Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΑΓΑΘΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ;

Η ΥΓΕΙΑ;

ΟΧΙ ΑΣΦΑΛΩΣ, Η ΥΓΕΙΑ, ΑΛΛΑ Ο ΘΕΟΣ. 

Ερμηνεύοντας ο Μεγας Βασιλειος, τον ριδ’ Ψαλμό, διδάσκει για το ποιο είναι το αληθινό αγαθό και ποιο είναι το φρόνημα το οποίο διέπει τους ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό:

«Αγαθόν όμως είναι ο Θεός, και το πρώτο και τελειότερο από τα αγαθά. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν αγάπησα, που είναι το πρώτον από τα επιθυμητά, και με χαρά δέχθηκα τα παθήματα χάριν Αυτού. Ποία δε είναι αυτά, τα αναφέρει (σ.σ. ο ψαλμωδός) ύστερα απ’ ολίγον: οι ωδίνες του θανάτου, οι κίνδυνοι του Άδου, η  θλίψη, ο πόνος, τα οποία του εφαίνοντο όλα αγαπητά, διότι αγαπούσε τον Θεό και είχε ελπίδα, την οποία αναμένουν όσοι υπομένουν τα παθήματα υπέρ της ευσεβείας (Ορθοδοξίας)… Αγάπησα λέγει, όλα αυτά γνωρίζοντας ότι υποφέρω τους κινδύνους υπέρ της ευσεβείας, έχοντας θεατή και αθλοθέτη τον Δεσπότη των πάντων»
.
Παρακολουθεί τη ζωή μας, λοιπόν, ο Χριστός. Και κοιτάζει να δει το πως ανταποκρινόμαστε στις διάφορες περιστάσεις της ζωής μας προκειμένου να μας στεφανώσει ή όχι. Είναι «θεατής και αθλοθέτης». Είναι Αυτός που έδωσε εντολή3 να μη βάζουμε τη ζωή μας, πάνω από Αυτόν, αν θέλουμε βεβαίως να είμαστε πραγματικοί μαθητές Του και όχι ως οι «παρατηρούντες Αυτόν». Τα παθήματα που μας συμβαίνουν ένεκεν της ευσεβείας, προκειμένου να μη χωριστούμε από Εκείνον, είναι όλα αγαπητά και είναι χάρισμα : «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ.1,29) Ερμηνεύοντας τον α’ Ψαλμό ο Μέγας Βασίλειος, ομοίως κάνει λόγο για το ποιο είναι το πρώτο και αληθινό αγαθό. Κι αυτό είναι ο Θεός, όχι η υγεία, ούτε η ζωή του «παραμυθητικού λόγου» της ΔΙΣ.
«Υπάρχει βεβαίως το αληθινό αγαθό που είναι το κυρίως και πρωτίστως αξιομακάριστον. Αυτό δε είναι ο Θεός»4
.
Γι’ αυτό ο Άγιος επιτιμά ως αμαθείς όσους προκρίνουν και μακαρίζουν άλλα «αγαθά» που δεν έχουν καμία αξία, όπως η υγεία:
«Οι αμαθείς όμως άνθρωποι και φιλόκοσμοι, οι οποίοι αγνοούν την φύση αυτού του αγαθού, μακαρίζουν πολλές φορές εκείνα που δεν έχουν καμία αξία: τον πλούτο, την υγεία, την λαμπρότητα του βίου, εκ των οποίων κανένα δεν είναι αγαθό εκ της φύσεως του, όχι μόνο διότι εύκολα μπορεί να μεταβληθεί στα αντίθετα, αλλά και δεν μπορεί να κάνει αγαθούς αυτούς που το κατέχουν».
Τίποτα από αυτά που ο κόσμος θεωρεί πρώτα και ύψιστα, δεν είναι σπουδαίο. Ο Άγιος Βασίλειος το επισημαίνει αυτό στην ομιλία του «περί φθόνου» :
«Τίποτε από τα ανθρώπινα δεν είναι μέγα, ούτε εξαίσιο· ούτε η ευπορία στους ανθρώπους, ούτε η δόξα που ακμάζει, ούτε η υγεία του σώματος. Διότι δεν  ορίζουμε ότι το αγαθό υπάρχει σ’ αυτά που παρέρχονται, αλλ’ έχουμε κληθεί να γίνουμε μέτοχοι των αιωνίων και αληθινών αγαθών… Αυτά δεν έχουν εντός τους την μακαριότητα»6
.
Και πάλι ο ουρανοφάντωρ Άγιος επιπλήττει ως αμόρφωτον όποιον ονομάζει «αγαθό» αυτό που είναι πρόσκαιρο και εξαφανίζεται:
«Το τελειότατον αγαθόν είναι αυτός ο Θεός· τον οποίον δεν θα στερηθούν όλοι που Τον ζητούν με πόθο. Μη λοιπόν κανείς αμόρφωτος, που δεν διακρίνει μεταξύ της εννοίας του αγαθού και του κακού, μού ονομάζει αγαθόν εκείνο που έχει πρόσκαιρη απόλαυση και εξαφανίζεται μαζί με τη φθορά του σώματος. Εκείνος που κατεβάζει στην τάξη του αγαθού τον υλικό πλούτο και τα σωματικά προτερήματα, αποδίδει το όνομα το σεμνόν και που αρμόζει μόνο στο Θεό, σε πράγματα ευτελή και ανάξια λόγου και συγχρόνως θα περιπέσει σε δυσχερέστατη αντίθεση. Διότι ή θα πει ότι οι απόστολοι, επειδή δεν ζήτησαν τον Κύριον, δεν επέτυχαν τα σωματικά αγαθά (σ.σ. ερμηνεύει το Ψλμ. 33,11 : «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ») ή εάν ζητούν και δεν πετυχαίνουν αυτών των αγαθών, θα κατηγορήσει αυτή την Γραφή που λέγει ότι οι εκζητούντες τον Κύριον δεν θα στερηθούν κανενός αγαθού. Αλλά οι Άγιοι και εζητούσαν με πόθο τον Κύριον και δεν εστερούντο της κατανοήσεως αυτών που ζητούσαν, ούτε στερήθηκαν των αγαθών που βρίσκονται στην αιώνια ανάπαυση. Περί εκείνων κυρίως θα μπορούσε να λεχθεί το «παντός αγαθού»
.
Απόδειξη ο απόστολος Παύλος, ο οποίος δεν επέτυχε του – κατά τον κόσμον «αγαθού» της υγείας, αλλά δεν στερήθηκε το όντως αγαθό, την κοινωνία με τον Θεό, εκ της οποίας κατείχε τα πάντα.
«Τα ανθρώπινα», λέγει προς τον «λόγιον Μάξιμον» , «είναι αμυδρότερα σκιάς και απατηλότερα ονείρων…Η σωματική ωραιότητα μαραίνεται είτε από νόσο, είτε από χρόνο». Γι’αυτό τον προτρέπει να επιμεληθεί των αρετών, ώστε να καταστήσει τον εαυτό του άξιον των αγαθών που απόκεινται στις υποσχέσεις του Κυρίου.8
Και πάλι, σε επιστολή του στον Αμφιλόχιο Ικονίου, ο Ιεράρχης Άγιος αποφαίνεται ότι «υγεία και νόσος, πλούτος και πενία, δόξα και ατιμία, καθώς δεν καθιστούν  αγαθούς τους κατόχους τους, δεν ανήκουν στα κατά φύσιν αγαθά... Την δε αρρώστια οι δίκαιοι δέχονται ως άθλημα, περιμένοντας μεγάλους στεφάνους για την υπομονή τους»9.
Προς τούτο διδάσκει να αντιλαμβανόμαστε «την ταχεία μεταβολή των ανθρωπίνων πραγμάτων, να μη μεγαλοφρονούμε για την ευημερία μας…να περιφρονούμε την σάρκα η οποία υπόκειται σε αλλοίωση και να επιμελούμεθα την ψυχή που είναι αγαθό αθάνατο»10
.
Είναι φανερό, πως εκείνο που προσφέρεται άφθονα τους τελευταίους μήνες είναι το αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας. Φόβος θανάτου επέπεσε παντού. Η Εκκλησία περίμενε την ηγεσία της, να κηρύξει -ως όφειλε- τη διαχρονική της διδασκαλία και να «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ.12,2).
Ας δούμε όμως αδελφοί, τι μας διδάσκει Ο Μ.Βασίλειος για τον φόβο:
«Δεν είναι αγαθός και σωτήριος κάθε φόβος, αλλά υπάρχει και κάποιος φόβος που είναι εχθρός, δια τον οποίο εύχεται ο προφήτης (σ.σ. Δαβίδ) να μην παρουσιασθεί στην ψυχή του, λέγοντας: «ἀπὸ φόβου ἐχθροῦ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν μου». Εχθρός είναι ο φόβος του θανάτου, ο οποίος προξενεί εις ημάς δειλίαν· εκείνος που μας καταπείθει να είμεθα συνεσταλμένοι εμπρός στις εξουσίες των προσώπων. Πώς λοιπόν αυτός που φοβείται αυτά, θα μπορέσει κατά τον καιρό του μαρτυρίου να αντισταθεί προς την αμαρτίαν μέχρι θανάτου και να αποδώσει στον Κύριον το χρέος, ο Οποίος απέθανε και ανέστη δι’ ημάς; Και εκείνος που ευκόλως πτοείται από τους δαίμονες έχει μέσα του ως εχθρό τον φόβο. Και γενικώς ένας τέτοιος φόβος φαίνεται ότι είναι πάθος που γεννάται από την απιστία. Διότι κανείς πιστός ο  οποίος έχει ισχυρό βοηθό πλησίον του, φοβείται κάποιον από εκείνους που προσπαθούν να τον τρομάξουν. Θέλεις να σου διηγηθώ ποιος είναι ο σωτήριος φόβος και ο φόβος που αγιάζει, ο φόβος που δημιουργείται από την επιμέλεια και όχι από πάθος; Όταν πρόκειται να διαπράξεις κάποια αμαρτία, σκέψου εκείνο το φρικτό και ανυπόφορο δικαστήριο του Χριστού…Αυτόν τον φόβο του Κυρίου διέταξε ο πατήρ να κηρύττουμε…»11
Και αλλού πάλι διδάσκει πως δεν πρέπει ο χριστιανός να φοβάται και να αγωνιά στις όποιες περιστάσεις του βίου, αφήνοντας την πεποίθησή του στο Θεό, αλλά να έχει θάρρος, αφού είναι παρών ο Κύριος που τον ενδυναμώνει και τον οικονομεί και που το Άγιο Πνεύμα τον διδάσκει μέχρι και το πώς να αποκριθεί στους εναντίους.
«Οὐ δεῖ τὸν Χριστιανὸν φοβεῖσθαι, καὶ αγωνιᾷν ἐν ταῖς περιστάσεσι, μετεωριζόμενον ἀπὸ τῆς ἐν Θεῷ πεποιθήσεως· θαῤῥεῖν δὲ, ὡς τοῦ Κυρίου παρόντος, καὶ τὰ κατʼ αὐτὸν οἰκονομοῦντος, καὶ πρὸς πὰντας ἐνδυναμοῦντος, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδάσκοντος μέχρι καὶ ἀποκρὶσεως τῆς πρὸς τοὺς ὑπεναντίους» (Όρος ΞΓ’ PG.31,800)
Ας συλλογιστούμε τώρα, αν ο Άγιος επέτρεπε ή όχι, τις μάσκες μέσα στο ναό, τις απολυμάνσεις, τις αποστάσεις και τα αντισηπτικά στις αγίες εικόνες…Η απάντηση είναι προφανής.
Δοξάζουμε τον Ζωοδότη μας Χριστό, διότι μας κληροδότησε την σοφία των Πατέρων της Εκκλησίας, ώστε μέσα στο σκοτάδι που απλώθηκε σε όλο τον κόσμο, εμείς να βλέπουμε μέσα από το φως της και να πορευόμαστε.
Καταλήγουμε με έναν ακόμα λόγο του Αγίου μας :
«Τώρα δε, εάν δεν ακολουθούμε ούτε εκείνους, αποφεύγουμε δε και τους έχοντας το ίδιο με αυτούς φρόνημα, δικαίως θα έπρεπε να επιτύχουμε συγχώρεση, διότι δεν θεωρούμε τίποτε άλλο προτιμότερο από την αλήθεια και την σωτηρία μας»12
.
χειρί Ιωάννη Λίτινα
1 Μ.Βασιλείου. Περί Αγίου Πνεύματος. ΕΠΕ 10,280.
2 Είς τον ΡΙΔ’ Ψαλμόν. ΕΠΕ 5,402. : «Ἀγαθὸν δὲ ὁ Θεός, καὶ πρῶτον καὶ τελειότατον τῶν ἀγαθῶν. Αὐτόν τε οὖν ἠγάπησα τὸν Θεόν, τῶν ὀρεκτῶν ὄντα τὸ ἔσχατον, καὶ τὰ ὑπὲρ Αὐτοῦ παθήματα μετὰ χαρᾶς ὑπεδεξάμην. Τίνα δέ ἐστι ταῦτα μικρὸν ὕστερον διεξέρχεται, τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, τοὺς κινδύνους τοῦ ᾅδου, τὴν θλῖψιν, τὴν ὀδύνην, ἅπερ πάντα αὐτῷ ἀγαπητὰ διὰ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην καὶ τὴν ἐλπὶδα, τὴν ἀποκειμὲνην τοῖς τὰ ὑπὲρ τῆς εὐσεβεὶας πάθη καταδεχομένους, ἐφαίνετο…Ἠγάπησα οὖν ταῦτα πάντα, εἰδώς, ὅτι ὑπὸ θεατῇ καὶ ἀθλοθὲτῃ τῷ Δεσπὸτῃ τῶν ὅλων, τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβεὶας διαφέρω κινδύνους».
3 «εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι» (Λκ.14,26)
4 Είς τον Α’ Ψαλμόν. ΕΠΕ 5,20. : «Ἔστι μὲν οὖν τὸ κυρίως καὶ πρώτως μακαριστὸν τὸ ἀληθινῶς ἀγαθόν. Τοῦτο δε ἐστιν ὁ Θεός».
5 Ως άνω. ΕΠΕ 5,20. : «Ἀμαθεῖς δὲ ἄνθρωποι καὶ φιλόκοσμοι, ἀγνοοῦντες αυτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ τὴν φὺσιν, μακαρὶζουσι πολλάκις τὰ μηδενὸς ἄξια, πλοῦτον, ὑγὶειαν, περηφάνειαν βίου· ὧν οὐδέν ἐστιν ἀγαθὸν τῇ ἑαυτοῦ φύσει· οὐ μόνον καθότι ῥᾳδὶαν ἔχει τὴν πρὸς τὰ ἐναντὶα περιτροπήν, ἀλλʼ ὅτι μηδὲ ἀγαθοὺς δύναται τοὺς κεκτημένους ἀποτελεῖν».
6 Περί φθόνου. ΕΠΕ 6,148. : «μηδὲν μέγα, μηδὲ ὑπερφυὲς τῶν ἀνθρωπίνων κρίνοιμεν· μὴ εὐπορίαν τὴν ἐν ἀνθρώποις, μὴ δὸξαν τὴν ἀπανθοῦσαν, μὴ σώματος εὐεξὶαν. Οὐ γὰρ ἐν τοῖς παρερχομένοις ὁριζόμεθα εἶναι τὸ ἀγαθόν, ἀλλʼ ἐπὶ αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ ἀληθινῶν μετουσίαν κεκλήμεθα….οὐκ αὐτὰ ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντα τὸ μακάριον».
7 Εἰς τὸν ΛΓ´ Ψαλμόν. ΕΠΕ 5,224. : «Τὸ παντὲλειον ἀγαθὸν αὐτός ἐστιν ὁ Θεός· οὗ ουκ ελαττωθήσονται πάντες οἱ ἐκζητοῦντες Αὐτόν. Μὴ γὰρ μοί τις ἀπαίδευτος ἀδιάκριτον ἔχων τὸν περὶ τοῦ ἀγαθοῦ κσὶ κακοῦ τόπον, ἀγαθὸν ὀνομαζέτω τὸν πρόσκαιρον ἔχοντα τὴν ἀπόλαυσιν, καὶ τῇ φθορᾷ τοῦ σώματος συναπερχομένην. Ὁ γὰρ τὸν σωματικὸν πλοῦτον καὶ τὰ σωματικὰ προτερήματα εἰς τὴν τοῦ ἀγαθοῦ τάξιν κατάγων, εἰς πράγματα εὐτελῆ καὶ οὐδενὸς λόγου ἄξια ἄγειντὸ σεμνὸν καὶ μόνῳ Θεῷ πρέπον ὄνομα, καὶ ἅμα ἐναντιώματι χαλεπωτάτῳ περιπεσεῖται. Ἢ γὰρ τοὺς ἀποστόλους ἐρεῖ, παρὰντὸ μὴβἐκζητῆσαι τὸν Κύριον, μὴ τετυχηκέναι τῶν σωματικῶν ἀγαθῶν· ἢ εἰ ἐκζητοῦντες ἀπετύγχανον τῶν τοιούτων ἀγαθῶν, τῆς Γραφῆς αὐτῆς κατηγορήσει λεγούσης, μηδενός ἀγαθοῦ ἐλαττοῦσθαι τοὺς ἐκζητοῦντας τὸν Κύριον. Ἀλλά, καὶ ἐξεζήτουν οἱ ἅγιοι τὸν Κύριον, καὶ τῆς αὐτοῦ τοῦ ζητουμένου καταλήψεως οὐκ ἠλαττοῦντο, οὐδὲ τῶν ἀποκειμένων ἐν τῇ αἰωνίᾳ ἀναπαύσει ἀγαθῶν ἐστερήθησαν. Περὶ ἐκείνων γὰρ λέγοιτο ἂν κρίως τὸ «παντὸς ἀγαθοῦ».
8 Προς τον Λόγιον Μάξιμον. ΕΠΕ 3,386 : «Τὰ δὲ ἀνθρώπινα ταῦτα σκιᾶς ἐστιν ἀμυδρότερα καὶ ὀνεὶρων ἀπατηλότερα. Ἥ τε γὰρ νεὸτης τῶν ἠρινῶν ἀνθῶν ὀξύτερον κσταρρεῖ κσὶ ὥρα σώματος ἢ νόσῳ ἢ χρόνῳ μαραίνεται…Ὧν ἐπιμελόμενος ἄξιον σεαυτὸν καταστήσεις τῶν ἐν ἐπαγγελίαις ἀποκειμένων παρὰ τοῦ Κυρίου ἀγαθῶν».
9 Προς Αμφιλόχιον Ικονίου. Επιστ.236. ΕΠΕ 1,179 : «ὑγίεια καὶ νόσος, πλοῦτος καὶ πενὶα, δὸξα καὶ ἀτιμὶα, καθὸ μὲν οὐ ποιεῖ τοὺς ἔχοντας ἀγαθοὺς οὐκ ἔστι τῶν κατὰ φύσιν ἀγαθῶν…Τὴν δὲ νόσον ὡς ἄθλησιν οἱ δίκαιοι δέχονται, μεγάλους ἐπὶ τῇ ὑπομονῇ ἀναμὲνοντες τοὺς στεφάνους».
10 Εξαήμερος στ´. ΕΠΕ 4,254 : «τῆς ταχείας τῶν ἀνθρωπίνων περιτροπῆς λαμβάνοντας ἔννοιαν, μὴ μέγα φρονεῖν ταῖς εὐημερίαις τοῦ βίου…περιφρονεῖν τῆς σαρκὸς περὶ ἣν ἡ ἀλλοίωσις, ἐπιμελεῖσθαι δὲ τῆς ψυχῆς ἧς τὸ ἀγαθόν ἀκίνητον».
11 Εἰς τὸν ΛΓ´ Ψαλμόν. ΕΠΕ 5,228-230 : «Οὐ πᾶς φόβος ἀγαθόν ἐστι καὶ σωτήριον, ἀλλʼ ἔστι τις καὶ ἐχθρὸς φόβος, ὃν ἀπεύχεται ὁ προφήτης ἐγγενεσθαι αὐτοῦ τῇ ψυχῇ, λέγων· «Ἀπὸ φόβου ἐχθροῦ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν μου». Εχθρὸς γὰρ φόβος ὁ θανάτου ἡμῖν δειλίαν ἐμποιῶν, ὁ προσώπων ὑπεροχὰς καταπτήσσειν ἡμᾶς ἀναπείθων. Πῶς γὰρ ὁ ταῦτα φοβούμενος δυνήσεται ἐν καιρῷ μαρτυρὶου μέχρι θανάτου πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀντικαταστῆναι, καὶ ἀποδοῦναι τῷ Κυρίῳ τὴν ὀφειλὴν, τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθὲντι; Καὶ ὁ ὑπὸ δαιμόνων εὐπτόητος τὸν ἐχθρὸν ἔχει φόβον ἐν ἑαυτῷ. Καὶ ὅλως, ὁ τοιοῦτος φόβος ἀπιστίας ἔοικεν ἔγγονον εἶναι πάθος. Οὐδεὶς γὰρ πιστεύων ἰσχυρὸν αὐτῷ παρεῖναι τὸν βοηθὸν, φοβεῖται ἀπό τινος τῶν ἐπιχειρούντων αὐτὸν ἐκταράσσειν. Φόβος δε ὁ σωτήριος, καὶ φόβος ἁγιασμοῦ ποιητικὸς, φόβος ὁ κατʼ ἐπιτήδευσιν, καὶ οὐχὶ κατὰ πάθος ἐγγινόμενος τῇ ψυχῇ, ποῖός ἐστι βοὺλει διηγήσομαι; Ὅταν μέλλῃς ἐπί τινα ὁρμᾶν ἁμαρτίαν, ἐννόησόν μοι ἐκεῖνο τὸ φρικτὸν καὶ ἀνύποιστον τοῦ Χριστοῦ δικαστήριον…Τοῦτον τὸν φόβον τοῦ Κυρίου διδάσκειν ἡμᾶς ὁ πατὴρ ἐπηγγείλατο…»
12 Προς τον Επίσκοπον Θεόφιλον ΕΠΕ 2,87 : «Νῦν δὲ εἰ μήτε ἐκείνοις συνεπόμεθα καὶ τοὺς τὰ αὐτὰ φρονοῦντας αὐτοῖς ἐκκλίνομεν, συγγνώμης ἄν δικαίως τύχοιμεν μηδὲν προτιμότερον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέμενοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου