Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 1054

 



Επιμέλεια έρευνας: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)

Εισαγωγικά.

Διαβάζοντας το δίτομο βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «ΜΕΛΕΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ του 1054 » διαπιστώνουμε ότι ο Άγιος θεωρεί ως πρωταρχικό αίτιο του Σχίσματος το 1054 το Πρωτείο του Πάπα. Έτσι δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι ΄Άγιος υποβαθμίζει τις δογματικές διαφορές μεταξύ Παπικών και Ορθοδόξων και ιδιαίτερα την αίρεση του filioque.Απάντηση στην παραπάνω  άποψη είναι το άρθρο που δημοσιεύουμε .Βασικές πηγές του άρθρου είναι.

1.      Η μελέτη  του ἀρχιμ. ΣΥΜΕΩΝ (ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ) ΚΑΛΟΠΑΝΑΓΙΩΤΗ: «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ»( ΑΘΗΝΑ 2018)

      2.Φειδά, Ιστορία τ. Α´ = Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α´, Αθήναι 1992.

      3.Φειδά, Ιστορία τ. Β´ = Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β´, Αθήναι 1998

Τα αίτια του Σχίσματος του 1054

Είναι γνωστό ότι το Σχίσμα του 1054 ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς διαφοροποιήσεως της Δυτικής από την Ανατολική Εκκλησία. Τα κύρια αίτια του σχίσματος είναι δυνατόν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες:

α) Θεολογικά (Filioque),

β) εκκλησιαστικά (παπικό πρωτείο, έθιμα Δυτικής Εκκλησίας) και

γ) πολιτικά (ίδρυση κράτους Καρλομάγνου).

Απαραίτητα ιστορικά στοιχεία

 Δεν μπορούμε βέβαια να ορίσουμε με βεβαιότητα ποιο υπήρξε πρώτο και ποιο ύστερο, ούτε να μην παραδεχθούμε την αλληλεπίδραση του ενός επί του άλλου, αλλά και πως να παραθεωρήσουμε το γεγονός ότι τόσο η ίδρυση του Παπικού κράτους, όσο και της Αυτοκρατορίας της Δύσεως, στηρίζεται στη θεωρία του Παπικού πρωτείου;

 Το γεγονός άλλωστε ότι οι θεολογικές διαφορές χρησιμοποιήθηκαν περιστασιακά στις διαφορές Ανατολής και Δύσεως στο χώρο της ιεραποστολής (εκκλησιαστική δικαιοδοσία στο χώρο της Βουλγαρίας) φανερώνει ότι κύριο αίτιο του σχίσματος του 1054 υπήρξε τόσο το Παπικό πρωτείο, όσο και η προσπάθεια επιβολής του σε ολόκληρη την Εκκλησία. Και τα γεγονότα όμως που προηγήθηκαν του Σχίσματος του 1054 μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι περί Πρωτείου εξουσίας σε όλη την Εκκλησία από μέρους του Πάπα αξιώσεις διέσπασαν το σώμα του Χριστού.

Οι σχέσεις Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως διαταράχθηκαν και πάλι στις αρχές του ΙΑ´ αι., με αφορμή τη χρησιμοποίηση του Filioque από τους Πάπες Σέργιο Γ´ (1009) και Βενέδικτο Η´ (1014).

Ο πατριάρχης Κπόλεως Σέργιος Β´ (1000 – 1019) διέγραψε το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα και κοινοποίησε τη διακοπή της κοινωνίας προς τους Πατριάρχες της Ανατολής με την αποστολή και της εγκυκλίου επιστολής του ιερού Φωτίου υπό το όνομά του. Η οριστική όμως ρήξη επήλθε με την προσπάθεια επιβολής των παπικών εθίμων (υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, χρήση αζύμων στη Θεία Ευχαριστία, τέλεση του χρίσματος μόνο από τους επισκόπους, νηστεία των Σαββάτων της Μ. Σαρακοστής, παράλειψη του Αλληλούια στις ακολουθίες της Μ. Σαρακοστής, χρήση πνικτών και κυρίως η προσθήκη του Filioque, της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού στο Σύμβολο της Πίστεως κ. α.) στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Κάτω Ιταλίας. Οι περιοχές αυτές είχαν προσαρτηθεί στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ´, τον Η´ αιώνα, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, ως αντίπραξη στη θέση του πάπα Γρηγορίου Β´ υπέρ των ιερών Εικόνων.

Ο πάπας Λέων Θ´ (1049 – 1054) το 1052 θέλησε να προσαρτήσει τις επαρχίες της Κάτω Ιταλίας στη δικαιοδοσία της Ρώμης, διά της επιβολής των λατινικών εθίμων.

Η προσπάθεια αυτή συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση του πατριάρχου Μιχαήλ του Κηρουλαρίου (1043 – 1059), ο οποίος θέλοντας να αποφύγει την κατά μέτωπο επίθεση με τον Πάπα ανέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Λέοντα να απαντήσει στον Πάπα. Εκείνος με επιστολή του στον επίσκοπο Απουλίας (Κάτω Ιταλίας), τον Ιούνιο του 1053, κατέκρινε τις ενέργειες των Λατίνων κληρικών και τις καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας, ως αντιβαίνουσες στη διδασκαλία και τις παραδόσεις της Εκκλησίας.

Ο Πάπας έλαβε γνώση της επιστολής από  τον καρδινάλιο Ουμβέρτο, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή. Ο Ουμβέρτος παρουσίασε λατινική μετάφραση, οξύτερη της πρωτότυπης επιστολής. Εκ παραλλήλου ο πατριάρχης Μιχαήλ απαγόρευσε την δι’ αζύμων τέλεση της Θείας Λειτουργίας στους λατινικούς ναούς της Κπόλεως. Ο Ουμβέρτος όμως, αντί να απαντήσει σε όσα εγκαλείτο, ανέπτυξε τις περί παπικού πρωτείου θέσεις, όπως ήταν ήδη γνωστές από την εποχή του πάπα Νικολάου Α´ (858 – 867), απειλώντας μάλιστα τον Πατριάρχη ότι θα συμπεριληφθεί «εις την ουράν του δράκοντος (της Αποκαλύψεως) του συγκατασπάσαντος το τρίτον των αστέρων του ουρανού», ζητούσε δε από αυτόν να αποδεχθεί πλήρως ο,τι πρεσβεύει η Λατινική Εκκλησία και να υποταγεί στον Πάπα. Στην επιστολή του Πάπα ο Πατριάρχης απάντησε διά της σιωπής του. Πέραν όμως των εκκλησιαστικών αντιπαραθέσεων ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος (1042 – 1054) είχε συμμαχήσει με τον Πάπα στην υπεράσπιση των εν Ιταλία Ελληνικών κτήσεων από τους Νορμανδούς, αναθέτοντας τη διοίκηση των Βυζαντινών δυνάμεων στον λατινόφρονα Λογγοβάρδο Αργυρό.

 Η συμμαχία όμως του παπικού θρόνου με τον Αργυρό αποδυναμώθηκε με τη νίκη των Νορμανδών κατά των παπικών στρατευμάτων, των οποίων ηγείτο ο ίδιος ο Πάπας.

Ο τελευταίος συνελήφθη και φυλακίστηκε στο κάστρο του Βενεβέντου (Φεβρουάριος 1053). Ο Αυτοκράτορας έγραψε επιστολή, με την οποία ζητούσε ο Πάπας να ορίσει αντιπροσώπους για διαπραγματεύσεις. Επιστολή απηύθυνε προς τον Πάπα και ο Πατριάρχης, αλλά και οι δύο επιστολές δεν διασώθηκαν. Αντιπρόσωποι ορίστηκαν οι καρδινάλιος Ουμβέρτος, καρδινάλιος – διάκονος Φρειδερίκος (μετέπειτα πάπας Στέφανος Θ´ (1057 – 1058) και μητροπολίτης Αμάλφης Πέτρος, οι οποίοι μετέβησαν στην Κ/πόλη. Το κύριο πρόσωπο της αποστολής διαδραμάτισε ο Ουμβέρτος, κομίζοντας επιστολές του Πάπα προς τον Πατριάρχη. Στις επιστολές αυτές κατηγορείτο ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ότι ανήλθε αθρόον και αντικανονικώς στον πατριαρχικό θρόνο, ότι ήθελε να υποτάξει τους θρόνους της Ανατολής υπό την δικαιοδοσία του θρόνου της Κπόλεως, από φιλαρχία χρησιμοποιούσε τον όρο «Οικουμενικός» και αποδοκίμαζε τα λατινικά έθιμα. Αναπτύσσοντας τις ψευδοισιδώρειες διατάξεις και την ψευδοκωνσταντίνειο δωρεά, τόνιζε τη γνωστή θεωρία του παπικού πρωτείου και αποδοκίμαζε την τόλμη του Πατριάρχη να ελέγξει τον παπικό θρόνο και τη διδασκαλία του, κάθε δε Εκκλησία, η οποία δεν υποτάσσεται στη Ρώμη «καθίσταται φατρία αιρετικών, συνέλευσις σχισματικών, συναγωγή του Σατανά».

Η επιστολή αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τον Κηρουλάριο, επειδή θεωρούσε ότι τόσο το περιεχόμενο της επιστολής, όσο και το ύφος του Ουμβέρτου δεν μπορούσαν να έχουν οργανωτή τον φυλακισμένο Πάπα. Άλλωστε και οι σφραγίδες των επιστολών διέφεραν από αυτές των επιστολών του παρελθόντος.

Ο Ουμβέρτος έφθασε στην Κπολη τον Απρίλιο του 1054. Ο σκοπός της αποστολής είχε πολιτικό χαρακτήρα και ως πολιτικοί αντιπρόσωποι έγιναν δεκτοί από τον Αυτοκράτορα με μεγάλες τιμές και φιλοξενήθηκαν στα ανάκτορα της Πηγής. Ο Ουμβέρτος όμως προσέδωσε στην αποστολή εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Παρουσιάστηκε στον Αυτοκράτορα με υπεροπτικό ύφος, και ύστερα στον Πατριάρχη με αυθάδεια, χωρίς να αποδώσει τις αρμόζουσες τιμές. Επέδωσε τις επιστολές του Πάπα, ζητώντας το λόγο για την απαγόρευση της λειτουργίας στους λατινικούς ναούς της Κπόλεως. Ο Πατριάρχης χάρη της ειρήνης ανέχθηκε την ιταμότητα του Καρδιναλίου, απέφυγε κάθε συζήτηση, δηλώσας ότι μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των άλλων Πατριαρχών θα μπορούσε να εξετάσει τέτοια ζητήματα. Η τελευταία πράξη του δράματος συντελέσθηκε το Σάββατο 16 Ιουλίου 1054. Την ώρα του Εσπερινού ο Ουμβέρτος εισόρμησε στο ναό της του Θεού Σοφίας και παρόντος του Πατριάρχου Μιχαήλ του Κηρουλαρίου επέθεσε στην Αγία Τράπεζα τον έγγραφο αναθεματισμό.

κατά του Πατριάρχη, του Αχρίδος Λέοντος, του σακελλαρίου Μιχαήλ Νικηφόρου και πάντων των επομένων αυτοίς.

 Ο Κηρουλάριος συγκάλεσε ενδημούσα σύνοδο στην Κπολη στις 20 Ιουλίου 1054, τέσσερις μόλις μέρες μετά τον αναθεματισμό, η οποία αναθεμάτισε το έγγραφο, τους συντάκτες του, τους επιδόντες και όσους συνήργησαν σε αυτό. Η απόφαση της συνόδου, όπως είναι διατυπωμένη, χωρίς να αναφέρεται αφοριστικά στο πρόσωπο του Πάπα, άφηνε πόρτα ανοικτή για ειρηνική επίλυση του ζητήματος.

Η Ρώμη όμως, από την άλλη πλευρά, ενέκρινε τον αφορισμό που έγινε από τον Ουμβέρτο. Ο διάδοχος του Λέοντος Θ, πάπας Βίκτωρ Β, όχι μόνο δεν αποδοκίμασε τις ενέργειες του Ουμβέρτου, αλλά και επικύρωσε τον αφορισμό. Μέσα από αυτή την ιστορική αναδρομή καθίσταται πασίδηλο ότι η αιτία που οδήγησε στο Σχίσμα του 1054 ήταν οι φιλαρχικές αξιώσεις του Πάπα περί επιβολής του Πρωτείου εξουσίας σε όλη την Εκκλησία.

Όταν λοιπόν ο άγιος Νεκτάριος έγραφε στον πρόλογο του βιβλίου του Περί των αιτίων του Σχίσματος ...., ότι ερευνώντας τα ιστορικά στοιχεία για τα αίτια του σχίσματος «... θέλει εύρει πρώτον αίτιον κινούν τα άλλα αίτια την αρχήν του πρωτείου του Πάπα» δεν υποστηρίζει ούτε υπερασπίζεται τους Παπικούς, αλλά τονίζει ότι τα άλλα αίτια υπήρξαν αφορμές ή μάλλον εφευρέθηκαν για την ενίσχυση της πραγματικής αιτίας που δεν ήταν άλλη από τις φιλεξουσιαστικές επιθυμίες του Ρώμης.

Συνεχίζοντας τη μελέτη του ο Άγιος αναφέρει και τα λοιπά αίτια του σχίσματος. Γράφει λοιπόν για το Filioque: «Η προσθήκη του filioque “και εκ του Υιού” εγένετο εις το σύμβολον της πίστεως εν τη δύσει κατά πρώτον εν τη τρίτη τοπική Συνόδω τη συγκροτηθείση εν Τολέδω της Ισπανίας κατά το έτος 589˙ την προσθήκην έπειτα επεκύρωσαν και άλλαι ύστερον συγκροτηθείσαι τοπικαί Σύνοδοι και ιδίως η συγκροτηθείσα εν Αγκυισγράνω, ήτις εκήρυξε την προσθήκην δόγμα πίστεως.

Αλλά μεθ' όλα ταύτα η προσθήκη δεν ήτο γενικώς διαδεδομένη ανά πάσας τας Εκκλησίας της Δύσεως, ουδ' εν αυτή τη Ρώμη το σύμβολον της πίστεως έλαβε την προσθήκην του filioque. Ότε ο Μέγας Κάρολος εν έτει 809 ητήσατο παρά του πάπα Λέοντος του Γ, να εγκρίνη την εν τω Συμβόλω προσθήκην .... Ο Λέων βλέπων διακινδυνεύουσαν την ακρίβειαν της πίστεως και θέλων να περιφρουρήση αυτήν, διέταξε και εχάραξαν επί δύο αργυρών πλακών ελληνιστί και λατινιστί το Σύμβολον της Πίστεως, χωρίς της προσθήκης .... υπό δε το σύμβολον έγραψε τον λόγον της διαγραφής του Συμβόλου “Haec Leo Pesuit amore et cautela Orthodoxae fidei …».

Η προσθήκη «και εκ του Υιού» εις το Σύμβολον της πίστεως μόλις κατά το 1014, επί του πάπα Βενεδίκτου του Η κατ' επίμονον αίτησιν του Αυτοκράτορος Ερρίκου του Β εγένετο και εν Ρώμη δεκτή». Και αυτά γράφει ως πρώτη νύξη περί του filioque. Εν συνεχεία ο Άγιος παραθέτει επιστολές συγχρόνων του Σχίσματος εκκλησιαστικών ανδρών, όπως των Πέτρου και Δομινίκου πατριαρχών Αντιοχείας κ. α. Ποιο όμως σπουδαιότερο επιχείρημα μπορεί να προβληθεί υπέρ της θέσεως ότι ο Άγιος δεν αφίσταται της αληθείας, όταν αναφέρει ως πρωταρχικό αίτιο του Σχίσματος το Πρωτείο του Πάπα, από τη θέση του ίδιου του Πατριάρχου του Σχίσματος Μιχαήλ του Κηρουλαρίου, ο οποίος στην επιστολή του προς τον Αντιοχείας Πέτρο, την οποία παραθέτει ο Άγιος στις σελίδες 58 – 63 του δευτέρου τόμου του έργου του περί του Σχίσματος. Γράφει λοιπόν ο Πατριάρχης, αφού παραθέτει ως αίτια του Σχίσματος τα παπικά έθιμα (τα οποία αναφέρει ένα προς ένα), την προσθήκη του filioque και κατακλείει την επιστολή του με τα εξής: «Το δε πάντων βαρύτερον και ανυποιστότερον και την απόνοιαν αυτών εκ του περιόντος εμφαίνον, τούτό εστι λέγουσι γαρ, ότι ου διδαχθησόμενοι, ή διαλεχθησόμενοι, τα ενταύθα κατέλαβον, αλλά διδάξοντες μάλλον και πείσοντες κρατείν ημάς τα δόγματα τούτων˙ και ταύτα μετ' εξουσίας και αναισχυντίας υπερβαλλούσης»

Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο ίδιος ο Κηρουλάριος ομολογεί ότι η επιμονή των Δυτικών για την επιβολή των θέσεων τους σχετικά με το πρωτείο, και μάλιστα χωρίς καμία ντροπή, αλλά αντίθετα εξουσιαστικά οδήγησε στο χωρισμό τους από την Καθολική Εκκλησία.

Δι' όσων ανωτέρω εκθέσαμε καθίσταται αυταπόδεικτο ότι χωρίς ο άγιος Νεκτάριος να υποβιβάζει τα άλλα αίτια του Σχίσματος ή να αρνείται τη σπουδαιότητα της προσθήκης «και εκ του Υιού» (filioque) στο Σύμβολο της Πίστεως, προτάσσει το Πρωτείο, διότι τα άλλα έρχονται ως απόρροια της υπερφίαλης στάσης του Πάπα να εξουσιάζει την Εκκλησία, για να διακρίνεται από τις υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες είχαν εκπέσει δήθεν της Αληθείας και έπρεπε εκείνος να τις θεραπεύσει οδηγώντας στην υποταγή του μόνου μη πλανηθέντος Επισκόπου, δηλ. της Ρώμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου