Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
1. Εισαγωγή
Η άρση των αναθεμάτων του 1054, που πραγματοποιήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες στιγμές στις σχέσεις Ορθόδοξης Εκκλησίας και Ππαισμού κατά τον 20ό αιώνα.
Σύντομα ιστορικά στοιχεία
2. Ιστορική προετοιμασία (1964–1965)
2.1. Η συνάντηση Ιεροσολύμων (5–6 Ιανουαρίου 1964)
Η προσωπική συνάντηση Αθηναγόρα–Παύλου ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα αποτέλεσε κομβικό ιστορικό γεγονός:
- σηματοδότησε το τέλος εκατονταετιών επίσημης σιωπής,
- άνοιξε δρόμους θεολογικού και διπλωματικού διαλόγου,
- έθεσε τη βάση για συστηματική διαδικασία συμφιλίωσης.
2.2. Το 1964: αλληλογραφία και θεολογική προεργασία
Ακολούθησαν:
- ανταλλαγές επιστολών Ρώμης–Φαναρίου,
- σύσταση μεικτών επιτροπών για την προετοιμασία κειμένου άρσης,
- συστηματικές επεξεργασίες από εξέχοντες θεολόγους (Bea, Willebrands, Ζηζιούλας, Χρήστου κ.ά.).
2.3. Ιανουάριος–Νοέμβριος 1965: τελικές διαπραγματεύσεις
- έναρξη επίσημων διμερών συνομιλιών,
- ανταλλαγή και αναθεώρηση προσχεδίων,
- ενημέρωση της Α΄ Πανορθόδοξης Διασκέψεως στη Ρόδο (Ιούνιος 1965),
- ποιμαντικές δηλώσεις του Πάπα (Σεπτέμβριος 1965) περί «λύσεως ιστορικών παρεξηγήσεων»,
- οριστικοποίηση του τελικού κειμένου το Νοέμβριο.
Η διαδικασία κορυφώνεται με την προετοιμασία ταυτόχρονης αναγνώσεως σε Ρώμη και Φανάρι.
3. Η ἡμέρα τῆς ἄρσεως: 7 Δεκεμβρίου 1965
3.1. Στο Φανάρι
Στον Πατριαρχικό Ναό Αγίου Γεωργίου συνήλθε η Πατριαρχική και Συνοδική Σύνοδος. Αναγνώσθηκε το Συνοδικό Μήνυμα:
«Ἄρονται οἱ ἀφορισμοί τῆς 1054 ἔριδος.»
3.2. Στη Ρώμη
Την ίδια στιγμή, στη Βασιλική Αγίου Πέτρου ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ ανακοίνωσε ενώπιον της Β΄ Βατικανής Συνόδου την αντίστοιχη άρση:
οι αμοιβαίοι αφορισμοί του 1054 «ἀφαιροῦνται ἐκ τῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας».
Ακολούθησε επίσημη δημοσίευση σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, Καθολικές επισκοπές και στον διεθνή τύπο.
3.3. Μεταγενέστερες επικυρώσεις
- 15 Δεκεμβρίου 1965: Πανορθόδοξες ενημερώσεις από το Φανάρι.
- 26 Δεκεμβρίου 1965: Εγγραφή του κειμένου στα Acta Apostolicae Sedis (θεσμική παπική κατοχύρωση).
4. Τὸ περιεχόμενο τῆς κοινῆς δηλώσεως
Η κοινή δήλωση Αθηναγόρα–Παύλου ΣΤ΄ υπογράμμισε τέσσερα σημεία:
- Άρση των αφορισμών του 1054.
- Αναγνώριση ότι τα αναθέματα είχαν ανθρώπινο και πολιτικό χαρακτήρα.
- Διευκρίνιση ότι δεν αίρεται το Σχίσμα ούτε αποκαθίσταται ευχαριστιακή κοινωνία.
- Κάλεσμα σε διάλογο, ειρήνη και αδελφική προσέγγιση.
4.1. Το ζήτημα του όρου “excommunication”
Αξίζει να επισημανθεί ότι στο λατινικό κείμενο της «άρσεως των αναθεμάτων» υπάρχει ο όρος excommunication=ακοινωνησία, ο οποίος στην επίσημη μετάφραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφράζεται ως «αναθέματα» (βλ. σχ.Τόμος Αγάπης, Vatican- Phanar (1958- 1970), Rome- Instabul 1971, σελ. 286-287). Το κείμενο, δηλαδή, μιλούσε για «άρση της ακοινωνησίας». «Οι New York Times μετέφρασαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον, που αναγγέλει την «αρσιν των αναθεμάτων» ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται ότι είχε σκοπόν να αμβλύνει ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών» (π. Ιω. Ρωμανίδου, Ορθόδοξος και βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας).
Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι «ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ πριν επισκεφθεί το Φανάρι (30-11-79)…εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι η ενότητα έχει αποκατασταθεί στην πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)’”
Το νέο οικουμενιστικό δόγμα, που διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου στα μέσα του 20ου αιώνα, θεωρεί αμελητέες τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, αποδίδει το Σχίσμα και την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας σε πολιτικούς λόγους και την έλλειψη αγάπης εκατέρωθεν. Με βάση αυτή την λογική, λοιπόν, αυτό που χρειαζόταν για την αποκατάσταση της ενότητος ήταν η άρση του Σχίσματος και «να αγαπηθούμε», κατά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, αφού «έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς…Αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επάυσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια, και ιδιαιτέρως το ίδιο ΄Αγιο ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το ΄Αγιον Ποτήριον;» Ο στόχος, λοιπόν, είναι δεδομένος: η πλήρης «ένωση», το κοινό Ποτήριο…
Κατ΄αρχήν, δεν συμφωνούμε με τον χαρακτηρισμό του Σχίσματος για τον προσδιορισμό της σχέσεως της Ορθόδοξης Ανατολής με την Λατινική Δύση. Με τον χαρακτηρισμό αυτό ελαχιστοποιούνται οι διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, ενώ είναι γνωστό ότι πρόκειται για μεγάλες δογματικές διαφορές.
Επί των ημερών μας, δυστυχώς, λείπει το Πνεύμα, με το οποίο διαπραγματεύτηκε την ένωση των Εκκλησιών ο ΄Αγιος Μάρκος ο Ευγενικός στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, όταν προέβαλε ευθύς εξ αρχής ως βάσιν συζητήσεως το ακαινοτόμητον του Συμβόλου και την Ορθόδοξο ερμηνεία του (τουτέστιν ενότης εν Αληθεία). Λείπει το εκκλησιολογικό φρόνημα των συνοδικών αποφάσεων των Πατριαρχών της Ανατολής επί τουρκοκρατίας. Λείπει το πνεύμα της ευθύτητος, με το οποίο ομιλεί ο ΄Αγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στο έργο του Περί των αιτίων του σχίσματος…
5. Θεολογικές και εκκλησιολογικές ενστάσεις παραδοσιακών Ορθοδόξων
Δεν αποδεχόμαστε την άρση για τέσσερις θεμελιώδεις λόγους:
Α. Τα αναθέματα του 1054 δεν αφορούσαν πρόσωπα αλλά δόγματα
Οι διαφορές του 1054 δεν ήταν προσωπικές αλλά δογματικές και λειτουργικές, όπως:
- το Filioque,
- το παπικό πρωτείο / αλάθητο,
- τα άζυμα,
- η μεταβολή της Παράδοσης από τη Ρώμη.
Κατά την πατερική παράδοση:
Δόγμα = αλήθεια περί Θεού· δεν αναιρείται χωρίς συνοδική μετάνοια και ομολογία.
Επομένως, θεωρείται ότι «Δεν μπορεί να αρθεί ανάθεμα που στηρίζεται σε δογματική απόκλιση χωρίς επίλυση της δογματικής αιτίας.»
Β. Δεν υπήρξε συνοδική μετάνοια ή αναθεώρηση των λατινικών δογμάτων
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αίρει αναθέματα όταν:
- ο καταδικασμένος ομολογήσει Ορθόδοξη πίστη, ή
- αποδειχθεί ότι η καταδίκη ήταν άδικη.
Η Ρώμη όμως δεν αναίρεσε:το Filioque, το παπικό αλάθητο (1870), το πρωτείο δικαιοδοσίας, τις νεότερες δογματικές θέσεις (άσπιλη σύλληψη, καθαρτήριο κ.ά.).
Άρα: «Δεν αίρεται το ανάθεμα όσο παραμένει η αίρεση.»
Γ. Η άρση δεν έγινε Πανορθοδόξως
Το γεγονός περιορίστηκε στη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Δεν συμμετείχαν:
Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα, Ρωσία, Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Γεωργία κ.ά.
Αυτό θεωρείται εκκλησιολογική ανεπάρκεια, διότι σε θέματα πανορθοδόξου βαρύτητας απαιτείται Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Δ. Κίνδυνος σύγχυσης στον πιστό λαό («σκανδαλισμός»)
Η άρση χωρίς δογματική συμφωνία δημιουργεί εντύπωση ότι η Ρώμη βρίσκεται «κοντά» στην Ορθοδοξία, αφήνει να υπονοηθεί ότι η Εωσφορική αλλοίωση του Filioque δεν αποτελεί εμπόδιο κοινωνίας.
Το εκκλησιαστικό σώμα συνηθίζει σε διπλωματικές κινήσεις, κοινές δηλώσεις, «αδελφοσύνη» χωρίς ομολογία πίστεως.
Αυτό θεωρείται πνευματικά επικίνδυνο.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης υπενθυμίζει:
«Τὰ τείχη τῶν δογμάτων οὐ καταλύεσθαι δέον, ἀλλὰ φυλάττεσθαι.»
Ε. Η πράξη θεωρήθηκε κυρίως πολιτική, όχι θεολογική
Επισημαίνεται ότι η άρση εντάχθηκε στο πλαίσιο της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εξυπηρετούσε ψυχροπολεμικές ισορροπίες και βελτίωση διεθνών σχέσεων, δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστικό δογματικό διάλογο.
Η Ορθόδοξη εκκλησιολογία απορρίπτει τη διπλωματική θεολογία, γεγονός που τροφοδοτεί αντιδράσεις.
6. Ο νέος οικουμενιστικός λόγος του Φαναρίου και του Βατικανού
Σύμφωνα με κριτικές αναλύσεις οι δογματικές διαφορές παρουσιάζονται ως «δευτερεύουσες», το Σχίσμα αποδίδεται στη «έλλειψη αγάπης» και σε πολιτικές συνθήκες, δίνεται έμφαση στην «επιστροφή στο 1054», όπως τόνιζε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας:
«Όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν… Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, γιατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον;»
Κατά τους επικριτές, η προοπτική αυτή οδηγεί νομοτελειακά σε πλήρη “ένωση” και κοινό Ποτήριο, χωρίς επίλυση δογματικών διαφορών.
Συνολική θεολογική αποτίμηση
Η άρση των αναθεμάτων από θεολογική άποψη θεωρείται ανεπαρκής διότι:
- Δεν αφορούσε δόγματα αλλά μόνο τη μνήμη των γεγονότων.
- Δεν συνοδεύτηκε από δογματική συμφωνία ή ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως από τη Ρώμη.
- Παραβίασε την πανορθόδοξη συνοδικότητα.
- Δημιούργησε σύγχυση στον πιστό λαό ως προς το τι είναι Εκκλησία.
- Ενίσχυσε την οικουμενιστική θεώρηση ότι η αγάπη προηγείται της αληθείας.
Ο Αρχιμ.Σπυρίδων Μπιλάλης για την άρση των Αναθεμάτων
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ»
«Από ορθόδοξη θεολογική άποψη, η πρωτοβουλία του Πατριάρχη να αρθεί το ανάθεμα θεωρείται απαράδεκτη τόλμη και αντίθεση προς την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, αν και παρουσιάστηκε ως θρίαμβος της αγάπης από θεολόγους που δεν είχαν πλήρη θεολογική κατάρτιση και από εξωθεολογικούς κύκλους. Βάσει της παράδοσης των θεοφόρων Πατέρων, πιστεύουμε ότι η αγάπη που συγχωρεί την πλάνη και υπονομεύει την ορθόδοξη πίστη δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή εντολή της αγάπης που κήρυξε ο Κύριος, ο οποίος είπε ότι είναι «ο δρόμος και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14:6).
Με την άρση του αναθέματος κατά της Ρώμης, υπονοήθηκε έμμεσα ότι το ανάθεμα που εξέδωσε ο Μιχαήλ Κηρουλάριος κατά των πλανεμένων παπικών υπήρξε άδικο. Η πατριαρχική εξήγηση για τη σημασία της άρσης των Αναθεμάτων του 1054 προσθέτει ότι το γεγονός αυτό «ήταν και μια πράξη συνειδητοποίησης της αδικίας που είχε γίνει εννέα αιώνες πριν σε βάρος της ενότητας της Εκκλησίας».
Αν η Ρώμη αντιλαμβανόταν το έγκλημα των απεσταλμένων παπικών το 1054 κατά της ενότητας της Εκκλησίας, θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχε αποκηρύξει το ανάθεμα κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, όμως, τι αδίκημά της έπρεπε να συνειδητοποιήσει με την άρση του αναθέματος κατά της παπικής Εκκλησίας, στην οποία ο Πατριάρχης Αθηναγόρας προχώρησε με τόση ευκολία και βιασύνη;
Το λατινικό ανάθεμα κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κρίνοντας από την ουσία του, ποτέ δεν βάρυνε την ορθόδοξη συνείδηση, αφού ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, κατά του οποίου πρωτίστως εκτοξεύτηκε το ανάθεμα, ήταν Πατριάρχης απολύτως ορθόδοξος. Η Ορθοδοξία, διατηρώντας αλώβητη την πίστη στον Χριστό, δεν πλήγηκε ποτέ από το παπικό ανάθεμα. Η «μάχαιρα» του ρωμαϊκού αναθέματος αποδείχθηκε ανίσχυρη να τραυματίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, που πάντα προβάλλει «τον θώρακα της πίστης» (Α’ Θεσ. 5:8).
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ (1222-1240) παρατηρεί σωστά απευθυνόμενος στον Πάπα Γρηγόριο Θ’: «Εμείς οι Έλληνες είμαστε απλήγωτοι και άθικτοι από τη μάχαιρα του αναθέματος· ενώ οι Ιταλοί και οι Λατίνοι πλήττονται έντονα…»
Ο Π. Τρεμπέλας χαρακτηρίζοντας το λατινικό ανάθεμα του 1054 άξιο περιφρόνησης ρωτά: «Τι θα σήμαινε, λοιπόν, για την Εκκλησία μας αν δεν είχε αρθεί πλήρως το γελοίο, αδύναμο και ανεδαφικό αυτό ανάθεμα που εξέδωσε αυθαίρετα κάποιος καρδινάλιος;» Αντιθέτως, τι όφελος θα είχε η Ρώμη από την άρση του αναθέματος κατά της Λατινικής Εκκλησίας; Θα συνέρχονταν η Ρώμη ή θα εδραιωνόταν στην πεποίθηση ότι κατέχει όλη την αλήθεια και θα έχανε την ελπίδα επιστροφής στην ορθή πίστη, από την οποία βασικά είχε παραστρατήσει;
Ο Π. Τρεμπέλας παρατηρεί σχετικά: «Υπέρ τίνος η άρση αυτή δημιουργεί πραγματικά ή κυρίως φανταστικά πλεονεκτήματα; Υπέρ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;… Η άρση του αναθέματος, τη στιγμή που η Δυτική Εκκλησία παραμένει επίμονα στις πλάνες της, αποτελεί έμμεση αναγνώριση από εμάς ότι αυτές οι πλάνες δεν είναι άξιες βαριάς καταδίκης. Δεν προχωρήσαμε, λοιπόν, πολύ σε εκδηλώσεις πραγματικής αγάπης προς τη Δυτική Εκκλησία; Και δεν είναι πλέον καιρός να σταματήσουμε, περιμένοντας εκ μέρους της ίση εκδήλωση αγάπης;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου