Από τον καιρό του αυτοκράτορα Τραϊανού (περίπου 110 μ.Χ.)
μας έρχεται η πρώτη μεταποστολική μαρτυρία για τους διωγμούς: οι
επιστολές του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, που
οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Ρώμη και θανατώθηκε στην αρένα,
κατασπαρασσόμενος από θηρία.
Κατά τη διάρκεια της πορείας του, σε διάφορους σταθμούς της, παρέδωσε
επτά επιστολές σε αντιπροσωπείες χριστιανών διαφόρων πόλεων, που τον
επισκέφθηκαν. Οι επιστολές αυτές σώζονται και σε μεταγενέστερη,
εκτενέστερη μορφή (νοθευμένες) και σε σύντομη μορφή, που η φιλολογική
έρευνα έχει αναγνωρίσει ως γνήσια (για το θέμα εδώ: Η αξιοπιστία των
επιστολών του Αγίου Ιγνατίου). Από αυτές αντλούμε τα στοιχεία για την
ιστορία του, αν και έχει γράψει γι’ αυτόν, μερικές δεκαετίες αργότερα,
και ο άγιος Ειρηναίος της Λυών (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου
γνώσεως, 5, 28), όπως και μεταγενέστεροι συγγραφείς.
Προς Εφεσίους, Προς Μαγνησιείς, Προς Τραλλιανούς, Προς Ρωμαίους, Προς Φιλαδελφείς, Προς Σμυρναίους, Προς Πολύκαρπον, αλλά ορισμένα και εδώ:
Περισσότερα για τον άγιο Ιγνάτιο εδώ.
Η σύλληψη του αγίου Ιγνατίου ήταν στοχευμένη: συνελήφθη, επειδή ήταν ο ηγέτης των χριστιανών της Αντιόχειας και πιθανώς όλης της Συρίας, μια σπουδαία προσωπικότητα της εποχής του, όπως φαίνεται από τα κείμενά του, τόσο σε θεολογικό, όσο και σε ηθικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι τοπικές αρχές μπήκαν στον κόπο να τον στείλουν οδοιπορικώς στη Ρώμη, δίνοντας έτσι τη μεγαλύτερη επισημότητα στο θάνατό του, όμως δεν αναζήτησαν για εξόντωση όλους τους χριστιανούς – οι αντιπροσωπείες που τον επισκέφθηκαν δεν φαίνεται να κινδύνευσαν, και μάλιστα παρέλαβαν από τα χέρια του και επιστολές.
Προφανώς ο άγιος δεν συνελήφθη επειδή ήταν κακοποιός· όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται πουθενά, αλλά και επειδή ένας κακοποιός δεν παρέχει συμβουλές όπως οι παρακάτω: «Και υπέρ των άλλων δε ανθρώπων αδιαλείπτως προσεύχεσθε, έστιν γαρ εν αυτοίς ελπίς μετανοίας, ίνα Θεού τύχωσιν. επιτρέψατε ουν αυτοίς καν εκ των έργων υμίν μαθητευθήναι. προς τας οργάς αυτών υμείς πραείς, προς τας μεγαλορημοσύνας αυτών υμείς ταπεινόφρονες, προς τας βλασφημίας αυτών υμείς τας προσευχάς, προς την πλάνην αυτών υμείς εδραίοι τη πίστει, προς το άγριον αυτών υμείς ήμεροι, μη σπουδάζοντες αντιμιμήσασθαι αυτούς. αδελφοί αυτών ευρεθώμεν τη επιεικεία· μιμηταί δε του κυρίου σπουδάζωμεν είναι, τίς πλέον αδικηθή, τίς αποστερηθή, τίς αθετηθή· ίνα μη του διαβόλου βοτάνη τις ευρεθή εν υμίν, αλλ ̓ εν πάση αγνεία και σωφροσύνη μένητε εν Ιησού Χριστώ σαρκικώς και πνευματικώς» (Ιγνατίου Προς Εφεσίους, κεφ. 10).
(Στο ίδιο κλίμα κινείται και η Προς Φιλιππησίους επιστολή 12, 3, του αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, με την οποία συνόδευσε την αποστολή επιστολών του Ιγνατίου, αν και το συγκεκριμένο απόσπασμα σώζεται μόνο στα λατινικά: «Εύχεσθε υπέρ όλων των αγίων. Εύχεσθε επίσης για τους βασιλείς και τους ηγεμόνες, και για εκείνους που σας διώκουν και σας μισούν, και για τους εχθρούς του Σταυρού, ώστε οι καρποί σας να είναι φανεροί σε όλους, και εσείς να είσθε τέλειοι εν Αυτώ», από εδώ).
Τι μας λέει ο άγιος Ιγνάτιος για τις συνθήκες του ταξιδιού του: «Από Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχώ διά γης και θαλάσσης, νυκτός και ημέρας, δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστιν στρατιωτικόν τάγμα· οί και ευεργετούμενοι χείρους γίνονται. εν δε τοις αδικήμασιν αυτών μάλλον μαθητεύομαι, αλλ ̓ ου παρά τούτο δεδικαίωμαι». Και προσθέτει τα εξής χαρακτηριστικά, που έχουν να μας πουν κάτι για τις μεθόδους των διωκτικών αρχών κατ των χριστιανών: «πυρ και σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ανατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί οστέων, συγκοπή μελών, αλεσμοί όλου του σώματος, κακαί κολάσεις του διαβόλου επ ̓ εμέ ερχέσθωσαν, μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω» (Προς Ρωμαίους, κεφ. 5). Χαρακτηριστικό είναι εξάλλου το γενναίο φρόνημα, με το οποίο – όπως αναφέρεται σε πολλά σημεία των επιστολών του – βάδιζε προς το θάνατο, βέβαιος ότι τα θηρία θα τον ευεργετούσαν, οδηγώντας τον κοντά στο Χριστό. Αυτό μας θυμίζει το ανάλογο φρόνημα των μαρτύρων, που διαβάζουμε στα συναξάρια. Και βεβαιώνει γράφοντας προς τους χριστιανούς της Μαγνησίας: «και διά τούτο υπομένομεν, ίνα ευρεθώμεν μαθηταί Ιησού Χριστού του μόνου διδασκάλου ημών· πώς ημείς δυνησόμεθα ζήσαι χωρίς αυτού, ού και οι προφήται μαθηταί όντες τω πνεύματι ως διδάσκαλον αυτόν προσεδόκων;» (Προς Μαγνησιείς, κεφ. 9).
Ο άγιος Ιγνάτιος επίσης είναι ένας άγιος με θείο φωτισμό. Γράφει προς τους χριστιανούς των Τράλλεων: «Μη ου δύναμαι τα επουράνια γράψαι; αλλά φοβούμαι, μη νηπίοις ούσιν υμίν βλάβην παραθώ· και συγγνωμονείτε μοι, μήποτε ου δυνηθέντες χωρήσαι στραγγαλωθήτε. και γαρ εγώ, ου καθότι δέδεμαι και δύναμαι νοείν τα επουράνια και τας τοποθεσίας τας αγγελικάς και τας συστάσεις τας αρχοντικάς, ορατά τε και αόρατα, παρά τούτο ήδη και μαθητής ειμί. πολλά γαρ ημίν λείπει, ίνα θεού μη λειπώμεθα» (Προς Τραλλιανούς, κεφ. 5). Προς τους Εφεσίους γράφει ότι θα τους αποστείλει και δεύτερη επιστολή, αν ο Χριστός τον αξιώσει, και «μάλιστα» (προπαντός), γράφει, «εάν ο κύριος μοι αποκαλύψη» ότι υπάρχει ομόνοια και πνευματική πρόοδος στην Εκκλησία της Εφέσου (Προς Εφεσίους 20, 2). Στις πατρικές συμβουλές του συνιστά στους χριστιανούς να θέσουν ως στόχο να γίνουν «θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι» (ό.π. 9, 2).
Τέλος, στον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, συνιστά να προσεύχεται για να του φανερωθούν «τα αόρατα», ώστε να μην του λείπει πια τίποτε και να ξεχειλίζει από κάθε χάρισμα: «τα δε αόρατα αίτει ίνα σοι φανερωθή, όπως μηδενός λείπη και παντός χαρίσματος περισσεύης» (Προς Πολύκαρπον, 2, 2). Αυτό, γραμμένο σε μια επιστολή μεταξύ δύο επισκόπων της Εκκλησίας, είναι σοβαρή μαρτυρία για την ύπαρξη αυτού του βιώματος, το οποίο, όπως είδαμε προηγουμένως, είχε και ο ίδιος ο άγιος Ιγνάτιος.
Περισσότερα για το διωγμό του Τραϊανού στην κατατοπιστική μελέτη του καθηγητή Απόστολου Γλαβίνα Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή,
στο κεφάλαιο Η αλληλογραφία του Πλίνιου και ο διωγμός του Τραϊανού.
Εκεί και η περίφημη επιστολή του Πλίνιου του Νεώτερου, στην οποία επίσης αναφέρονται εκτελέσεις χριστιανών μαρτύρων (όπως και πεπτωκότες, δηλ. χριστιανοί που αρνήθηκαν την πίστη τους όταν συνελήφθησαν). Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από το κεφάλαιο:
«Ο ευγενής, φιλάνθρωπος, ήπιος και πράος κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του (98-117) Τραϊανός, έγινε με την πάροδο του χρόνου τυραννικός και ωμός. Ο άριστος, κατά τα άλλα στρατηγός και κυβερνήτης, νόμιζε ότι η ταχεία εξάπλωση του Χριστιανισμού δημιουργούσε φόβους για τυχόν επανάσταση εναντίον της αυτοκρατορίας από τους Χριστιανούς. Εξάλλου φρόντισε να αποκατασταθούν τα αρχαία ήθη της Ρώμης και να ξεκαθαρίσει την αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία. Ακόμη, έχοντας την άποψη ότι ο Χριστιανισμός παρέβαινε, με τις συναθροίσεις των μελών του, τις σχετικές με τις εταιρείες και τα σωματεία διατάξεις, εκίνησε στα τέλη του 111 ή στις αρχές του 112 διωγμό εναντίον της φαύλης και πονηρής δεισιδαιμονίας, όπως αποκαλεί το Χριστιανισμό».
«Η απαντητική επιστολή του Τραϊανού προς τον Πλίνιο ήταν θρίαμβος της λογικής του τελευταίου. 1) Ο Πλίνιος σωστά έπραξε θέτοντας υπόψη ελαφρυντικά. 2) Δεν έπρεπε να γίνονται αυτεπάγγελτες αναζητήσεις Χριστιανών. 3) Η αποδειγμένη άρνηση της Χριστιανικής ιδιότητας θα λαμβανόταν υπόψη και ο μετανοών Χριστιανός δε θα τιμωρείτο. Και 4) δε θα γίνονταν αποδεκτές ανώνυμες εναντίον των Χριστιανών καταγγελίες. Από την επιστολή του Τραϊανού φαίνεται ότι οι Χριστιανοί τιμωρούνταν με βάση μόνο το όνομα τους (nomenipsum) ως ανήκοντες σε απαγορευμένη εταιρεία (hetaeriamillicitam). Η επιστολή αυτή (rescriptum Traiani) αποτέλεσε δικαστικό προηγούμενο και μέχρι την εποχή του Δεκίου έγινε χρήση αυτής όταν πρόκειται να διωχθούν οι Χριστιανοί (…)
Η επιστολή αυτή δεν απέβλεπε οπωσδήποτε στην προστασία της Εκκλησίας αλλά στη διάλυση της, αφού ο κύριος σκοπός του Πλίνιου (και του Τραϊανού) ήταν να επανέλθουν στην ειδωλολατρεία, με την εφαρμογή της αρχής της επιείκειας και της συγγνώμης, περισσότεροι, κατά το δυνατό, Χριστιανοί. Ο σκοπός του διωγμού και των ληφθέντων μέτρων, όπως και των διαδικασιών, ήταν η άρνηση από τους Χριστιανούς της πίστης τους. Με την επιστολή του Τραϊανού νομιμοποιήθηκε ο διωγμός και ο εχθρικός χαρακτήρας της είναι εμφανής. Η μη αποδοχή, από τον Τραϊανό, των ανωνύμων καταγγελιών ήταν ένα μέτρο που δεν αφορούσε περισσότερο την Εκκλησία αλλά τη ρωμαϊκή κοινωνία. Όταν ο Τραϊανός έγραφε στον Πλίνιο ότι οι ανώνυμες καταγγελίες δεν πρέπει να γίνονται δεκτές, απέβλεπε να προστατεύσει την πολιτεία από την εισαγωγή ενός κακού προηγουμένου, το οποίο ήταν ανάξιο της εποχής εκείνης.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι με τις ανώνυμες καταγγελίες προλήφθηκαν μείζονα δεινά των Χριστιανών και της Εκκλησίας, όμως δε χρειάζονταν αποδείξεις μεγάλες για να τιμωρηθεί ο Χριστιανός. Αρκούσε μόνο το όνομα Χριστιανός για τη θανατική καταδίκη, όπως αρκούσε να ευρεθεί ένας για να κάνει υπεύθυνη για τις συνέπειες της καταγγελία ώστε να καταδικαστεί σε θάνατο ο Χριστιανός. Η μανία του ειδωλολατρικού όχλου πολλές φορές ξεπέρασε το rescriptum του Τραϊανού και ο κατά των Χριστιανών φανατισμός του μαινόμενου πλήθους έμεινε ασυγκράτητος από τους κατά τόπους διοικητές των ρωμαϊκών επαρχιών, έτσι ώστε σε αρκετές περιπτώσεις να ατονήσουν στην πράξη οι αυτοκρατορικές εντολές και διατάξεις και να συρθούν στο μαρτύριο Χριστιανοί χωρίς τη νομική διαδικασία που απαιτούσαν οι νόμοι. Η κραυγή nonlicetessechristianos! ακούστηκε πολλές φορές στις ρωμαϊκές επαρχίες και συνοδεύτηκε από το χύσιμο του αίματος κάποιου Χριστιανού μάρτυρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου