Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009


















ΠΟΡΝΗΣ

ΕΠΕΘΥΜΕ
I

O
ΘΕΟΣ



του Βυζαντινολόγου κ. Νεκταρίου Δαπέργολα

Πόρνης πεθύμει Θεός;

Ναί, πόρνης· τς φύσεως τς μετέρας λέγω.

Πόρνης πεθύμει Θεός;

Κα νθρωπος μέν, ἐὰν πιθυμήσ πόρνης καταδικάζεται, Θεός δ πόρνης πιθυμε; Κα πάνυ.

Πάλιν νθρωπος πιθυμε πόρνης, να γένηται πόρνος·

Θες δ πιθυμε πόρνης, να τν πόρνην παρθένον ργάσηται

τοσοτος κα τηλικοτος πεθύμησε πόρνης;

Κα τί; να γένηται νυμφίος.

Τί ποιε; Ο πέμπει πρς ατν οδένα τν δούλων, ο πέμπει ρχάγγελον, ο πέμπει τ Χερουβίμ, ο πέμπει τ Σεραφίμ·

λλ᾿ ατς παραγίνεται ρν.

πεθύμησε πόρνης· κα τί ποιε;…

πειδ ατ οκ δύνατο ναβναι νω, ατς κατέβη κάτω.

Πρς τν πόρνην ρχεται κα οκ ασχύνεται

Κα πς ρχεται;

Ο γυμν τ οσί, λλ γίνεται, περ ν πόρνη, ο τ γνώμ, λλ τ φύσεινα μ δοσα ατν πτοηθ, να μ ποπηδήσ, να μ φύγ.

ρχεται πρς τν πόρνην κα γίνεται νθρωπος…

Ες μήτραν κυοφορεται καί αξεται κατ μικρν….

Τίς;

οκονομία, οχ θεότης·

το δούλου μορφή, οχ το Δεσπότου·

σρξ μ, οχ οσία κείνου·

αξεται κατ μικρόν κα μίγνυται νθρώποις·

καίτοι ερίσκει ατν λκν γέμουσαν, κτεθηριωμένην, π δαιμόνων πεφορτισμένην· κα τί ποιε; Προσέρχεται ατ.

Εδεν κείνη κα φυγε.

Καλε μάγους.

Τί φοβεσθε;

Οκ εμι κριτής, λλ᾿ ατρός· «οκ λθον να κρίνω τν κόσμον, λλνα σώσω τν κόσμον»…

Κεται ν φάτν τν οκουμένην βαστάζων, κα σπαργάνωται πάντα περιέπων.

Κεται ναός κα νοκε Θεός.

Κα ρχονται μάγοι, κα προσκυνοσιν εθέως·

ρχεται τελώνης κα γίνεται εαγγελιστής·

ρχεται πόρνη κα γίνεται παρθένος

Τοτο ρντος, τ μ παιτσαι εθύνας μαρτημάτων, λλ συγχωρσαι παρανομήματα πλημμελημάτων.

Κα τί ποιε; Λαμβάνει ατήν, ρμόζεται ατήν.

Κα τί ατ δίδωσι; Δακτύλιον. Τ Πνεμα τ γιον ατ δίδωσιν. Ετα φησίν·

οκ ες παράδεισόν σε φύτευσα; Λέγει, ναί.

Κα πς ξέπεσες κεθεν;

λθεν διάβολος κα λαβέ με π το παραδείσου.

φυτεύθης ν τ παραδείσ κα βαλέ σε ξω·

δο φυτεύω σε ν μαυτ, γ σε βαστάζω

Οδ ες τν ορανόν σε νάγω· λλ μεζον νταθα το ορανο

λλ μαρτωλός εμι κα κάθαρτος.

Μ σοι μελέτω, ατρός εμι.

Οδα τ σκεος τ μν, οδα πς διεστράφη

ναπλάττω νυν ατ δι λουτρο παλιγγενεσίας


Ιωάννου Χρυσοστόμου, «Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος απεσπάσθη» (απόσπασμα)


Χριστούγεννα.

Σήμερον γίγνεται ο Ων.

Πόρνης επεθύμησε και αυτός παραγίνεται ο ερών.

Καταφτάνει αυτός ο ίδιος.

Ο ίδιος ο ερωτευμένος.

Και μίγνυται τη βροτησία μορφη, αυτός γεγώς αγχίβροτος, ίνα την πόρνην αγχίθεον αναδείξη.


Τι άλλο να πει κανείς;

Την ώρα που ο Άσαρκος σαρκούται, όλα τα υπόλοιπα φαντάζουν άδεια και ανούσια.

Έδυσε όμως και πάλι ο λογισμός εν Άδη κατωτάτω.

Και γιατί όχι άραγε;

Πού να βρει ανάπαυση δηλαδή;

Όπου και να κοιτάξεις ολόγυρα, τα πάντα ανθυποσκύβαλα θλιβερά. Εξωστρέφεια και διασκόρπιση.

Φώτα και ήχοι.

Δώρα και ευχές.

Γιατί ωστόσο δίνουμε δώρα και ευχές μια τέτοια μέρα, αυτή τη δήθεν «Μέρα της Αγάπης»;

Εν ονόματι ποιας κρύας και άχρωμης αγάπης τελικά;

Μήπως επειδή αναζητάμε απεγνωσμένα ένα αντίδοτο, ένα ξόρκι για τη μοναξιά μας;

Αφού είμαστε πλέον μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ.


Άοικοι οικήτορες υπόγειας πόλης, που αλαλάζουν περιφερόμενοι στους βύθιους δρόμους της και ανακυκλώνουν τα αδιέξοδα της ύπαρξής τους εις τον αιώνα.

Περιφέρουμε τις ζωές μας εις το διηνεκές, απρόσωποι και διασπασμένοι, ανέστιοι οδίτες σ’ έναν ατελεύτητο φαύλο κύκλο, αδρανείς ρέκτες που γλεντούν τον θρήνο του κατακερματισμού τους.

Και τι σημασία βέβαια έχει που κρατάμε τουλάχιστον ακόμη τη λέξη «Χριστούγεννα» στο λεξιλόγιό μας (την ώρα που αλλού ακόμη και αυτή τελεί πλέον υπό απαγόρευση μπροστά στην ελεεινή νεοεποχίτικη χυδαιότητα των…φρικωδών «Winter Holidays»);


Παραμένουμε και εμείς εξίσου βουβοί παρά τη φλυαρία, παραμένουμε εξίσου νηστικοί και διψασμένοι παρά τον κορεσμό.

Οι ζωές μας αναλίσκονται απαύστως μέσα στην απόλυτη ζοφαλγία.

Γιατί να μας αγγίξει δηλαδή αυτή ειδικά η μέρα;

Τι να αισθανθούμε από αυτήν;

Και γιατί να κλάψουμε, αναλογιζόμενοι τον έρωτα του Προ των Αιώνων για τη χθόνια πόρνη;

Το μόνο που την κάνει πια να διαφέρει από τις άλλες μέρες, είναι οι φωταγωγημένοι δρόμοι και τα απαστράπτοντα μπαλκόνια.

Μα τι να σκέφτονται άραγε όλα αυτά τα λαμπιόνια;

Ποιαν ανάπαυση να προσφέρουν;


Η κατήφεια εξακολουθεί πάντοτε να ορίζει τους λογισμούς μας.

Και ο πόνος μας είναι πάντα εκεί.

Αδυσώπητος και πανσθενουργός.

Αγχιβαθώς αγάφθεγκτος.

Άδεια κι αυτά τα Χριστούγεννα λοιπόν.

Εορτή ανέορτος.

Άλογη δίχως τον Λόγο.

Απάνθρωπη χωρίς τον Ενανθρωπήσαντα.

Κενή χωρίς τον Κενωθέντα.


Το Φάος ελήλυθεν, μα οι οφθαλμοί μας - πάντα σκοτισμένοι - τον Άδη πάλι ατενίζουνε ως ελευθερωτή.

Τα όνειρά μας, βεβυσμένα εν σκότει και εν σκιά θανάτου, ένα έγιναν με την αχλύ της αποδυσπέτησης.

Και οι πόθοι μας εν νεκροις λογισθέντες και αυτοί . σαν τη μοναξιά του συνωστισμού μέσα στα μπαρ . σαν την πανσθενή κατήφεια στον πανικό των ξενυχτάδικων . σαν τις φωνές μας που καταπνίγηκαν μέσα στον ζόφο.

Τι να σκέφτονται άραγε αυτά τα λαμπιόνια;

Μα τίποτε βέβαια δεν σκέφτονται, ούτε έχουν κάτι να προσφέρουν.

Σκύβαλα είναι άλλωστε.

Και να γιατί ακόμη και σήμερα πάλι για σκύβαλα καταλήξαμε τελικά να μιλάμε.

Πάλι για σκουπίδια…


Νεκρός θα είναι τελικά κι αυτός ο Δεκέμβρης.

Το φως του το άψυχο δεν θα κατορθώσει να φωτίσει τα αισθητά, ούτε καμμιά απόκριση θ’ αντηχήσει μες στην άμορφη πολυσχιδία των ήχων του.

Σάπιες οι σάρκες του και πάλι θα ριχτούν - άξιον και δίκαιον - στην πυρά της λησμονιάς.

Θα περάσει και θα φύγει ατελέσφορος.

Σαν να μην ήρθε καν.


Εκείνος όμως ήρθε.

Ήρθε για την πόρνη.

Επειδή ηράσθη την πόρνη μανικώς.

Κι ας το ήξερε πως δύσκολο πολύ η πόρνη μέσα μας να ξαναγίνει παρθένα.

Ίσως και να το ζήτησε, μα δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από τα λόγια.

Ίσως και να ονείδισε τον εαυτό της, μα έμεινε στον ονειδισμό.

Κι αν ακόμη νιώσαμε τελικά κάτι, η κατάνυξη ήταν μόνο για μια στιγμή.

Γιατί ήρθε πάλι ο μανιασμένος άνεμος και στέγνωσε το δάκρυ μας, έλκοντάς μας ξανά πίσω στις εκμανείς Σκιές.

Η Νύχτα κατάπιε πάλι την ανάσα μας και σκόρπισε τα λόγια μας.

Και αν κάτι φαεινότροπο πάσχισε δειλά να ξεπηδήσει από μέσα μας, εκείνη το τράβηξε κι αυτό κοντά της ανελέητα.

Όπως το μέταλλο ο μαγνήτης…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου