Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΙΣΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ από τον άγ. Ιουστίνο (Β΄ Μέρος)




ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
(Ὅπως δημοσιεύτηκε στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τοῦ 1978)

Ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημα:
 
 
"Αἱ σημεριναὶ «ἐκκλησιαστικαὶ "ἀντιπροσωπεῖαι" καὶ οἱ "ἀντιπρόσωποι" τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἢ τῆς Μόσχας νασχολοῦνται καὶ κόπτονται περ τ σχολαστικο-προτεσταντικὸν θεματολόγιον καὶ ἐμφανίζονται "ὡς ρχηγο καὶ ἐκπρόσωποι" τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον... Διότι, ποῖον ἀκριβῶς "ἀντιπροσωπεύουν" αἱ "ἀντιπροσωπεῖαι" αὗται εἰς τὴν Γενεύην καὶ ἀλλαχοῦ; Ποίας Ἐκκλησίας καὶ ποῖον λαὸν τοῦ Θεοῦ ἐκπροσωποῦν;...
Θὰ καταστ δυνατ τώρα, παρουσία κα κδήλωσις το ατο μαρτυρικο πνεύματος ες τντοιμαζομένην Σύνοδον, ὥστε νὰ σκέπτηται αὕτη καὶ νὰ φρονῇ ὄντως ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κα ν ποφασίζ τ ντι κατ Θεν κα οχ κατὰ ἄνθρωπον; Ἢ μήπως θὰ "ἀντιπροσωπευθοῦν" ἁπλῶς ὑπὸ τῶν διωρισμένων "ντιπροσωπειν", καὶ τὸν κύριον λόγον θὰ ἔχουν ἀκριβῶς ο μ λεύθεροι ἀπὸ τὰς ἐπιδράσεις τοῦ κόσμου;
Δὲν εἶναι λοιπὸν ὅλα αὐτὰ ἐπαρκὴς πόδειξις καὶ τεκμήριον, ὅτι εἰς τὴν ἑτοιμαζομένην Σύνοδον δὲν θ καταστ δυνατν ν μιλήσ κα ν κδηλωθ κκλησιαστικὴ συνείδησις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος (ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτὸς ὁ λαὸς καὶ οἱ πραγματικοὶ ποιμένες του  "ἀντιπροσωπεύονται" ὑπὸ ἄλλων), λλ’ τι θ μποδισθ τ πλήρωμα καὶ θὰ ἀποκλεισθῇ;
Ἓν ἄλλο ἐρώτημα: κατὰ πόσον εἶναι εὐαγγελικόν... νὰ συνέρχωνται εἰς "Συνόδους" διὰ νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα "τίς αὐτν δοκεεἶναι μείζων" καὶ πρῶτος (Λουκ. κβ΄ 24)· καθ’ ἣν στιγμὴν ζητεῖ ὁ Σατανᾶς οὐχὶ μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπειλεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ὅλην ἡ αὐτοκαταστροφή, οἱ μαθητα το Χριστο ν μεριμνον περὶ τῶν αὐτῶν προβλημάτων —καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον— περὶ τῶν ὁποίων μεριμνοῦν αἱ σύγχρονοι ἀντιχριστιανικαὶ δεολογίαι, αἱ πωλοσαι τν ρτον τς ζως ντὶ πινακίου φακῆς!
(Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
 Β΄ μέρος

        λη αὐτὴ ἡ μέχρι τοῦδε παρουσιαζομένη "προβληματικὴ" καὶ "προβληματολογία" περὶ τὰ "θέματα" τῆς μελλούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ἀστάθεια καὶ τὸ εὐμετάβλητον τῶν τρόπων τῆς ἐξευρέσεως, τῆς διατυπώσεως καὶ τῆς τεχνητῆς "καταλογογραφήσεως" αὐτῶν, ἔπειτα δέ, ὡς ἐκ τούτου, αἱ ἀλλλεπάλληλοι ἀλλαγαὶ καὶ "ἀναθεωρήσεις", –ὅλα αὐτά, διὰ μίαν εἰλικρινῆ ὀρθόδοξον συνείδησιν, δεικνύουν καὶ ἀποδεικνύουν ἓν μόνο πρᾶγμα: τὸ ὅτι κατὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν δὲν ὑπάρχει σοβαρόν, πραγματικὸν καὶ ἀνεπίδεκτον ἀναβολῆς θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἤξιζε νὰ ἀποτελέσῃ λόγον συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἐὰν ὅμως πράγματι ὑπάρχῃ θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἤξιζε νὰ ἀποτελέσῃ λόγον συγκλήσεως καὶ συνελεύσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε εἶναι φανερόν, ὅτι τὴν ὕπαρξιν ἑνὸς τοιούτου θέματος δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει οἱ μέχρι τοῦ νῦν πρωτοπόροι, εἰσηγηταί, ὀργανωταὶ καὶ ρυθμισταὶ τῶν ἐν λόγῳ "διασκέψεων", οἱ καὶ συντάκται τῶν προγενεστέρων καὶ τῶν νεωτάτων "καταλόγων θεμάτων" αὐτῶν.
Διότι, ἂν τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει οὕτω, πῶς ἐξηγεῖται τὀτε ἡ ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1923, διὰ μέσου τῆς Διασκέψεως τῆς Ρόδου τοῦ 1961 καὶ ἕως καὶ τῆς τελευταίας Διασκέψεως τῆς Γενεύης τοῦ 1976 συνεχὴς ἀλλαγὴ τοῦ "θεματολογίου" καὶ τῆς "προβληματολογίας" τῆς μελλούσης νὰ συνέλθῃ Συνόδου; Πῶς ἐξηγεῖται, συγκεκριμένως,
ἡ συνεχὴς μεταβολὴ τοῦ ἀριθμοῦ, τῆς κατατάξεως καὶ τοῦ περιεχομένου τῶν ἐν τῷ Καταλόγῳ θεμάτων, καθὼς καὶ ἡ ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ τῶν κριτηρίων κατὰ τὴν ἐξεύρεσιν καὶ τὴν ἐπιλογὴν τῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ καταστοῦν ἀντικείμενον ἀπασχολήσεως ἑνὸς τόσον μεγάλου καὶ τόσον μοναδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ὅπως ἦτο καὶ εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἑκάστη Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀποκαλύπτεται καὶ ἐκδηλοῦται διὰ πάντων τούτων ὄχι ἁπλῶς ἔλλειψις συνεπείας καὶ σταθερότητος, ἀλλὰ καὶ ἔκδηλος ἀνικανότης καὶ ἡ παχυλὴ περὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν ἄγνοια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τώρα, εἰς τόσον ἐμπερίστατον κατάστασιν, θέλουν ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας κακατὰ τοιοῦτον τρόπον νὰ ἐπιβάλουν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας μίαν ἰδικήν των "σύνοδον". Φανεροῦνται, ἄλλοις λόγοις, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀνικανότης αὐτῶν νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν, τί ἐσήμαινε καὶ τί ὄντως σημαίνει μία ἀληθινὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διὰ τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸ ταύτης χριστεπώνυμον πλήρωμα τῶν πιστῶν.
Διότι, ἐὰν ἠσθάνοντο καὶ κατενόουν τοῦτο, θὰ ἐγνώριζον τότε πρὸ πάντων, ὅτι εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐδεποτε καὶ οὐδεμία Σύνοδος —πόσο δὲ μᾶλλον τοιοῦτον πνευματικόν, χαρισματικόν, πεντηκοστιανὸν γεγονός, ὅπως εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας,— ἐξεύρισκε καὶ ἐπενόει τεχνητῶς τὰ θέματα διὰ νὰ συνέλθῃ καὶ συνεδριάσῃ, καὶ ὅτι οὐδέποτε συνεκρότησε τὰς ἐκ τῶν προτέρων ἐπιβεβλημένας πλείστας ὅσας "διασκέψεις", "συνέδρια", "προσυνόδους" καὶ παρομοίας πρὸς αὐτὰς τεχνητὰς συνελεύσεις, ξένας ἐντελῶς καὶ ἀγνώστους εἰς τὴν ὀρθόδοξον συνοδικὴν παράδοσιν. (Διότι αἱ "διασκέψεις", τὰ "συνέδρια" καὶ τὰ τοιαῦτα εἶναι μᾶλλον ἁπλαῖ ἀπομιμήσεις τῶν συνελεύσεων τῶν δυτικῶν ὀργανώσεων, ἀπομεμακρυσμένων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἢ καὶ ξένων πρὸς αὐτήν).
Τυγχάνει ἀναμφισβήτητον ἱστορικὸν γεγονός, ὅτι αἱ Ἅγιαι καὶ θεοσύλλεκτοι Σύνοδοι τῶν Ἁγίων καὶ θεοφωτίστων Πατέρων εἶχον πάντοτε ἐνώπιόν των ἓν συγκεκριμένον πρόβλημα, τὸ πολὺ δὲ δύο ἢ τρία προβλήματα, τεθειμένα ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν μεγάλων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων καὶ γενικῶς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διέστρεφαν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ἔσχιζον καὶ διέσπων τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθετον εἰς κίνδυνον τὴν σωτηρίαν τῶν πιστῶν, τὴν σωτηρίαν τοῦ εὐσεβοῦε καὶ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.
Διὰ τοῦτο αἱ Ἅγιαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν, εἶχον πάντοτε
χριστολογικόν, σωτηριολογικόν, ἐκκλησιολογικὸν χαρακτῆρα, τὸ δὲ γεγονὸς τοῦτο σημαίνει, ὅτι τὸ κεντρικόν των θέμα καὶ τὸ κύριον εὐαγγέλιόν των ἦτο πάντοτε: ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ ἐν αὐτῷ σωτηρία μας, ἡ ἐν αὐτῷ θέωσίς μας.
Ναί, μάλιστα: Αὐτός —ὁ Μονογενὴς καὶ Ὁμοούσιος τῷ Θεῷ Πατρὶ Υἱὸς Ἀγαπητός, ὁ σαρκωθεὶς καὶ ἐνανθρωπήσας δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, Αὐτός— ὅλος ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός— ἡ αἰωνία θεία Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός— ὅλος παρὼν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διὰ τῆς ὀρθῆς=ὀρθοδόξου εἰς Αὐτὸν πίστεως· Αὐτός, καὶ μεθ’ Αὐτοῦ ὅλον τὸ θεανθρώπινον ἔργον Αὐτοῦ, ἡ θεία Θεανθρωπίνη Οἰκονομία Αὐτοῦ, ἡ θεανθρωπίνη Ἐκκλησία Αυτοῦ, διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου.
 
 
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθῶς ὀρθόδοξος, ἀποστολικο-πατερικὴ θεματολογία, μόνιμος ἀνὰ τοὺς αἰῶνας θεματολογία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, θεματολογία, ἰσχύουσα δι’ ὅλας τὰς ἐποχὰς καὶ δι’ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ χρόνους —τοὺς παρελθόντας, τοὺς παρόντας καὶ τοὺς μέλλοντας.
Αὕτη, καὶ μόνον αὕτη, δύναται νὰ ἀποτελέσῃ καὶ τὸ θέμα τῆς ἐνδεχομένης μελλούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι οἱ σχολαστικο-προτεσταντικοὶ "κατάλογοι θεμάτων", οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν οὐσιαστικὴν σχέσιν ἔχουν μὲ τὴν ἐμπειρίαν καὶ τὴν πνευματικὴν ζωὴν τῆς ἀποστολικο-πατερικῆς Ὀρθοδοξίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἀλλ’ εἶναι ἁπλῶς ἀναιμικὰ οὑμανιστικὰ θεωρήματα. Ἡ θεανθρωπίνη καὶ ἀθάνατος καθολικότης καὶ συνοδικότης (sobornost) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν της Συνόδων ἔγκειται εἰς τὸ καθολικὸν παμπεριεκτικὸν Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἑδραζομένη ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ κεντρικοῦ, καθολικοῦ, ὀρθοδοξοσυνοδικοῦ πραγματικοῦ θέματος, ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ θεανθρωπίνου μυστηρίου, ἐπ’ αὐτῆς τῆς θεανθρωπίνης πραγματικότητος, ἐπὶ τῆς ὁποίας θεμελιοῦνται καὶ ἵστανται πᾶσαι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοί της καὶ πᾶσαι αἱ ἱστορικαὶ πραγματικότητές της, ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία πρέπει ἄρα καὶ σήμερον ἐπ’ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ μοναδικοῦ θέματος νὰ παρέχῃ τὴν μαρτυρίαν της ἐνώπιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ ὄχι νὰ ἐνασχολῆται περὶ τὸ σχολαστικο-προτεσταντικὸν ἀνθρωπιστικὸν θεματολόγιον, περὶ τοῦ ὁποίου κόπτονται αἱ ἐκκλησιαστικαὶ "ἀντιπροσωπεῖαι" καὶ οἱ "ἀντιπρόσωποι" τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἢ τῆς Μόσχας, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται κατὰ τὴν πικρὰν ταύτην καὶ κρίσιμον στιγμὴν "ὡς ἀρχηγοὶ καὶ ἐκπρόσωποι" τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον.
Εἰς τὰ πρακτικὰ τῆς προσφάτου "Προσυνοδικῆς Διασκέψεως" τῆς Γενεύης, καθὼς καὶ εἰς προηγουμένας παρομοίας περιπτώσεις, φαίνεται καθαρῶς, ὅτι αἱ "ἐκκλησιαστικαὶ ἀντιπροσωπεῖαι" τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Μόσχας δὲν διαφέρουν οὐσιαστικῶς ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν προβληματολογίαν καὶ τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα προτείνουν ὡς λόγον συγκλήσεως τῆς μελλούσης Συνόδου. Ἀμφότεραι ἔχουν τὰ αὐτὰ περίπου θέματα, τὴν αὐτὴν σχεδὸν γλῶσσαν, τὴν αὐτὴν νοοτροπίαν, τὰς αὐτὰς φιλοδοξίας. Ἀλλὰ τοῦτο οὔτε τυχαῖον εἶναι οὔτε ἀπροσδόκητον. Διότι, ποῖον ἀκριβῶς "ἀντιπροσωπεύουν" αἱ "ἀντιπροσωπεῖαι" αὗται εἰς τὴν Γενεύην καὶ ἀλλαχοῦ; Ποίας Ἐκκλησίας καὶ ποῖον λαὸν τοῦ Θεοῦ ἐκπροσωποῦν καὶ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτήν;
 Ἡ ἐμφανιζόμενη εἰς τὸ ἐξωτερικὸν πλειονότης σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ τόσον ἐπιμόνως ἐπιβάλλουσα ἑαυτὴν εἰς ὅλας σχεδὸν τὰς πανορθοδόξους συνελεύσεις, ἀποτελεῖται κυρίως ἐκ τιτουλαρίων μητροπολιτῶν καὶ βοηθῶν ἐπισκόπων, ἄρα ἐκ ποιμένων ἄνευ ποιμνίου καὶ συνεπῶς ἄνευ τῆς συγκεκριμένης ποιμαντικῆς εὐθύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θεόθεν ἐμπιστευθέντος εἰς αὐτοὺς ποιμνίου.
Ὅθεν διερωτᾶται τις: ποῖον ἀντιπροωπεύει, καὶ ποῖον θὰ ἀντιπροσωπεύῃ εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ συγκληθῇ Σύνοδον; Μεταξὺ τῶν ἐπισήμων ἐκπροσώπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐμφανίζονται, εἰ μὴ λίαν σπανίως οἱ Ἱεράρχες τῶν ἑλληνικῶν νήσων, ὅπου ὑπάρχει ζωντανὸν ὀρθόδοξον ποίμνιον· ἀπουσιάζουν, μάλιστα, κατὰ κανόνα σχεδὸν, καὶ οἱ Ἕλληνες ἢ μὴ ἱεράρχαι τῶν ἐπισκοπῶν Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς· καὶ ἀκόμη πολλῷ μᾶλλον εἶναι αἰσθητὴ ἡ ἀπουσία τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων τοῦ ἐξωτερικοῦ, —Ρώσσων, Ἀμερικανῶν, Ἰαπώνων, Μαύρων καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς, —οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὄπισθεν ἑαυτῶν πολυάριθμον ὀρθόδοξον ποίμνιον καὶ δεδοκιμασμένους κληρικοὺς καὶ θεολόγους.
Ἀπὸ τῆς ἄλλης πάλιν πλευρᾶς, αἱ νῦν ἀντιπροσωπεῖαι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐκπροσωποῦν καὶ παρουσιάζουν ὄντως τὴν ἁγίαν μαρτυρικὴν μεγάλην Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, μόνον εἰς τὸν Θεὸν γνωστά, ἑκατομμύρια ἐνδόξων μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεως. Ἐκ τῶν ὅσων δηλοῦν καὶ ὑπερασπίζουν οἱ "ἀντιπρόσωποι" τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὁσάκις ἐξέρχονται ἐκ τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως εἰς τὸν ὑπόλοιπον κόσμον, γίνεται φανερόν, ὅτι οὗτοι δὲν εἶναι φορεῖς καὶ ἑρμηνευταὶ τοῦ ἀληθοῦς πνεύματος καὶ στάσεως ὁλοκλήρου τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ πιστοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου της. Διότι, συνήθως προτιμοῦν τὰ τοῦ Καίσαρος ἔναντι τῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ —ὡς γνωρίζομεν οἱ ὀρθόδοξοι— τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἔχουν ὡς ἑξῆς: "Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις" (Πράξ. 5, 29).
Καὶ ἐπὶ πλέον, εἶναι ἄραγε καθόλου ὀρθὴ καὶ ὀρθόδοξος αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ "ἀντιπροσώπευσις" καὶ "παρουσία" τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως συνέβαινε μέχρι τοῦδε εἰς τὰς Πανορθοδόξους Διασκέψεις τῆς Ρόδου καὶ τῆς Γενεύης; Οἱ Κωνσταντινουπολῖται εἰσηγηταὶ καὶ πρτωταγωνισταὶ τῆς τοιαύτης ἀρχῆς τῆς "ἐκπροσωπήσεως" τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὰς Συνόδους, καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν ἀρχὴν ταύτην, ἡ ὁποία κατὰ τὴν θεωρίαν τῶν εἰσηγητῶν της εἶναι σύμφωνος πρὸς "τὸ σύστημα τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων" τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχουν, φαίνεται, λησμονήσει, ὅτι αὐτὴ εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν συνοδικὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν ἐν λόγῳ ἀρχὴν ἔχουν, δυστυχῶς, ἀσπασθῆ καὶ ὅλαι αἱ ἄλλαι ὀρθόδοξοι ἀντιπροσωπεῖαι, ἀφοῦ σιωπηρῶς ἢ κατόπιν ἁπλῶν, γυμναῖς ταῖς λέξεσιν, διαμαρτυριῶν ἀπεδέχθησαν τοιούτου εἴδους "ἀντιπροσώπευσιν" ζωντανῶν καὶ πολυπληθῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως εἰς τὰς περισσοτέρας περιπτώσεις δὲν ἔρχονται ὡς ἀντιπρόσωποι οἱ πραγματικοὶ ποιμένες καὶ Ἐπίσκοποι, καὶ τοιουτοτρόπως ἡ φωνὴ καὶ ἡ συνείδησίς των, ἡ μαρτυρία τῆς πίστεώς των καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ μαρτυρίου των, δὲν δύνανται νὰ ἀκουσθοῦν καὶ νὰ εἰσακουσθοῦν, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ τοιούτου εἴδους τῆς "ἀντιπροσωπεύσεως" καὶ τῆς τοιαύτης συνδέσεως τῶν "ἀντιπροσωπειῶν".
Ἐλησμονήθη, φαίνεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, κατὰ τὴν φύσιν της καὶ κατὰ τὴν ἀναλλοίωτον ἐκκλησιολογικοδογματικὴν ὑπόστασιν καὶ δομήν της, εἶναι ἐπισκοπικὴ καὶ ἐπισκοποκεντρική, ἀποτελοῦσα τοιουτοτρόπως πραγματικότητα χριστολογικήν. Διότι: ὁ Ἐπίσκοπος μετὰ τοῦ περὶ αὐτὸν πληρώματος τῶν πιστῶν εἶναι ἔκφρασις καὶ φανέρωσις τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον φανεροῦται τὰ μάλιστα εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν. Καὶ ἐπίσης: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική, Καθολικὴ καὶ Συνοδικὴ μόνον διὰ τῶν Ἐπισκόπων της ὡς κεφαλῶν ἢ προϊσταμένων τῶν πραγματικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, τῶν ἐπισκοπῶν. Τὰ δὲ ἱστορικῶς διαμορθωθέντα καὶ διὰ τοῦτο μεταβαλλόμενα καὶ τρεπτὰ σχήματα καὶ "συστήματα" τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: τὸ μητροπολιτικόν, τὸ ἀρχιεπισκοπικόν, τὸ πατριαρχικόν, τὸ πενταρχικόν, τὸ αὐτοκέφαλον, τὸ αὐτόνομον καὶ τἆλλα, καθ’ ὅσον ὑπῆρξαν καὶ καθ’ ὅσον θὰ ὑπάρξουν, δὲν ἔχουν καὶ δὲν δύνανται νὰ ἔχουν ὁριστικὴν καὶ ἀποφασιστικὴν σημασίαν εἰς τὸ συνοδικὸν σύστημα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐπὶ πλέον δέ, ταῦτα δύνανται ἐνίοτε νὰ καταντήσουν καὶ ἐμπόδιον εἰς τὴν ὁμαλὴν λειτουργίαν καὶ ἔκφρασιν τῆς καθολικότητος ἑκάστης Ἐκκλησίας καὶ τῆς συνοδικότητος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπόδιον δὲ γίνονται, ὅταν δι’ ἑαυτῶν συγκαλύπτουν, παραγκωνίζουν, ἀπωθοῦν εἰς δευτέραν μοῖραν ἢ ἀκόμη καὶ ὑποκαθιστοῦν τὸν ἐπισκοπικὸν χαρακτῆρα τῆς δομῆς καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἀναμφιβόλως, εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται μία τῶν βασικῶν διαφορῶν μεταξὺ τῆς ὀρθοδόξου καὶ τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας...
...Εἶναι ἆράγε ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι σήμερον εἰς θέσιν νὰ παρευρεθοῦν ἐλευθέρως καὶ ἀνεμποδίστως εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καί, πράγματι, παροῦσαι, νὰ συμμετάσχουν ἀκολούθως εἰς αὐτήν, χωρὶς νὰ ἐμποδίζωνται ἢ νὰ πιέζωνται ὑπό τινος; Καὶ εἶναι οἱ ἀντιπρόσωποι πολλῶν ἐξ αὐτῶν, ἰδίως δὲ τῶν ὑπὸ τὰ θεομάχα καθεστῶτα Ἐκκλησιῶν, ὄντως ἐλεύθεροι νὰ ἐκθέσουν καὶ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν ὀρθόδοξον στάσιν; Εἶναι εἰς θέσιν μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τοὺς μάρτυράς της, νὰ γίνῃ πιστὸς μάρτυς τοῦ σταυροῦ τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἔμπιστος φορεὺς τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς καθολικῆς καὶ συνοδικῆς συνειδήσεώς της;
Πρὸ τῆς συνελεύσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρέπει νὰ διερωτηθῶμεν: θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ λαλήσῃ εἰς αὐτὴν καὶ νὰ εἰσακουσθῇ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἑκατομμυρίων νεομαρτύρων, λευκανθέντων διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἀρνίου;
Ἡ ἱστορικὴ πεῖρα καὶ μακραίων πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ εἰς ἡμᾶς τὸ ἑξῆς: ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία ἦτο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἐκαλεῖτο ἕκαστον μέλος της νὰ μαρτυρήσῃ —καὶ μέχρις αἵματος, ἐφ’ ὅσον ἐχρειάζετο— τὴν ὅλην καὶ καθολικὴν Ἀλήθειάν της, καὶ οὐχὶ νὰ συζητῇ μερικὰ ἐπινοηθέντα θέματα, ἢ νὰ λύῃ ψευδεῖ τῷ τρόπῳ τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα, ἢ νὰ θέλῃ εἰς καταστάσεις θολὰς καὶ διὰ τοὺς ἄλλους δεσμευτικὰς νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πραγματοποίησιν τῶν φιλοδοξιῶν του.
Ἴσως πρέπει νὰ ὑπενθυμίσωμεν σήμερον καὶ νὰ κατανοήσωμεν, σὐν τοῖς ἄλλοις, τὸ ἑξῆς γεγονός: κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐγίνοντο Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, χωρὶς βεβαίως νὰ σημαίνῃ τοῦτο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐλειτούργει τότε καὶ δὲν ἀνέπνεε συνοδικῶς. Τοὐναντίον· ἡ περίοδος ἐκείνη τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεώς της ἦτο ἡ πλέον καρποφόρος καὶ δυναμική. Ὅτε δέ, κατόπιν τούτου, ἐπηκολούθησεν ἡ ἄλλη περίοδος καὶ συνῆλθεν ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τότε ἠδυνήθησαν νὰ προσέλθουν καὶ νὰ παραστοῦν εἰς αὐτὴν καὶ οἱ μάρτυρες ἐπίσκοποι φέροντες τὰ ἀκόμη νωπὰ τραύματα, τὰ στίγματα καὶ τοὺς μώπωπας τῶν διωγμῶν καὶ τῶν φυλακῶν, δεδοκιμασμένοι ἐν τῷ πυρὶ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐκεῖ, ἐνώπιον τῆς Συνόδου τῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν των καὶ ἐνώπιον ὅλης τῆς οἰκουμένης, νὰ δώσουν ἐλευθέρως τὴν μαρτυρίαν των περὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογοῦντες Αὐτὸν ὡς Θεὸν καὶ Κύριον καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων.
Θὰ καταστῇ δυνατὴ καὶ τώρα, κατὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν τῆς ἱστορίας, ἡ παρουσία καὶ ἡ ἐκδήλωσις τοῦ αὐτοῦ μαρτυρικοῦ πνεύματος εἰς τὴν ἑτοιμαζομένην Σύνοδον; Θὰ δυνηθοῦν δηλαδὴ καὶ οἱ παρόμοιοι πρὸς ἐκείνους μαρτυρικοὶ Ἐπίσκοποι τῆς ἐποχῆς μας νὰ καρπωθοῦν ἐλευθέραν συμμετοχὴν καὶ ἐλεύθερον λόγον εἰς τὴν Σύνοδον, ὥστε νὰ σκέπτηται αὕτη καὶ νὰ φρονῇ ὄντως ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ ἀποφασίζῃ τῷ ὄντι κατὰ Θεὸν καὶ οὐχὶ κατὰ ἄνθρωπον; Ἢ μήπως θὰ "ἀντιπροσωπευθοῦν" ἁπλῶς ὑπὸ τῶν διωρισμένων "ἀντιπροσωπειῶν", καὶ τὸν κύριον λόγον θὰ ἔχουν ἀκριβῶς οἱ μὴ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς ἐπιδράσεις τοῦ κόσμου καὶ τοῦ αἰῶνος τούτου;...
Ἂς μνημονεύσωμεν σχετικῶς καὶ τοὺς Ἐπισκόπους ἐκείνους ἐκ Ρωσίας καὶ ἐξ ἄλλων ἀθεϊστικοκρατουμένων χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἢ δὲν θὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα ἐλευθέρως νὰ συμμετέχουν, νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἀποφασίζουν εἰς τὴν Σύνοδον, ἢ δὲν θὰ δυνηθοῦν κἂν νὰ ἐξέλθουν ἐκ τῆς χώρας των καὶ νὰ παραστοῦν εἰς τὴν Σύνοδον. Τί δὲ πρέπει νὰ εἴπωμεν περὶ τῆς δυνατότητος νὰ προετοιμασθοῦν καταλλήλως, ὑπὸ ἀνωμάλους συνθήκας, τόσον αὐτοί, ὅσον καὶ αἱ Ἐπισκοπαὶ καὶ Ἐκκλησίαι των, δι ἓν τόσο μέγα καὶ σπουδαῖον γεγονὸς ὅπως εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος;
Δὲν εἶναι λοιπὸν ὅλα αὐτὰ ἐπαρκὴς ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον, ὅτι εἰς τὴν ἑτοιμαζομένην Σύνοδον δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ ὁμιλήσῃ καὶ νὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος (ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτὸς ὁ λαὸς καὶ οἱ πραγματικοὶ ποιμένες του  "ἀντιπροσωπεύονται" ὑπὸ ἄλλων), ἀλλ’ ὅτι θὰ ἐμποδισθῇ τὸ πλήρωμα καὶ θὰ ἀποκλεισθῇ, ὅπως ἀπεκλείσθη καὶ ἀπηγορεύθη, κατὰ τὴν Γενικὴν Συνέλευσιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Ναϊρόμπυ, ἡ παρουσία καὶ ἡ μαρτυρία ἑνὸς ἐξαιρέτου φορέως καὶ μάρτυρος αὐτῆς τῆς συνειδήσεώς του (ἐννοῶ τὸν Σολζενίτσιν);
Ἐνταῦθα ἀφήνω κατὰ μέρος καὶ ἓν ἄλλο ἐρώτημα, τὸ ἐρώτημα δηλαδή, κατὰ πόσον εἶναι καθόλου ὀρθὸν καὶ εὐαγγελικόν, καθ’ ἣν στιγμὴν αἴρεται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ ἡ εἰς Αὐτὸν πίστις ἐπὶ σταυρόν, μεγαλύτερον καὶ φοβερώτερον ὅλων τῶν προηγουμένων εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μαθηταί Του νὰ συνέρχωνται εἰς "Συνόδους" διὰ νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα "τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων" καὶ πρῶτος (Λουκ. κβ΄ 24)· καθ’ ἣν στιγμὴν ζητεῖ ὁ Σατανᾶς οὐχὶ μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, καὶ ἀπειλεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ὅλην ἡ αὐτοκαταστροφή, οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ μεριμνοῦν περὶ τῶν αὐτῶν προβλημάτων, —καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον,— περὶ τῶν ὁποίων μεριμνοῦν αἱ σύγχρονοι ἀντιχριστιανικαὶ ἰδεολογίαι, αἱ πωλοῦσαι τὸν Ἄρτον τῆς ζωῆς ἀντὶ πινακίου φακῆς!
Ἔχων ὐπ’ ὄψιν μου πάντα τὰ προαναφερθέντα δεδομένα καὶ καὶ συνειδητοποιῶν καὶ συναισθανόμενος μετ’ ὀδύνης ψυχικῆς ὅλα τὰ ἀνωτέρω προβλήματα, κυρίως ὅμως τὴν σύγχρονον κατάστασιν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γενικῶς καὶ εἰς τὴν Σερβικὴν Ἐκκλησίαν εἰδικῶς (ὁμοίως πρὸς τὰς ἄλλας ἐμπερίστατον καὶ χειμαζομένην, ὁμοίως ἔχουσαν πολλὰς ἀδυναμίας καὶ πνευματικὰς πληγάς, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ δύο μέγισται καὶ μέχρι στιγμῆς ἀθεράπευτοι εἶναι τὰ δύο μεγάλα σχίσματα: τὸ μακεδονικὸν σχίσμα ἐν Νοτίῳ Σερβίᾳ καὶ τὸ ἄλλο ἐν Ἀμερικῇ, μεταξὺ τῶν Σέρβων τῆς Διασπορᾶς)· πρὸς τούτοις δὲ ἔχων ὑπ'  ὄψιν μου τὴν κατάστασιν εἰς τὸν κόσμον ἐν γένει, ἡ ὁποία κατάστασις εἰς οὐδὲν οὐσιαστικὸν ἔχει ἀλλάξει ἀπὸ τοῦ χρόνου τοῦ πρώτου ἐκείνου ὑπομνήματός μου πρὸς τὴν Ἁγίαν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας (κατὰ Μάϊον τοῦ ἔτους 1971), ἀπευθύνομαι καὶ πάλιν, κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τῆς συνειδήσεώς μου, διὰ ταύτης τῆς παρακλήσεώς μου καὶ τῆς υἱϊκῆς ἐν προσευχῇ κραυγῆς μου, πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν (τῆς Σερβίας):
ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἀπόσχῃ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν προπαρασκευὴν μιᾶς κατ’ ὄνομα "Οἰκουμενικῆς" Συνόδου, ὅλως δὲ ἰδιατέρως τῆς ἐν αὐτῇ συμμετοχῆς, ἐὰν τελικῶς συνέλθη αὕτη.
Διότι, ἐὰν "προπαρασκευασθῇ" κατὰ τὸν περιγραφέντα τρόπον καὶ συνέλθη αὔριον ἢ μεθαύριον, ὃ μὴ γένοιτο, μία τοιαύτη Σύνοδος, ἓν μόνον ἀποτέλεσμα δυνάμεθα νὰ ἀναμένωμεν ἐξ  αὐτῆς: σχίσματα, ἢ καὶ αἱρέσεις, καὶ ὁπωσδήποτε ἀπώλειαν πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν. Θεωρουμένη δὲ ἐκ τῆς ἱστορικῆς ἀποστολικο-πατερικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τοιαύτη Σύνοδος, ἀντὶ θεραπείας τῶν ἤδη ὑφισταμένων δεινῶν, θὰ ἀνοίξῃ καὶ νέας πληγὰς καὶ τραύματα ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦσα εἰς αὐτὴν νέα προβλήματα καὶ νέας ταλαιπωρίας.
Ἐξαιτούμενος τὰς ἀποστολικὰς εὐχὰς τῶν Πατέρων τῆς Ἁγίας Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, διατελῶ
ὁ ἀνάξιος ἀρχιμανδρίτης ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ,
πνευματικὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τσέλιε.

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Τσέλιε

(Βάλιεβο Σερβίας, Γιουγκοσλαβία),

Κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν παραμονῶν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου 1977.
(Ἀπὸ τὸν "Ὀρθόδοξο Τύπος", 1978, φ. 303, και 304).
            
     Τὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα τοῦ "Ὀρθοδόξου Τύπου":

3 σχόλια:

  1. Διαβαζω στο http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=530
    Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενισμός (Αρχ. Ιουστίνος Πόποβιτς (+1979))
    ".....2. Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι' αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα αγία Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.
    Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα αγία Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.
    Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην inter-communio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κ ο ι ν ω ν ί α (πρβλ. Α΄ Κορ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. 13, 13. Εβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ιω. 1, 3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ' εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.
    Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια»΄ επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
    Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ' αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β' Κορ. 6, 14).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον» αλλά δίνει σ' αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι' Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β' Ιω. 1, 10).
    Ο Κανόνας ΜΕ' των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω΄ ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ' της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;
    Ο Κανόνας ΞΔ' των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.
    Ο Κανόνας Μς' των αγίων Αποστόλων:«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλά το ίδιο το Σώμα του Κυρίου θεωμένο... Δια μέσου αυτού καθοριζόμενοι ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)... Και ονομάζεται μετάληψη΄ γιατί δια μέσου αυτής μεταλαμβάνουμε την Θεότητα του Ιησού. Κοινωνία δε ονομάζεται και είναι αληθινά, επειδή δια μέσου αυτής κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε τη σάρκα Του και τη Θεότητά Του. Δια μέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί επειδή μεταλαμβάνουμε από έναν άρτο, όλοι είμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα, και γινόμαστε μέλη ο ένας του άλλου, αποτελώντας ένα σώμα (σύσσωμοι) του Χριστού. Γι' αυτό λοιπόν, ας φυλαχτούμε με κάθε τρόπο να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να τους δίνουμε. Μη δίνετε τα άγια στους σκύλους, λέγει ο Κύριος, ούτε να ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην (αιρετική) κακοδοξία και συνεπώς και στην καταδίκη τους. Γιατί εάν βέβαια η θεία μετάληψη είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με τη θέληση μας και με όλους που μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αυτή η ένωση γίνεται με τη θέλησή μας και όχι χωρίς τη γνώμη μας. Γιατί όλοι ένα σώμα είμαστε, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όπως λέγει ο θείος Απόστολος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153. Πρεβ. Α΄ Κορ. 10, 17).
    Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών (άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σ' όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το να κοινωνεί κανείς από αιρετικό ή ολοφάνερα διαβεβλημένο ως προς τον βίο του, τον αποξενώνει από τον Θεό και τον εξοικειώνει με τον διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα με τον ίδιο ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι' αυτό, «Όπως λοιπόν o θείος άρτος, όταν μετέχουν σ’ αυτόν οι Ορθόδοξοι, όλους όσους μετέχουν τους κάνει να αποτελούν ένα σώμα’ έτσι ακριβώς και o αιρετικός (άρτος), καθιστώντας μεταξύ τους κοινωνούς αυτούς που μετέχουν απ' αυτόν, τους εμφανίζει ένα σώμα αντίθετο στον Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).

    Επί πλέον «Η κοινωνία που δίνεται από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά

    φαρμάκι (=δηλητήριο), που δεν βλάπτει το σώμα αλλά που μαυρίζει και σκοτίζει την

    ψυχή» (Ρ.G. 99, c.1189C)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου