Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011












Ἅγιος


Κασσιανός


ὁ Ρωμαῖος



Κασσιανός, Ἰωάννης (Κασσιανὸς ὁ ὅσιος).

Ἕλληνας μοναχὸς καὶ ἀσκητικὸς συγγραφέας τοῦ Δ’ - E’ αἰῶνα, ὁ ὁποῖος τιμᾶται τόσο ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Καθολικὴ Ἐκκλησία.


Γεννήθηκε τὸ 363, στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη Ἴστρο, στὸ δέλτα τοῦ ὁμώνυμου ποταμοῦ (τὸν σημερινὸ Δούναβη), τῆς βυζαντινῆς ἐπαρχίας τῆς Σκυθίας (τὴν σημερινὴ Δοβρουτσὰ τῆς Ρουμανίας), καὶ ὅπου ὁ πατέρας του Κάσσιος Κασσιανὸς ὑπηρετοῦσε ὡς ἀξιωματοῦχος, καὶ μεγάλωσε καὶ μορφώθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ἦταν πλούσια καὶ εὐπαίδευτη, ὑπερηφανευόταν γιὰ τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὸν Ἑλληνο-Ρωμαῖο ἱστορικὸ καὶ πολιτικό του Β’ - Γ’ αἰῶνα Δίωνα Κοκκηιανὸ Κάσσιο τὸν Νικαέα, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν πατέρα του, Ρωμαῖο πολιτικὸ Ἀπρονιανὸ Κάσσιο, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Κασσία Γενεὰ καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα του ἀπὸ τὸν Ἕλληνα Στωϊκὸ φιλόσοφο καὶ ρήτορα τοῦ Α’ - Β’ αἰῶνα Δίωνα Κοκκηιανὸ τὸν Χρυσόστομο.


Ὁ Κασσιανὸς ἀκολούθησε ἀρχικὰ τὸ στρατιωτικὸ στάδιο, γιὰ νὰ τὸ ἐγκαταλείψει σύντομα, ἀκολουθώντας τὴν κλήση του καὶ νὰ ξεκινήσει τὶς περιηγήσεις του οἱ ὁποῖες θὰ τὸν πήγαιναν σὲ ὅλα τὰ γνωστὰ μοναστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς, μαζὶ μὲ τὸν λίγα χρόνια μεγαλύτερό του φίλο του Γερμανό. Ἔτσι ταξίδεψε στὴν Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Καππαδοκία, τὴν Συρία καὶ τὴν Παλαιστίνη, ὅπου στὴν Βηθλεέμ, σὲ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὴν τοποθεσία τῆς Γέννησης, ὅπου ἐγκαταστάθηκε, ἀναφέρεται ὅτι «ἐμορφώθη ἱκανῶς εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα». Τὸ 385 περίπου, ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Γερμανὸς μετέβησαν μὲ τὴν ἄδεια τῶν ἀνωτέρων τους στὴν Αἴγυπτο, τὴν Θηβαΐδα καὶ τὴ Νιτρία, ὅπου «ἐπὶ δεκαπενταετίαν ἠσκοῦντο ζῶντες μετὰ τῶν ἀναχωρητῶν», μὲ ἕνα μικρὸ διάλειμμα ἐπιστροφῆς τους στὴν Βηθλεὲμ μετὰ τὸ πέρας τῆς πρώτης ἑπταετίας, γιὰ ἀνανέωση τῆς ἄδειας παραμονῆς τους σὲ αὐτήν.


Στὴν Αἴγυπτο συναναστρεφόμενοι τοὺς πνευματικοὺς ἀπογόνους του ἁγίου Ἀντωνίου, ἔζησαν μὲ τὸν Ἀρχέβιο, δέχθηκαν τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Εὐάγριου τοῦ Ποντικοῦ καὶ ἔγιναν θαυμαστὲς καὶ ὀπαδοὶ τοῦ μεγάλου διδάσκαλου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Γ’ αἰῶνα, Ὠριγένη, ὥστε ὅταν τὸ 401, ἡ κορύφωση τῶν «ὠριγενιστικῶν ἐρίδων» μεταξὺ τῶν «ὠριγενιστῶν» μοναχῶν της Νιτρίας καὶ τῶν «ἀντιωριγενιστῶν» καὶ «ἀνθρωπομορφιτῶν» μοναχῶν τοῦ ὄρους τῆς Σκήτης τῆς Ἀλεξάνδρειας - οἱ ὁποῖοι κατέκριναν μὲ δριμύτητα ὁρισμένες δοξασίες τοῦ Ὠριγένη ὡς ξένες καὶ μάλιστα ἀντιμαχόμενες τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅπως αὐτὲς τῆς προΰπαρξης τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ φθαρτοῦ σώματος ὡς φυλακὴ τῆς τελευταίας ἡ ὁποία εἶναι ἀθάνατη καὶ τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων - στὴν ὁποίαν ἀναμείχθηκαν καὶ ὁ πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Ἰωάννης ὁ Β’ ἀπὸ τὴ μία καὶ ὁ πατριάρχης τῆς Ἀλεξάνδρειας Θεόφιλος ὁ Α’ μὲ τὸν ἐπίσκοπο τῆς Κύπρου Ἐπιφάνιο τὸν ἅγιο ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁδήγησε στὴν διάλυση τῶν σκηνωμάτων καὶ τὴν διασκόρπιση τῶν μοναχῶν της Νιτρίας, ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Γερμανὸς ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Α’ ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος, χειροτόνησε τὸν μὲν πρῶτο διάκονο τὸν δὲ δεύτερο ἱερέα.


Ὅταν τὸ 404, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Α’ ὁ Χρυσόστομος, πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης ἐξορίσθηκε «τὴν Πέμπτη μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, Ἐνάτη Ἰουνίου» ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, ὕστερα καὶ ἀπὸ τὶς πιέσεις τῆς συζύγου του αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας, καὶ γιὰ δεύτερη φορά, ὁ Κασσιανὸς πῆγε μὲ τὸν Γερμανὸ στὴν Ρώμη καὶ «ἐξ’ ὀνόματος τοῦ κλήρου τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ζήτησε τὴν ἐπέμβαση τοῦ πάπα Ἰννοκέντιου τοῦ Α’. Ἦταν πιθανότατα στὴν Ρώμη ὅπου ὁ Κασσιανὸς χειροτονήθηκε ἱερέας, καθὼς εἶναι βέβαιο ὅτι μὲ τὴν ἄφιξή του στὴν Αἰώνια Πόλη ἦταν ἀκόμη διάκονος, καὶ ὅπου λίγο ἀργότερα ἀπεβίωσε ὁ Γερμανός, καθὼς ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ προσκήνιο. Στὴν Ρώμη ὁ Κασσιανὸς θὰ παραμείνει γιὰ μία δεκαετία. Τὸ 415 περίπου, ὁ Κασσιανὸς πῆγε στὴ Μασσαλία, ὅπου ἵδρυσε δύο μοναστήρια, τὸ ἕνα ἀνδρῶν, ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Βίκτορα - τὸ φημισμένο ἀβαεῖο - καὶ κτισμένο πάνω ἀπὸ τὸν χῶρο ὅπου εἶχε ἐνταφιασθεῖ ὁ ὁμώνυμος ἅγιος, μάρτυρας τῆς τελευταίας δίωξης τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο, καὶ τὸ ἄλλο γυναικών, ἀφιερωμένο στὸν Σωτῆρα Χριστό. Ἡ προσωπική του ἐπιρροὴ καὶ τὰ ἔργα του συντέλεσαν ὥστε ἔγινε ἔτσι ὁ ρυθμιστὴς τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴν Γαλλία καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Πέθανε τὸ 433 στὴ Μασσαλία, τιμώμενος ἀπὸ ὅλους, ὥστε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του μέχρι σήμερα καὶ μάλιστα στὴ Μασσαλία νὰ τιμᾶται ὡς πολιοῦχος. Ἂν καὶ οὐδέποτε ἁγιοποιήθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἤδη στὰ τέλη τοῦ ΣΤ’ - ἀρχὲς Ζ’ αἰῶνα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Α’ ὁ Μέγας ἢ ὁ Διάλογος, πάπας τῆς Ρώμης, τὸν θεωροῦσε ὡς ἅγιο, καὶ φημολογεῖται ὅτι τὸν ΙΔ’ αἰῶνα ὁ Οὐρβανὸς ὁ Ε’, πάπας τῆς Ρώμης, προηγουμένως ἀββᾶς τοῦ Ἁγίου Βίκτορα, διέταξε τὴν ἐγχάραξη «Ἅγιος Κασσιανὸς» στὴν ἀργυρὴ λάρνακα ποὺ περιεῖχε τὴν κεφαλή του.


Ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη του τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ Φεβρουαρίου, τὴν 28η ἢ 29η, καὶ ἡ Ρωμαϊκὴ Καθολικὴ τὴν 23η Ἰουλίου.


Ὁ Κασσιανὸς ἔγραψε στὴν λατινικὴ γλῶσσα - φημολογεῖται ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ φίλου του ἐπισκόπου Κάστορα τῆς Ἄπτ, ἱδρυτὴ ἀριθμοῦ μοναστηριῶν - γιὰ τὴν διδασκαλία καὶ μόρφωση τῶν μοναχῶν, βασιζόμενος στὶς σημειώσεις τοῦ προσωπικῶν παρατηρήσεων καὶ καταγραφῆς γεγονότων ἀπὸ τὶς περιηγήσεις του καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν μακρὰ παραμονή του στὴν Αἴγυπτο, δύο μεγάλα ἔργα: «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ» («De institutis coenobiorum et de octo principalium vitiorum remediis libri XII») τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ 12 βιβλία καὶ «ΣΥΜΒΟΛΑΣ» («Collationes XXIV») τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ 24. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἔργα τοῦ Κασσιανοῦ, γραμμένα μὲ βαθιὰ κρίση καὶ σὲ ἁπλὴ καὶ κατανοητὴ γλῶσσα - μεταξύ του 420 καὶ τοῦ 429 - εἶχαν πολὺ μεγάλη ἐπίδραση στὴν προαγωγὴ καὶ βελτίωση τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη.


Στὸ μὲν πρῶτο καὶ στὰ τέσσερα πρῶτα βιβλία αὐτοῦ ὁ Κασσιανὸς ἀσχολεῖται μὲ τοὺς κανόνες ποὺ διέπουν τὴ μοναστικὴ ζωή, παραδίδοντας καὶ παραδείγματα αὐτῆς στὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία, ἐνῶ στὰ ὑπόλοιπα ὀκτὼ μὲ τὰ ἀντίστοιχα ὀκτὼ κύρια ἐμπόδια πρὸς τὴν τελειότητα: λαιμαργία, ἀκαθαρσία, ἀπληστία, ὀργή, ἀθυμία, ἀνία, ματαιοδοξία καὶ ὑπερηφάνεια. Στὸ δὲ δεύτερο περιέχεται μία καταγραφὴ διαλόγων τοῦ ἴδιου του Κασσιανοῦ καὶ τοῦ φίλου του Γερμανοῦ μὲ ἀναχωρητές. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μέρη. Τὸ πρῶτο μέρος (βιβλία I - X) εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ἐπίσκοπο Λεόντιο τοῦ Φρεζὺ καὶ στὸν μοναχὸ Ἑλλάδιο, μετέπειτα ἐπίσκοπο τῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας, μαθητὴ καὶ διάδοχο τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τὸ δεύτερο μέρος (βιβλία XI – XVII) στοὺς Γάλλο-Ρωμαίους ἐπισκόπους ἅγιο Ὀνωράτο τῆς Ἂρλ καὶ ἅγιο Εὐχέριο τῆς Λυών. Τέλος, τὸ τρίτο μέρος (βιβλία XVIII – XXIV) στοὺς «ἁγίους ἀδελφοὺς» Ἰοβινιανό, Μινέρβιο, Λεόντιο καὶ Θεόδωρο. Τὰ παραπάνω δύο ἔργα τοῦ Κασσιανοῦ, ἰδιαίτερα τὸ τελευταῖο, ἔτυχαν μεγάλης ἐκτίμησης ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἀλλὰ καὶ πολλοὺς μεταγενέστερους ἱδρυτὲς μοναχικῶν ταγμάτων, ὅπως ὁ ἅγιος Βενέδικτος ὁ ὁποῖος πρότεινε ἀνεπιφύλακτα τὸ «ΣΥΜΒΟΛΑΣ», ἀποκαλώντας το εἴδωλο τοῦ μοναχισμοῦ («speculum monasticum»), καὶ ὁ Κασσιόδωρος, μὲ ἐπιφυλάξεις ὅμως, ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιὰ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου.


Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἅγιο Γελάσιο, πάπα τῆς Ρώμης, διάταγμα «ΠΕΡΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ» («De recipiendis et non recipiendis libris») τῶν τελῶν τοῦ Ε’ αἰῶνα, τοποθετεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο στὰ «ἀπόκρυφα», ὡς περιέχοντα λανθασμένες θεωρίες. Περίληψη τοῦ μὲν πρώτου ἔκανε ὁ φίλος του Κασσιανοῦ Γάλλο-Ρωμαῖος ἐπίσκοπός της Λυὼν Εὐχέριος ὁ ἅγιος, τοῦ δὲ δεύτερου ἢ ὁ ἴδιος, ἢ ἄλλος σύγχρονος, ἢ λίγο μεταγενέστερος, στὴν λατινικὴ καὶ πάλι γλῶσσα. Τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση αὐτῶν τῶν περιλήψεων ἔχοντας διαβάσει τὸν Θ’ αἰῶνα ὁ πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης Φώτιος ὁ Α’, ἐπαινεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν συγγραμμάτων καὶ τὴν γλῶσσα. Καὶ ὁ Βυζαντινὸς μοναχὸς καὶ συγγραφέας τοῦ ΣΤ’ αἰῶνα Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος εἶχε ὑπ’ ὄψιν στὴν συγγραφὴ του τὸν Κασσιανό, τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ἐξ’ ἄλλου καὶ ὀνομαστικά. Τρίτο ἔργο τοῦ Κασσιανοῦ εἶναι τὸ γραμμένο τὸ 430-31, ὕστερα ἀπὸ ἰδιαίτερη παράκλησή του τότε μὲν ἀρχιδιακόνου, ἔπειτα δὲ πάπα τῆς Ρώμης Λέοντα τοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου, ἔχοντας ὡς θέμα τὸ «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΡΙΟΥ» («De incarnatione Domini contra Nestorium») καὶ ἀποτελούμενο ἀπὸ ἑπτὰ βιβλία.


Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Κασσιανοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ μία ἄμυνα τῶν ὀρθοδόξων θέσεων τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν ἀνορθοδόξων τοῦ πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης Νεστορίου γνωστῶν ὡς «Νεστοριανισμός», γραμμένο προφανῶς βιαστικά, δὲν εἶναι τῆς ἴδιας ἀξίας μὲ τὰ ἄλλα ἔργα τοῦ συγγραφέα. Μεγάλο μέρος του καλύπτουν ἀποδείξεις υἱοθετούμενες ἀπὸ τὶς Γραφές, περὶ τῆς θεότητας τοῦ Κυρίου καὶ περὶ τῆς ὑπεράσπισης τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεομήτορος. Ἐξ’ ἄλλου ὁ Κασσιανὸς ἀπορρίπτει τὴν διδασκαλία τοῦ Βρετανοῦ αἱρεσιάρχη Πελαγίου, τὴν γνωστὴ ὡς «Πελαγιανὴ θεωρία» ἢ «Πελαγιανισμός», ὡς πηγὴ νέας αἵρεσης, ἀντιμαχόμενης τὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ 430, ὁ ἅγιος Κελεστῖνος, ἢ Καιλεστῖνος ὁ Α’, πάπας τῆς Ρώμης, κάλεσε σύνοδο ποὺ καταδίκασε τὴν διδασκαλία τοῦ Νεστορίου. Ὁμοίως συγκάλεσε σύνοδο καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Α’, πατριάρχης τῆς Ἀλεξάνδρειας, ποὺ ἐπίσης καταδίκασε τὴν διδασκαλία τοῦ Νεστορίου. Τέλος, τὸ 431, ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου καταδίκασε τόσο τὸ Νεστοριανισμὸ ὅσο καὶ τὸν Πελαγιανισμὸ ὡς αἱρέσεις, ἐνῶ καθαίρεσε τοὺς αἱρεσιάρχες Νεστόριο καὶ Πελάγιο.


Παρ’ ὅλα αὐτὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κασσιανὸς δὲν διέφυγε τῶν ὑποψιῶν τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἐσφαλμένη διδασκαλία. Στὴν πραγματικότητα θεωρεῖται ὁ πρωτουργὸς αὐτοῦ ποὺ ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα ἔμεινε γνωστό, λανθασμένα, ὡς «Ἡμὶ-Πελαγιανισμός». Σ’ αὐτὸ συντέλεσαν ἀπόψεις του στὸ τρίτο, πέμπτο καὶ ἰδιαίτερα στὸ δέκατο-τρίτο βιβλίο του στὸ «ΣΥΜΒΟΛΑΣ». Μὲ τὴν ἐπίσημη καταδίκη της «Πελαγιανῆς θεωρίας» καὶ τὴν ἄκρατη ἐπικράτηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ρωμαιο-Νουμιδοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἰππῶνος Αὐγουστίνου τοῦ ἁγίου, στὴν ἐπερχόμενη ἠθικὴ σύγχυση καὶ ταραχὴ ὁ Κασσιανὸς προσπάθησε νὰ βρεῖ τὴν «χρυσὴ τομὴ» ἢ μία μέση ὁδὸ («via media»), ἀνάμεσα στὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη, ὑποστηρίζοντας τόσο τὴν δύναμη καὶ τὸν ρόλο τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ τῆς Ἐλεύθερης Βούλησης τοῦ Ἀνθρώπου - ἐξασθενημένης ἀπὸ τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα, ἀλλ’ ὄχι ὁλότελα κατεστραμμένης - ὡς μέσον σωτηρίας τῆς ψυχῆς, μὲ τὸν ἅγιο Αὐγουστίνο νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης καὶ τὸν Πελάγιο, ὅλως ἀντίθετο, αὐτὴ τῆς δεύτερης, ξεσηκώνοντας θύελλα λογομαχιῶν ὅπου ὅμως κανένα δὲν ἔλαβε μέρος, παραμένοντας στὴν σιωπή, καθὼς δὲν ἐπιθυμοῦσε παρὰ τὴν γαλήνη ἡ ὁποία θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς.


Τὸ 529, στὴ Σύνοδο τῆς Ὀράγγης καταδικάσθηκε ὁ «Ἡμι-Πελαγιανισμὸς» ὡς αἵρεση. Ἔργο τοῦ Κασσιανοῦ θεωροῦνται καὶ τὰ γνωστὰ κεφάλαια «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ» τῆς Φιλοκαλίας, τοῦ ἀπανθίσματος τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη ποὺ φιλοτέχνησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας καὶ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς «κατὰ τὸν χρόνο τοῦ ἐν Πόντῳ ἀναχωρητικοῦ αὐτῶν βίου». Τὰ ἔργα τοῦ Κασσιανοῦ βρίσκονται στὴν Λατινικὴ Πατρολογία Migne (49 καὶ 50) καὶ στὸ Corp. Script. Eccl. Lat. τῆς Βιέννης (13 καὶ 17), ἡ ἑλληνικὴ δὲ μετάφραση στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία (28, 849 κ. ἐξ.).


Δημήτριος Θ. Κατσάνος



Ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς στὴν πράσινη γραμμὴ στὴν Λευκωσία.


Οἱ νέοι προχωροῦν πάντα μπροστά. Κι ἂν κάποτε γυρίζουν πίσω εἶναι γιατί ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ θάρρος κι ἐλπίδα, ποὺ τοὺς τὴν προσφέρουν ὅσοι ἔζησαν δυναμικὰ στὸ χθές.


Μ' αὐτὸ τὸ κείμενο θὰ πορευθοῦμε γιὰ λίγο σ' ἕνα τέτοιο χθές. Θὰ πᾶμε σ' ἕνα τόπο ἀπόμερο. Γεμάτο Ἱστορία καὶ φῶς. Ἄγνωστο στοὺς πολλούς. Πρέπει ὅμως νὰ τὸν γνωρίσουν οἱ νέοι, ποὺ ἀνεβαίνουν στὸ προσκήνιο τῆς Ἱστορίας μὲ ὄνειρα καὶ πόθους Ἱερούς. Νὰ τὸν γνωρίσουν οἱ πανέλληνες.


Στὸ βορειοανατολικὸ τμῆμα τῆς μοιρασμένης, ἐδῶ καὶ τρεῖς περίπου δεκαετίες ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς της γής, Λευκωσίας, βρίσκεται πάνω στὴν «πράσινη γραμμὴ» ὁ Ἱστορικὸς ναὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κασοιανοῦ. Ὁ ὅσιος ἔδρασε στὴ Δύση, ὅπου εἰσήγαγε καὶ ὀργάνωσε τὸ μοναχικὸ βίο. Κοιμήθηκε τὴν 29η Φεβρουαρίου τοῦ 435. Τὸ Ἱερὸ λείψανό του βρίσκεται στὴ Δύση, βρέθηκε ὅμως ἄγνωστο πῶς, νὰ'χει ναὸ στὸν ἑλληνικὸ ἀκρίτα τοῦ νότου, στὴν Κύπρο. Ἀν καί ὁ τάφος του βρίσκεται στὴ Μασσαλία, σπουδαία πόλη τῆς Ἑλληνικῆς διασπορᾶς, ὁ ναός του, βρίσκεται στὴ Λευκωσία! Καὶ τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ σήμερα ἐπικὴ ἔπαλξη γιὰ ὅλο τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων.


Δίκλιτος ὁ ναὸς [κτίστηκε μεταξύ του 1400 καὶ 1450] μὲ σπάνιες εἰκόνες καὶ μία ἀνάγλυφη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας, χρονολογούμενη ἀπὸ τὸν 19ον αἰῶνα. Στὸν ἴδιο ναὸ κι ἡ ὄμορφη εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ποϋριστιτζῆς, ἡ εἰκόνα τοῦ ὁσίου Κασσιανοῦ εἶναι τοῦ 1730 καὶ ἀργυροκοσμήθηκε τὸ 1786.


Σ' αὐτὸ τὸ ναὸ σώθηκαν κειμήλια ἀμύθητης ἀξίας φερμένα ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς ἁγίας Σοφίας Λευκωσίας, ὅταν ὁ τελευταῖος ἔγινε, τὸν 15ον αἰῶνα, τζαμί. Στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ βρίσκονται ἀκόμη εἰκόνες τοῦ 16ου αἰῶνα καὶ ἕνα Εὐαγγέλιο ἀνεκτίμητης ἀξίας, ποῦ εἶναι τώρα ἀσφαλισμένο σὲ ἄλλο χῶρο. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦτο μὲ ἀσημένια ἐπένδυση καὶ ἐπίχρυσες παραστάσεις χρονολογεῖται πρὶν ἀπὸ τὸ 1450. Εὐτυχῶς τὸ 1821 σώθηκε, ὅταν ὀΐ Τοῦρκοι λεηλάτησαν τὸ


Πρὶν ἀπὸ τὸ 1963 ἢ περιοχὴ τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. «Ἦταν καιροί», γράφει ἕνας ἐνορίτης, «ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν τὶς νύχτες ἅγιο φῶς νὰ περιτρέχει τὴν ἐκκλησία μας, ἢ ἄλλοι, ποῦ μόλις ἔσβηνε ἢ καντήλα τ' ἄη Κασσιανοῦ, ξυπνοῦσαν γιατί παρακολουθοῦσαν ἀπ' τὸ παράθυρό τους κι ἔτρεχαν μέσ' τὴ νύχτα νὰ τὴν ἀνάψουν πάλι, ἢ ἀκόμη ταμπουρώνονταν στὰ γύρω ἀπ' τὴν ἐκκλησία σπίτια μὴν τύχει καὶ τολμήσει ἄνθρωπος νὰ πατήσει στὴ γειτονιὰ ν' ἁρπάξει τὶς εἰκόνες νὰ τὶς πάει σ' ἄλλους χώρους, μουσεῖα καὶ τέτοια...».


Καὶ σήμερα ὁ θαυματουργὸς ἅγιος Κασσιανός, ἂν καὶ παραγκωνισμένος ἀπὸ τό... ἡμερολόγιο, πάνω στὰ προσωρινά μας σύνορα μὲ τὸν βαρβαρισμό, μέσα στὰ στενὰ δρομάκια μὲ τὰ πολύχρωμα καὶ μοσχομύριστα λουλούδια στὶς γλάστρες, δὲν παύει νὰ λειτουργεῖ. Μαζεύει κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ Ἱεροῦ ναοῦ του, ἰδιαίτερα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὰ παιδιὰ του ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ὡς τὴν Ἀγγλία κι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ὡς τὴν Αὐστραλία...


Στέκεται ὁ ὅσιος ἄγρυπνος βιγλάτορας τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνισμοῦ. Ἀπέναντί του, μόλις 20 μέτρα πίσω ἀπ' τὰ σκουριασμένα συρματοπλέγματα, μέσ' τ' ἀγκάθια καὶ τὶς τσουκνίδες κείτονται ἐρειπωμένα τὰ Δημοτικὰ σχολεῖα τ' Ἄη Κασσιανοῦ, παρθεναγωγεῖο κι ἀρρεναγωγεϊο, κάποτε παράρτημα τοῦ Παγκυπρίου Γυμνασίου καὶ τὸ οἰκοτροφεῖο του, ἀδιάψευστα μνημεῖα τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας .τῶν τελευταίων χρόνων τοῦ 20οῦ αἰῶνα! Στὸ Γυμνάσιο τοῦ Ἄη Κασσιανοῦ οἱ πόρτες καὶ τὰ παράθυρα χάσκουν ὀρθανοικτα στοὺς πεντανέμους μὲ στοιβαγμένα τσουβάλια ἄμμο γιὰ νὰ ... κόβουν τὶς σφαῖρες!... Οἱ τάξεις, ποῦ ἄλλοτε ἔσφυζαν ἀπὸ ζωή, μένουν χωρὶς παράθυρα καὶ πόρτες, χάσκουν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ βροχή. Ἔρημα σοκκάκια. Πεθαμένα σπίτια. Νεκρὰ καταστήματα ...


Ὡστόσο ὁ ὅσιος Κασσιανός, τὸ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔλαβε τὴν ἐνέργεια τῶν θαυμάτων, δὲν κουράζεται νὰ πρεσβεύει γιὰ τὴ συνοικία του, γιὰ τὴν πρωτεύουσα τοῦ μεγαλονησιοῦ, γιὰ ὅλο τὸ καταπληγωμένο νησί. "Ὅσοι μπαίνουν προσκυνηταὶ στὸ ναό του, αἰσθάνονται νὰ τοὺς διαπέρα ἕνα Ἱερὸ ρίγος, μία συγκίνηση ἀλλοιώτικη. Φερμένος ἀπὸ τὴν Ἕλλαδά της Διασπορᾶς, τὴ Μασσαλία, στὴν Ἑλλάδα τῆς περιφέρειας, τὴν Κύπρο, μένει ἐδῶ καὶ πέντε αἰῶνες ἀκοίμητος προστάτης τῶν Ὀρθόδοξων.


Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1963 ἀναχαίτισε τὸν Τούρκικο φανατισμό, ποῦ ἀνεμίζοντας γιαταγάνια τὸ 'χε βάλει βαθιὰ μέσ' τὴν καρδιά του νὰ σφάξει τοὺς Χριστιανούς, ὅταν θὰ βρίσκονταν στοὺς ναούς, τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Τὸν Ἰούλιο-Αὔγουστο τοῦ 1974 σταμάτησε ἀκριβῶς ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα του τὸν χείμαρρο τοῦ Ἀττίλα.


Καὶ σήμερα, χάρη στὸν ὅσιο καὶ ὁμολογητὴ Καοσιανό, σ’ ἐκεῖνο τὸν ἀπόμερο, ἀλλὰ γεμάτο φῶς κι ἐλπίδα τόπο, τὸ θαῦμα λειτουργεῖ ἀκόμα. Καὶ θὰ λειτουργεῖ ὅσο θέλει Ἐκεῖνος, ποῦ κατευθύνει τὴν Ἱστορία. Ὅσο ἐμεῖς δὲν παύουμε νὰ ἱκετεύουμε μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια τὸν ἀοίδιμο Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τοῦ λάου τῆς Κύπρου καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδάξων.


Ν. Ρόδινος

περιοδικὸ ''Προς τὴν Νίκη''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου