Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011



«Οἱ Ἀπόστολοι

ὡς ἐδίδαξαν...»(γ).


του μητροπολίτου Αττικής


και Μεγαρίδος κ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ


Σκύβουμε, γιά μιά ἀκόμη φορά, μέ δέος ψυχῆς καί μέ διάθεση μαθητείας, στά ρεῖθρα τοῦ μεγάλου ρεύματος τῆς Ἀποστολικῆς ἐμπειρίας καί τῆς Ἀποστολικῆς διδαχῆς, πού πηγάζει ἀπό τίς φωτισμένες καί ἐξαγιασμένες καρδιές τῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τρέχει στήν ἱστορία, φτάνει στήν ἐποχή μας, γίνεται δικό μας ἀπόκτημα, ἐμπειρία καί ὁμολογία Πίστεως. πού, ἐπαναληπτικά, τήν καταθέτουμε ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου κατά τήν τέλεση τῆς Εὐχαριστιακῆς μας Θείας Λειτουργίας.

Μέ τά δυό, προηγούμενα, κείμενά μας σταθήκαμε, ἐκστατικοί, στά δυό ἀπό τά τρία κανάλια, πού διοχετεύουν τό Ἀποστολικό πνεῦμα καί τήν Ἀποστολική εὐαισθησία στόν Ἀμπελώνα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἕνα κανάλι εἶναι ὁ διδακτικός μόχθος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους. Ὁ ἀδιάκοπος Εὐαγγελισμός τοῦ λαοῦ. Ἡ ἀνταπόκριση τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου μας: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Καί τό δεύτερο κανάλι εἶναι ἡ ἴδια ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς διάδοχης κλίμακας τῶν μαθητῶν τους καί συνεχιστῶν τοῦ λειτουργήματός τους, πού φωτισμένοι καί ἀναγεννημένοι μέ τήν πνοή τοῦ Παναγίου Πνεύματος γέμιζαν καί γεμίζουν τίς ὑπάρξεις μέ τήν ἁγιαστική Χάρη καί τίς χειραγωγοῦν «λογίζεσθαι ἑαυτούς νεκρούς μέν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δέ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. στ΄11). Τό τρίτο χαρισματικό στοιχεῖο τῆς Ἀποστολικότητας, πού θά τό προσεγγίσουμε μέ τοῦτο τό κείμενο, εἶναι ἡ ἔμπνευση καί ἡ πνοή καί ἡ δύναμη, πού φέρνει τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας στή σύμπνοια, στήν ἀδελφική συνεργασία καί ἀντιμετώπιση τῶν κατά καιρούς προβληματισμῶν, στή Συνοδική διαβούλευση καί «ἐν ὁμονοίᾳ» διαφώτιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

***


Ἡ Ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστοῦ ζεῖ καί διακινεῖται μέσα στήν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀλλά δέ μεταφέρει στόν ἱερό Της χῶρο τά σχήματα διοίκησης, πού προδίδουν ἤ καί καταλύουν τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης καί στήνουν τούς μηχανισμούς τῆς ἐκμετάλλευσης καί τοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ.
«Οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν, καί ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται, οἴδαμεν δέ ὅτι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ ἤκει καί δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τόν ἀληθινόν. καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ, οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος» (Α΄ Ἰωάν. ε΄ 19-20). (Ζοῦμε τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μας. Καί αὐτή ἡ σχέση καί ἐξάρτηση ἀλλάζει ὁλόκληρη τή δομή τῆς ζωῆς μας καί μᾶς βάζει στήν τροχιά τῆς αἰωνιότητας).

Προσανατολισμένοι, σταθερά στό Θεό Πατέρα καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν σαρκωμένο καί σταυρωμένο Λόγο καί βαδίζοντας τή διαδρομή τῆς αἰωνιότητας, καταθέτουμε τίς ἀνησυχίες μας, τά ἐρωτηματικά μας καί τίς ἀγωνίες στήν ὁμήγυρη τῶν πατέρων μας καί ἀδελφῶν μας, πού διακονοῦν τήν ἐκκλησιαστική μας κοινότητα καί περιμένουμε νά συγκεντρωθοῦν σέ Συνοδική Διάσκεψη, νά προσευχηθοῦν μέ φλόγα καρδιᾶς, νά σκύψουν στό θησαύρισμα τῆς Βιβλικῆς καί Εὐαγγελικῆς Ἀποκάλυψης, νά μελετήσουν μέ προσοχή τό Θεϊκό λόγο καί τόν ἑρμηνευτικό σχολιασμό τῶν ἐξαγιασμένων, χαλκέντερων Πατέρων μας καί νά μᾶς προσφέρουν τό ἀπόσταγμα τῆς προσευχῆς τους καί τῆς μελέτης τους.

Οἱ Συνοδικές Συνελεύσεις δέν εἶναι τυπικά συνέδρια διορισμένων ἤ κατά περίπτωση ἐπιλεγμένων διοικητικῶν Συμβουλίων ἤ Συμβουλευτικῶν Ἐπιτροπῶν. Εἶναι μιά ἐμπειρία τοῦ Σινά καί τοῦ Θαβώρ. Πού τή βιώνουν πρῶτα οἱ Συνοδικοί Λειτουργοί. Καί τή μεταφέρουν, μέ φόβο Θεοῦ καί μέ ἄφθιτη ἀγάπη στήν πνευματική τους οἰκογένεια. Εἶναι χαρισματική ὑπέρβαση τῆς σκοτεινῆς ἀνθρώπινης καθήλωσης στά ἐπί γῆς δρώμενα καί ἀνάβαση στό χῶρο ἀναζήτησης τῆς Θείας Παρουσίας. Κοινωνία προσευχητική μέ τόν «Ὄντως Ὄντα» καί μέ τούς ἀδελφούς, ἀγωνιστές τοῦ βίου. Καί, στή συνέχεια, μεταφορά τῶν μηνυμάτων, πού ὁ Θεός ἀποθέτει στίς προσευχόμενες καρδιές, στήν εὐρύτατη ἐκκλησιαστική παρεμβολή, γιά νά δράσουν ὡς ὁδηγοί στά κακοτράχαλα μονοπάτια τοῦ παρόντος βίου καί ὡς χειραγωγοί στήν αἰώνια χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

***


Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ἱερός συγγραφέας, πού ἐκτός ἀπό τό τρίτο Εὐαγγέλιο, μᾶς κληροδότησε καί τό Βιβλίο, πού ἱστορεῖ τίς Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μᾶς προσφέρει ἕνα πλῆρες χρονικό τῆς Πρώτης εὐρύτατης Ἀποστολικῆς Συνοδικῆς Συνέλευσης. Συνῆλθε, κατά τούς ἀποστολικούς χρόνους, στήν ἱερή πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Καί ἀντιμετώπισε τήν κρίση καί τήν ἀναστάτωση, πού προκλήθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπίμονης ἀπαίτησης τῶν «ἐξ Ἰουδαίων» Χριστιανῶν, νά τηροῦν ὅλοι, ὅσοι ἀποδέχονται τό Εὐαγγελικό μήνυμα καί βαπτίζονται καί ἐντάσσονται στήν Ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό τελετουργικό τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, καί, εἰδικά, τήν ὑποχρέωση τῆς περιτομῆς.

Τό σχετικό χρονικό, πού ἀναφέρεται στήν πρώτη αὐτή Συνοδική Σύναξη, εἶναι πολύ σύντομο. Ὡστόσο, εἶναι ἰδιαίτερα περιεκτικό.

1. Μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι τό ἐρώτημα τό ἔφεραν στά Ἱεροσόλυμα οἱ δυό Ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας, πού εἶχαν χειροτονήσει «πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν» στίς περιοχές αὐτές (Πράξ. ιδ΄ 23) καί εἶχαν πλήρη γνώση γιά τήν ἀναστάτωση, πού προκλήθηκε.

2. Μᾶς ἐνημερώνει, ὅτι οἱ δυό Ἀπόστολοι βρῆκαν ἀδελφική ὑποδοχή στά Ἱεροσόλυμα. «Παραγενόμενοι δέ εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπεδέχθησαν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀποστόλων καί τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεός ἐποίησε μετ᾿ αὐτῶν» (ιε΄4).

3. Ἀμέσως συγκλήθηκε ἡ εὐρύτατη Συνοδική Συνέλευση. Τό θέμα ἦταν σοβαρό. Καί ἔπρεπε νά ἀκουστοῦν ἀνοιχτά καί ἐλεύθερα οἱ γνῶμες ὅλων τῶν ὑπεύθυνων. Ἄνετα καί μέ πνεῦμα ἀδελφωσύνης, κλήθηκαν καί οἱ πρεσβύτεροι τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀξιολογήσουν τίς πληροφορίες καί νά ἐκφέρουν τή δική τους ἄποψη. «Συνήχθησαν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περί τοῦ λόγου τούτου» (ιε΄ 6).

4. Ἀποφασιστική ἄποψη διατύπωσε ὁ κορυφαῖος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ Πέτρος, βεβαιώνοντας τά μέλη τῆς Σύναξης, ὅτι ὁ καρδιογνώστης Θεός «ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δούς αὐτοῖς τό Πνεῦμα τά ἅγιον καθώς καί ἡμῖν» (ιε΄ 8) (ἔδωσε σημεῖα πειστικά, ὅτι ἀποδέχτηκε τή μετάνοια τῶν ἐθνικῶν, πού ἄκουσαν καί ἐγκολπώθηκαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου).

5. Ἁπλώθηκε μιά εὐλαβική σιωπή καί τό πλῆθος, πού μετεῖχε στή Συνοδική Διάσκεψη πρόσφερε ἀκέραιη τήν προσοχή του στούς δυό Ἀποστόλους, στό Βαρνάβα καί στόν Παῦλο, πού ἄρχισαν νά διηγοῦνται, μέ σεμνότητα, τή σειρά τῶν περιστατικῶν, πού μαρτυροῦσαν τήν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἱεραποστολική τους προσπάθεια. «Ἐσίγησε δέ πᾶν τό πλῆθος καί ἤκουον Βαρνάβα καί Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός σημεῖα καί τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν» (ιε΄ 12).

6. Μετά ἀπό αὐτή τήν εὐρύτατη διερεύνηση τῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ, πού ψηφιδογραφοῦσε τή θαυμαστή παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τήν ἀνύψωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στή χαρισματική κατάσταση τῆς υἱοθεσίας, πῆρε τό λόγο ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων καί πρόεδρος τῆς Συνόδου καί συνόψισε ὅσα ἀκούστηκαν καί ὅσα προτάθηκαν σέ μιά τελική πρόταση. «Μετά τό σιγῆσαι αὐτούς ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων, ἄνδρες ἀδελφοί ἀκούσατέ μου...» (ιε΄13).

7. Ἡ χαρισματικά ἀναβαθμισμένη αὐτή Σύναξη, μετά τήν προσεκτική διερεύνηση τῶν περιστατικῶν, πού προκάλεσαν τήν ἀναστάτωση στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας καί μετά τήν «ἐν φόβῳ Θεοῦ» κατάθεση τῆς προσωπικῆς τους ἐκτίμησης, διατύπωσαν τήν τελική τους κρίση. Ἡ Θεοφώτιστη ἀπόφασή τους, ἀποδεσμευμένη ἀπό ἀγκυλώσεις προσωποπαγῶν σχημάτων, ἐκύρωνε τήν πολύτιμη, ἀποστολική ἐμπειρία τους καί κατάθετε στή νεοπαγή Ἐκκλησία σειρά θεμελιακῶν ἀρχῶν, πού καταγράφηκαν καί λειτούργησαν, ἔκτοτε, ὡς πάγιες, βασικές προϋποθέσεις γνησιότητας καί καθαρότητας τῶν Συνοδικῶν Ἀποφάσεων.

8. Συγκρότησαν μεικτή Ἐπιτροπή καί τήν ἔστειλαν στήν Ἀντιόχεια, γιά νά ἐνημερώσει, μέ λεπτομέρεια, τό ἀνήσυχο ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, πῶς ἐργάστηκαν Συνοδικά, πῶς ἀντιμετώπισαν τό πρόβλημα, πού προέκυψε καί ποιά ἦταν ἡ ἀπόφαση, στήν ὁποία κατέληξαν. Στήν ἐπιτροπή μετεῖχαν, ἀδελφικά ἑνωμένοι, οἱ δυό Ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας καί ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, πού ξεχώριζαν γιά τή σοφία τους καί γιά τό ἦθος τους.

«Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καί τοῖς πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σύν τῷ Παύλῳ καί Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τόν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καί Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς» (ιε΄ 22).

Καί, μέ κρυστάλλινη σαφήνεια, ἀνακοινώνουν τό κείμενο τῆς ἀπόφασής τους: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί΄ ἡμῖν μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων...» (ιε΄ 28). Ἐκεῖνα, πού ἀποτελοῦν χρέος δικό σας καί χρέος δικό μας, τά ἔχουμε κάνει γνωστά καί σέ σᾶς καί σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, Θεωροῦμε, πώς δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσθέσουμε ἄλλα βάρη. Ἄν ἀπέχετε ἀπό αὐτά, πού σᾶς διδάξαμε νά κρατήσετε ἀμόλυντες τίς ὑπάρξεις σας, «εὖ πράξετε, ἔρρωσθε»(στ.29).

***


Ἐπεσήμανα τίς ὀκτώ αὐτές φάσεις καί κινήσεις τοῦ Συνοδικοῦ διαλόγου, μέ τή σειρά, πού ἐγγράφονται στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔχοντας τήν πεποίθηση, ὅτι ἄν τίς προσέξουμε καί τίς ἀναλύσουμε, θά διαπιστώσουμε, πώς μέ τή σύγκληση καί τή λειτουργία τῆς πρώτης, Ἀποστολικῆς, Συνόδου, θεσμοθετήθηκε καί παγιώθηκε, μέ διάφανη σαφήνεια καί μέ Ἁγιοπνευματική ἐπικύρωση, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ἄρχισε νά λειτουργεῖ ἡ Συνοδική διαβούλευση τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὡς κοσμικό ὄργανο ἐξουσίας, πού μπορεῖ νά πολιτεύεται ἤ νά ἀντιπολιτεύεται μέ ὅραμα καί μέ στόχο τήν κερδοφορία ἤ τήν ἀναρρίχηση. Ἀλλά ὡς σῶμα μαθητῶν καί Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπιφορτισμένο μέ τήν εὐθύνη νά βαστάζει ἀνόθευτη καί ἀκηλίδωτη τήν Ἱερή Παρακαταθήκη, πού τήν παράλαβε, μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς συγκίνησης καί τοῦ φόβου, κατά τήν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τή λιτανεύει, μέ πιστότητα, στό χῶρο καί στό χρόνο τῆς Ἀνάστασης καί τῆς Πεντηκοστῆς.

1. Πρώτη θεμελιακή ἀρχή τῆς Συνοδικότητας εἶναι ἡ συνάντηση καί ἡ συνένωση τῶν Ἐπισκόπων στήν κοινή πίστη. Συγκεντρώνονται ὄχι γιά νά δουλέψουν ὡς κοσμική συμβουλευτική ὁμήγυρη ἤ ὡς θεσμοθετημένο Συμβούλιο κρίσης καί καταλογισμοῦ εὐθυνῶν. Εἶναι συνάντηση κατενώπιον τοῦ Κυρίου πρός ἀναζήτηση, μέ ταπείνωση καί πύρινη ἱκεσία, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς χειραγωγίας τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
«Ἡμεῖς οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν. ἅ καί λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικά συγκρίνοντες» (Α΄ Κορινθ. β΄ 12-13). Δέ χρησιμοποιοῦμε τήν ἀνθρώπινη διαλεκτική καί τήν ἀνθρώπινη ἐπιχειρηματολογία, ὅταν διδάσκουμε, ἀλλά ζητᾶμε τό φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μεταφέρουμε στούς μαθητές μας καί ἀκροατές μας τό λόγο καί τή διδαχή, πού βάζει στήν καρδιά μας καί στά χείλη μας τό Ἅγιο Πνεῦμα.

2. Στόχος τῆς Συνοδικῆς διάσκεψης τῶν ποιμένων, δέν εἶναι ἡ γραφειοκρατική ἀποσαφήνιση κάποιου προβληματισμοῦ ἤ τό ἐπιφανειακό ξεμπέρδεμα μιᾶς περιπετειώδους ἐμπλοκῆς, ἀλλά ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῆς πίστης καί τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τό αὐτό λέγητε πάντες, καί μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δέ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α΄ Κορινθ. α΄ 10).

3. Ἡ κατάθεση τῆς Ἐπισκοπικῆς μαρτυρίας, εἴτε γίνεται σέ κοινή Συνοδική διάσκεψη εἴτε ἐξαγγέλλεται εὐκαιριακά, κατά τήν ἐνάσκηση τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων, εἶναι ἀναφορά στό Ἕνα Πρόσωπο, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί΄στήν κοινή πίστη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. «Ἔχοντες τό αὐτό πνεῦμα τῆς πίστεως κατά τό γεγραμμένον, "ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα", καί ἡμεῖς πιστεύομεν, διό καί λαλοῦμεν» (Β΄ Κορινθ. δ΄ 13).
Ἡ κατάθεση αὐτῆς τῆς μαρτυρίας τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τοῦ Παύλου, μαρτυρία τῆς ψυχῆς του καί τῆς ἀποστολικῆς του συνείδησης, κάνει φανερό, πώς χρέος καί εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνέλευσης καί τῶν Συνοδικῶν μελῶν, ὡς ἀτόμων καί ὡς διδασκάλων, δέν εἶναι ἡ ἐξαγγελία καυτῶν κολαστηρίων γιά ἐκείνους, πού σκοντάφτουν καί λοξοδρομοῦν ἤ πού γίνονται θύματα καί ἐξαρτήματα τῆς ὁποιασδήποτε προπαγάνδας καί χειραγωγοῦνται στήν πλάνη.

Τό νά συνέλθουν σέ κοινή Συνεδρίαση τά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί, ἀντί ἄλλης, ὀφειλετικῆς προσπάθειας, νά ἐκπέμψουν κεραυνούς σκληρῆς ἀπαξίωσης ἐνάντια ἐκείνων, πού λαθεύουν στήν πορεία τους καί στρέφουν τά νῶτα στούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί στή διδαχή τους, δέν καταγράφει ἐκπλήρωση τῆς Συνοδικῆς ὑπευθυνότητας. Ἡ ὁριοθέτηση τοῦ Ἐπισκοπικοῦ καί τοῦ Συνοδικοῦ χρέους γίνεται μέ τήν ἐγκάρδια ἀποδοχή καί μετουσίωση σέ ὅραμα καί πράξη πιστῆς ἀνταπόκρισης τῶν ὁμολογιακῶν καί καθαρά ἀποστολικῶν προδιαγραφῶν, πού ἄφησαν πίσω τους καί παράδωσαν στίς διάδοχες γενιές τῶν λειτουργῶν, οἱ μαθητές καί Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου μας καί πού τίς βρίσκουμε θησαυρισμένες στήν Καινή μας Διαθήκη καί σ᾿ ὅλο τόν ὄγκο τῶν ἱστορικῶν ἀπομνημονευμάτων.

4. Ἡ διδακτική ἀπάντηση τῆς Συνοδικά διασκεπτόμενης Ἐπισκοπικῆς ὁλότητας, ἔχει καί ἕνα πρόσθετο, χαρισματικό στοιχεῖο. Εἶναι φωτισμός καί ὁδηγία τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἀνταπόκριση στήν ἐπίμονη καί θερμή ἱκεσία, ὅλων ἐκείνων, πού συγκροτοῦν τό Συνοδικό Σῶμα καί ἐπιφορτίζονται μέ τήν εὐθύνη τῆς σωστῆς διδαχῆς καί τῆς Ἁγιοπνευματικῆς καθοδήγησης στήν ἐπίγεια διαδρομή τοῦ βίου.
Ἄν ἡ προσευχή δέ γίνει ἔργο καί μόχθος, ἄν οἱ Συνοδικοί λειτουργοί δέν εἰσχωρήσουν στό γνόφο τῆς θείας παρουσίας καί δέ μιλήσουν στόν Ἀρχιποίμενα Ἰησοῦ Χριστό «ἐνώπιος ἐνωπίω», ἡ Συνέλευσή τους θά μείνει στήν ποιότητα καί στή δυναμικότητα τοῦ κοσμικοῦ Συνεδρίου. Ἄν ἡ ὁμόφωνη καί ὁλόψυχη κραυγή τῆς προσευχῆς ἐγγίσει τό θεϊκό θρόνο καί ἐκδιπλώσει τόν πόνο ἐνώπιον Ἐκείνου, πού σαρκώθηκε καί σταυρώθηκε «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», τότε τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος θά καταυγάσει τίς ὑπάρξεις τῶν Συνοδικῶν λειτουργῶν καί θά ὑπαγορεύσει τήν ἀπόκριση.

***


Τό ἐρώτημα, πού ἐγγράφεται στόν πίνακα τῆς συνείδησής μας καί πού περιφέρεται στίς συντροφιές μας καί στά κέντρα σπουδῶν μας γιά ἀνεύρεση ἀπάντησης, ἐντοπίζει τό ἐνδιαφέρον μας καί τόν προβληματισμό μας στό πῶς λειτούργησε ἡ Συνοδικότητα κατά τή μακρότατη ἱστορική πορεία τῆςἘκκλησίας. Ἦταν ἀνεμπόδιστο, καθολικό καί ἔντιμο ἄνοιγμα στήν παρουσία καί στήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος; Ἤ ἦταν μιά ἀτέλειωτη ἁλυσίδα ἴντριγκας καί δολοπλοκίας, πού ἐξυπηρετοῦσε τά ὁράματα καί τούς σχεδιασμούς τῆς σκοτεινῆς ὀλιγαρχίας, ἀφήνοντας ἀνοιχτές πληγές στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ ἱστορική καταγραφή μᾶς παρουσιάζει ἐνεργοποιημένες καί τίς δυό τάσεις.

1) Μεγάλες καί δυναμικές προσωπικότητες, ἅγιοι, πού διαδέχτηκαν, μέ ἀπόλυτη πιστότητα, τούς ἁγίους Ἀποστόλους, περπάτησαν στά ἴχνη τους καί συνέχισαν τόν Εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ, μεταδίδοντας ὄχι ἁπλή γνώση, ἀλλά τήν ἴδια τήν ἐξαγιασμένη καρδιά τους. Κήρυτταν μέ τόν πειστικό λόγο τους. Δίδασκαν μέ τό ὁλοφώτεινο παράδειγμά τους.
Καί, κάθε φορά, πού στηνόταν στό δρόμο τους ἕνα ἐμπόδιο, μιά πλανεμένη σύνθεση θεολογικοῦ καί φιλοσοφικοῦ λόγου ἤ μιά ἀπαράδεκτη στρέβλωση τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀποκάλυψης καί τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἤθους, ἀναζητοῦσαν τό φωτισμό καί τή χειραγωγία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, στήν ἀτμόσφαιρα τῆς «ἐν ταπεινώσει» Συνοδικῆς μαθητείας τους καί χάρασσαν τόν «ἀπό κοινοῦ» ἀναπροσανατολισμό στή γνήσια διδαχή καί στή γνήσια πράξη.
Ὁ φωτεινός ἀστέρας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας μας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἱστορώντας τά ὅσα ἔγιναν στήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας, γράφει: «Οὐχ ἑαυτοῖς πλάσαντες ἐπενόησαν τάς λέξεις, ἀλλ᾿ ἄνωθεν παρά τῶν πρό αὐτῶν παραλαβόντες εἰρήκασι» καί «ἥν ἡ Σύνοδος ὡμολόγησε πίστιν, αὕτη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστί» (Ἐπιστολή περί τῶν ὁρισθέντων ὑπό τῆς «ἐν Νικαίᾳ» Συνόδου).
Ὁ ἱστορικός κώδικας τῶν Συνοδικῶν Συνελεύσεων, τῶν Μικρῶν, Ἐπαρχιακῶν καί τῶν Μεγάλων, τῶν Οἰκουμενικῶν, σταματάει μέ δέος καί μέ ἄκρατο σεβασμό, μπροστά στίς φωτεινές Πατερικές φυσιογνωμίες, πού μέ τήν πιστότητά τους στή δυναμική Ἀποστολική Παράδοση καί τόν καλλιεργημένο Θεολογικό τους λόγο, ἔφερναν στήν ἐπικαιρότητα τό θησαύρισμα τῆς Εὐαγγελικῆς διδαχῆς καί στήριζαν τήν Ἐκκλησία ἐπί τήν ἀσάλευτη πέτραν τῆς θυσιαστικῆς καί λυτρωτικῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

2) Παράλληλα στή λιτανευτική ἐκδίπλωση τῆς Ἀποστολικῆς διδαχῆς, κυλάει στούς Συνοδικούς διαδρόμους ἡ σκοπιμότητα τῆς ἐπαγγελματοποιημένης ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Οἱ κρυφοί ὁραματισμοί καί οἱ ἐπιδιώξεις ἐκείνων, πού γοητευμένοι ἀπό τά λαμπρά διάσημα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἔπλεκαν καί πλέκουν σκοτεινές διασυνδέσεις μέ τήν κοσμική ἐξουσία καί μέ τούς ἔνοικους τῶν αὐτοκρατορικῶν ἀνακτόρων.
Χαρακτηριστικό εἶναι, ὅτι οἱ μεγάλες Πατερικές προσωπικότητες, πού ἐκδίπλωσαν τό ποιμαντικό τους χάρισμα μετά τό διάταγμα τοῦ Μεδιολάνου, πού ἐπίσημα ἀναγνώρισε τήν Ἐκκλησία καί ἔθεσε τέρμα στούς διωγμούς, περιγράφουν, μέ λόγο ἀπογοητευτικό καί μέ δάκρυ ψυχῆς, τό ζοφερό κλίμα, πού δημιουργήθηκε, μέ τήν ἐξόρμηση τῶν διεφθαρμένων, ἀλλά φιλόδοξων, νά ἁρπάξουν τούς ἐπισκοπικούς θρόνους καί μέ τά κύματα τῶν αἱρέσεων, πού κύκλωσαν τήν Ἐκκλησία.
Τά ἀπομνημονεύματα, πού διέσωσαν τά σχέδια τῆς ἀνατροπῆς καί τούς ἀγῶνες τῶν πιστῶν φορέων τοῦ ἀποστολικοῦ ἀποκαλυπτικοῦ θησαυροῦ, εἶναι πολλά. Γιά ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν μου, μεταφέρω ἐλάχιστες γραμμές.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ ἐπιστολή του, πού τήν ἀποστέλλει «τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις», γράφει, μεταξύ ἄλλων: «Γνώριμα τά θλίβοντα ἡμᾶς, κἄν ἡμεῖς μή λέγωμεν. Εἰς πᾶσαν γάρ τήν οἰκουμένην ἐκκέχυνται. Καταπεφρόνηται τά τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρήματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται. Τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ τοῦ κόσμου σοφία τά πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τό καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δέ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τό ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἴκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων...».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κουρασμένος καί ἀπογοητευμένος ἀπό τίς συμπεριφορές τῶν ἀνάξιων καταληψιῶν τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων, γράφει στό διοικητή τῆς Κωνσταντινούπολης Προκόπιο: «Ἔχω μέν οὕτως, εἰ δεῖ τἀληθές γράφειν, ὥστε πάντα σύλλογον φεύγειν ἐπισκόπων, ὅτι μηδεμιᾶς συνόδου τέλος εἶδον χρηστόν μηδέ λύσιν κακῶν μᾶλλον ἐσχηκός ἤ προσθήκην... Διά τοῦτο εἰς ἐμαυτόν συνεστάλην καί μόνην ἀσφάλειαν ψυχῆς τήν ἡσυχίαν ἐνόμισα...».

Ὁ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει στό Φιλάγριο: «Κεκμήκαμεν ἀγωνιζόμενοι πρός τόν φθόνον καί τούς ἱερούς ἐπισκόπους τήν κοινήν ὁμόνοιαν διαλύοντας καί τῶν ἰδίων φιλονεικιῶν τό τῆς πίστεως πάρεργον ποιουμένους...».

Δέν εἶναι μόνοι αὐτοί, ἀπό τήν εὐρύτατη χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, πού ἀφήνουν τόν πόνο τους καί τήν ὀδύνη τους νά ἐκχυθεῖ πρός τά ἔξω. Ὡστόσο καί μόνη αὐτή ἡ μικρή καί ἀποσπασματική δημοσιοποίηση τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀποκαλύπτει καί τήν ἔκταση καί τήν ἔνταση τῆς Συνοδικῆς ἀποδιοργάνωσης.

***


Τό δεύτερο καυτό ἐρώτημα, πού θά ἐκδιπλώσω μπροστά σας: Κατά τούς αἰῶνες τῶν μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔτρεχε, παράπλευρα πρός τό ζωτικό ρεῦμα τῆς ἀποστολικότητας καί τῆς ἁγιότητας καί τό ρεῦμα τῆς ἐκκοσμικευμένης καί ἐμπορευματοποιημένης Ἀρχιερωσύνης, πού διαπραγματευόταν μέ τήν κοσμική ἐξουσία καί ἐξαγόραζε προνόμια καί πρωτοκαθεδρίες.

Στή σημερινή θολή περίοδο τῆς νεωτερικότητας, πῶς διακινεῖται καί πῶς ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή της ἡ Συνοδικότητα; Ἐξακολουθεῖ νά ἐξαγγέλλει, εὐσυνείδητα, στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καί στίς ἀπληροφόρητες μάζες, τίς Ἀποστολικές διδαχές καί τίς δέσμες τῶν μηνυμάτων πού ἐκπέμπονται ἀπό τό Γολγοθά τοῦ Σταυροῦ καί ἀπό τό Μνημεῖο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Λυτρωτῆ μας Θεανθρώπου;

Δέ θέλω νά σᾶς ἀπογοητεύσω. Ἀλλά καί δέ δικαιοῦμαι νά ἀποκρύψω τήν πραγματικότητα.

Τούτη τήν ἐποχή τῶν ἁλυσιδωτῶν πνευματικῶν, ἠθικῶν καί οἰκονομικῶν κρίσεων, μέ κυβερνῆτες στό τιμόνι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁλκάδας τό Ζακύνθου Χρυσόστομο καί τόν Ἀθηνῶν Ἱερώνυμο, δέν μπορεῖ οὔτε νά γίνει λόγος γιά Συνοδική διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τό Ἱερό Πλοῖο εἶναι ἀκυβέρνητο. Καί ὁ ὁρίζοντας τῆς αὐριανῆς μέρας κατασκότεινος.

Τά δυό θεσπισμένα Συνοδικά Ὄργανα, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, εἶναι μονάδες Διοικητικές, πού ἀνοίγουν τίς πῦλες τους, σέ τακτά διαστήματα, ἀλλά δέν ἀνοίγουν τίς καρδιές, γιά νά πιάσουν τόν παλμό τῆς χαρᾶς ἤ τό στεναγμό τῆς ἀπελπισίας, πού διακινοῦνται στή σύγχρονη πολιτιστική μας ἀτμόσφαιρα.

Ὁ προκαθήμενος τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί πρόεδρος τῶν Συνοδικῶν Συνελεύσεων Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος κινεῖται σιωπηλά στό περιθώριο, σάν κομπάρσος μιᾶς πένθιμης τελετῆς, ἀσυντόνιστος στούς προβληματισμούς καί στά βιώματα τοῦ πλήθους καί ἀνίκανος νά ἁπλώσει τήν κεραία τῆς ψυχῆς του, γιά νά συλλάβει τήν ταραχή, πού μηνύει ὄλεθρο. Καί οἱ πολλοί, συμπάρεδροι καί συνυπεύθυνοι κατά τή Συνοδική διαβούλευση, φύλακες καί νομεῖς τῶν Ἐπισκοπικῶν τους προνομίων, βγαίνοντας ἀπό τήν αἰθουσα, ἐπιστρέφουν στό δοξαστικό κλίμα τῶν ἐντυπωσιακῶν τελετῶν καί στό ἀναπαυτικό μαξιλάρι τῶν πολυχρονισμῶν.

Τρία ὁλόκληρα χρόνια συμπλήρωσε ὁ κ. Ἱερώνυμος στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο καί στήν προεδρική Συνοδική καθέδρα. Ποιό εἶναι τό ἔργο, πού ἔκανε; Ποιές οἱ ἀναβαθμίσεις, πού δρομολόγησε; Ποιά τά ποιμαντικά προγράμματα, πού ἔθεσε σέ λειτουργία; Ποιά τά ἀνοίγματά του πρός τό λαό, πού σηκώνει τά βάρη καί τίς συνέπειες τῆς πνευματικῆς ἀβιταμίνωσης καί τῆς ἐπιθετικῆς ἀθεΐας; Στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν καί στήν Ἱερά Σύνοδο κυριαρχεῖ ἡ σιωπή καί τό σκοτάδι. Ἡ ἀφωνία καί ἡ ἀπραξία. Καί, κάπου ἐκεῖ, στήν ἄκρη τῆς σκοτεινῆς ἐξέδρας, μιά σκιά, πού ὑποψιάζει γιά τήν παρουσία κάποιου ἀνενεργοῦ ἡγετικοῦ προσώπου.

***


Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα καί τό σχῆμα τῆς σημερινῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Τά φῶτα σβησμένα. Οἱ μεταδότες τῶν ἀποστολικῶν μηνυμάτων ἀνενεργοί. Ἡ σύγχυση στά γήπεδα τῆς δραστηριότητας διογκωμένη. Καί οἱ διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στόν ὕπνο τους. «Καθεύδετε τό λοιπόν καί ἀναπαύεσθε...ἐγείρεσθε, ἄγωμεν...» (Ματθ. κστ΄ 45-46).
Ἆραγε, τό ἐγερτήριο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου μας θά ἐγγίσει τίς χαλαρωμένες χορδές τῆς σημερινῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἡγεσίας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου