ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ
του Αιδεσ. π. Γεώργιου Μεταλληνού
Η Ἐκκλησιαστική Λατρεία εἶναι ἑορτάσιμη στό ἦθος της.
Κάθε μέρα εἶναι γιά τήν
Ἐκκλησία «πανήγυρις», ἑορτή, διότι οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων ἐπιβεβαιώνουν τή νίκη
τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν κόσμο (Ἰω. 16. 33).
Ἡ ἄσκηση, ἐξ ἄλλου, προοδοποιεῖ την εἴσοδο στήν ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, στήν πνευματική πανήγυρή της.
Εἶναι ἡ προετοιμασία
γιά τή μετοχή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στήν «καινήν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5. 17), πού ἀποκαλύπτεται στή λατρεία.
Ὅπως σημειώνει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος, «τό ζητούμενον ἐνταῦθα (=στή λατρεία) ψυχή
νήφουσα, διεγηγερμένη διάνοια, καρδία κατανενυγμένη, λογισμός ἐρρωμένος.
συνειδός κεκαθαρμένον».
Ἡ ἄσκηση ἐπιδιώκει, μέ τήν «ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ταπείνωση, τήν ἀπάθεια, τή νηστεία καί τή συνεχή λατρευτική πράξη, νά μεταβάλει τή ζωή σέ «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. 12, 1), γιά νά βρεῖ τελικά ἡ ζωή τήν πρωταρχική της ὡραιότητα καί γνησιότητα.
Ἡ ἄσκηση τῶν πιστῶν βρίσκει στή λατρεία μιάν ὄαση πνευματική, πού ἀναπαύει τή σκληρή ἀσκητική πράξη.
Ἐξ ἄλλου, αὐτό πού γίνεται ὁ ἄνθρωπος μέ την ἄσκηση του, διά τῆς λατρείας, καί μάλιστα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκκλησιοποιεῖται ἐντάσσεται δηλαδή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, την Ἐκκλησία καί τό ἀτομικό γεγονός γίνεται συλλογικό, δηλαδή ἐκκλησιαστικό.
Ἡ Λατρεία ἐν-Χριστώνει ὅλη τή ζωή τοῦ μοναχοῦ, ἀλλά καί κάθε πιστοῦ.
Ἡ ἄσκηση παρέχει τή δυνατότητα γιά τήν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ ἀκάθαρτος ἀπό τά πάθη ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑμνήσει καί δοξάσει ἀληθινά τον Θεό.
Ἄς θυμηθοῦμε τόν πασχάλιο ὕμνο: «Καί ἡμᾶς τούς εὐσεβεῖς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σέ δοξάζειν».
Ἡ «καθαρᾷ
καρδίᾳ» εἶναι τό σκοπούμενο στήν χριστιανική ἄσκηση (πρβλ. Ψαλμ. 50, 12: «καρδίαν
καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός...»).
Μόνον «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος
νά δεῖ τόν Θεό (Ματθ. 5, 8), νά φθάσει δηλαδή στόν ἀπόλυτο σκοπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ὑπάρξεως.
Αὐτό ἀκριβῶς ἐκφράζει καί ὁ λόγος τοῦ ἱ. Δαμασκηνοῦ στον πασχάλιο κανόνα του: «Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις, καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς ἀναστάσεως Χριστόν ἐξαστράπτοντα...».
Ἡ λατρεία ὁδηγεῖ στή θέωση, ὅταν ὅμως ὑπάρχει ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας καί τῶν αἰσθήσεων.
Ἄν ἡ λατρεία, συνεπῶς, εἶναι ἡ εἴσοδος στήν οὐράνια βασιλεία, ἡ
ἄσκηση εἶναι ἡ ὁδός πρός αὐτήν.
Ἡ λατρεία καθορίζει καί ἀποκαλύπτει τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως μας· ἡ ἄσκηση συμβάλλει στήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ.
Μέ την ἄσκηση, ὡς μόνιμο τρόπο ζωῆς γιά κάθε χριστιανό, ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ μεταμορφώνεται σέ λατρεία τοῦ Θεοῦ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ*» (Ἰω. 4. 23).
Διότι ὁ ἀσκούμενος χριστιανός μεταβάλλεται ὁλόκληρος σέ «ναό τοῦ Θεοῦ», στόν ὁποῖο ἱερουργεῖται τό μυστήριο τῆς σωτηρίας.
Ἀλλά ὅπως
οἱ προσευχόμενοι καρδιακά στήν Κόρινθο (Α’ Κορ. 5. 19), μολονότι εἶχαν τήν «ἀδιάλειπτη προσευχή» (Α’ Θεσσ. 5, 18)
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τους, μετεῖχαν καί τῆς συνάξεως ὅλου τοῦ
σώματος, ἔτσι καί ὁ τελειούμενος στήν ἄσκηση μετέχει στή σύναξη καί λατρεία τοῦ σώματος, ἐκκλησιοποιῶντας τά χαρίσματά
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου