Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ»
Επιμέλεια κειμένου :πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
«Από ορθόδοξη θεολογική άποψη, η πρωτοβουλία του Πατριάρχη να αρθεί το ανάθεμα θεωρείται απαράδεκτη τόλμη και αντίθεση προς την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, αν και παρουσιάστηκε ως θρίαμβος της αγάπης από θεολόγους που δεν είχαν πλήρη θεολογική κατάρτιση και από εξωθεολογικούς κύκλους. Βάσει της παράδοσης των θεοφόρων Πατέρων, πιστεύουμε ότι η αγάπη που συγχωρεί την πλάνη και υπονομεύει την ορθόδοξη πίστη δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή εντολή της αγάπης που κήρυξε ο Κύριος, ο οποίος είπε ότι είναι «ο δρόμος και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14:6).
Με την άρση του αναθέματος κατά της Ρώμης, υπονοήθηκε έμμεσα ότι το ανάθεμα που εξέδωσε ο Μιχαήλ Κηρουλάριος κατά των πλανεμένων παπικών υπήρξε άδικο. Η πατριαρχική εξήγηση για τη σημασία της άρσης των Αναθεμάτων του 1054 προσθέτει ότι το γεγονός αυτό «ήταν και μια πράξη συνειδητοποίησης της αδικίας που είχε γίνει εννέα αιώνες πριν σε βάρος της ενότητας της Εκκλησίας».
Αν η Ρώμη αντιλαμβανόταν το έγκλημα των απεσταλμένων παπικών το 1054 κατά της ενότητας της Εκκλησίας, θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχε αποκηρύξει το ανάθεμα κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, όμως, τι αδίκημά της έπρεπε να συνειδητοποιήσει με την άρση του αναθέματος κατά της παπικής Εκκλησίας, στην οποία ο Πατριάρχης Αθηναγόρας προχώρησε με τόση ευκολία και βιασύνη;
Το λατινικό ανάθεμα κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κρίνοντας από την ουσία του, ποτέ δεν βάρυνε την ορθόδοξη συνείδηση, αφού ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, κατά του οποίου πρωτίστως εκτοξεύτηκε το ανάθεμα, ήταν Πατριάρχης απολύτως ορθόδοξος. Η Ορθοδοξία, διατηρώντας αλώβητη την πίστη στον Χριστό, δεν πλήγηκε ποτέ από το παπικό ανάθεμα. Η «μάχαιρα» του ρωμαϊκού αναθέματος αποδείχθηκε ανίσχυρη να τραυματίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, που πάντα προβάλλει «τον θώρακα της πίστης» (Α’ Θεσ. 5:8).
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ (1222-1240) παρατηρεί σωστά απευθυνόμενος στον Πάπα Γρηγόριο Θ’: «Εμείς οι Έλληνες είμαστε απλήγωτοι και άθικτοι από τη μάχαιρα του αναθέματος· ενώ οι Ιταλοί και οι Λατίνοι πλήττονται έντονα…»
Ο Π. Τρεμπέλας χαρακτηρίζοντας το λατινικό ανάθεμα του 1054 άξιο περιφρόνησης ρωτά: «Τι θα σήμαινε, λοιπόν, για την Εκκλησία μας αν δεν είχε αρθεί πλήρως το γελοίο, αδύναμο και ανεδαφικό αυτό ανάθεμα που εξέδωσε αυθαίρετα κάποιος καρδινάλιος;» Αντιθέτως, τι όφελος θα είχε η Ρώμη από την άρση του αναθέματος κατά της Λατινικής Εκκλησίας; Θα συνέρχονταν η Ρώμη ή θα εδραιωνόταν στην πεποίθηση ότι κατέχει όλη την αλήθεια και θα έχανε την ελπίδα επιστροφής στην ορθή πίστη, από την οποία βασικά είχε παραστρατήσει;
Ο Π. Τρεμπέλας παρατηρεί σχετικά: «Υπέρ τίνος η άρση αυτή δημιουργεί πραγματικά ή κυρίως φανταστικά πλεονεκτήματα; Υπέρ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;… Η άρση του αναθέματος, τη στιγμή που η Δυτική Εκκλησία παραμένει επίμονα στις πλάνες της, αποτελεί έμμεση αναγνώριση από εμάς ότι αυτές οι πλάνες δεν είναι άξιες βαριάς καταδίκης. Δεν προχωρήσαμε, λοιπόν, πολύ σε εκδηλώσεις πραγματικής αγάπης προς τη Δυτική Εκκλησία; Και δεν είναι πλέον καιρός να σταματήσουμε, περιμένοντας εκ μέρους της ίση εκδήλωση αγάπης;»
Ο Πατριάρχης δεν ανέμενε, όπως όφειλε, τη συγκατάθεση των άλλων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά ανακοίνωσε την απόφαση της άρσης, η οποία πλέον είχε προγραμματιστεί επισήμως από κοινού μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Ο Αθηναγόρας στηρίχτηκε στην τολμηρή πρωτοβουλία του στην απόφαση της Γ’ Πανορθόδοξης Συνόδου στη Ρόδο, που όριζε: «Κάθε μία από τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι ελεύθερη να συνεχίσει, από μόνη της και όχι εξ ονόματος όλης της Ορθοδοξίας, να καλλιεργεί φιλικές σχέσεις με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία».
Κρίνοντας την απόφαση της Ρόδου, ο αείμνηστος Χρυσόστομος Β’, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, γράφει: «Δεν γνωρίζουμε καμία διάταξη των Ιερών Κανόνων που να επιτρέπει σε μία Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία να κοινωνεί από μόνη της και όχι εξ ονόματος όλης της Ορθοδοξίας με οποιαδήποτε ετεροδόξου Εκκλησία… Ο θεσμός αυτός είναι κανονικά άγνωστος, και ούτε η μόνη κατ’ έθιμο προεξάρχουσα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης έχει το δικαίωμα να ενεργεί εξ ονόματος όλης της Ορθοδοξίας. Είναι κανονικά απαγορευμένο για κάθε Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία να ενεργεί μόνη της και να διατηρεί σχέσεις με ετεροδόξους. Πολύ φοβόμαστε ότι η απόφαση αυτή της Γ’ Πανορθόδοξης Συνόδου μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία σχίσματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, επειδή διακρίνει την Ορθοδοξία συνολικά από την κάθε τοπική Εκκλησία. Μία είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και μία η Εκκλησία που τελεί τη λατρεία της, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού».
Αλλοίμονο, αν το πνεύμα της απόφασης μιας Πανορθόδοξης Συνόδου ευνοήσει την ανάληψη αντικανονικών πρωτοβουλιών από οποιαδήποτε Ορθόδοξη Εκκλησία, που μπορεί να έρθουν σε αντίθεση με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, όπως συνέβη με την απόφαση του Πατριάρχη για την άρση των αφορισμών του 1054!
Επιπλέον, η απόφαση της Ρόδου ελήφθη βιαστικά, χωρίς ευρεία συζήτηση, αν και είχαν εκφραστεί σοβαρές επιφυλάξεις. Ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, παρών στη Σύνοδο, γράφει: «Είχαμε επιφυλάξεις και θέλαμε να γίνουν διευκρινίσεις επί όλης της διατύπωσης του κειμένου, αλλά δεν ήταν πλέον δυνατό να προκαλέσουμε γενική συζήτηση λόγω της προχωρημένης ώρας και της έντασης. Σοβαρές αποφάσεις δεν πρέπει να παίρνονται βιαστικά και με τον τρόπο που ελήφθη αυτή, χωρίς μακρά ελεύθερη συζήτηση όλων των συνέδρων και χωρίς τα κείμενα να έχουν διανεμηθεί εγκαίρως για μελέτη και διόρθωση».
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος, πρόεδρος της Αρχιερατικής Συνόδου της υπερορίως Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επισημαίνει τον κίνδυνο διάσπασης της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών από την άρση των αφορισμών του 1054, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα:
«Αν το σχίσμα με τη Ρώμη ξεκίνησε πρωτίστως στην Κωνσταντινούπολη, στη συνέχεια όμως το αποδέχθηκε όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία και έγινε θέμα όλου του ορθοδόξου κόσμου. Καμία Τοπική Εκκλησία, ακόμη και η τιμώμενη από όλους Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, από την οποία η Ρωσική Εκκλησία πήρε τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, δεν μπορεί να αποφασίσει μόνη της χωρίς τη συγκατάθεση όλων. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε εμείς, οι νυν διοικούντες επίσκοποι, να πάρουμε αποφάσεις αντίθετες προς τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ιδίως όταν το ζήτημα αφορά τη Δύση, όπως τους Αγίους Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως και Μάρκο Εφέσου.
Με βάση αυτές τις αρχές, θεωρούμε χρέος μας να διαμαρτυρηθούμε αποφασιστικά κατά της πράξης της Παναγιότητάς σας, σχετικά με την πανηγυρική δήλωση μαζί με τον Πάπα της Ρώμης για άρση του αφορισμού. Η πράξη αυτή δεν συμφωνεί με τη στάση όλης της Εκκλησίας μας απέναντι στον ρωμαιοκαθολικισμό. Δεν πρόκειται για προσωπικές διαφορές με τον Πάπα ή τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο. Το ζήτημα αφορά τις παρεκκλίσεις από την Ορθοδοξία που ρίζωσαν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία κατά τους αιώνες. Η δήλωση σας και του Πάπα αναγνωρίζει σωστά ότι η «αμοιβαία συγχώρεση» δεν επαρκεί για την άρση των παλαιών και πρόσφατων διαφωνιών. Αλλά και αυτό δεν αρκεί: η πράξη αυτή εξισώνει το ψέμα με την αλήθεια.
Καθ’ όλη τη ροή των αιώνων, η Ορθόδοξη Εκκλησία πίστευε σωστά ότι δεν παρέκκλινε από τη διδασκαλία των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ενώ η Ρωμαϊκή Εκκλησία εισήγαγε καινοτομίες αντίθετες προς την Ορθοδοξία. Όσο περισσότερες καινοτομίες εισήγαγε, τόσο μεγαλύτερο γινόταν το σχίσμα Ανατολής και Δύσης».
Και καταλήγει ο Μητροπολίτης Φιλάρετος:
«Θερμά παρακαλούμε την Παναγιότητά σας να βάλει τέλος στον σκανδαλισμό, γιατί η οδός που επιλέξατε, ακόμη κι αν οδηγούσε σε συμφιλίωση με τους ρωμαιοκαθολικούς, θα προκαλέσει τη διαίρεση του ορθόδοξου κόσμου, αφού πολλοί από τα πνευματικά σας τέκνα θα προτιμήσουν την πίστη στην Ορθοδοξία ή την οικουμενική ιδέα της συμβιβαστικής ένωσης με ετεροδόξους χωρίς πλήρη ομοφωνία στην αλήθεια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου