Παρέμβαση στη συζήτηση
περί της καταγγελίας
εναντίον του κ. Ιωάννου Ζηζιούλα
προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Γράφει ο Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Η ανάρτηση του Ψηφίσματος-Καταγγελίας επί αιρέσει εναντίον του Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ενέκριναν ομοφώνως οι περίπου 300 συμμετέχοντες Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην αντί-οικουμενιστική εκδήλωση την οποία συνδιοργάνωσαν στον Βόλο —στις 11 Δεκεμβρίου και με ομιλητή τον κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο— ο Ορθόδοξος Χριστιανικός Αγωνιστικός Σύλλογος «Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης» και η Φιλορθόδοξος Ένωσις «Κοσμάς Φλαμιάτος», προκάλεσε ευρεία συζήτηση.
Δυστυχώς δεν συζητούνται οι κακοδοξίες και οι αιρέσεις του κ. Ζηζιούλα και του Οικουμενισμού, αλλά εκφράζονται διάφορες κρίσεις, επικρίσεις και απόψεις, συχνά μάλιστα με τρόπο ανοίκειο και απάδοντα της ιδιότητος και του ήθους του Ορθοδόξου Χριστιανού.
Η απάντηση σε αυτές έχει κάποιαν έκταση που υπερβαίνει τον χώρο των σχολίων, γι’ αυτό προέκυψε η ανάρτηση του παρόντος κειμένου.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ψυχραιμία.
Ας μην κατεβάζουμε τη συζήτηση ή την αντιπαράθεση περί την παναίρεση του Οικουμενισμού σε επίπεδο πεζοδρομίου.
Τα θέματα που μας απασχολούν ούτε κουτσομπολιά της γειτονιάς, ούτε γηπεδικοί καυγάδες φιλάθλων, ούτε πολιτικο-ιδεολογικές ξιφουλκήσεις καφενειακού συρμού είναι.
Πρόκειται για θεολογικά-δογματικά θέματα της Ορθοδόξου Πίστεως στον Τριαδικό Θεό μας, πρόκειται για εκκλησιολογικά ζητήματα αφορώντα στην Εκκλησία του Χριστού, πρόκειται γι’ αυτή τούτη τη σωτηρία των ψυχών μας.
Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτά και ας κρατήσουμε τη δέουσα σοβαρότητα· ο λόγος μας ας είναι παρρησιασμένος μεν, αλλά ταυτοχρόνως ας είναι ταπεινός και ευπρεπής.
Η αναφορά σε ηθικές παρεκτροπές και άλλες αμαρτίες —όσο κι αν μας στενοχωρούν και μας σκανδαλίζουν— νομίζω ότι περιττεύουν.
Είναι στη δικαιοδοσία του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού να τις κρίνει.
Άλλωστε είναι γνωστό, ότι η αμαρτία που δεν αίρεται από την ειλικρινή και έμπρακτη μετάνοια —και ιδιαιτέρως των ποιμένων του πιστού λαού του Θεού— οδηγούν νομοτελειακά στην κακοδοξία και στην αίρεση.
Αλλά και ο ευρισκόμενος στην κακοδοξία και στην αίρεση αναπόδραστα περιπίπτει σε εφάμαρτο και αμετανόητο βίο.
Αμαρτία και αίρεση βρίσκονται σε αμφίδρομη σχέση, αποτελώντας η μία την αιτία αλλά και το αποτέλεσμα της άλλης.
Αλίμονο σε εκείνους που δεν έχουν μονίμως κατά νου την απολογία τους προ του φοβερού βήματος του Χριστού.
Ας προσευχηθούμε λοιπόν και γι’ αυτούς, έστω κι αν ανειρήνευτα πολεμούμε τις κακοδοξίες τους και τις αιρέσεις τους.
Επιτρέψτε μου αδελφοί να παρέμβω στη συζήτηση, απαντώντας σε διάφορα σχόλια που μέχρι στιγμής αναρτήθηκαν, σχετικά με την δις κατατεθείσα εναντίον του Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα καταγγελία προς την ΙΣΙΕΕ.
Προς τον κ. Ι.Κ.:
(α) Πώς να καταγγείλουμε τον θεωρητικό του Οικουμενισμού στον αρχηγό του Οικουμενισμού και στην οικουμενιστική συμμορία που τους πλαισιώνει;
Ανήκουμε στην Εκκλησία της Ελλάδος, της οποίας η Διοίκηση αποδέχεται ως εκπρόσωπο-αντιπρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος κηρύττει γυμνή τη κεφαλή και παντοιοτρόπως προωθεί την παναίρεση του Οικουμενισμού —και όχι μόνον.
Βεβαίως καμμίαν αυταπάτη δεν έχουμε ότι δεν θα αχθεί και η καταγγελία μας αυτή εις τον κάλαθο των αχρήστων, αλλά με τον τρόπο αυτό καταθέτουμε τη διαμαρτυρία μας προς την Ιεραρχία και τη μαρτυρία μας προς τον Κύριο, δίδοντας και με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να πληροφορηθούν και προβληματισθούν επί των οικουμενιστικών λόγων και έργων —αντί-Γραφικών, αντί-Παραδοσιακών, αντί-Κανονικών και αντί-Πατερικών— περισσότεροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Και, βεβαίως, για να μην ξεχνιόμαστε οι ήδη υποψιασμένοι.
Γνωρίζουμε ότι κάθε κίνησή μας κατά του Παπισμού, του Οικουμενισμού και του Συγκρητισμού προκαλεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μεγάλη ταραχή και ισχυρό εκνευρισμό.
Όμως εμείς δεν θέλουμε να τους κακοκαρδίζουμε, αλλά προσευχόμαστε να μετανοήσουν κι επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Πίστη.
Έτσι δεν κοινοποιούμε τίποτα σε αυτό, γιατί το εκλαμβάνουν ως ιδιαίτερο θράσος μας να τους απευθύνουμε και τον λόγο, αλλά είμαστε σίγουροι ότι πληροφορούνται τα πάντα περί των δράσεών μας, γιατί έχουμε και συναίσθηση και πληροφόρηση ότι μας «παρακολουθούν στενά» —και όχι μόνον από τα δημοσιεύματά μας, ούτε μόνον από «αγάπη»!...
(β) Πράγματι.
Εύλογο είναι το ερώτημα: Γιατί οι αντί-οικουμενιστές θεολόγοι δεν αναίρεσαν συστηματικά τις κακοδοξίες και τις αιρέσεις του κ. Ιωάννη Ζηζιούλα;
Εκτός ελαχίστων (Μέγας Φαράντος, Ιωάννης Κορναράκης, π. Νικόλαος Λουδοβίκος, π. Δημήτριος Μπαθρέλος, Χρυσόστομος Σταμούλης, Σταύρος Νικολαΐδης), που περιστασιακά και περιορισμένα άσκησαν την όποια κριτική στο έργο του κ. Ζηζιούλα, οι σημαντικότεροι ορθόδοξοι-παραδοσιακοί θεολόγοι —και επικεφαλής του αντί-οικουμενιστικού μετώπου(;)— δεν ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτό.
Ένας λόγος μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο κύριος όγκος του έργου του έχει δημοσιευθεί στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, ελάχιστο μέρος αυτού έχει δημοσιευθεί στην ελληνική.
Οι περισσότεροι ορθόδοξοι-παραδοσιακοί θεολόγοι δεν έχουν κάνει μεταπτυχιακά στα πανεπιστήμια του εξωτερικού ούτε σταδιοδρόμησαν σε αυτά —γι’ αυτό, άλλωστε, παρέμειναν ορθόδοξοι-παραδοσιακοί!— κι έτσι στερούνται την άνεση των ξένων γλωσσών και της θεολογικο-φιλοσοφικής τριβής, ώστε να νοιώσουν ασφαλείς και αυτάρκεις και με αυτοπεποίθηση να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση αυτού του έργου.
Ίσως όμως και να οφείλεται αυτή η παράλειψη στο γεγονός ότι, τουλάχιστον στα εκκλησιολογικά θέματα, δεν απορρίπτουν τις απόψεις του κ. Ζηζιούλα, εφ’ όσον και οι αντί-οικουμενιστές δέχονται ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι επισκοποκεντρική και όχι χριστοκεντρική.
Και είναι από αυτό το εφαλτήριο που ο κ. Ζηζιούλας καταλήγει στην πρωτοκαθεδρία του Βατικανού, στο πρωτείο του Πάπα και ενδεχομένως στο αλάθητο του Πάπα.
Εις την καθ’ ημάς Ανατολή αυτή η αντίληψη και πρακτική δεν είναι ξένη.
Αντιθέτως είναι ευρέως αποδεκτή μεταξύ γεροντάδων και δεσποτάδων, με μία σημαντική διαφορά: στο Βατικανό έχουν έναν Πάπα, αλλά σε μας καθένας επιφυλάσσει δι’ εαυτόν την ιδιότητα και τα προνόμια του Πάπα.
Κι αυτό ισχύει τόσο στον οικουμενιστικό όσο και στον αντί-οικουμενιστικό χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας· χαρακτηρίζει δέ τόσο τη δεσποτοκρατία όσο και τη γεροντοκρατία!
Σε κάθε περίπτωση η απορία παραμένει ανοιχτή και η σύγχυση ενεστώσα…
(γ) Στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού η καταπολέμηση της αιρέσεως και η απομάκρυνση από τους αιρετικούς επισκόπους δεν εξικνείτο από της αποφάσεως τοπικής ή οικουμενικής Συνόδου, αλλά από τη διαπίστωση-συνειδητοποίηση ότι κάτι κηρυσσόμενο είναι αιρετικό και εκείνος που το κηρύττει είναι αιρετικός.
Η συνεχής, συνεπής και αδιάλλακτη καταπολέμηση της αιρέσεως και του αιρετικού ήταν που οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε Σύνοδο, όπου καταδικαζόταν η αίρεση και ο αιρετικός.
Από τη συνειδητοποίηση της αιρέσεως και τον εντοπισμό του αιρετικού έως τη συνοδική καταδίκη τους διεξήγοντο επί μακρόν αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις, ακόμη και ακραία γεγονότα, παύση μνημονεύσεως και αποτειχίσεις, που απέληγαν σε συνοδική καταδίκη της αιρέσεως και του αιρετικού.
Είναι χαρακτηριστική η στάση του Αγίου Κυρίλλου, πατριάρχου Αλεξανδρείας, προς εκείνους που απετειχίζοντο από τον αιρετικό Νεστόριο, τους οποίους υποστήριζε και προέτρεπε στην αποτείχισή τους και επαινούσε την προ της συνοδικής καταδίκης του αιρετικού και της αιρέσεώς του στάση τους.
Αυτή είναι η εκκλησιαστική πρακτική καθ’ όλη την ιστορία της Εκκλησίας.
Ακόμη κι όταν η συνοδική απόφαση δεν κατεδίκαζε την αίρεση και τον αιρετικό, η Σύνοδος χαρακτηριζόταν ληστρική και ο πόλεμος εναντίον τους συνεχιζόταν αδιαλείπτως και ολοκληρωτικώς έως ότου προκύψει η σωστή-καταδικαστική αντί-αιρετική συνοδική απόφαση.
Τα εκκλησιαστικά προβλήματα ούτε προέκυπταν ούτε λύνονταν «ως δια μαγείας», αβρόχοις ποσί και εκ του πουθενά από κάποια Σύνοδο, αλλά μέσα από την ταραγμένη και δεινοπαθούσα εκκλησιαστική ζωή.
Το «έτοιμον» σήμερα της ιστορίας δεν ακυρώνει την ιστορική διαδικασία και δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλοθι της πνευματικής αδρανείας και ως ρομφαία κατά της υγειούς πνευματικής και αγιοπατερικής στάσεως εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και των οικουμενιστών.
Η καθεστωτική αντίληψη και η εξουσιαστική νοοτροπία μέσα στην Εκκλησία μπορεί να βολεύουν εκείνους που επιλέγουν την αποδοχή ή την υποταγή στην αίρεση και στους αιρετικούς ή τη μισή μαρτυρία και αποφεύγουν το μαρτύριο υπέρ του Χριστού, αλλά ουδεμία σχέση έχουν με την εκκλησιαστική ιστορική πείρα και τη διαχρονική στάση των αγίων και θεοφόρων Πατέρων.
Μπορεί να εξαπατάμε εαυτούς και αλλήλους, αλλά προ του φοβερού βήματος του Χριστού η προαίρεσή μας θα κριθεί και όχι οι σοφιστείες μας.
(δ) Πολύ «φορέθηκε» ο βολικός τεμαχισμός του λόγου του γέροντος π. Επιφανείου Θεοδωροπούλου —όπως και άλλων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, Πατέρων— εκ του οποίου εκάστοτε χρησιμοποιείται το κατά περίστασιν «χρήσιμον», περί του προαιρετικού της αποτειχίσεως από τον αιρετικό επίσκοπο.
Ας λάβουμε ολόκληρον τον λόγο του και μάλιστα κατά το πνεύμα του.
Ας δούμε τη στάση και τη διδαχή των μεγίστων αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας κι ας μην διαστρέφουμε την υπακοή —που βολεύει— στους ελάσσονες, γέροντες και πνευματικούς.
Ας μην εξαπατούμε εαυτούς και αλλήλους.
Δεν προτείνω αποσπάσματα, αλλά να ξαναδιαβάσουμε ολόκληρο το έργο του κι ο καθένας, με τη φώτιση του Θεού, ας συναγάγει τα συμπεράσματά του.
(ε) Η Εκκλησία δεν είναι απρόσωπη και αφηρημένη έννοια.
Πρόκειται για την Εκκλησία του Χριστού, που με αρχηγό τον Ίδιο αποτελείται από τον λαό, τον κλήρο και τους επισκόπους· και διέπεται από το ι. Ευαγγέλιο, την ι. Παράδοση, την αγιοπατερική Διδασκαλία, τους ι. Κανόνες.
Όλα αυτά συναποτελούν τη συνείδηση της Εκκλησίας, που εκφράζεται και διαφυλάττεται από τον πιστό λαό του Θεού, όσο μικρό κι αν είναι κάθε φορά το λήμμα που υπερασπίζεται την αυθεντικότητα της Πίστεως και την ακεραιότητα της Εκκλησίας, με τη χάρη του Χριστού και τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος.
Εκκλησία δεν είναι οι ιεράρχες και οι ιεραρχίες που βρίσκονται στην αίρεση.
Εκκλησία είναι τα μέλη της Εκκλησίας που εκφράζουν, διαφυλάττουν και υπερασπίζονται την αυθεντικότητα της Πίστεως και την ακεραιότητα της Εκκλησίας.
Κι αυτό συμβαίνει στην καθημερινή εκκλησιαστική ζωή, στην Πίστη και στην Λατρεία.
Αυτή η πραγματική Εκκλησία δεν περιμένει τις οψέποτε συνέλθουν Συνόδους για να απαντήσει και αντιμετωπίσει την αίρεση και τους αιρετικούς, αλλά κάθε στιγμή διαφεντεύει την Ορθόδοξη Πίστη και είναι αυτή που, υπερασπιζόμενη την Ορθοδοξία, προετοιμάζει και οδηγεί στη Σύνοδο και επιβάλλει τις καταδικαστικές για την αίρεση και τους αιρετικούς αποφάσεις της.
Είναι λάθος να περιμένει κανείς τις αποφάσεις της Εκκλησίας.
Ως συνειδητό μέλος της Εκκλησίας καθένας μας υποχρεούται να πάρει θέση, να συναριθμηθεί στο ορθοτομόν λήμμα, όσο μικρό κι αν είναι αυτό, και ν’ αγωνιστεί δι’ έργων και λόγων κατά της αιρέσεως και των αιρετικών.
Καθένας μας, ως μέλος της Εκκλησίας, φέρει εις ολόκληρον —και όχι μόνον κατ’ ένα αναλογούν μέρος ή ποσοστό— την ευθύνη της Ορθόδόξου Πίστεώς μας.
Η αδράνεια είναι υπέρ της αιρέσεως, η οποία τον αδρανούντα αργά ή γρήγορα τον καταπίνει στο έρεβος της απωλείας.
Προς π. Δημήτριο, του Βανκούβερ ή της διασποράς, τον μονοπρόσωπο ή πολυπρόσωπο:
(α) Το ύφος του λόγου σας Πάτερ καταδεικνύει το επίπεδο της ποιμαντικής σας και αυτό με τη σειρά του μαρτυρεί περί του επιπέδου του επισκόπου σας.
Το επίπεδο και των δύο βεβαιώνει τα αποτελέσματα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, όταν αυτός διαβρώνει την Αγία Ορθοδοξία μας, γεγονός που οσημέραι —ελέω του οικουμενιστή Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και των ομοφρόνων του ιεραρχών και ιεραρχιών— απλώνεται με γεωμετρική πρόοδο και διαπιστώνεται σε κάθε πτυχή και έκφανση της εκκλησιαστικής ζωής, στην Πίστη και στην Λατρεία.
(β) Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς την Αλήθεια του Χριστού, Πάτερ.
Αγάπη στερημένη της Αληθείας Του, δεν είναι η δική Του αγάπη.
Είναι αγάπη χωρίς Χριστό και ως τέτοια δεν είναι «αγάπη».
Και όταν αυτή η «αγάπη» καπηλεύεται τον Χριστό, τότε είναι το μεταμφιεσμένο μίσος του Αντιχρίστου, δηλαδή η «αγάπη» του Οικουμενισμού!...
Αυτό το αντίχριστο μίσος, Πάτερ, εκφράζετε με το ύφος του λόγου σας, γεγονός απότοκο της αποδοχής της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, όπως αυτή εκφράζεται από τον κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, τον «διαπρεπή θεολόγο» μεν (ίσως «θεολόγο φιλοσοφούντα» ή «φιλόσοφο θεολογούντα»;) αλλά όχι ορθόδοξο θεολόγο, ιερέα κι επίσκοπο «εις τόπον και τύπον Χριστού» ευρισκόμενο.
(γ) Αυτό το αντίχριστο μίσος εκφράζετε, Πάτερ, κατά του όντως θεολόγου κ. Νικολάου Σωτηροπούλου που διακονεί το ιερό Ευαγγέλιο, την ιερά Παράδοση, την αγιοπατερική Διδασκαλία σε ολόκληρη τη ζωή του, ακόμη και στην προχωρημένη σήμερα ηλικία του με σοβαρή ασθένεια που τον καταταλαιπωρεί.
Αυτόν τον εργάτη του λόγου του Θεού αφόρισε αναπολόγητον —αντί να τον επαινέσει και να τον τιμήσει— ο αιρεσιάρχης Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, διότι ήλεγξε και στηλίτευσε τον επίσης οικουμενιστή Αυστραλίας κ. Στυλιανό που ασέβησε και εξύβρισε τον Τριαδικό Θεό.
Η εξουσία τού δεσμείν και λύειν, Πάτερ, δεν είναι αυθαίρετη· ορίζεται και περιορίζεται στα πλαίσια της Αληθείας του Χριστού, στον λόγο Του και στις εντολές Του.
Και ο άδικος αφορισμός επιστρέφει επί της κεφαλής εκείνου που ανιέρως τον εξέπεμψε!...
Ο άδικος αφορισμός περιποιεί τιμή κι εξασφαλίζει πολύ τον μισθό σ’ εκείνον που τον εδέχθηκε!...
Προς Παναγιώτη Τσαλλό:
Θα μπορούσες, αδελφέ μου, να μου τηλεφωνήσεις για να δούμε τις ενστάσεις σου διεξοδικότερα και σε άλλο κλίμα.
Ισχύουν, ωστόσο, τα όσα σχετικά προς Ι.Κ. αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Επιπροσθέτως:
(α) Λίγοι από τους ψηφίσαντες και υπογράφοντες το Ψήφισμα-Καταγγελία κατά του αιρετικού κ. Ζηζιούλα είναι αποτειχισμένοι, αλλά σε κάθε περίπτωση η αποτείχισή τους δεν σημαίνει εμπάθεια.
Από τους Πατέρες απαρεγκλήτως πρέπει να κρατήσουμε τις υποδείξεις και τις οδηγίες τους για να αναγνωρίζουμε και να πολεμούμε τις αιρέσεις, ωστόσο ας εμπλουτίσουμε τους τρόπους της καταπολεμήσεως των αιρέσεων και με τα δεδομένα της εκάστοτε εποχής.
Είναι ωστόσο τουλάχιστον άκομψο οι «άκαπνοι», χρησιμοποιώντας αποσπασματικά και τεχνηέντως ή επιπολαίως τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, να πετροβολούμε εκ των νώτων και εκ του ασφαλούς της αδρανείας μας εκείνους που σηκώνουν τη σημαία του αντί-οικουμενιστικού αγώνα και μάχονται στην πρώτη γραμμή κατά της αιρέσεως και των αιρετικών.
Βεβαίως η κριτική μας είναι πάντοτε άψογη και «πατερική»!...
(β) Ανήκουμε στην Εκκλησία της Ελλάδος και στην Ιεραρχία της απευθυνόμαστε, γιατί αυτή υφίσταται θεσμικά έστω και αν με έωλη ανάδειξη μέλη της σφετερίζονται τη θέση τους ως επίσκοποι.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται σ’ εμάς, αν θα τους προσφωνήσουμε «Σεβασμιωτάτους», αλλά σ’ εκείνους, αν με τους λόγους και τα έργα τους ανταποκρίνονται ή όχι στην προσφώνηση του αρχιερατικού αξιώματός τους.
Οι άγιοι Πατέρες, όταν απευθύνονταν στους αιρετικούς επισκόπους της εποχής τους, τους προσφωνούσαν κατά το επιβαλλόμενο τυπικό και τους απέδιδαν τις προσήκουσες στην αρχιερωσύνη τους τιμές, οι οποίες βεβαίως έπαυαν μετά την καταδίκη και καθαίρεσή τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αποδέχονταν ή ανέχονταν ή δεν πολεμούσαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς!...
(γ) Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πολλοί επίσκοποι δεν είναι οικουμενιστές.
Τουλάχιστον μιλούν εναντίον του Οικουμενισμού και επικρίνουν τις εκδηλώσεις του, έστω κι αν αποσιωπούν τα πρόσωπα που τις διαπράττουν ή οι ίδιοι δεν πράττουν τι εναντίον τους.
Είναι όμως για διαφόρους λόγους ο καθένας (ηθικούς, οικονομικούς ή άλλους) εξαρτημένοι ή φοβισμένοι και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελεγχόμενοι από την μασονική και αιρετική κλίκα που κυριαρχεί στην Ιεραρχία, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες τους.
Η προσπάθεια να τους διαχωρίσουμε από τους επιβουλείς της Εκκλησίας του Χριστού ίσως να μην τελεσφορήσει, είναι όμως εύλογη και δίκαιη.
Απευθυνόμενοι είτε στο φιλότιμό τους, είτε στον φόβο του Θεού που ενδεχομένως εμφιλοχωρεί ακόμη στις καρδιές τους, είτε και στους όρκους και στις υποσχέσεις που έχουν δώσει ως ιερείς κι επίσκοποι, ίσως να τους θέσουμε προ των ιερατικών και αρχιερατικών ευθυνών τους, ίσως συγκινηθούν και αντιδράσουν κατά πως πρέπει ως αρχιερείς κι επίσκοποι.
(δ) Εάν οι αντί-οικουμενιστές, κλήρος και λαός, ήσαν περισσότεροι και —κυρίως— ενωμένοι, ομόφρονες και ομόψυχοι, και οι δράσεις τους ήσαν μαζικότερες και μαχητικότερες, πολλοί από τους επισκόπους, βρίσκοντας λαϊκό έρεισμα και στήριγμα, ίσως να έπαιρναν θάρρος και να αντιδρούσαν κατά της οικουμενιστικής πλημμυρίδας που κατακλύζει σήμερα την Εκκλησία του Χριστού.
Εάν ο επίσκοπος δεν θέλει ή δεν μπορεί να είναι ταγός του λαού, ας γίνει τουλάχιστον ουραγός του.
Αλλά χρειάζεται η παρουσία και η δυναμική του λαού.
Δεν έχουν μόνον οι επίσκοποι ευθύνες.
Έχει ευθύνες και ο πιστός λαός του Θεού.
Άλλωστε ποιός μπορεί να γνωρίζει τί και με ποιόν τρόπο ο Κύριος θα οικονομήσει την Εκκλησία Του;
Ας επικρίνουμε, λοιπόν, τους επισκόπους, αλλά και ας προσευχόμαστε γι’ αυτούς κι ας προσπαθούμε να τους αποσπάσουμε από τα νύχια του Οικουμενισμού, εφ’ όσον καταφέρουμε να μην αρπαγούμε οι ίδιοι από αυτά!...
Καλά Χριστούγεννα, εν Χριστώ αδελφοί, με την Αγάπη Του.
Καλή μετάνοια και καλόν παράδεισο.
Ευχαριστούμε τον αγαπητό κ. Ντετζιόρτζιο, που ασχολήθηκε με τη μετριότητά μας. Εμείς δεν έχουμε βέβαια την πολυτέλεια της απαντήσεως μέσω άρθρου, αλλά από τη θέση του σχολιαστή θα είμαστε σύντομοι:
ΑπάντησηΔιαγραφή1/ Γνωρίζει πολύ καλά, ότι στην Εκκλησία μας υπάρχει μια εκκλησιαστική τάξη, αλλιώς θα έκανε ο καθείς ότι ήθελε. Αυτή λοιπόν η εκκλησιαστική τάξη ορίζει, ότι ο καταγγέλλων Αρχιερέα μιας άλλης Εκκλησίας, οφείλει να τον καταγγείλει στην Εκκλησία, που ο Αρχιερέας ανήκει και μάλιστα μέσω της Εκκλησίας του καταγγέλλοντος.
2/ Δεν είναι ισχυρό επιχείρημα, το ότι αντεκρούστη ο Περγάμου από ελάχιστους θεολόγους, γιατί το πλείστο του έργου του είναι ξενόγλωσσο. Αφού το πλήθος των θεολόγων δεν γνωρίζει το έργο του, τότε ποιος το γνωρίζει; Ο μη θεολόγος; Και τότε πως καταδικάζεται από την σύναξη των 300 στο Βόλο; Άραγε, γνωρίζουν αυτοί το έργο του ή είναι απλώς χειροκροτητές;
3/ Συμφωνούμε, ότι ο πιστός που έχει διάκριση, διαπιστώνει αν κάποιος που κηρύττει, κηρύττει αίρεση ή όχι. Άλλο αυτό και άλλο να καταδικάζει κανείς κάποιον ως αιρετικό δημοσίως. Αυτό αποτελεί βαρύτατο κρίμα προ συνοδικής διαγνώμης. Και έχουμε παραδείγματα καταδίκης μετά θάνατον Αρχιερέων, που απεβίωσαν σε κοινωνία με την Εκκλησία (π.χ. Μοψουεστίας Θεόδωρος, από την Ε΄), που ενδεχομένως να σημαίνει λάθος σε εκκλησιαστική απόφαση;
4/ Δεν νομίζουμε να αποτελεί βολικό τεμαχισμό των λόγων του π. Επιφανίου, όταν λέγει ότι: «Έχουμε δηλαδή δικαίωμα, που μας το παρέχουν οι ιεροί Κανόνες, να παύσουμε το μνημόσυνό του, δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Κατά συνέπεια, αν κάποιος, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα αυτό, παύσει το μνημόσυνο, καλά κάνει και δεν πρέπει να ελέγχεται από τους άλλους. Αν κάποιος άλλος, σταθμίζοντας διάφορους παράγοντες, κρίνει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα που του δίνουν οι Κανόνες, αλλά να περιμένει τη «Συνοδική διάγνωση», δεν είναι αξιόμεμπτος, ούτε - πολύ περισσότερο - άξιος ακοινωνησίας!». Δηλαδή υπάρχει άλλο σημείο, σε άλλο έργο του λέγει το αντίθετο, δηλ. ότι η παύση του μνημοσύνου είναι υποχρεωτική και προ συνοδικής διαγνώμης;
5/ Αλίμονο, αν Εκκλησία νοείται κάθε σύναξη 300 ή περισσοτέρων ή ολιγότερων και μη παρόντος ούτε ενός Επισκόπου (έστω για δείγμα), η οποία να αποφασίζει αν κάποιος είναι αιρετικός ή όχι.
6/ Εν τοιαύτη περιπτώσει, μπορεί ο Οικουμενισμός να είναι αίρεση, χωρίς συνοδική απόφαση, αλλά θα πρέπει να ξεκαθαριστεί, γιατί πολλά σημεία είναι υπό συζήτηση, όπως π.χ. στο αν τα μυστήρια των Λατίνων (που είναι αιρετικοί και που η Ελλαδική Εκκλησία δεν τολμά να το διακηρύξει) έχουν τη θ. Χάρη. Πάντως, για ένα μυστήριο, αυτό του Βαπτίσματος, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει συνοδικά αποφανθεί (1484, βλέπε Καρμίρης), ότι είναι έγκυρο, ακόμη και εάν γίνεται με ραντισμό (όπως παραδέχεται και ο άγιος Μάρκος!). Αν λοιπόν αυτό το μυστήριο είναι έγκυρο, ενώ το Χρίσμα δεν είναι, τότε μήπως και η Ιεροσύνη είναι; (Καρμίρης).
7/ Πριν λοιπόν να κάνουμε διακηρύξεις και βγάλουμε αποφάσεις από λαϊκές συνελεύσεις, καλόν είναι να εντρυφήσουμε με προσοχή και προσευχή και να μην αφήνουμε να μας παρασύρουν προσωπικά συναισθήματα, για πρόσωπα και πράγματα.
ΙΚ
Κύριε Λαυρέντιε, Κύριε Παναγιώτη Σημάτη
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρετε εν Κυρίω.
Από ποτε αδελφοί μου, το να πεί κάποιος ελεύθερα την γνώμη του και χωρίς προσωπικούς και εμπαθείς χαρακτηρισμούς, αποτελεί αμάρτημα; Αναλυτικότερα χρησιμοποίησα τα 2 επίθετα: ανούσιος και άστοχος. Και τα δύο μαρτυρούν την άποψή μου, ότι δλδ ήταν μία κίνηση που δεν προσέφερε τίποτε στον αντιαιρετικό αγώνα. Ο χρόνος θα σας βεβαιώσει περί τούτου...
Επίσης στη συνέχεια παρέθεσα το εξής χωρίο, βάσει του οποίου έβγαλα τα συμπεράσματά μου και προχώρησα στην μετέπειτα άποψή μου περί αποτείχισης. Συγκεκριμένα γράψατε:Γνωρίζουμε ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀντιτίθενται σ’ αὐτὴ τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, ὡς ἔχουν καθῆκον...
Αυτός ο λόγος Κ. Λαυρέντιε, δεν έχει καμμία σχέση με την ανάλυση που μου αφιερώσατε:"Τουλάχιστον μιλούν εναντίον του Οικουμενισμού και επικρίνουν τις εκδηλώσεις του, έστω κι αν αποσιωπούν τα πρόσωπα που τις διαπράττουν ή οι ίδιοι δεν πράττουν τι εναντίον τους.
Είναι όμως για διαφόρους λόγους ο καθένας (ηθικούς, οικονομικούς ή άλλους) εξαρτημένοι ή φοβισμένοι και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελεγχόμενοι από την μασονική και αιρετική κλίκα που κυριαρχεί στην Ιεραρχία, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες τους."
Άρα δεν αντιτίθενται σε κανέναν, όπως εσείς ο ίδιος λέτε(εξαιτίας φόβου κτλ). Λένε μόνο λόγια... Θυμάστε τι έλεγε ο Άγιος Θεόδωρος? Το κριτηριο της ορθοδοξίας σε καιρό αιρέσεως, είναι ΜΟΝΟ ο διωγμός και το μαρτύριο!Έχει πάθει κανένας επίσκοπος, εξαιτίας των αντιοικουμενιστικών του θέσεων, έστω και το 1/10 από ότι έχετε περάσει εσείς?
Εσείς και καποιος ανώνυμος, λέτε ότι κρατάτε την σημαία και πρωτοστατείτε στον αγώνα... Αυτό από μόνο του μαρτυρεί πολλά! Να ξέρετε μόνο, πως σε μία μάχη, το πρώτο μέτωπο "πέφτει" πρώτο.. Μη γένοιτο.
Επιπλέον, Ευχαριστώ για άλλη μία φορά τον Κ. Σημάτη, που συνεχίζει να μου απαντάει με πνευματικότητα, διάκριση και ταπείνωση, όπως αρμόζει σε κάθε σωστό χριστιανό.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω με δύο λόγια του Πατρός Ευθυμίου, που θα σας κάνουν να καταλάβετε το άστοχο της κινήσεώς σας:
a)Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει
β)όταν κάποιος βλέπει το σπίτι του να καίγεται, αρπάζει το νερό κατευθείαν, χωρίς να περιμένει άλλους, χωρίς ιδιοτέλεια.Καίγεται το σπίτι του και έντρομος προσπαθεί να το σώσει!
Αν οι "Αγιώτατοι" ήταν να κάνουν κάτι υπέρ της Εκκλησίας μας(του σπιτιού μας), θα το είχαν κάνει ήδη
ΤΣΑΛΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Ένα ενδιαφέρον κείμενο που προσπαθεί να ασκήσει κριτική στις μπουρδουλογίες που εχουν γίνει τα τελευταία χρόνια της μόδας περί δήθεν διακρίσεως μεταξύ προσώπου και ατόμου στις οποίες φαίνεται να πρωτοστατεί μεταξύ άλλων και ο Μητροπολίτης Περγάμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήο σύνδεσμος εδώ
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.im-glyfadas.gr/01/03/01030003.asp
Ευχαριστούμε τον κ. Ντετζιόρτζιο για το από καρδιάς γραμμένο κείμενό του. Πολλά από αυτά δεν τα κατανοούμε, γιατί δεν είμαστε θεολόγοι, όμως γεμάτα ειλικρίνεια, λένε τα πράγματα με το όνομά τους. Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ηθελα κι εγω να ευχαριστησω τον κ. Λαυρεντιο και να πω οτι το κειμενο του αντιπροσωπευει πολλους συνειδητους ορθοδοξους πιστους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχουν δύο τρόποι να αναγνώσει κάποιος ένα κείμενο:
ΑπάντησηΔιαγραφή(α) Με την προαίρεση να το κατανοήσει κι ενδιαφερόμενος ν’ αντιληφθεί τί θέλει και τι προσπαθεί ο συντάκτης αυτού να του μεταδώσει.
(β) Με την αγωνία να το ανασκευάσει, ώστε να διατηρήσει και δικαιώσει τις δικές του απόψεις.
Στην πρώτη περίπτωση διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για έναν καλόπιστο και δημιουργικό διάλογο, που τουλάχιστον επιτρέπει την κατανόηση των εκατέρωθεν απόψεων.
Στην δεύτερη περίπτωση, θελημένα ή αθέλητα, υπάρχουν παρερμηνείες, παρανοήσεις, διαστροφές ή και εφευρήματα (χρέωση θέσεων και προθέσεων που δεν γράφτηκαν ποτέ, αλλά εξυπηρετούν την «κατατρόπωση» του αντιπάλου), και οπωσδήποτε αποκλείεται η κατανόηση των εκατέρωθεν απόψεων. Ο καθένας των διαλεγομένων, στην περίπτωση αυτή, επαναλαμβάνει τις θέσεις του παρερμηνεύοντας τον άλλον, ώστε να κερδίσει «πόντους» υπεροχής και να επιβληθεί ρητορικά ως ακαταμάχητος.
Ευτυχώς που κατά τον δημόσιο διάλογο υπάρχουν πολλοί αναγνώστες-παρατηρητές, οι οποίοι συναγάγουν τα συμπεράσματά τους. Αλλά κυρίως ο δικαιοκρίτης παρατηρητής Χριστός γνωρίζει και τις προθέσεις μας και τις επιδιώξεις μας. Γι’ αυτό δεν θα επαναλάβω όσα ήδη αναφέρω στο ανωτέρω κείμενο.
Αγαπητέ μου Ι.Κ., σας παρακαλώ θερμά να ξαναδιαβάσετε το κείμενό μου κατά τον πρώτο τρόπο αναγνώσεως, που ανωτέρω προτείνω. Δεν ζητώ ετέρα απάντησή σας, ούτε επιθυμώ να σας πείσω· αλλά θα χαιρόμουν πάρα πολύ αν κατανοούσατε αυτά που προσπαθώ να σας εξηγήσω. Επειδή είμαι βέβαιος ότι θα το πράξετε, καρδιακά σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Αγαπητέ μου Παναγιώτη, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έβγαλες το συμπέρασμα ότι σου καταλογίζω ως αμάρτημα την έκφραση των απόψεών σου. Σε διαβεβαιώ ότι δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Αλλά φοβάμαι ότι γενικότερα δεν κατάλαβες την απάντησή μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίπα λ.χ.: «Είναι ωστόσο τουλάχιστον άκομψο οι ‘‘άκαπνοι’’, χρησιμοποιώντας αποσπασματικά και τεχνηέντως ή επιπολαίως τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, να πετροβολούμε εκ των νώτων και εκ του ασφαλούς της αδρανείας μας εκείνους που σηκώνουν τη σημαία του αντί-οικουμενιστικού αγώνα και μάχονται στην πρώτη γραμμή κατά της αιρέσεως και των αιρετικών».
Κι εσύ ανταπαντάς: «Εσείς και κάποιος ανώνυμος, λέτε ότι κρατάτε την σημαία και πρωτοστατείτε στον αγώνα... Αυτό από μόνο του μαρτυρεί πολλά! Να ξέρετε μόνο, πως σε μία μάχη, το πρώτο μέτωπο "πέφτει" πρώτο. Μη γένοιτο».
Αλήθεια, επικρίνεις εκείνους που αγωνίζονται και πρωτοστατούν; Και ποια είναι τα «πολλά» που «μαρτυρεί» η αυθαίρετη αναφορά σου, ότι είπα κάτι που δεν είπα; Γιατί λες ότι «το πρώτο μέτωπο "πέφτει" πρώτο»; Πώς το γνωρίζεις, πώς το προεξοφλείς και γιατί επιχαίρεις γι’ αυτό;
Αλλά επιμένω: Εσύ που ασκείς αυτή την τόσο αυστηρή κριτική τι πράττεις; Άλλωστε εσύ ο ίδιος επισημαίνεις: «Θυμάστε τί έλεγε ο Άγιος Θεόδωρος; Το κριτήριο της ορθοδοξίας σε καιρό αιρέσεως, είναι ΜΟΝΟ ο διωγμός και το μαρτύριο!» Λοιπόν, εσύ προσωπικά, τί υπέστης ή υφίστασαι;
Κι αυτό το λέγω με την έννοια ότι κρίνουμε έτοιμοι να πάρουμε κεφάλια με το «πατερικό» γιαταγάνι μας, που το τροχίσαμε στην σκληρή πέτρα της κριτικής μας. Αλλά δεν ελέγχουμε τον εαυτό μας για την προσωπική μας αδράνεια περί την αίρεση και τη στάση μας απέναντι στους αιρετικούς. Μας νοιάζει αν πράττει και τί ο ένας κι ο άλλος, και ΟΧΙ αν πράττουμε και τί εμείς οι ίδιοι!... Αλλά προ του φοβερού βήματος του Χριστού, ο καθένας μας μόνος θα σταθεί να απολογηθεί για τα δικά του πεπραγμένα και όχι των άλλων!...
Εκτός κι αν εννοείς ότι αφού αποτείχισθηκες, σου είναι αδιάφορο πλέον: (α) εάν η παναίρεση του Οικουμενισμού και κάθε άλλη αίρεση συνεχίζουν να λυσσομανούν και να καταβροχθίζουν τον πιστό λαό του Θεού, να διασύρουν τον Κύριο και να ακρωτηριάζουν την Εκκλησία Του· (β) εάν διαστρέφουν το ι. Ευαγγέλιο, καταστρέφουν την ι. Παράδοση, κατακρεουργούν την αγιο-Πατερική Διδασκαλία, ανασκολοπίζουν τους ι. Κανόνες· (γ) εάν, εν τέλει, παρασύρουν τα εκατομμύρια μέλη της Εκκλησίας Του, τους αδελφούς μας, στην απώλεια.
Αλλά πώς θα αδιαφορήσουμε γι’ αυτούς, για τους οποίους ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε, έπαθε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και για τη σωτηρία τους ίδρυσε την Εκκλησία Του, που καθήκον μας είναι να την προασπίσουμε ως μέλη της από τους αιρετικούς επιβουλείς της;
Πρέπει να γνωρίζεις, όμως, ότι ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, που επικαλείσαι, όταν αποτειχίστηκε δεν απάγκιασε απλώς σε κάποιον γέροντα-πατερούλη, αλλοτριωνόμενος την ελευθερία και το αυτεξούσιο του προσώπου του. Αλλά όπως πριν έτσι και μετά την αποτείχισή του συνέχισε τον αγώνα κατά της αιρέσεως και των αιρετικών —κατά της εικονομαχίας και των εικονομάχων— κηρύττοντας και συμβουλεύοντας και ξεσηκώνοντας τον πιστό λαό του Θεού, καταγγέλλοντας την αίρεση και επιτιμώντας τους αιρετικούς, υφιστάμενος διωγμούς και φυλακίσεις και κάθε είδους κακουχίες. Και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν μαρτυρείται ότι στράφηκε εναντίον άλλων αγωνιζομένων κατά της εικονομαχίας και των εικονομάχων!...
Συγχώρεσέ με, αγαπητέ μου Παναγιώτη, που σου μιλώ με αυστηρότητα, αν και ιδιαιτέρως σε αγαπώ και σε εκτιμώ.
Βεβαίως και μπορείς ελεύθερα να εκφράζεις τις καλοπροαίρετες απόψεις σου, αλλά είσαι υποχρεωμένος και να δέχεσαι την καλοπροαίρετη κριτική τους.
Και αν νομίζεις ότι μπορείς να συμβάλλεις, ώστε να κάνουμε λιγότερα λάθη και να είμαστε περισσότερο αποτελεσματικοί στον αντί-οικουμενιστικό αγώνα μας, με πολλή χαρά σε προσμένουμε και μ’ ελπίδα σε προσκαλούμε να συμμετάσχεις στις προσπάθειές μας. Όπως προσμένουμε και προσκαλούμε κάθε καλοπροαίρετο και ειλικρινή επικριτή μας, αλλά και όποιον εκ του ασφαλούς κι εκ του μακρόθεν μας επικροτεί.
Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Αγαπητέ κ. Ντετζιόρτζιο
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεβαίως τα διαβάζουμε πολλάκις τα κείμενά σας και όχι μόνο το τελευταίο.
Αλλά, επιτρέψατέ μας να ανήκουμε σ' αυτούς που δεν σκανδαλίζονται και αγωνίζονται εντός Εκκλησίας και όχι αποτειχιζόμενοι.
Και δεν σκανδαλιζόμαστε, γιατί γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία, ότι παραβάσεις δογμάτων, παραβάσεις κανόνων, πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες και διάφορα αίσχη και πολύ χειρότερα από τα σημερινά υπήρχαν από τη γέννηση τηε Εκκλησίας και όλα αυτά η Εκκλησία φρόντιζε να τα αντιμετωπίζει πότε με την ακρίβεια, πότε με την οικονομία.
Φαίνεται όμως ότι τώρα τελευταία η πλάστιγγα έχει γύρει περισσότερο προς την ακρίβεια, παρά προς την οικονομία, εξ ου και η κάποια φρενίτιδα, ως μη όφειλε, σε θέματα παμπάλαια .
ΙΚ
Παρέμβαση στη συζήτηση
ΑπάντησηΔιαγραφήπερί της καταγγελίας
εναντίον του κ. Ιωάννου Ζηζιούλα
προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Γράφει ο Αναστάσιος Ερυθριώτης
Αδελφοί μου
Θα ήθελα να με συγχωρέσετε για την παρέμβασή μου, αφού ακόμα δεν έχω βγάλει τον “δοκόν” από το μάτι μου, για να ασχολούμαι με το “κάρφος” του πλησίον.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είπε ότι δεν μπορούμε να προσκυνούμε ταυτόχρονα δύο αφέντες, αλλά μόνο έναν. Επίσης ο Κύριος ομολογεί ότι ήρθε να βάλει μάχαιρα μεταξύ των ανθρώπων, άρα, είναι λογικό να μην αρέσουμε σε όλους, και οπωσδήποτε αυτός να μην είναι ο στόχος μας. Μοναδικός μας στόχος, πρέπει να είναι να αρέσουμε στον Θεό και μόνο στο Θεό.
Δυστυχώς, προσποιούμαστε τους ταπεινόφρονες, αλλά ο εγωισμός μας και γενικά ο παλιάνθρωπος μέσα μας, που δεν έχει ακόμα πεθάνει, δεν μας αφήνει να έχουμε αγάπη και ομόνοια μεταξύ μας. Οι αδελφοί μας από τη Σερβία, έχοντας στερεωθεί στη πίστη μέσα από τους συνεχείς πειρασμούς, πρέπει να είναι πλέον για μάς, παράδειγμα αγάπης, ομονοίας και ορθοδοξίας.
Αδελφέ Λαυρέντιε, απευθύνομαι σε εσάς, ως προτωστατούντος του αντι-οικουμενιστικού αγώνα: γράφετε ότι πολλοί επίσκοποι αγωνίζονται κατά της αίρεσης του οικουμενισμού. Ποιόν αγώνα αδελφέ; Ευτυχώς βρέθηκαν στο δρόμο μου κάποιοι αδελφοί από το πάτριο, και μου μίλησαν για τον οικουμενισμό και την αποτείχιση. Πού είναι ο λόγος του Θεού; Η αλήθεια ολόκληρη; Το γνήσιο κύρηγμα του Ευαγγελίου; Γιατί μας το κρύβουν, αυτοί και οι θεολόγοι τους; Όμως ο Κύριος λέει ότι όποιος(συμπεριλαμβανωμένων των ιεραρχών) δεν ομολογεί ΟΡΘΑ ενώπιων των ανθρώπων, ο ίδιος δεν τους ξέρει, δεν τους αναγνωρίζει. Επίσης μας προειδοποίησε οτι θα τους καταλαβαίνουμε από τους καρπούς τους, που στην προκειμένη περίπτωση των ελλήνων ιεραρχών, είναι χλιαροί, έως κακοί. Σε αυτούς στείλατε, αδελφέ μου, την επιστολή. Ο έχων ώτα ακούων, ακουέτω...
Ο Κύριος επίσης είπε όστις θέλει να σηκώσει τον ζυγό Του, και να προχωρήσει στη στενή και τεθλιμμένη οδό... Ο Ίδιος μας έδειξε το παράδειγμα, προχωρόντας μόνος του στον Γολγοθά. Εκεί Λαυρέντιε, δεν περίμενε τους χιλιάδες “χλιαρούς”, αλλά, μόνος του εκτέλεσε το θέλημα του Θεού Πατρός, αρεστό στους Αγγέλους, παράδοξο για τους ανθρώπους.
Όσον αφορά τον αδελφό Παναγιώτη, που κατηγορείται για υπακοή στον πνευματικό του πατέρα, θεωρώ ότι καλώς πράττει, αν και εφόσον ο πνευματικός του ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, αφού το ίδιο παράδειγμα μας έδωσε και ο Κύριος, με την μέχρι θανάτου υπακοή στον Πατέρα Του.
Κύριε Σημάτη
Αναφέρετε ότι οι πατέρες κάνουν διαχωρισμό μεταξύ των αιρετικών, και οικονομούν σε ορισμένες περιπτώσεις. Εμείς κάναμε 100 χρόνια οικονομία...! Πλέον όσοι σιωπούν, είναι πρωτεργάτες της αίρεσης, αφού τα εγγόνια μας, πιθανόν δεν θα ξέρουν τι είναι η Αγία Τριάδα, και η Εκκλησία (αφού ο οικουμενισμός διδάσκει για χιλιάδες εκκλησίες...).
Με αγάπη Χριστού
Αναστάσιος Ερυθριώτης