Κυριακή 13 Ιουνίου 2010


Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΜΩΝΑ

________________________

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Λέει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνουμε σκλάβοι, σκλάβοι τοῦ «μαμω­νᾶ» (Ματθ. 6,24). Μὰ ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ «μαμω­νᾶς»;

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ὡς πρὸς τὴν πίστι δι­ακρίνονται σὲ δυὸ κατηγορίες. Ἡ μιὰ κατηγορία εἶνε οἱ ἄπιστοι, αὐτοὶ ποὺ λένε ὅ­τι δὲν ὑ­πάρχει Θεός. Μὴ νομίσετε ὅτι εἶνε τίποτα ἐπιστήμο­νες. Οἱ πραγματικοὶ ἐπιστήμονες, ποὺ ἔ­­καναν ἀνα­καλύψεις, πιστεύουν στὸ Θεό. Αὐ­τοὶ ἐδῶ, ποὺ πιπιλίζουν τὸ ψέμα ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, εἶνε κά­τι νεαροὶ φοιτηταὶ ποὺ μὲ χίλια βάσανα πῆ­ραν ἕνα χαρτὶ κι ἀπὸ τότε ἔ­κλει­σαν τὰ βιβλία, κάθονται στὰ καφενεῖα μὲ τό ᾽να πόδι πάνω στ᾽ ἄλλο, παίζουν χαρτιά, καπνί­ζουν, ἀργολο­γοῦν κ᾽ αἰσχρολογοῦν. Αὐτοί λένε πὼς δὲν ὑ­πάρχει Θεός, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ καὶ ἄλλων τὸ εὐγενέστε­ρο ἄνθος, τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ μας.

Σ᾽ ἕνα χωριὸ μιὰ γριὰ 80 χρονῶν κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Τό ᾽μαθε ὁ παπᾶς, κα­λὸς ποιμένας, καὶ πῆγε νὰ τὴν ἑτοιμάσῃ. ―Γιαγιά, λέει, ἦρθα νὰ ἐξομολογη­θῇς. ―Ἄ, ἐγὼ δὲν πιστεύω· δὲν ὑπάρχει Θεός. ―Μά, γριὰ γυναίκα ἐσύ, ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα φεύγεις, καὶ λὲς δὲν πιστεύω; Γιατί; Ποιός σοῦ εἶ­πε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός; ―Ἔχω ἐγ­γο­νὸ ποὺ σπουδάζει στὸ πανεπιστή­μιο καὶ μοῦ εἶ­πε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός… Ἄ­κουσε λοιπὸν ἡ γιαγιὰ τὸν ἄ­θεο ἐγγονό!

Ἂν συναντήσετε κανένα τέτοιο καὶ σᾶς πῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, νὰ τοῦ πῆτε ἕνα λόγο· Ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κάθεσαι χτίστη­κε μόνο του, τότε θὰ παραδεχτῶ ὅτι καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι ποὺ λέγεται γῆ καὶ σύμ­παν ἔ­­γινε μόνο του. Ἡ λογικὴ λέει, ὅτι «πᾶς οἶ­κος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάν­τα κατα­­σκευ­άσας Θεός»· κάθε σπίτι χτίζεται ἀπὸ κά­ποιον, κι αὐτὸς ποὺ κατασκεύασε τὸ σύμπαν εἶ­νε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4). Τὰ ὑπόλοιπα εἶνε ἀφροσύνη, παραλογισμός. «Εἶπεν ἄ­φρων ἐν καρδίᾳ αὐ­τοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13,1).

Ἡ μιὰ κατηγορία λοιπὸν εἶνε οἱ ἄ­πιστοι. Ἡ ἄλλη; Ἡ ἄλλη δὲν εἶνε ἄπιστοι. Αὐτοὶ Χριστού­γεννα – Πάσχα ἀνάβουν κερὶ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ κάνουν καμ­μιὰ προσευχή. Λένε ὅτι πιστεύουν στὸ Θεό. Ἀλλὰ δὲν πιστεύουν, ψέματα λένε. Πιστεύουν σ᾽ ἕναν ἄλλο θεό. Ποιός εἶνε ὁ θεός τους; Ὁ «μαμωνᾶς», δηλαδὴ τὸ χρῆμα, τὰ λεπτά. Αὐτὸς εἶνε ὁ θεὸς τοῦ κόσμου σήμερα.

Αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸ χρῆμα δουλεύουν σκληρά. Ὄχι γιὰ νὰ ζήσουν, γιὰ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους· ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶνε εὐλογημένη. Αὐτοὶ καταπονοῦνται, ὄχι γιατὶ δὲν ἔ­χουν, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ κάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχουν περισσότε­ρα. Ἔχουν 100 χιλιάδες; νὰ τὶς κά­νουν 200· ἔ­χουν 200; νὰ τὶς κάνουν 400… Εἶνε ἀχόρταγοι. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια «Φτάνει, δὲ θέλω τὰ νερά σας», τὸ νεκροταφεῖο μπορεῖ νὰ πῇ «Δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς», μὰ οἱ πλεονέκτες ποὺ λα­τρεύουν τὸ μαμωνᾶ, δὲ λένε ποτέ «Μοῦ φτάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχω, δόξα τῷ Θεῷ». Δουλεύουν καὶ τὴν Κυριακὴ τὴν ὥ­ρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες, δουλεύουν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, δουλεύουν συνεχῶς.

Καὶ μόνο δουλεύουν; Ἐπὶ πλέον ξενιτεύον­­ται, φεύγουν ἀπὸ τὴν πατρίδα. Δὲν ἐννοῶ αὐ­­τοὺς ποὺ δὲν ἔχουν κτήματα· αὐτοὶ ἀναγ­κά­ζονται νὰ φύγουν. Ἐννοῶ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ ζήσουν ἐδῶ, ἀλλὰ σκορπίζονται στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος γιὰ νὰ θησαυρίσουν, νὰ γίνουν ἑκατομμυριοῦχοι, καὶ μετὰ ἀ­­διαφοροῦν γιὰ τοὺς δικούς τους ἐδῶ.

Ἦρθε μιὰ γριὰ στὴ Φλώρινα καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. ―Ἔχεις παιδιά; τῆς λέω. ―Ἔχω. ―Πόσα; ―Τέσσερα. ―Ποῦ εἶνε; ―Τὸ ἕνα στὴν Αὐ­στρα­λία, τὸ ἄλλο στὸ Τορόντο, τὸ ἄλλο στὴ Νέα Ὑ­όρκη, τὸ ἄλλο… ―Γράμματα παίρνεις; ―Τίπο­τα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κατάστημα στὸ Σίδνεϋ χόρ­τασε δολλάρια, μὰ στὴ μάνα του δὲ στέλνει!…

Ἄσπλαχνοι ἄνθρωποι, δὲ δίνουν νε­ρὸ οὔτε στὸν ἄγγελό τους. Ἂν λέγωνται αὐ­τοὶ ἄνθρωποι! Αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸ μαμωνᾶ γίνον­ται σκληροί· ἡ καρδιά τους εἶνε σὰν τὴν πέτρα. Δὲν ἔχουν αἰσθήματα. Εἶνε σὰν τὸν Ἰούδα· ὅ­πως αὐτὸς πούλησε τὸ Χριστὸ γιὰ τριάκον­τα ἀργύρια, ἔτσι κι αὐτοὶ γιὰ λίγο χρῆμα εἶνε ἕ­τοιμοι νὰ πουλήσουν τὰ πάντα. Εἶνε παραδόπιστοι. Αὐτοί εἶνε οἱ λάτρες τοῦ χρήματος.

Θεός τους ὁ μαμωνᾶς· ὅ,τι τοὺς πεῖ αὐ­τός, αὐτὸ κάνουν. Τοὺς λέει ὁ μαμωνᾶς κλέψ­τε; θὰ κλέψουν. Τοὺς λέει νὰ πᾶνε στὸ δικαστή­­ριο νὰ ὁρκιστοῦν; παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο. Τοὺς λέει νὰ ἀδικήσουν χήρα καὶ ὀρφανό; ἀδικοῦν. Τοὺς λέει νὰ κάνουν πόλεμο; κάνουν (αὐ­τοὶ οἱ δυὸ παγκόσμι­οι πόλεμοι, ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος, δὲν ἔγιναν γιὰ εὐγενῆ καὶ ὑψηλὰ ἰ­δανι­κά· ἔγιναν γιὰ τὰ κάρβουνα καὶ τὰ πετρέ­λαια, γιὰ τὸ χρῆμα). Τοὺς λέει ν᾽ ἁρπάξουν τὸ ψωμὶ ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ φτωχοῦ; τὸ κάνουν. Ὅ­ταν ἐ­πρόκειτο ν᾽ ἀ­νοίξῃ στὰ τότε ἑλληνοσερβικὰ σύνορα ἕνα μεγάλο σουπερ-μάρκετ, χίλιοι φτωχοὶ ἄνθρωποι, ποὺ εἶχαν μικρὰ μαγαζάκια μέσα στὴ Φλώρινα, κόντεψαν νὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ ἔ­καναν συμμορία, ποὺ λέγεται ἀνώνυμος ἑταιρεία, κι αὐτοὶ οἱ 20 – 25 ἤθελαν ν᾽ ἀρ­μέξουν ὅ­λο τὸν πλοῦτο, κι ἂς πει­νάσουν ὅλοι οἱ ἄλ­λοι. Δὲ λο­γαριάζουν τίποτα, δὲν τοὺς ἐνδιαφέ­ρει ἂν θὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο τὰ φτωχαδάκια. Ἀ­νώνυμες πολυεθνικὲς ἑταιρεῖ­ες δὲν εἶνε τίπο­τε ἄλλο παρὰ συμμορίες τοῦ μαμωνᾶ.

Ὁ μαμωνᾶς βασιλεύει σήμερα καὶ σ᾽ αὐτὸν ἔ­χουν τὴν ἐλπίδα τους οἱ πολλοί. Λεφτά! σοῦ λένε. Ἀλλὰ μπορεῖ τὸ χρῆμα νὰ εἶνε ἡ ἐλπίδα μας; Ἤξερα δυὸ ἀνθρώπους. Ἦταν ἔμποροι, εἶχαν καταστήματα καὶ οἱ δυό, δούλευαν καὶ πήγαιναν καλά. Ἀλλὰ ἦρθε κρίσι στὸ ἐμπόριο, χρεωκόπησαν καὶ οἱ δυό, καὶ δὲν εἶχαν δραχμὴ οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας, ποὺ δὲν πί­στευε στὸ Θεό, νόμισε ὅτι πέθανε ὁ θεός του – τὸ χρῆμα, ἀπελπίστηκε, πῆγε κ᾽ ἔπεσε στὸ ποτάμι καὶ πνίγηκε. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ πί­στευε στὸ Θεό, ἀπένταρος πλέον, χωρὶς κατάστημα, χωρὶς πελάτες, χωρὶς τίποτα – καὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν οἱ τράπεζες νὰ τὸν πιάσουν, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἄρχισε πάλι δουλειά· καὶ ζῇ τώρα εὐτυχισμένα μὲ τὴν οἰκογένειά του.

* * *

Μεγάλο πρᾶγμα νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεό! Γιατὶ ὁ Θε­ὸς εἶνε Πατέρας, ὅπως λέει τὸ εὐαγ­γέλιο (βλ. Ματθ. 3,26)· κι ὅπως ὁ πατέρας φρον­τί­ζει γιὰ τὸ παιδί, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέ­ρας φρον­τίζει γιὰ ὅλα τὰ παιδιά του, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἔτσι ζοῦμε. Ἀλλὰ εἴμαστε ἀχάριστοι. Ὦ ψεύτη ντουνιᾶ! Ἕνα κόκκαλο δίνεις στὸ σκύλο, καὶ σοῦ κουνάει τὴν οὐρά· ὁ ἄνθρω­πος τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα καὶ βλαστημάει τὸ Θεό. Ἀχάριστοι ἄνθρωποι! ἐὰν δὲ βρέξῃ ὁ οὐρανός, ἐὰν δὲ βγῇ ὁ ἥλιος νὰ στείλῃ τὶς ἀ­κτῖνες του, ἐὰν δὲ φυσήξῃ ἀέρας ζωογόνος, θὰ ξεραθοῦν τὰ σπαρτά, θὰ ψοφήσουν τὰ ζῷα, θὰ πεθάνετε. Τί λέω; Βγάλτε τὸ ρολόι σας· 5 λεπτὰ νὰ λείψῃ ὁ ἀέρας, δὲ ζῇ ἄνθρωπος, ἀ­σφυξία θὰ πάθουμε. Ἔπρεπε νά ᾽χουμε ἕνα πύραυλο καὶ αὐτὸ τὸν ἄπιστο, ποὺ λέει πὼς δὲν ὑ­πάρχει Θεός, νὰ τὸν βάλουμε μέσα νὰ τὸν στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ἐκεῖ οὔτε ἀχλάδι, οὔ­τε μῆλο, οὔτε νερό, οὔτε ἀέρας ὑπάρχει· ἐ­δῶ ὅλα τὰ δίνει ὁ Θεός, κι ὅμως μένουμε ἀχάριστοι. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ τὰ στερηθοῦμε…

Ζοῦμε, γιατὶ θέλει ὁ Θεός. Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο· ἕνα πουλάκι δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μιὰ τρίχα δὲ φεύγει χω­ρὶς τὸ θέλημά του (βλ. Ματθ. 10, 29-30). Ὅλα ζοῦν γιατὶ τὰ συντηρεῖ ἐκεῖνος, καὶ πολὺ περισ­σό­τερο τὸν ἄνθρωπο. Εἶνε σπουδαῖο νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεὸ καὶ ὄχι στὰ λεφτὰ τὰ ἄτιμα.

Αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ χρῆμα, ἅμα λείψῃ αὐτὸ – ὁ θεός τους, αὐτοκτονοῦν· δὲν ἔχουν ἄλλο θεό. Ὅσοι πιστεύουν στὸ ζωντανὸ Θεό, δὲν ἀπελπίζονται.

Πᾶνε πολλὰ χρόνια ποὺ περ­πατώντας στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα πρωὶ – πρωὶ ἕνα γεροντάκο νὰ πουλάῃ λάχανα καὶ στὸ κα­ρότσι ἐπάνω μὲ κόκκινα γράμ­ματα εἶχε μιὰ ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Μοῦ ᾽κανε ἐντύπω­σι καὶ τὸν πλησίασα· ―Γιατί πάνω στὸ καρότσι σου ἔγραψες «Ἔχει ὁ Θεός»; ―Εἶμαι πρόσ­φυγας, λέει. Στὸν Πόντο ζούσαμε καλά, ἤμασταν πλούσιοι. Ἔγινε ὅμως ἡ καταστρο­φὴ καὶ ἤρθαμε γυμνοὶ στὴν Ἑλλάδα. Πῆγα στὴν ἐκ­κλη­σιά, γονάτισα καὶ εἶπα· Θεέ μου, ἐσὺ ποὺ τρέ­φεις τὰ πουλιὰ καὶ τὰ κοράκια, μὴ μᾶς ἀ­φήσῃς. Κι ἄρχισα νὰ δουλεύω. Ἔχω γυναῖκα καὶ 5 παιδιά. Κάνω τὸ σταυρό μου, βγαίνω καὶ πουλῶ, καὶ ἔτσι ζῶ. Δόξα νά ᾽χῃ ὁ Θεός!…

Μὴν ἀπελπίζεσαι. Κι ἂν σ᾽ ἀφήσουν ὅλοι, κι ἂν γίνῃ ὁ κόσμος ἄνω – κάτω, ὑπάρχει ὁ Θεός!

  • «Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
    ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
    ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·
    πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».

Αὐτὰ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἂς τὰ κρατήσουμε σφιχτά. Νὰ πιστεύουμε. Νὰ βουλώσου­με τ᾽ αὐτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε τί λένε τὰ κορά­κια τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, ὁ εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Βεύης – Φλωρίνης 19-6-1977)

2 σχόλια:

  1. Μπραβο παιδια πολυ καλη ομιλια,αν βρειτε και αλλες παρομοιες ψηφιοποιηστε τες.Σημερα με την οικονομικη κριση ειναι αναγκαιοτερες απο ποτε αυτες οι ομιλιες για τους ανθρωπους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πόσοι ζητούν την Βασιλείαν του Θεού;
    Ενας; Κανένας;Μάλλον κανένας.
    Πως λοιπόν, "ταυτα πάντα προστεθήσεται υμίν;".
    Εμείς δεν θέλουμε την Βασιλεία του Θεού στη γή, αλλά την βασιλεια του Αντιχρίστου.
    Λοιπόν;
    Ταύτα πάντα δεν θα μας δοθούν αλλά θα προσπαθούμε να τα αποκτήσουμε με πόνο και κόπο και μόχθο και ιδρώτα.
    Και ψωμί δεν θα χορταίνουμε και οι δικτάτορες θα μας απομυζούν το αίμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου