΄ αιώνος συνέβαιναν τα εξής: Ορθόδοξοι αρχιερείς της επαρχίας χειροτονούσαν «αζυμίτας ιερείς» και επιπλέον «θάπτονται ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ˙ και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες, ωσαύτως ψάλλονται ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως».
Την τελευταία πράξι επαινούσε μάλιστα ο Ιωάννης λέγοντας, ότι «ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσεβεία οπωσούν λυμαινόμενον, το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς ναοίς, και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων».
Απαράδεκτες ως προς την Ορθόδοξο εκκλησιολογία ήταν επίσης και οι απόψεις του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Δημητρίου Χωματιανού σχετικά με τους Λατίνους και τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους. «Η στάσις του Δημητρίου έναντι των Λατίνων υπήρξε επιεικής και ανεκτική». Πράγματι, σε ερώτησι κατά την ίδια περίπου περίοδο (ιβ΄ αιών) του αρχιεπισκόπου Δυρραχίου Κωνσταντίνου σχετικά με το «πώς λογίζονται τα παρά των Λατίνων ιερουργούμενα άζυμα» (δηλαδή η Θεία Ευχαριστία τους), ο Δημήτριος απάντησε τα εξής: Εφόσον έχει προηγηθή «η του Δεσποτικού ονόματος επίκλησις επισφραγίζουσα ταύτα... ημείς ούτω τα παρ εκείνων (ιερουργούμενα άζυμα), άγια λογιζόμεθα˙ και ου σφαλλόμεθα».
Ο Δημήτριος δεν εκφραζόταν ανορθόδοξα μόνο για το «κύρος της υπό των ετεροδόξων τελεσθείσης θ. Ευχαριστίας», αλλά ακόμη και για την ιερωσύνη και τις χειροτονίες τους. Συγκεκριμένα υποστήριζε ότι «και αιρετικών γαρ χειροτονίαι τοις ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, ορθοδόξων ή όντων, ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων».
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Δημήτριος δηλαδή δεν αποδεχόταν μόνο την οικονομία των αγίων Πατέρων, σύμφωνα με την οποία οι Πατέρες σε ορισμένες περιπτώσεις δέχονταν κατά συγκατάβασι (δηλαδή δεν επαναλάμβαναν) την χειροτονία προσερχομένου στην Ορθοδοξία κληρικού, ο οποίος είχε χειροτονηθή από τους αιρετικούς. Αντιθέτως, δια των τριών πρώτων λέξεων της φράσεως «ορθοδόξων ή όντων, ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων» γίνεται φανερό, ότι ο Δημήτριος αποδεχόταν «ως εγκύρους τας χειροτονίας Ορθοδόξων, αι οποίαι τυχόν εγένοντο υπό ετεροδόξων επισκόπων». Αποδεχόταν δηλαδή «την Ιερωσύνην των αιρετικών ως έγκυρον τόσον απολύτως και καθ' εαυτήν, όσον και εν περιπτώσει επιστροφής αυτών εις την Ορθοδοξίαν, ήτοι δέχεται την πλήρη μετά των ετεροδόξων εν τη Ιερωσύνη μυστηριακήν επικοινωνίαν».
Ο Δημήτριος υποστήριζε επίσης, ότι η άποψις να μη παρέχεται η Θεία Ευχαριστία στους Λατίνους, δεν γινόταν αποδεκτή από αρκετούς Ορθοδόξους της εποχής του, ως «πολύ εχούση το απηνές (σκληρό) τε και ιταμόν (απερίσκεπτο)». Αντιθέτως, ορισμένοι Ορθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να μεταδώσουν την Θεία Ευχαριστία στους Λατίνους με το αιτιολογικό, ότι οι Λατίνοι δεν είχαν (δήθεν) έως τότε (τέλη ιβ΄ αιώνος) αποκηρυχθή από Οικουμενική Σύνοδο και συνεπώς δεν βρίσκονταν εκτός Εκκλησίας: «Φασίν, ου διεγνώσθησαν ταύτα συνοδικώς˙ και ουδ αυτοί (οι Λατίνοι), ως αιρεσιώται, απόβλητοι δημοσία γεγόνασιν˙ αλλά και συνεσθίουσιν ημίν, και συνεύχονται».
Την ύπαρξι του ανωτέρω εσφαλμένου φρονήματος σε ορισμένους Ορθοδόξους κατά τον ιβ΄ αιώνα επιβεβαιώνει και ο πατριάρχης Αντιοχείας και επιφανής κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών. Πράγματι, ο ιερός Βαλσαμών αναφέρει ότι στην εποχή του ορισμένοι υποστήριζαν, πως οι Ορθόδοξοι δεν έπραξαν «καλώς», που αποσχίσθηκαν από τους Λατίνους προ της καταδίκης τους από Οικουμενική Σύνοδο.
Ο Δημήτριος είχε επίσης θετική άποψι για τον λειτουργικό συγχρωτισμό μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων. Συγκεκριμένα ισχυριζόταν, ότι πρέπει να παρέχουμε αντίδωρο στους Λατίνους, όταν αυτοί «εις την Αγίαν και Καθολικήν Εκκλησίαν εν τη Λειτουργία παραγίνωνται». Ο Δημήτριος υποστήριζε ακόμη ότι, όταν κάποιος Ορθόδοξος επίσκοπος προσκληθή από τους Λατίνους «εις τας Εκκλησίας αυτών... ανενδοιάστως αφίξεται». Από τα ανωτέρω συνάγεται «ότι και Ορθόδοξοι Αρχιερείς προσεκαλούντο να παρευρεθούν εις ναούς της Δυτικής Εκκλησίας και μέλη αυτής εσύχναζον εις ναούς Ορθοδόξους».
Δυστυχώς ο λειτουργικός συγχρωτισμός Ορθοδόξων – ετεροδόξων σε ορισμένες περιοχές ήταν σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. Σε κείμενο της πατριαρχικής Συνόδου του «Αγιωτάτου Πατριάρχου (Γεωργίου Β΄) του Ξυφιλίνου» (1191-1199) αναφέρεται, ότι σε μερικές περιοχές «των λατίνων ενίους ορώμεν επί τους θείους εισιόντας ναούς, συν ημίν τε ισταμένους ευχομένοις έσθ' ότε και ψάλλουσιν, ή και την ιεράν τελούσι μυσταγωγίαν».
Παρόμοιες καταστάσεις αποκαλύπτουν κατά το τέλος του ιβ΄ αιώνος και οι ερωτήσεις του Αλεξανδρείας Μάρκου προς τον ιερό Θεόδωρο Βαλσαμώνα: «Ακινδύνως ιερουργήσει τις η συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν˙ ή κοινής μετ αυτών μετάσχη τραπέζης˙ ή ποιήσει ανάδοχον εκ του αγίου βαπτίσματος˙ ή κατοιχομένων ποιήσει μνημόσυνα˙ ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς; Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί». «Ορθόδοξοι γυναίκες» επίσης «συνάπτονται τάχα γαμικώς μετά Σαρακηνών ή και αιρεσιωτών».
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τον ιβ΄ αιώνα λοιπόν συνέβαιναν αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων. Συγκεκριμένα αναφέρονται χειροτονίες Ορθοδόξων κληρικών από Λατίνους επισκόπους και το αντίστροφο, στις μεταδόσεις της Θείας Ευχαριστίας στους Λατίνους, καθώς επίσης και στις συνιερουργίες και συμπροσευχές Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά την τέλεση της κηδείας, του μνημοσύνου, του βαπτίσματος ή άλλων εκκλησιαστικών ακολουθιών. Στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας έχουμε χειροτονίες Λατίνων μέχρι τον 14ο αι, όπως και συμμετοχή Ορθοδόξων στη σύνοδο του Λατερανού το 1215, από τον Αλεξανδρείας Νικόλαο Α΄, ο οποίος αποδεχόταν το πρωτείο εξουσίας του Ιννοκέντιου Γ΄ (Ράνσιμαν).
Αξίζει να αναφερθεί, ότι ο άγιος Θεοφύλακτος ανέφερε ότι "δεν υπάρχει τίποτε στις Γραφές και τους Κανόνες για τον ένζυμο άρτο και τη νηστεία του Σαββάτου" και επίσης: "Η πενία της λατινικής οδήγησε στο Φιλιόκβε", για δε το πρωτείο "πρέπει αυτό να δοθεί δικαιωματικά στη Ρώμη".
Επίσης, ο αυτοκράτορας Κων/νος Ι΄ Δούκας δέχτηκε σε ακρόαση τον Γεωργιανό άγιο Γεώργιο αγιορείτη, ο οποίος προς έκπληξη των Ορθοδόξων και Λατίνων κληρικών ανέφερε, ότι "η Ρώμη δικαίως χρησιμοποιεί άζυμα γιατί ποτέ δεν απέστη της Ορθοδοξίας, έναντι της Ανατολής, που χρησιμοποιεί ένζυμο άρτο, σύμβολο κατά του Απολλιναρισμού" (Ράνσιμαν).
Αναφέρονται επίσης οι απόψεις ορισμένων Ορθοδόξων επισκόπων, οι οποίοι θεωρούσαν έγκυρη τόσο την Θεία Ευχαριστία όσο και την χειροτονία (ιερωσύνη) των Λατίνων και συνιστούσαν τον λειτουργικό συγχρωτισμό και την μυστηριακή διακοινωνία μαζί τους. Παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ετεροδόξους και την διακήρυξι των ανωτέρω απαραδέκτων φρονημάτων από Ορθοδόξους αρχιερείς καμμία διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν συνέβη από τους αγίους Πατέρας κατά τον ιβ΄ αιώνα.
Αυτά και άλλα συνέβαιναν 2 αιώνες μετά το Σχίσμα, πλην όμως δεν σταμάτησαν και κατόπιν, όπως π.χ. επί του αγίου Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, όπου ο αυτοκράτορας, μαζί με τον Πατριάρχη Μανουήλ Β΄ επέτρεπαν τη συλλειτουργία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων (άγιος Νεκτάριος).
Αλλά και πολύ αργότερα, ακόμη και κατά τη Φραγκοκρατία και την Τουρκοκρατία οι συμπροσευχές δεν σταμάτησαν, αλλά τουναντίον γιγαντώθηκαν.
ΙΚ
Το Ρωμαϊκό Πρωτείο από τον ύστερο 11ο αιώνα πήρε εντελώς διαφορετική μορφή. Το πρόβλημα με τους βυζαντινούς του προχωρημένου 11ου αιώνα, όπως ο Θεοφύλακτος Αχριδών, είναι ότι ΔΕΝ είχαν κατανοήσει τις εξελίξεις στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και νόμιζαν ότι μιλούσαν για τη Ρώμη της εποχής του Γρηγορίου του Διαλόγου και όχι του Γρηγορίου του Ζ΄. Σας προτείνω κ. Καρδάση να διαβάσετε το βιβλίο του Αριστείδη Παπαδάκη από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ. Ο Ράνσιμαν δεν είναι πάντοτε ασφαλής πηγή και το να παραπέμπετε στον άγιο Νεκτάριο ως πηγή για την εκκλησιαστική ιστορία, όταν ο ίδιος βασιζόταν σε πηγές που είχε στη διάθεσή του και ήταν του 19ου αιώνα, δεν είναι πολύ έντιμο από την άποψη της ιστορικής έρευνας. Δεν είναι αλάθητος ο άγιος Νεκτάριος ως ιστορικός ερευνητής, ούτε και κανείς άγιος βέβαια. Μεμονωμένες περιπτώσεις συλλειτουργιών και συμπροσευχών υπήρχαν, ειδικά στις Κυκλάδες, αλλά όχι στον βαθμό που τα παρουσιάζετε.
ΔιαγραφήΜε όλα αυτά πού γράφεις τα απαράδεκτα άν συνέβαιναν (χρειάζεται ερευνα καλή γιατί εσύ είσαι αναξιόπιστος), γιατί τα αναφέρεις; Γιά να αμνηστευθούν οι σημερινοί Οικουμενιστές φίλοι σου;΄Η γιά να δικαιολογήσης την δική σου μή Αποτείχισή σου;Γιά πές μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή