Κυριακή 6 Μαΐου 2012



Η ρίζα του κακού 



του Μοναδικού μας Αυγουστίνου



«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Ευχαριστώ αγαπητοί μου Χριστιανοί, άντρες και γυναίκες και μικρά παιδιά, ευχαριστώ τον μεγαλοδύναμο Θεό και τον άγιον Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, που με αξίωσε σήμερα να κηρύξω εις τον όμορφον αυτό ναό, στην ωραία αυτή εκκλησία, που τη έκτισε η πτωχιά αυτή συνοικία, που είναι πτωχιά βέβαια αλλά είναι πλούσια εις αισθήματα αγάπης προς τον Θεόν. Θα σας παρακαλέσω να δώσετε προσοχή. Τα λόγια θα είναι απλά, σύντομα. 
Υπήρχε, αγαπητοί μου, εποχή, που οι άνθρωποι δεν ήξεραν γράμματα πολλά, δεν είχαν σχολειά, ακαδημίες, πανεπιστήμια, υπήρχε εποχή που υπήρχαν άνθρωποι επάνω στα βουνά και στα λαγκάδια της πατρίδος μας, που δεν ήξεραν να βάλουν υπογραφή. Αλλά, τι με τούτο; Ήταν άγιοι άνθρωποι. Άξιζαν παραπάνω, κάτι τέτοιοι που υπήρχαν στην πατρίδα μας, κάτι τσοπαναραίοι, βοσκοί αγράμματοι, άξιζαν παραπάνω από χιλιάδες επιστήμονες με κοτζάμ διπλώματα. Υπήρχε λέγω εποχή που δεν ήξεραν γράμματα, οι παππούδες μας, αλλά είχανε τη σοφία, την πραγματική σοφία. Γιατί αδελφοί μου, ποια είναι η πραγματική σοφία; Είναι τα διπλώματα και τα γράμματα και τα πανεπιστήμια; Δεν τα περιφρονούμε αυτά τα πράγματα, κάθε άλλο!  Ο Θεός έδωκε τα γράμματα και το μυαλό. Αλλά παραπάνω από τα γράμματα και από τις επιστήμες και τα διπλώματα είναι κάτι άλλο που ζυγίζει περισσότερο στη ζυγαριά του Θεού. Κι’ εκείνο που ζυγίζει περισσότερο από τα γράμματα είναι η καρδιά, εκείνο που ζυγίζει περισσότερο από την επιστήμη είναι ο φόβος του Θεού. 



Στα παλιά σχολειά είχανε γραμμένα επάνω ότι «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Εφοβούντο οι άνθρωποι τον Θεόν. Εφοβούντο τ΄ όνομά Του το Άγιον, εφοβούντο τας αγίας Του εντολάς, εφοβούντο τα μικρά παιδιά η γιαγιά η αγράμματος έλεγε: «Μη, παιδάκι μου», δεν τολμούσε μικρό παιδί να πει ψέμμα, δεν τολμούσε να πει κακό λόγο, δεν τολμούσε να βλαστημήσει, γιατί κάρβουνο στη γλώσσα, και κάθε άλλη τιμωρία, και έτρεμαν τα μικρά παιδιά, κι ήταν αγγελούδια  μεσ’ στους δρόμους και ευλογία του Θεού εφτερούγιζε στην πατρίδα μας!



Τώρα; Αθεοφοβία! Αθεοφοβία! Πού; Παντού! Και στο σπίτι, και στο δρόμο κι΄ εδώ μέσ’ στην εκκλησία! Από την ώρα που μπήκα στην εκκλησιά, δεν ησύχασαν! Με νεύματα τους λέγω: «καθήστε φρόνιμα». Τίποτα! Λες κι΄ ήταν λαχαναγορά λες κι ήταν το σπίτι τους λες κι ήταν η αγορά τα παιδιά (στο ιερό)! Ποιον να κατηγορήσω; Τον παπά; Τον εαυτό μου; Τους δασκάλους; Τους γονείς; Την κοινωνία; Το θέατρο; Τον κινηματογράφο; Που καταντήσανε τα παιδιά να γελάνε μπροστά στην αγία Τράπεζα, μπροστά που τρέμουν οι άγγελοι! Θα πέσει φωτιά να μας κάψει, χριστιανοί μου, γιατί τέλος πάντων αμαρτάνομε όλη την εβδομάδα, να αμαρτάνωμε κι εδώ μεσ’ στην εκκλησιά του Θεού;
Λοιπόν, αθεοφοβία! Δεν υπάρχει πλέον ο φόβος του Θεού. 
Και έτσι, όχι μόνο μικρά αμαρτήματα, τα μικρά αμαρτήματα, αλλά και μεγάλα αμαρτήματα, αμαρτήματα που τα άκουαν άλλοτε, ο κόσμος,  και ανετρίχιαζε! Αμαρτήματα τρομερά! 



Αμαρτήματα όπως είναι η μοιχεία, όπως είναι η πορνεία, όπως είναι η απιστία στα αντρόγυνα, όπως είναι αμαρτήματα σαρκικά στις σχέσεις των ανθρώπων, τέτοια αμαρτήματα που προκαλούσαν άλλοτε την φρίκην και τον αναστεναγμόν και τα δάκρυα, τώρα πια τα αμαρτήματα αυτά είναι … «πρόοδος»! Όποιος νέος δεν τα κάνει, όποια νέα δεν κάνει τα αμαρτήματα αυτά, είναι… «καθυστερημένοι»! είναι «καθυστερημένοι», είναι «πίσω», «εκατό διακόσια χρόνια πίσω»! «Πρόοδο» και «εξέλιξη» θεωρούν την αμαρτία! Και έφτασαν τα χρόνια που είπε ο Ιερεμίας ο προφήτης: Ότι θα ‘ρθη μια γενεά, θα ‘ρθη μια γενεά κατηραμένη στον κόσμο, μία γενεά κατηραμένη, που θα πίνουν την μοιχεία και την πορνεία όπως πίνουν το νεράκι. Όπως πίνουν ένα νεράκι και το κατεβάζουν κάτω, έτσι λέει Ιερεμίας ο προφήτης θα πίνουν, λέει, την αμαρτία, σαν το νερό. Μα είναι λοιπόν η αμαρτία τέτοιο πράγμα; 



Είναι παιχνιδάκι η αμαρτία; 
-Δεν είναι η αμαρτία παιχνιδάκι να παίξεις!  Η αμαρτία είναι φωτιά που καίει! Η αμαρτία είναι συμφορά! Η αμαρτία είναι όλεθρος! Η αμαρτία είναι καταστροφή των σπιτιών! Η αμαρτία είναι ξεθεμέλιωμα της κοινωνίας ολοκλήρου! Η αμαρτία είναι πανανθρώπινος συμφορά!
Υπερβολικά είναι; Ε, τότε λοιπόν ρίψτε μια ματιά: ρίψε μια ματιά στο Ευαγγέλιο! Τι θα δεις! Τι θα δείς; Ακούσετε; Τετάρτη Κυριακή του Πάσχα είναι, του παραλύτου είναι. Διαβάστε το Ευαγγέλιο, είχατε αυτιά; Προσέξατε τι είπε το Ευαγγέλιο; Ρίψτε μια ματιά στο Ευαγγέλιο:
Απάνω σ’ένα κρεββάτι, ήταν ένας, λέει. Πόσες μέρες άρρωστος; Εμείς μια νύχτα, μια βδομάδα να καθήσωμε στο κρεββάτι, αναστενάζουμε, γογγύζομε, βλαστημάμε το Θεό. Αυτός επάνω στο κρεββάτι, ήτανε, μια βδομάδα; Δυο βδομάδες; Ένα χρόνο; Τρία χρόνια; Πέντε χρόνια; -Τριανταοχτώ χρόνια ολόκληρα! Επάνω στο κρεββάτι ήτανε! Τι ασθένεια; Παράλυσις των νεύρων. 
Δηλαδή, χέρια είχε και χέρια δεν είχε. Πόδια είχε και πόδια δεν είχε. Το κορμί μαρμαρωμένο, μολύβι απάνω στο κρεββάτι. Και έβλεπε αυτός, με τα μάτια του έβλεπε, έβλεπε τα πουλιά να πετάνε από δέντρο σε δέντρο, έβλεπε τις πεταλούδες να φτερουγίζουνε από λουλούδι σε λουλούδι, έβλεπε τα μικρά παιδιά να παίζουν στις γειτονιές, έβλεπε τους γέρους να περπατούν δεξιά και αριστερά, έβλεπε τα πρόβατα να τρέχουν παντού, αυτός, ο άρρωστος, ο παράλυτος, επάνω στο κρεββάτι που ήτανε, έβλεπε γύρω του όλη τη φύση να κινείται γιατί ζωή είναι κίνησις. Αυτός όμως  ήτανε δεμένος επάνω στο κρεββάτι του μολύβι ήταν το κορμί του τριανταοκτώ χρόνια. Ποια η αιτία; Αυτό είναι το σπουδαίο, το Ευαγγέλιο αυτής της Κυριακής ποια η αιτία; 
Γιατί; Αι αμαρτίες, η ασωτία, ήτο άσωτος, το λέει καθαρά ο Κύριος. Εξ  αφορμής των αμαρτιών του, από την άσωτο και διεφθαρμένη ζωήν του, παρέλυσε το νευρικό του σύστημα και αυτός που μπορούσε να σηκώνει βράχια, να σηκώνει στα χέρια του βράχια, ούτε το κουτάλι ακόμη δεν μπορούσε να σηκώσει παρέλυσε ολόκληρος γιατί τα νεύρα, είναι ένα δίκτυο, ένα θαυμάσιο δίκτυο που κινεί ολόκληρον τον οργανισμό, είναι τα “ηλεκτρικά καλώδια”  που  κινούν ολόκληρο τον οργανισμό του ανθρώπου. Από την ασωτία του, παρέλυσε ολόκληρος. 



Και μόνο αυτός είναι; δεν πάτε, δεν κάνετε έναν κόπο να πάτε σήμερα στο άσυλο των ανιάτων, δεν κάνετε έναν κόπο να πάτε εδώ στο φθυσιατρείο, δεν κάνετε έναν κόπο να πάτε μεσ’στο φρενοκομείο, και να ρωτήσετε, να καθήσετε κοντά, να τεντώσετε τα αυτάκια σας στον κάθε φθυσικό, στον κάθε παράλυτο, στον κάθε τρελλό, να βάλετε τ’ αυτάκι σας να σας πει την ιστορία, και να δείτε ότι σε κάθε ιστορία, στο βάθος υπάρχει η αμαρτία. Μια αμαρτία, κάποια αμαρτία, που ήταν γλυκειά, αλλά αυτή η αμαρτία οδηγεί και τον νέον και την νέαν και τους πάντας μές’ στον λάκκον  της διαφθοράς, μέσα στην ασθένεια και εις τον θάνατον: «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» είπε ο Παύλος. Ο Παύλος τά ‘πε αυτά τα λόγια, δεν τα λέμε εμείς, ο Παύλος! «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Όποιος ψωνίζει την αμαρτία, θάνατο θα έχει. Γλυκειά, αλλά στο τέλος την πικρίλα και το θάνατο. 



Αλλά η αμαρτία δεν κάνει μόνον κακόν στο άτομον, η αμαρτία κάνει κακό και στην οικογενειακή, και μέσα, όπου να πάει η αμαρτία, και οικογένειες καταστρέφει η αμαρτία και κοινωνίες, και πόλεις ολόκληρες. Για διαβάστε: Έχετε ακούσει μια φορά, ότι υπήρχε, λέει, μια πόλις, Σόδομα και Γόμορρα τη λέγανε. Τι ήτανε; Η πιο πλούσια πόλις. Άφθονος! Γη που φύτρωναν τα καλύτερα προϊόντα, τα δέντρα λυγίζανε από τον καρπό τους, πρόβατα, γίδια, τα πάντα! Ευτυχία ήτανε! Και όμως, μια νύκτα… Ο Μεγαλοδύναμος! Μέγας εί Κύριε, δόξα τῆ μεγαλωσύνη Του, μας κρατάει στη φλούδα, ξέρετε γιατί μας κρατάει στη φλούδα, να σας πώ, ούτε οι παπάδες, ούτε οι δεσποτάδες, ξέρετε ποιοι μας κρατούνε στη φλούδα ακόμα και δεν διαλύθηκε ο κόσμος; Κάτι μικρά παιδιά, πού’ναι σαν βρέφη μέσα στην κούνια, κάτι μωρά αγγελούδια, αυτά μας κρατάνε. Αν έλειπαν κι αυτά, δεν τελειώναμε παπάδες, κλήρος, μικροί, εξωκείλαμε από τον δρόμον του Θεού και καταντήσαμε θεοεμπαίκτες, μέσα στην γενεά μας, αν θέλετε να σας πούμε την αλήθεια!  Aν θέλετε να σας κολακεύομε, δεν έχει “κολακεύομε”.



 Λοιπόν; Όχι  μόνον άτομα, αλλά κοινωνίες ολόκληρες, πόλεις, τα Σόδομα και Γόμορρα, εκεί που γλεντοκοπούσανε, τα Σόδομα και Γόμορρα, εσείστηκε, φωτιές, λαμπάδιασε ο τόπος. Κάηκαν τα πάντα, παλάτια, μικρά μεγάλα, και άνοιξε κάτω η γη κι έγινε μια λίμνη κατηραμένη. Τέτοια λίμνη, δεν υπάρχει στον κόσμο.  Τα νερά της, μαύρα ψάρι, δεν ζη  άλλο ψάρι να πέσει, ψοφάει πουλί να περάσει, κι αυτό πέφτει νεκρό! Τίποτα, νεκρά θάλασσα! Αντε κάτω ούτε με το αγκίστρι τώρα δεν βρίσκεις ούτε τα παλάτια, ούτε τα πλούτη, ούτε τις γυναίκες τις όμορφες, ούτε τις ατιμίες ούτε τα πάντα. Πάει! Μέσα σε μια νύχτα! Γιατί; Ποια τη αιτία; -Τα αμαρτήματα. Ποια αμαρτήματα; Ντρέπομαι! Τα αμαρτήματα, ποια, όχι μεταξύ ανδρός και γυναικός, αμαρτήματα ανομολόγητα, αμαρτήματα φρικτά, αυτά κατέστρεψαν τα Σόδομα και Γόμορρα. Πάμε παραπέρα, κοντά και στον Ευφράτη, ήτανε μια άλλη πόλις, Βαβυλώνα τη λέγανε∙ τι  ήταν η Βαβυλώνα; Το Παρίσι της εποχής∙ ποτάμια,  όπως το Παρίσι έχει τον Σηκουάνα, έτσι και η Βαβυλώνα είχε τον ποταμό τον Ευφράτη. Τι ήτανε μέσα; Τι δρόμους είχε, τι πλατείες, τι παλάτια, παλάτια που κατοικούσαν οι βασιλιάδες, τι δεν είχανε; Είχανε στις ταράτσες απάνω περιβόλια, κρεμαστούς κήπους. Μια νύχτα, εκεί που γλεντοκοπούσαν στα ανάκτορα, και διασκέδαζαν και χόρευαν και οργίαζαν, την ώρα εκείνη τη νύχτα, παρουσιάστηκε, τι, μέσα; Μπήκε μέσα, από κάτω από τις πόρτες, από τα υπόνομα, εμπήκε ο εχθρός! Τους κατέσφαξε. Μαχαίρι. Πλημμύρισαν μέσα, τα περιβόλια ποτιστήκανε πια όχι με νερό αλλά ποτιστήκαν με το αίμα, τα ανθρώπινα τα κεφάλια κομμένα, ο θρόνος, τα πάντα κατεστραμμένα, σεισμός κατόπιν, βούλιαξε η Βαβυλώνα χρόνια και χρόνια, οι αρχαιολόγοι σκάβουνε, σκάβουν οι αρχαιολόγοι, εκατομμύρια ξοδεύουν δολλάρια  να δούνε που είναι τα παλάτια, και που είναι τα δικαστήρια, και που ‘ναι τα σπίτια τα μεγάλα και δεν μπορούνε να τα βρούνε. Γιατί; Για την αμαρτία του κόσμου, για την πολυτέλεια που ζούσανε εκεί πέρα, αυτοί, η “άρχουσα εξουσία” που λέει ο λόγος. 




Δεν πάτε παρακάτω να δείτε τα Ιεροσόλυμα, την πόλη του Θεού, την εκλεκτή πόλη, που και αυτή, ήρθε ώρα που πέρασε απάνω από τα σπίτια τους, αλέτρι πέρασε, «γης Μαδιάμ», γιατί, γιατί; Γιατί ήταν η πόλις «η φονεύουσα τους προφήτας», και έκανε κοντά στα άλλα αμαρτήματά της, τα Ιεροσόλυμα, έκαναν το πιο μεγάλο αμάρτημα: έγιναν Θεοκτόνος, εφόνευσαν τον Χριστό και «λίθος επί λίθου» δεν έμεινε! Βλέπετε λοιπόν αδελφοί μου; να ανοίξω, να προχωρήσω; Δεν τελειώνω τα μεσάνυχτα, δεν τελειώνομε! Ποιο είναι το συμπέρασμα; Όπου να στρέψωμε, είτε μεσ’ στο σπίτι, είτε μεσ’ στις πολιτείες, είτε παντού, θα δούμε, αδελφοί μου, ένα συμπέρασμα: Ότι η αμαρτία είναι όλεθρος!



 Κι όμως αδελφοί μου! Αν πιάσω να βγω κάτω στην πλατεία, κάτω στην πλατεία στην Αθήνα, και “αρπάξω” εκατό ανθρώπους και τους πώ: ελάτε εδώ, δε μου λέτε, ένα ερώτημα: δε μου λέτε, ποιο είναι το πιο μεγάλο κακό στον κόσμο; Ο ένας θα μου πει: -παπούλη, είναι η ανεργία, δουλειά δεν έχω, δώς μου δουλειά!  Δίκιο έχει! Ο άλλος θα μου πει: Είναι η οικονομική κρίση, ο έμπορος, “κεσάτια”, δεν έχουμε πελάτες. Ο άλλος θα πει, είναι η φωτιά, η πυρκαγιά! Ο άλλος θα πει είν’ ο σεισμός ο άλλος θα πει: είν’ ο πνιγμός ο άλλος θα πει, είναι η ασθένεια, ο άλλος θα πει είναι ο καρκίνος.




 Όχι,  αδελφοί μου! Εγώ διαφωνώ! Δεν είναι ούτε ο καρκίνος, δεν είναι ούτε η φωτιά, δεν είναι ούτε ο σεισμός, δεν είναι ούτε τίποτε άλλο! Το μεγαλύτερο κακό, το μεγαλύτερο, το μεγαλύτερο κακό, άμποτες να ‘ρθη Πνεύμα Άγιον, Πνεύμα Άγιον, να ανοίξει τις καρδιές ημών των παπάδων και των ιεροκηρύκων, ν’ ανοίξη τις καρδιές όλου του κόσμου να καταλάβει ότι το ένα, το υπ’ αριθμόν ένα κακό, η ρίζα όλου του κακού του κόσμου είναι η αμαρτία! Αυτή όπου πάει, αυτή κάνει καταστροφή, όπου περάσει, η αμαρτία! Πέρασε μέσα στο σπίτι η αμαρτία, μπήκε μέσα εις τις οικίας, στο ανδρόγυνο, γλυκό ψωμί δεν τρώνε. Η αμαρτία ξαφρίζει τα πορτοφόλια, η αμαρτία ξεθεμελιώνει σπίτια, η αμαρτία το παν καταστρέφει, αυτή είναι η συμφορά της αμαρτίας, τι το συμπέρασμα; Το συμπέρασμα; Ακούστε, ανοίξτε την Παλαιά Διαθήκη και διαβάσετε την σοφία Σειράχ, ένα κεφάλαιο. Σας συνιστώ κοπέλες και νέοι, γέροι και γριές και άσπρα μαλλιά  να πάτε στο σπιτάκι σας, σας ομιλώ τώρα ως ιερομόναχος, ως ιερομόναχος που πιστεύω στο Ευαγγέλιο, δεν θα παίζω με το Θεό. Δεν θα ακούτε εδώ Ευαγγέλιο και Απόστολο, δεν θα είμεθα σαν τα βατράχια, που μια είμεθα στο νερό και μια στην ξηρά. Όχι, είμεθα χριστιανοί!




 Λοιπόν σας δίνω εντολή, σας δίνω με πετραχήλι εντολή, να πάτε εσείς οι πατεράδες και οι μανάδες στα σπίτια σας, σας ομιλάει ένας ιερομόναχος που πιστεύει στον Θεό, και θέλει την Ελλάδα μας να τη δεί πάνω ψηλά στα νέφη του ουρανού, σας ομιλώ λοιπόν την ώρα αυτή και σας λέγω, άνδρες και γυναίκες, να πάτε στα σπίτια, μανάδες, και να πιάσετε εκείνα τα βρωμόχαρτα, εκείνα τα περιοδικά, που αν υπήρχε Κράτος, αν υπήρχε Ιερά Σύνοδος, αν υπήρχε καθήκον,  αν υπήρχε εισαγγελέας, θα τα έκαιγε στην πλατεία του Συντάγματος. Να πιάστε αυτά τα βρωμόχαρτα, που πλουτίζουν μερικοί, κακοποιοί και διεφθαρμένοι, να πάρετε αυτά τα βρωμόχαρτα, να ψάξτε τις σάκκες   των κοριτσιών σας,  να τα ψάξετε αυτά όλα, να βάλετε φωτιά άγια, “να αγιάσει το χέρι σας”, να αγιάσει το σπίτι σας και να πάρετε στα χέρια σας πάλι, μικροί και μεγάλοι, τα άγια ευαγγέλια του Χριστού μας, τα συναξάρια των αγίων μας, να περάσωμε στην παλιά μας γενεά, στα παλιά μας χρόνια, να ζήσωμε σαν χριστιανοί, ορθόδοξοι χριστιανοί, κι όταν φτάσει η τελευταία στιγμή της ζωής μας να πούμε όλοι μας: «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου