ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ,
ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ
ΜΕΛΕΤΗ
της Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ
π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Αποτειχισι:
Ωστε παππουληδες, χαρακτηριζετε τον ΑΚΑΘΑΙΡΕΤΟ ιερομοναχο Ευθυμιο Τρικαμηνα, "οσιολογιωτατο μοναχο" και δεν ντρεπεστε;
Ετσι βλεπετε τους "αφορισμους και τις καθαιρεσεις" των ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΩΝ;
Ως κανονικες;
Και που το στηριζετε αυτο;
Σε ποιον Ιερο Κανονα, ω σοφολογιωτατοι;
Στους κανονες του Αννα και του Καϊαφα, στους Αρχιερεις της Αισχυνης, ή στους κανονες του Κυκλωπα;
Λιγη ντροπη, παππουληδες, δεν βλαπτει.
Και αν συνεχισετε με το ιδιο αντορθοδοξο στυλ και ηθος, θα μεινετε στην ιστορια ως ...παππουληδες και τιποτα περισσοτερο.
=====================
Δ΄ Μέρος
Στή συνέχεια θά ἀναφερθῶ καί στό κύριο μέρος τῆς κριτικῆς σας μελέτης. Ἐδῶ ἔχω, πατέρες, νά σᾶς ἐπισημάνω ἀδελφικά ἕνα μεγάλο ἑρμηνευτικό λάθος, τό ὁποῖο θέλω νά πιστεύω ὅτι ἐκάνατε ἠθελημένα, ἐπειδή δηλαδή σᾶς ἐξυπηρετοῦσε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τήν ὁποία καινοτομώντας θέλετε νά ἐπιβάλλετε. Διότι, ἄν τό ἐκάνατε τό ἑρμηνευτικό αὐτό λάθος χωρίς νά τό γνωρίζετε, τότε λυπᾶμαι ὅλους ἐκείνους πού θά στηριχθοῦν ἐπάνω σας, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι εἶστε ὑπεύθυνοι στό ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφεῖο τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Τό λάθος αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία πού δίδετε στό πατερικό λόγιο «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Γράφετε λοιπόν στήν σελίδα 3 τά ἑξῆς:
Θέλω ἐπιπροσθέτως νά ἐπισημάνω τό θέμα πού θίγετε εἰς τό σημεῖο αὐτό, τῆς ὑπερβάσεως δηλαδή τοῦ ὑπό ἐξέτασιν Κανόνος. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Ἐπίσης εἶναι ἄστοχη ἡ θέση ὅτι τά παραδείγματα τῶν παραπάνω Ἁγίων ἀποτελοῦν ὄχι ἁπλῶς ἐφαρμογή, ἀλλά καί «ὑπέρβαση καί αὐτοῦ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου» (σελ. 38). Ἡ ἔννοια τῆς ὑπερβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἐπινόησις τοῦ π. Εὐθυμίου, διότι πουθενά σέ κανένα Κανόνα δέν υἱοθετεῖται καί ἑπομένως εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε ὑπέρβασις κινδυνεύει νά καταντήσει παράβασις ἀπό ὑπερβολικό, μή κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο, διότι ὁ διάβολος γνωρίζει νά πλανᾶ τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνον ἀπό τά ἀριστερά, ἀλλά καί ἀπό τά δεξιά».
Ἐδῶ πατέρες, ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἡ ὑπέρβασις τῶν ἱερῶν Κανόνων εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς αὐτό ὅμως τό συμπέρασμα, κατά τήν γνώμη μου, δύναται νά καταλήξη, μόνον ὅποιος δέν ἔχει μελετήσει κανένα ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων. Διότι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων μας εἶναι μία διαρκής καί συνεχής ὑπέρβασις τῶν ἱερῶν Κανόνων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ὅ,τι δέ νομοθετοῦν οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι μέσα στά ὅρια καί τίς δυνατότητες τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Θά ἀναφέρω κάποια ἐλάχιστα παραδείγματα διά νά κατανοήσωμε, ὡς ἀπό τοῦ ὄνυχος τόν λέοντα.
Οἱ ἱεροί Κανόνες νομοθετοῦν νά τηροῦμε τίς καθιερωμένες νηστεῖες, Τετάρτης, Παρασκευῆς, Σαρακοστῶν καί ὡς ἐπιτίμια πολλές φορές γιά διάφορα ἁμαρτήματα (π.χ. οἱ Κανόνες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ), θέτουν νηστεῖες καί ξηροφαγίες κατά τίς καταλυσίμους περιόδους, γονυκλισίες κλπ. Οἱ Ἅγιοι ὅμως βλέπομε, ὑπερβαίνοντες τά ὅρια αὐτά τῶν Κανόνων καί χωρίς νά ἐκτελοῦν κάποιο ἐπιτίμιο, ἀλλά ἁπλῶς γιά νά καταπολεμήσουν τά πάθη των, ἐνήστευον μέ τελεία ἀφαγία (ἀσιτεία) γιά πολλές ἡμέρες καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια ὁλόκληρης τῆς ζωῆς των. Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ τόν ὕπνο των, ὅταν ἐκοιμῶντο εἴτε ἀκουμπισμένοι κάπου, εἴτε ὄρθιοι δεμένοι μέ κάποια σχοινιά, τόσο, ὅπως γράφουν τά συναξάρια των, ὅσο ἐχρειάζετο ὁ ἐγκέφαλος γιά νά μή διασαλευθῆ.
Οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπίσης νομοθετοῦν νά μήν περιφέρωνται οἱ μοναχοί ἄσκοπα ἀπό τόπον εἰς τόπον, χωρίς δηλαδή νά ὑπάρχη ἀνάγκη (π.χ. οἱ Κανόνες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς). Ἔχουμε ὅμως πολλούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἔγκλειστοι καθ’ ὅλον τους τόν βίο, ὥστε οὔτε γιά οἱαδήποτε ἀνάγκη (ὅπως ἀσθένεια κλπ.) ἐξήρχοντο τῆς μονῆς ἤ τοῦ κελίου των. Ὑπάρχει ἐπίσης στά συναξάρια πλῆθος Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν αὐτόκλητοι μάρτυρες, δηλαδή παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν δημίων καί ὁμολόγησαν τόν Χριστόν Θεόν ἀληθινόν, χωρίς νά τούς συλλάβουν. Οἱ Κανόνες ἁπλῶς βάζουν ἐπιτίμια εἰς αὐτούς πού θά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, ἀφοῦ τούς συλλάβουν οἱ εἰδωλολάτρες ἤ οἱ αἱρετικοί, οὐδόλως ὅμως ἀπαιτοῦν ἤ ἔστω ὑπονοοῦν τήν ἐκούσιο προσαγωγή τῶν Ἁγίων στούς δημίους.
Οἱ ἱεροί Κανόνες ἀκόμη ἀπαιτοῦν δι’ αὐτούς πού θά αὐτοκτονήσουν καί ἔχουν σώας τάς φρένας των, νά μήν ἐπιτελοῦμε τίποτε ἐκκλησιαστικό (μνημόσυνα, λειτουργίες, τρισάγια) ὑπέρ ἀναπαύσεώς των (ΙΔ΄ Τιμοθέου Ἀλεξανδρ.). Ἔχουμε λοιπόν Ἁγίες, οἱ ὁποῖες ἔπεσαν καί ἐγκρεμίστηκαν ἤ ἐπνίγηκαν ἐκουσίως καί μέ σώας τά φρένας των, διά νά μήν ἀτιμασθοῦν ἀπό αὐτούς πού τίς συνέλαβον (π.χ. ἁγ. Πελαγία ἡ παρθένος πού ἑορτάζει στίς 8/10, οἱ Ἁγίες Δομνίκη, Βερίνη καί Προσδόκη πού ἑορτάζονται στίς 4/10 κλπ.).
Ἀπό ὅλα αὐτά πού ἀνέφερα γίνεται νομίζω κατανοητό ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσθε: «Ἡ ἔννοια τῆς ὑπερβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἐπινόησις τοῦ π. Εὐθυμίου, διότι πουθενά σέ κανένα Κανόνα δέν υἱοθετεῖται καί ἑπομένως εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι προφανῶς λάθος, διότι τά διαψεύδουν οἱ βίοι ὅλων τῶν Ἁγίων. Κατ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν τρόπο ἀνέφερα ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοί, τῆς πρώτης περιόδου δηλαδή τῆς εἰκονομαχίας, ὑπερέβησαν τόν Κανόνα, διότι οὐδαμοῦ ἀναφέρεται ὅτι ἐστηρίχθηκαν στίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, ἀλλά μόνον στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί δέν ἀνέμεναν διαγνώσεις διά νά ἀποτειχισθοῦν.
Ἀλλά κι ἔτσι, ὅπως τά λέτε, πατέρες, νά ἦσαν τά πράγματα καί ἡ αἵρεσις νά ἦταν κατεγνωσμένη, σέ ποιόν Κανόνα ἐστηρίχθηκαν οἱ Ἅγιοι αὐτοί γιά νά ἀποτειχισθοῦν, τήν στιγμή πού ὁ Κανόνας αὐτός τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐθεσπίσθη μετά ἀπό ἑκατό καί πλέον ἔτη; Δηλαδή οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἔκαναν ὑπέρβασι ὅλων τῶν Κανόνων ἤ ἦταν Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας νά ἀποτειχίζωνται ἀνέκαθεν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς αἱρετικούς; Καί γιατί ἐσεῖς σήμερα ἐρευνᾶτε ἄν ἦταν ἤ ὄχι κατεγνωσμένη αἵρεσις, τήν στιγμή πού δέν ὑπῆρχε ὁ Κανόνας περί ἀποτειχίσεως, καί δέν στέκεσθε στήν οὐσία τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὁποία εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό ποιμένα, τόν ὁποῖο ὀνομάζουν λύκο καί φαρμακερό φίδι; Προφανῶς θέλετε ὅλα, δηλαδή ἁγ. Γραφή καί ἁγ. Πατέρες νά τά ἐντάξετε καί νά τά στρατολογήσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία πού δίδετε ἐσεῖς εἰς τόν Κανόνα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἀπραξία καί στήν συνοδοιπορία μετά τῆς αἱρέσεως.
Αὐτό ἀποδεικνύεται μέ τήν στάσι σας στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἀφ’ ἑνός μέν ἀναμένετε νά καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἔχετε καταδικασμένη καί τήν ὀνομάζετε παναίρεσι, συγγράφετε δέ κείμενα καί βιβλία δι’ αὐτήν τήν παναίρεσι, ἐνῶ παράλληλα συνοδοιπορεῖτε ἐκκλησιαστικά μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀναγνωρίζετε τούς λύκους ὡς ποιμένες. Ὁ Μητροπολίτης σας (παραδόξως) ἀπό τή μιά τούς ἀναθεματίζει ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως τούς ἀναγνωρίζει καί τούς ἐκθειάζει εὐκαίρως ἀκαίρως κλπ. Ὅλα αὐτά προφανῶς δέν ἐντάσσονται στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀλλά σέ μία παράδοσι ἰδική σας, στά μέτρα σας, τελείως προσωπική καί ἰδιότυπη.
Στή σελ. 9 γράφετε τά ἑξῆς ἄξια σχολιασμοῦ: «Στήν ἑπομένη παράγραφο (σελ. 28) πολύ σωστά διατυπώνει ὅτι “ἡ ἔκφρασις ‘κατεγνωσμένη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων’ δέν περιθωριοποιεῖ τήν Ἁγία Γραφή οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία της, ἀλλά σημαίνει τό ἐπιπλέον”. Καί ὄχι μόνο σημαίνει τό ἐπιπλέον, ἀλλά σημαίνει ἐπίσης καί τό ἀντίστροφο. Ὅτι δηλαδή οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή περιθωριοποιεῖ ἤ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία τοῦ Κανόνος. Ἑπομένως, ἡ ἔκφραση, πού διατυπώνει “ἄν ὑπάρξει αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν Ἁγία Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς φορεῖς της, χωρίς νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες ἤ τίς Συνόδους” (σελ. 28), εἶναι ἄστοχη καί λανθασμένη. Ἐδῶ ὁ π. Εὐθύμιος ἐπικαλεῖται τήν Ἁγία Γραφή καί μάλιστα τήν ὑπερτέρα αὐθεντία της σέ σχέση μέ τόν Ἱερό Κανόνα, γιά νά περιθωριοποιήσει τόν ἐν λόγῳ Κανόνα. Τό ὅτι μία αἵρεση ἀντιστρατεύεται τήν Ἁγία Γραφή, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι δέν ἔχουν λόγο καί ρόλο. Ἀπεναντίας σημαίνει ὅτι καλοῦνται προπάντων τώρα νά παίξουν κυρίαρχο ρόλο στήν διάγνωση καί ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν ἁρμόδιοι, λόγῳ τοῦ θείου φωτισμοῦ, τόν ὁποῖον διαθέτουν, νά διακρίνουν μέ ἀσφάλεια, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ αἵρεση ἀντιστρατεύεται τήν Ἁγία Γραφή ἤ κάποια ἐντολή της καί νά προχωρήσουν στή συνέχεια στήν καταδίκη της».
Ἐδῶ πατέρες, μᾶλλον δέν κατανοήσατε τί ἐννοῶ μέ τό «ἐπί πλέον» καί δι’ αὐτό προφανῶς γράφετε ὅτι «πολύ σωστά διατυπώνει». Ἄν τό κατανοούσατε, μᾶλλον θά ἐλέγατε ὅτι λανθασμένως τά διατυπώνω. Χρησιμοποιώντας ὅμως πάλι, τά γυαλιά τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί ὄχι τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τελικά καταλήγετε εἰς τό ὅτι καί δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις τῆς ἁγ. Γραφῆς νά ὑπάρξη, πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι ἔχουν τόν λόγο.
Δέν μᾶς διευκρινίζετε ὅμως, τί γίνεται, ὅταν αὐτοί οἱ συγκεκριμένοι γιά σᾶς «ἅγιοι» Πατέρες, δέν διαθέτουν τόν θεῖο φωτισμό καί ὄχι μόνον δέν ἐξασκοῦν τόν ρόλο τους, ἀλλά ἀπεναντίας συντάσσονται μέ τήν αἵρεσι, τήν προωθοῦν καί τήν ἀποδέχονται πλήρως. Τότε προφανῶς οἱ πιστοί, ἀκολουθώντας τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀναμένουν πότε θά συνέλθουν οἱ Πατέρες καί ἡ Σύνοδος, ἐνῶ μέχρι τότε βεβαίως ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι καί ἀναγνωρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς ποιμένας των.
Τό «ἐπί πλέον» λοιπόν τό ἀναφέρω ἐννοώντας ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὑπάρξη δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις τῆς ἁγ. Γραφῆς, ἡ καταδίκη τῆς αἱρέσεως αὐτῆς ἀπό τή Σύνοδο εἶναι κάτι τό «ἐπί πλέον», ἐφ’ ὅσον ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή μᾶς διδάσκει νά ἀπομακρυνώμεθα καί νά ἀναθεματίζωμε κάθε ἕναν πού διδάσκει κάτι ἀντίθετο, ὄχι μόνον Ἐπίσκοπος, ἀλλά καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἄν εἶναι αὐτός.
Ἐσεῖς τώρα, πατέρες, διδάσκετε ἀντίθετα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, ἐφ’ ὅσον υἱοθετεῖτε τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας συνοδικῶς καί τήν μέχρι τότε ἀναμονή μας. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια, ἐπί παραδείγματι, γιά τόν Αὐστραλίας Στυλιανό, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο, καί ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἕνα μεγάλο παραμύθι, καί ὁ Χριστός δέν ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀναμάρτητος, ἀλλὰ κατέκτησε τὴν ἀναμαρτησία ὀλίγον κατ' ὀλίγον, μέ ἀγῶνες καί θυσίες, πρέπει νά γίνη διάγνωσις ἀπό τούς εἰδικούς γιά νά διαπιστωθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά ἰδοῦμε τί θά κάνωμε, ἄν δηλαδή ὅπως ἰσχυρίζεσθε, θά τοῦ κάνωμε ὑπακοή ἤ ὄχι.
Συνεχιζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου