" Πρόσθες αυτοίς κακά Κύριε...."
του Χρυσορρόα ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
Ο προφήτης εδω ομιλεῖ περὶ τῶν κακῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶνε στὴν ἐξουσία.
Ποιός εἶνε, γενικά, ὁ κακὸς ἄνθρωπος; Δὲν εἶνε ἐκεῖνος ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ ἀπὸ συναρπαγὴ τοῦ διαβόλου διαπράττει κάποιο ἁμάρτημα, καὶ κατόπιν μετανοεῖ καὶ χύνει δάκρυα καὶ ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κακὸς εἶνε αὐτὸς ποὺ ἡ κακία – ἡ ἁμαρτία ἔχει διαποτίσει ὅλο τὸν ψυχικό του κόσμο καὶ ἔχει διαφθαρῆ μέχρι τὰ κύτταρά του. Ἡ κακία σ᾽ αὐτὸν ἔχει προχωρήσει βαθειὰ στὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τοῦ ἔγινε δευτέρα φύσις. Σκέπτεται συνεχῶς τὸ κακό. Τὴ νύχτα ὕπνος δὲν τὸν πιάνει· διαλογίζεται καὶ σχεδιάζει τί κακὸ θὰ κάνῃ τὸ πρωῒ ποὺ θὰ σηκωθῇ. Ἡ σκέψι του εἶνε προσηλωμένη στὸ κακό. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, πές μου τί σκέπτεσαι τὴ νύχτα, νὰ σοῦ πῶ τί εἶσαι.
Τέτοιοι κακοὶ ἦταν λ.χ. ὁ ᾿Ιούδας, ὅπως τὸν περιγράφουν τὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶχε εἰσχωρήσει μέσα του ἡ κακία – ἡ φιλαργυρία. Δὲν εἶχε ἁπλῶς ἐπιθυμία χρήματος· εἶχε «λύσσα φιλαργυρίας» (Μ. Πέμ., β´ ἀπόστ. αἴν.). Κακοὶ ἦταν οἱ ψευδομάρτυρες. Κακὸς ἦταν καὶ ὁ λαὸς πού, ἐνῷ εὐεργετήθηκε τόσο ἀπὸ τὸ Ναζωραῖο, ὠρύετο «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21).
Πρὸ πάντων ὅμως κακοὶ ἦταν οἱ «ἔνδοξοι τῆς γῆς», οἱ θρησκευτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς· ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας ποὺ δίκασαν τὸ Χριστό, καθὼς καὶ ὁ Πιλᾶτος πού, μολονότι ἔνιψε τὰς χεῖρας του καὶ εἶπε «᾿Αθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου» (Ματθ. 27,24), ἐν τούτοις ὑπέγραψε τὴν θανάτωσί του.
Ποιό ἦταν ἆραγε τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν; ᾿Εμένα ρωτᾶτε; Τὸ γράφει ἡ ἱστορία. Οἰκτρό. Ποιό ἦταν τὸ τέλος τοῦ ᾿Ιούδα; μιὰ ἀγχόνη! Ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴν ἐνοχή, πῆγε καὶ κρεμάστηκε, αὐτοκτόνησε.
Οἱ ἀρχιερεῖς Ἄννας καὶ Καϊάφας εἶχαν κι αὐτοὶ κακὸ τέλος· ἦρθαν οἱ ῾Ρωμαῖοι, ἀνέσκαψαν τὰ ᾿Ιεροσόλυμα, ἀλέτρι πέρασε ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ μέγαρά τους καὶ τὰ δικαστήριά τους.
Καὶ ὁ Πόντιος Πιλᾶτος ἄσχημο τέλος εἶχε· ἔχασε τὴ θέσι του, ἔφυγε μακριά (μιὰ παράδοσις λέει, ὅτι ἔφτασε ἐξόριστος στὴν Ἑλβετία), κ᾽ ἐκεῖ ἀπελπισμένος αὐτοκτόνησε πέφτοντας ἀπὸ ψηλὰ στὰ νερὰ μιᾶς λίμνης.
Ὁ λαὸς τέλος, ποὺ φώναζε «Σταύρωσον αὐτὸν» καὶ «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,25), πλήρωσε μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα. Ὅπως λέει ὁ ἱστορικὸς ᾿Ιώσηπος, τὸ 70 μ.Χ. ἔφτασαν οἱ λεγεῶνες τῆς ῾Ρώμης, πολιόρκησαν καὶ κατέλαβαν τὰ ᾿Ιεροσόλυμα. Δὲν ἄφησαν «λίθον ἐπὶ λίθον» (ἔ.ἀ. 24,2), καὶ ἄρχισαν νὰ σταυρώνουν συνεχῶς ᾿Ιουδαίους. Τόσο πολλοὺς σταύρωσαν, ὥστε ἐξαντλήθηκαν τὰ ξύλα, δὲν ὑπῆρχαν πλέον ἄλλα δέντρα στὸ δάσος γιὰ νὰ κάνουν σταυρούς.
Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι τέτοιο τέλος θὰ ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι καταδιώκουν τὴν πίστι τοῦ Εὐαγγελίου.
* * *
Καὶ σήμερα παρουσιάζονται τέτοιοι ἰσχυροὶ ἐκκλησιομάχοι, ὅπως λέγαμε χθὲς καὶ προχθές. Εἶνε κακοί, ἔχουν κακία μέσα τους. Δὲν εἶνε ἁπλῶς ἁμαρτωλοί. Ὁ ἁμαρτωλὸς μετανοεῖ. Ὁ κακὸς ἔχει τὴν ἐμμονὴ τοῦ διαβόλου καὶ δὲν μετανοεῖ. Μισεῖ ὅ,τι ὡραῖο, ὅ,τι ὑψηλό, ὅ,τι μέγα· μισεῖ τὴν πίστι – τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸν στενοχωρεῖ ἡ παρουσία της. Δὲ θέλει νὰ βλέπῃ παπᾶ· ἅμα δῇ ῥάσο στὸ δρόμο, τὸν πιάνει δαιμόνιο. Εἶνε κι αὐτὸ μία ἀπόδειξις ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινή. Δὲν τοὺς βλέπετε πῶς κάνουν; ἀσχημονοῦν, βλαστημοῦν, καταριῶνται, ἀφρίζουν. Νὰ μὴ δοῦν ἱερέα μπροστά τους· τὸ θεωροῦν ὡς κακὸ συναπάντημα.
Στενοχωροῦνται ν᾿ ἀκοῦν κήρυγμα· βουλώνουν τ᾿ αὐτιά τους.
Ἐνοχλοῦνται ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα· πότε νὰ σταματήσῃ! λένε.
Στὴ Φλώρινα ὡρισμένους τοὺς πειράζει ἀκόμα κι ὁ σταυρὸς ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ στήσουμε στὸ ὕψωμα 1.020 καὶ φωταγωγεῖται τὴ νύχτα· τρίζουν τὰ δόντια καὶ θέλουν νὰ τὸν γκρεμίσουν μὲ δυναμίτη· ἄλλο σύμβολο θέλουν αὐτοὶ νὰ στήσουν ἐκεῖ.
Εἶνε ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε, ποιό θὰ εἶνε τὸ τέλος τῶν ἐκκλησιομάχων; Θὰ εἶνε τὸ ἴδιο μὲ τὸ τέλος ὅλων τῶν διωκτῶν. Πολλοὺς διώκτας ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Θὰ ἦταν μακρὸς ὁ λόγος ἂν ἤθελα ν᾿ ἀναφέρω παραδείγματα τέτοιων ἀνθρώπων, «ἐνδόξων τῆς γῆς», ποὺ ἀπὸ τὰ ὕψιστα ἀξιώματα ποὺ κατεῖχαν πολέμησαν τὸν χριστιανισμὸ καὶ εἶχαν κακὸ τέλος. Σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐφαρμόστηκε τὸ «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς».
Ἕνα μόνο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα θ᾽ ἀναφέρω ἀπ᾽ τὰ πολλά. Εἶνε ὁ ᾿Ιουλιανὸς ὁ Παραβάτης. Αὐτὸς μίσησε πολὺ τὴ χριστιανικὴ πίστι. Ἐνῷ ἀνατράφηκε ὡς Χριστιανὸς καὶ στὴν ἀρχὴ φαινόταν πρᾷος καὶ ἥσυχος, ἐνῷ ἦταν φίλος καὶ συμμαθητὴς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν ᾿Αθήνα, κατόπιν ὡς βασιλεὺς ἔδειξε ἄλλη στάσι. Μίσησε τὸ χριστιανισμό, ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ σὰν ἄλλος ᾿Ιούδας, καὶ κατεδίωξε τὴν ᾿Εκκλησία.
Ἔλαβε αὐστηρὰ μέτρα ἐναντίον της μὲ σκοπὸ νὰ τὴν ἐξουδετερώσῃ καὶ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ τὸ τέλος του ποιό ἦταν! Νόμιζε ὅτι θὰ ξεῤῥιζώσῃ τὸν χριστιανισμό. Δὲν ξεῤῥιζώθηκε ὅμως ὁ χριστιανισμός· αὐτός ξεῤῥιζώθηκε.
Πολεμώντας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν στὰ βάθη τῆς Περσίας, ἐκεῖ τραυματίσθηκε θανάσιμα. Τὸν χτύπησε στὸ στῆθος ἕνα βέλος, καὶ τὸ τραῦμα ἦταν θανατηφόρο. Πεσμένος κάτω στὸ χῶμα τῆς γῆς, ἔβαλε τὴ φούχτα του κάτω ἀπ᾽ τὴν πληγή, τὴ γέμισε μὲ τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε, καὶ μετὰ τὸ σκόρπισε στὸν ἀέρα λέγοντας· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε», Ναζωραῖε, μὲ νίκησες!
«Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς».
* * *
Τὸ συμπέρασμα, ἀδελφοί μου· ὁ Ναζωραῖος εἶνε ἀήττητος. Καὶ τὸ δίδαγμα ποιό εἶνε· μὴ πτοούμεθα.
Ἂς λυσσοῦν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεώς μας, οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας· ἂς πολεμοῦν τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, ἂς μηχανεύωνται ὅ,τι θέλουν, ἂς προσπαθοῦν ὅσο μποροῦν. Ἂς χρησιμοποιήσουν ὅλες τὶς μηχανές, ἂς ἐφαρμόσουν ὅλα τὰ σατανικὰ σχέδια πρὸς ἐξόντωσιν τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Δὲν θὰ τὸ ἐπιτύχουν. Προσωρινῶς θὰ σημειώσουν μερικὲς ἐπιτυχίες, θὰ ἔχουν ὡρισμένες νίκες· θὰ φανῇ ὅτι κατέβαλαν καὶ ἀποδυνάμωσαν τὸν χριστιανισμό. Πάλι ὅμως θὰ τὸν βροῦν μπροστά τους. Γιατί;
Διότι ἡ πίστις μας – ἡ ᾿Εκκλησία μας δὲν εἶνε ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, δὲν εἶνε κάτι ποὺ τὸ δημιούργησε ἄνθρωπος. Ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶνε δέντρο ἀθάνατο, ποὺ τὸ φύτευσε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς. Κ᾽ ἕνα τέτοιο δέντρο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεῤῥιζώσῃ κανείς. Ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως νὰ μαζευτοῦν, δὲ θὰ μπορέσουν νὰ τὸ κλονίσουν. Τὰ τσεκούρια τους θὰ σπάσουν καὶ οἱ ἴδιοι θὰ συντριβοῦν. Καὶ θὰ βρίσκῃ πάντοτε ἐφαρμογὴ ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐα· «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς».
Τὸ παράπονο τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶνε ὅτι τὸν σταύρωσαν τότε οἱ Ἑβραῖοι· τὸ παράπονό του εἶνε ὅτι ἡ σταύρωσί του ἐξακολουθεῖ. Χριστιανοί, τὸ καταλάβαμε; μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ νέοι σταυρωταί του.
ΑπάντησηΔιαγραφήὮ Χριστέ, συντετριμμένοι ἐμπρὸς στὸ σταυρό σου, πέφτουμε καὶ παρακαλοῦμε· δῶσε μας κατάνυξι, δῶσε μας μετάνοια, δῶσε μας συγχώρησι γιὰ τὶς ἀναρίθμητες φορὲς ποὺ σὲ σταυρώσαμε. «Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=20770
Ο Παπουλάκος, όταν κατά την περιοδείαν του έβλεπε τους φιλαργύρους και πλεονέκτας πλουσίους να τυραννούν και να βασανίζουν τον πτωχό λαό, τουτέστιν ότι χειρότερον απ’ ό,τι τον ετυράννουν και τον εβασάνιζον οι μπέηδες και οι πασάδες των Τούρκων, η φωνή τουν Παπουλάκου υψώνετο και εστηλίτευε τους αδικούντας. Η ηχώ των λόγων του φθάνει μέχρις ημών.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Είσθε», έλεγε προς αυτούς, «είσθε φονιάδες! Αφού τους αφαιρείτε τα μέσα που ζουν, δεν τους σκοτώνετε; Κάνετε κάτι χειρότερο. Δίνετε μαχαιριές εις το σώμα του Χριστού μας. Σώμα του Χριστού είναι οι πτωχοί. Κάθε αδικία κατ’ αυτών είναι και ένα καρφί εις τα πόδια Του… Σταυρωταί!».
Ανεπανάληπτος ο π. Αυγουστίνος και στο παρακάτω βίντεο, (σχετικό με τα προλαληθέντα, ανάρτηση και σχόλια), λίαν επίκαιρο, αν και από ιερό κήρυγμα προ 50 ετών.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=NP01IWg5klI