Θανατολάγνοι
Αυτές οι μέρες, μέρες μνήμης. Μνήμης δόξας και οδύνης. Δόξας για το ηρωικό έπος του ’40, αλλά και οδύνης για τα πικρά χρόνια της κατοχής. Με τα τόσα πικρά περιστατικά, που ζήσαμε στην πανανθρώπινη, την πανελλήνια, αλλά και τοπική μας κοινωνία.
Όπως, για παράδειγμα, στο χωριό μας (Σκουτεσιάδα Αιτ/νίας). Με τον γέρο Αριστείδη τον Τσιούμα, που καλούσε, απ’ το αντικρινό βουνό σε βοήθεια το γιο του, το Γιώργο. Γιατί βέβαια, δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει στο βουνό, που είχαμε εμείς κρυφτεί. Και τον άφησαν με την πεποίθηση ότι ήταν αδιανόητο τα κτήνη της άριας φυλής να πειράξουν τον 90χρονο γέροντα.
Ωστόσο οι μεγαλύτεροι έκαμαν σύσκεψη, για να πάει κάποιος να τον συναντήσει. Γιατί, ενώ την πρώτη μέρα φαίνονταν να κάνουν περιπολίες οι Γερμανοί στο βουνό της Τέμπλας, όπου βρισκόταν ο γέρος, την επόμενη όμως και τη μεθεπόμενη δεν ξαναφάνηκαν. Κι επειδή ο γέρος φώναζε όλο και συχνότερα και εντονότερα, αποφάσισε να πάει ο πατέρας μου.
Ένα μισάωρο, περίπου, μετά την αναχώρησή του, ακούστηκαν πυροβολισμοί. «Τον τουφέκισαν το Μήτσο»! είπαν. Κι ένιωσα τότε θυμάμαι-παιδάκι εφτά χρονών-σαν κάτι να ξεριζώθηκε βαθιά από τα σπλάχνα μου...Αλλά, ύστερα από κάμποση ώρα, επέστρεψε. Και διηγιόταν ξανά και ξανά την περιπέτειά του:
«Ήταν σούρουπο, έλεγε, όταν έφτασα στο σημείο, όπου βρισκόταν ο γέρο-Αριστείδης. Μου ’λεγε πως άκουγε άλογα, που χλιμιντρούσαν και που ήταν, βέβαια, τα γερμανικά πολυβόλα. Κι ακόμη πως πήγαινε και μέχρι το σπίτι. Κινήσεις, που, όπως φαίνεται, παρακολουθούσαν οι Γερμανοί, αλλά τον άφηναν σαν δόλωμα για τη σύλληψη και κάποιων άλλων…
»Καθώς συνομιλούσαμε, βλέπω στ’ αριστερά μου, κάποιον να ’ρχεται. Αρχικά νόμισα πως ήταν κάποιος συγχωριανός μας. Ξανακοιτάζοντάς τον όμως, συνειδητοποίησα πως ήταν Γερμανός. Σκέφτηκα τότε, πως έτσι κι αλλιώς θα με σκότωναν. Και αποφάσισα πως θα ήταν προτιμότερο να με σκοτώσουν, καθώς θα ’φευγα, παρά να με στήσουν μπροστά σε κάποιο εκτελεστικό απόσπασμα. Και, για να βεβαιωθώ, αν είχα καιρό να φύγω, ξανακοίταξα προς την πλευρά του Γερμανού, που, αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις μου, φώναξε επιτακτικά: αλτ!
»Έτρεξα μ’ όλη μου τη δύναμη. Και, καθώς πηδούσα από μια μεγάλη κοτρόνα προς τη μεριά του δάσους, με πυροβόλησε. Η σφαίρα πέρασε ξυστά. Ένιωσα κάψιμο στ’ αυτί μου, αλλά δεν με τραυμάτισε. Ήρθαν κι άλλοι στο σημείο, που είχα πηδήσει και για λίγη ώρα μιλούσαν, ενώ εγώ σταμάτησα και περίμενα κρυμμένος, για να ιδώ τι θα κάμουν. Κι όταν βεβαιώθηκα ότι απομακρύνθηκαν, έφυγα…»
Από κείνη τη στιγμή πήραν το γέροντα. Και διηγιόταν ο παπα-Δημήτρης Ιωακείμ το μαρτυρικό τέλος του, όπως το είδε απ’ το κρησφύγετό του, στο γειτονικό μας χωριό, την Ποταμούλα:
Ξάπλωσαν το γέροντα σ’ ένα αλώνι. Πλάκωσαν τα χέρια του και τα πόδια του με πέτρες. Τον σκέπασαν με άχυρα. Και τον έκαψαν ζωντανό. Κι ενώ οι σπαρακτικές κραυγές του ράγιζαν, όχι μόνο τις καρδιές, αλλά και τις πέτρες, οι «ιεραπόστολοι» του ναζισμού και της άριας φυλής διασκέδαζαν με το ανοσιούργημά τους.
Κατά δυστυχή συγκυρία, σε άλλο σημείο του χωριού μας, συνέλαβαν και δυό του γιους (το Νίκο και το Μήτσο), που τους τουφέκισαν.
Κι ύστερα τη γερόντισσα την Γιωργούλα Τσοβόλα. Που δεν μπορούσε να φύγει, όταν έκαψαν το χωριό, και την έκαψαν ζωντανή μέσα στο σπίτι της. Και τον άλλο γέροντα, τον Τάκη Πρατάρη, τον αλαφροΐσκιωτο, απ’ την Ποταμούλα. Που δεν καταλάβαινε τη λογική των κανιβάλων του Γ.΄ Ράιχ και κυκλοφορούσε ανέμελος ανάμεσά τους. Και που, για να του δώσουν να καταλάβει, τον εκτέλεσαν με τις λόγχες τους…
Κι ύστερα το αθώο παλικάρι (το Σωτηρόπουλο) απ’ τη Κυπάρισσο, που το υποπτεύθηκαν οι δικοί μας ως, δήθεν, κατάσκοπο. Επειδή, σαν παιδί, είχε την αφελή περιέργεια να ρωτάει τους αντάρτες για τις μάρκες των όπλων. Και που το πέθαναν δέρνοντάς το και ρίχνοντάς του λάδι καυτό και αλάτι, στις χαραγματιές, που του έκαναν στην πλάτη…
Και το Γάλλο, το Ζανό, που είχε λιποτακτήσει απ’ το γερμανικό στρατό. Και, που, για να διαφύγει τη σύλληψη απ’ τους Γερμανούς, πήδησε από μεγάλο ύψος και έπαθε ρήξη των σπλάχνων ή, κατ’ άλλους, πνευμονία. Για να πεθάνει τελικά στο σπίτι του μπάρμπα μου, στη Ραΐνα, και να ενταφιαστεί στο νεκροταφείο του χωριού μας.
Κι ύστερα τους Ιταλούς, που ξέμειναν, ύστερα από τη φυγή των Γερμανών. Και που τους χρησιμοποιούσαμε, για αρκετό χρονικό διάστημα, σαν εργάτες. Όπως τον Αουρέλιο και τον Αλβάρο (γιατρό). Και μερικούς άλλους. Που κάποια μέρα τους πέρασαν οι αντάρτες με συνοδεία μπροστά από το σπίτι μας.
Κι όταν η 3χρονη αδερφή μου έτρεξε προς τον Αλβάρο, που υπεραγαπούσε, εκείνος της είπε: «Λιμπερτά (=Ελευθερία) μου, δεν θα με ξαναδείς»! Και δεν τους ξαναείδαμε. Αφού κάποιοι «ελληναράδες», τζάμπα παλικαράδες, τους καταδίκασαν «εις θάνατον» και τους εκτέλεσαν. Όλους. Γιατί; Επειδή, λέει, κάποιος Ιταλός σήκωσε τα μάτια του στο κορίτσι κάποιου «πατριώτη»…
Αυτές και πάμπολλες άλλες τραγωδίες. Σε πανελλήνια και παγκόσμια κλίμακα. Με τις εκατοντάδες χιλιάδες και τα εκατομμύρια των θυμάτων. Που τις σκηνοθετούν κάποιοι δαιμονισμένοι, όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ή ο Κλίντον και ο Μπους. Και τόσοι άλλοι άφρονες και παράφρονες, θανατολάγνοι και καταστροφολάγνοι…
Που με τις λεγεώνες των δαιμονίων, που κουβαλούν οι ίδιοι και φιλοξενούν, υποδαυλίζουν τις απωθημένες στο υποσυνείδητο των ανθρώπων καταστροφικές δυνάμεις. Και σύρουν τους λαούς στη φρίκη των πολέμων…
Παπα-Ηλίας
Παραπονιούμαστε ότι τα παιδιά μας δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για την ιστορία μας, ακόμη και για την σύγχρονη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως κάνουμε κάτι οι μεγαλύτεροι για να μάθουν.
Διαβάστε τα μηνύματα της πολιτικής υγεσίας, τουλάχιστον μέχρι αυτή την ώρα 12:00 μεσημέρι και δέστε αν, εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι υπόλοιποι έχουν κάνει έστω και μία αναφορά στον αγώνα του ελληνικού λαού τότε.