Για να διερευνήσουμε το θέμα, που σχετίζεται με ορθόδοξους βαπτισμένους χριστιανούς, θα πρέπει να εξετάσουμε τα εξής:
Α. Ποιο Μυστήριο είναι ΕΓΚΥΡΟ και ποιες είναι οι προϋποθέσεις συμμετοχής σε ΕΓΚΥΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, ορθοδόξων βαπτισμένων χριστιανών.
Β. Πότε το Μυστήριο έχει σωτηριολογικές διαστάσεις.
Γ. Τι σημαίνει πνευματικός μολυσμός και πως προκύπτει.
------------------------------------------
Α. Η βασική θεολογική αρχή είναι ότι ο πραγματικός τελετουργός των μυστηρίων είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μέσω του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας δανείζει απλώς τα χέρια και τη φωνή του («Ο προσφέρων και προσφερόμενος...»).
Ένα μυστήριο θεωρείται έγκυρο, αν πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
1. Ο λειτουργός κληρικός έχει ΚΑΝΟΝΙΚΗ χειροτονία.
2. Τηρείται το τυπικό που έχει καθιερώσει η Εκκλησία
3. Η πνευματική καθαρότητα του εκτελεστή και του συμμετέχοντος. Οι Πατέρες τονίζουν ότι η έγκυρη τέλεση των μυστηρίων συνδέεται όχι μόνο με την τελετουργική ορθότητα, αλλά και με την πνευματική καθαρότητα του εκτελεστή (ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΩΛΥΜΜΑΤΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ) και του συμμετέχοντος. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι η Θεία Κοινωνία είναι ένωση με τον Χριστό και κανείς δεν πρέπει να κοινωνεί αμαρτωλός ή αιρετικός χωρίς μετάνοια.
-----------------------------------------------------------
Β. Στην Ορθόδοξη θεολογία, το Μυστήριο αποκτά σωτηριολογικές διαστάσεις (δηλαδή συμβάλλει στη σωτηρία και τη θέωση του ανθρώπου) όταν δεν αποτελεί μια απλή τελετή, αλλά μια πραγματική συνάντηση Θεού και ανθρώπου που μεταμορφώνει την ύπαρξη.
Οι βασικές προϋποθέσεις για να έχει ένα μυστήριο σωτηριολογικό χαρακτήρα είναι οι εξής:
1. Η Συνέργεια (Θεία Χάρη και Ανθρώπινη Θέληση)
Το μυστήριο δεν ενεργεί «μαγικά». Απαιτείται η συνέργεια δηλ. η προσφορά της άκτιστης Θείας Χάρης από τον Θεό και η ελεύθερη αποδοχή και ΟΡΘΟΔΟΞΗ πίστη από τον άνθρωπο. Χωρίς τη μετάνοια και την ειλικρινή διάθεση του πιστού, το μυστήριο παραμένει ανενεργό για τη σωτηρία του.
2. Η Πίστη ως Δεσμός με το Μυστήριο
Η Ορθόδοξη πίστη δεν είναι απλώς μια διανοητική παραδοχή, αλλά η ομολογία που εντάσσει τον άνθρωπο στην Εκκλησία. Χωρίς η συμμετοχή στα μυστήρια —ειδικά στη Θεία Ευχαριστία— δεν επιτρέπεται, καθώς το μυστήριο είναι η επισφράγιση της ήδη υπάρχουσας ΟΡΘΟΔΟΞΗ πίστης και όχι ένα μέσο για την επίτευξή της.
3.Ενεργός Πνευματική Ζωή: Η πίστη πρέπει να συνοδεύεται από έργα και μετάνοια για να είναι «σωτήρια»
4. Στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, η μνημόνευση του ορθόδοξου επισκόπου από τον ιερέα κατά την τέλεση των μυστηρίων δεν είναι μια απλή τυπική διαδικασία, αλλά θεμελιώδης προϋπόθεση για την εγκυρότητα και τη σωτηριολογική τους διάσταση.
Γ. Το μυστήριο θεωρείται «μολυσμένο» όταν τελείται εκτός των ορίων της Αλήθειας (Αίρεση) ή εκτός των ορίων της Τάξης (Σχίσμα/Καθαίρεση), καθώς και όταν ο πιστός συμμετέχει σε αυτό με συνείδηση που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού.
Η μνημόνευση ενός επισκόπου που κηρύττει αίρεση «γυμνή τη κεφαλή» (δημόσια και απροκάλυπτα) θεωρείται από πολλούς Πατέρες ως κοινωνία με την πλάνη. Ο πιστός που ακολουθεί συνειδητά έναν αιρετικό επίσκοπο κινδυνεύει να αλλοιώσει το ορθόδοξο φρόνημά του. Η μνημόνευση δηλώνει ενότητα πίστης. Αν ο επίσκοπος είναι αιρετικός, η μνημόνευση δημιουργεί μια εκκλησιολογική ψευδαίσθηση. Εμφανίζει την αίρεση ως τμήμα της Εκκλησίας. Αυτό, κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, συνιστά «κοινωνία με το σκότος», διότι η Θεία Ευχαριστία δεν μπορεί να καλύπτει τη δογματική απόκλιση.
Η συμμετοχή σε μυστήρια όπου μνημονεύεται αιρετικός επίσκοπος μπορεί να παραμένει «έγκυρη» θεσμικά (μέχρι τη συνοδική καταδίκη), αλλά γίνεται πνευματικά επικίνδυνη. Ο πιστός καλείται να διατηρεί το «ορθόδοξο αισθητήριο» και να θέτει την πίστη πάνω από τη διοικητική νομιμοφροσύνη, καθώς η Εκκλησία συγκροτείται από την Ομολογία και όχι μόνο από τον θεσμό.
Δ. Υπάρχουν δύο ειδών αιρετικοί επίσκοποι. Αυτοί που κρίθηκαν από Ορθόδοξες Συνόδους και καθαιρέθηκαν και αυτοί που είναι ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ αλλά δεν έχουν κριθεί από Ορθόδοξη Σύνοδο. Και οι δύο περιπτώσεις ονομάζονται εκκλησιαστικά ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΙ. Όταν ένας επίσκοπος κηρύττει διδασκαλία αντίθετη με τα δόγματα της Εκκλησίας, και σύμφωνα με τον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, αν η αίρεση είναι ήδη καταδικασμένη από προηγούμενες Συνόδους, ο επίσκοπος αυτός θεωρείται ουσιαστικά «ακοινώνητος» από την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων, ακόμη και πριν την επίσημη συνοδική πράξη.
Ε. Στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας (όπως αυτή αναλύεται και στις σύγχρονες θεολογικές μελέτες ), ένας αιρετικός επίσκοπος θεωρείται ότι «μολύνει», όχι όμως με τη μαγική έννοια της λέξης, αλλά με εκκλησιολογικό και σωτηριολογικό τρόπο.
Ο «μολυσμός» αυτός εκδηλώνεται σε τρία επίπεδα:
1. Μολυσμός της Ομολογίας (Η Ψευδής Μαρτυρία)
Το μεγαλύτερο «μόλυσμα» είναι η αλλοίωση της Αλήθειας. Επειδή η Εκκλησία συγκροτείται πάνω στην ορθή πίστη, ο επίσκοπος που κηρύττει αίρεση εισάγει ένα «ξένο σώμα» στη διδασκαλία.
- Όταν ένας ιερέας μνημονεύει έναν τέτοιο επίσκοπο, βεβαιώνει ψευδώς ότι ο επίσκοπος αυτός «ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας».
- Αυτή η ψευδής ομολογία μολύνει την πνευματική ακεραιότητα της τοπικής εκκλησίας, καθώς η Θεία Ευχαριστία τελείται πάνω στο ψεύδος και όχι στην Αλήθεια.
2. Πνευματικός Μολυσμός των Πιστών (Κοινωνία με την Πλάνη)
Σύμφωνα με τους Πατέρες (όπως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης), η κοινωνία με έναν αιρετικό επίσκοπο δεν είναι μια απλή διοικητική πράξη, αλλά μια πνευματική συμμετοχή στην πλάνη του.Ο πιστός που ακολουθεί συνειδητά τον αιρετικό, «μολύνεται» επειδή δέχεται ως αληθινό κάτι που είναι ψεύτικο. Αυτό αλλοιώνει το ορθόδοξο κριτήριό του (το αισθητήριο της πίστης). Ενώ η χάρη του μυστηρίου μπορεί να παραμένει έγκυρη θεσμικά (μέχρι τη συνοδική καταδίκη), ο πιστός που αποδέχεται την αίρεση παύει να συνεργάζεται με τη χάρη, με αποτέλεσμα το μυστήριο να μην ενεργεί σωτηριολογικά γι' αυτόν.
ΣΤ. Σύμφωνα με την αυστηρή πατερική γραμμή, ο μολυσμός μεταδίδεται μέσω της μνημόνευσης και της κοινωνίας (συμμετοχής στα μυστήρια):
- Από τον Επίσκοπο στον Ιερέα: Μέσω της μνημόνευσης του ονόματος του αιρετικού επισκόπου.
- Από τον Ιερέα στον Πιστό: Μέσω της συμμετοχής του πιστού στη Λειτουργία όπου μνημονεύεται ο αιρετικός και της αποδοχής της διδασκαλίας του.
Για την αποφυγή αυτού του μολυσμού, η Εκκλησία προβλέπει την αποτείχιση (15ος Κανόνας Πρωτοδευτέρας). Η διακοπή της κοινωνίας με τον αιρετικό επίσκοπο δεν είναι σχίσμα, αλλά πνευματική απολύμανση: ο πιστός και ο κλήρος διακόπτουν την επαφή με την ασθένεια (αίρεση) για να παραμείνουν υγιή μέλη του Σώματος του Χριστού.
Σύνοψη: Ο αιρετικός επίσκοπος μολύνει επειδή μετατρέπει το μυστήριο από «γεγονός αληθείας» σε «πράξη τυφλής υπακοής» σε μια πλάνη, θέτοντας σε κίνδυνο τη σωτηρία όσων τον ακολουθούν συνειδητά.
Ο ΚΟΙΝΩΝΩΝ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΩ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ ΕΣΤΑΙ.
Συνοπτικά.
Όσοι δέχθηκαν ότι η έννοια του «μη κοινωνούντος» της αρχής «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω» ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑ ΑΚΑΤΑΚΡΙΤΟ ΑΙΡΕΤΙΚΟ είναι οι :
Μέγας Αθανάσιος, οι μοναχοί της Ταβέννης (και πίσω από αυτούς όλοι οι μοναχοί και ασκητές της Αιγύπτου, όπως ο όσιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος), Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιωάννης Χρυσόστομος, η Οσία Μελάνη η Ρωμαία, ο όσιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Άγιος Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η Σύνοδος που υπέγραψε το συγκεκριμένο κείμενο, ο όσιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης, ο Άγιος Αθανάσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο ιερός Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Τέλος, όλοι οι Άγιοι, σύμφωνα με τον όσιος Θεόδωρο τον Στουδίτη και τον ιερό Δοσίθεο.
Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος εξηγεί γιατί δεν πρέπει ο αιρετικός να θεωρείται κοινωνικός από τον Ορθόδοξο: επειδή μολύνονται τα μυστήρια από τη κοινωνία (την μνημόνευση) του αιρετικού. Ο «μολυσμός» εδώ δεν σημαίνει την αφαίρεση της ουσίας της ιερωσύνης ούτε την ύπαρξη ανυπόστατων μυστηρίων. Από την ερμηνεία της Ε’ Συνόδου προκύπτει ότι η αρχή «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω» ισχύει και για μη καθαιρεμένο («ακατάκριτο») αιρετικό.
Η αρχή αυτή δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι ισχύει μόνο μετά τον αφορισμό, όπως λένε οι επίσημοι ερμηνευτές, αλλά και πριν από αυτόν, όπως προκύπτει από τις αποστολικές και πατερικές μαρτυρίες που παρατέθηκαν. .
Πρώτη χιλιετηρίδα:
Η εντολή αυτή τηρήθηκε από το ποίμνιο των Ορθοδόξων κατά τις περιόδους των: Μέγα Αθανασίου, Μέγα Βασιλείου, Αγίου Νικηφόρου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Την εποχή αυτή έζησε και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, και κατά αυτόν το ζήτημα αφορούσε και τους Αγίους Ιεράρχες Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη Χρυσόστομο. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας, η οποία επιβεβαιώνει τη τήρηση της αρχής από ακατάκριτους αιρετικούς. Σύμφωνα με τον όσιος Θεόδωρο, αυτή η εντολή αφορά όλους τους Αγίους μέχρι την εποχή του, και η τήρησή της από όλους αποτελεί «consensus Patrum» — κοινή αποδοχή των Πατέρων.
Δεύτερη χιλιετηρίδα:
Ηγέτες αυτής της περιόδου ήταν ο Άγιος Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Μάρκος Ευγενικός και ο Μελέτιος Γαλησιώτης.
Η αρχή «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω» ίσχυσε και σε αυτήν την περίοδο, όχι μόνο για την κοινωνία με τους Παπικούς αλλά και με ακατάκριτους αιρετικούς, όπως φαίνεται από την αποδοχή της επιστολής του Μέγα Βασιλείου προς τους «Μονάζοντας» και από την εφαρμογή της αρχής από τον Άγιο Αθανάσιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Συνολικά, η αρχή αυτή αποτελεί αρχαίο και πατερικό έθος, δηλαδή «consensus Patrum», και πρόκειται για εντολή που προέρχεται από μεγάλες μορφές αγιότητας και διατηρείται αναλλοίωτη σε όλους τους αιώνες μέχρι και την εποχή μας.
[Περισσότερα οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρούν στο βιβλίο του Ιερομονάχου Ευγενίου, Η έννοια του μολυσμού. Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν με μοναδικά έξοδα τα ταχυδρομικά (5 ευρώ)..Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να στείλουν τα στοιχεία τους στο melitinisdometianos@gmail.com]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου