Η Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο αποτελεί το σημαντικότερο προσκύνημα των ποντιακής καταγωγής Ελλήνων. Ασφαλώς όμως όνειρο του καθενός από αυτούς είναι να αξιωθούν να προσκυνήσουν το μοναστήρι της Παναγίας στο όρος Σουμελά της Τραπεζούντας. Το προσκύνημα αυτό οργανώνουν κατ’ έτος ποντιακά σωματεία και σύλλογοι. Εφέτος μεταξύ άλλων οργάνωσε προσκύνημα με χορηγία του ο ευκατάστατος ποντιακής καταγωγής επιχειρηματίας Ιβάν Σαββίδης, εγκατεστημένος στη Ρωσία και βουλευτής της χώρας. Στο προσκύνημα έλαβα μέρος και εγώ, κατόπιν προσκλήσεως από γνωστά μου πρόσωπα του κύκλου του χορηγού, προς τον οποίο και εκφράζω τις ευχαριστίες μου.
Το προσκύνημα αυτό δεν ήταν για μένα όνειρο ζωής. Η ενασχόλησή μου με την ιστορία και οι συζητήσεις με φιλικά μου πρόσωπα ποντιακής καταγωγής με ώθησαν στο να επωφεληθώ από τη μοναδική ευκαιρία που με προσφερόταν, προκειμένου πέρα από το προσκύνημα να αποκτήσω και κάποια υποτυπώδη εμπειρία από τη σύγχρονη Τουρκία. Έτσι αδιαφόρησα για την σχετική ταλαιπωρία (
Στο παρόν άρθρο θα περιοριστώ στην περιγραφή του προσκυνήματος.
Είχα ακούσει ότι το μοναστήρι είναι κτισμένο σε πανέμορφη δασωμένη περιοχή. Το βρήκα, όπως το είχα φανταστεί, έχοντας βέβαια εικόνες από εξ ίσου όμορφες τοποθεσίες της πατρίδας μας. Φθάνοντας εκεί συναντήσαμε αρκετούς εντοπίους, μουσουλμάνους το θρήσκευμα, οι οποίοι είχαν προλάβει να κινηθούν πριν από μας. Είχαμε ακούσει ότι πραγματοποιούν το προσκύνημα αυτό κατ’ έτος. Εκεί συναντήσαμε άλλα λεωφορεία από την Ελλάδα και ένα από τη Γεωργία, που δεν είναι και τόσο μακρινή για τον Πόντο. Στο τέρμα της διαδρομής αναμείναμε την άφιξη της αποστολής, αποτελούμενης από Ρώσους ελληνικής, ως επί το πλείστον, καταγωγής και Έλληνες, οι οποίοι κατέφθασαν από τη Θεσσαλονίκη αεροπορικά το πρωί της ημέρας της γιορτής της Κοιμήσεως. Το πρόγραμμα προέβλεπε υποδοχή τους από μας τους λοιπούς στο αεροδρόμιο της Τραπεζούντας, καθώς μετέφεραν εικόνα της Παναγίας, αντίγραφο της υπάρχουσας στο Βέρμιο. Στο αεροδρόμιο δεν μας επετράπη η είσοδος. Έτσι αναχωρήσαμε για το μοναστήρι έχοντας την πληροφορία ότι ο Ρώσος ιερέας, που συνόδευε την εικόνα, είχε υποχρεωθεί να απεκδυθεί το ράσο και να συνεχίσει τη διαδρομή με πολιτική περιβολή. Ποιος να εννοήσει το διπλωματικό παίγνιο, στο οποίο εντάσσεται η ενέργεια αυτή των τουρκικών αρχών;
Κάποιοι Πόντιοι εξ Ελλάδος είχαν αρχίσει ήδη τους χορούς, υπό την χαμηλή υπόκρουση του νταουλιού, όταν έφθασε η αποστολή με την εικόνα. Οι περισσότεροι σ’ αυτήν νέοι από τη Ρωσία. Ανηφορήσαμε όλοι μαζί προς το μοναστήρι σ’ ένα πανέμορφο περιβάλλον, που δικαίωσε πλήρως την ημίωρη πεζοπορία μας. Φθάσαμε στο μοναστήρι, το οποίο λειτουργεί ως μουσείο (πιστεύω χωρίς εισιτήριο εισόδου για τους εντόπιους).
Έντονη παντού, αλλά πλήρως διακριτική η παρουσία των τουρκικών οργάνων της τάξεως. Η απόλυτη τάξη έδειξε προς στιγμήν να διασαλεύεται όταν κάποιοι επιχείρησαν να ανάψουν κεριά στο εσωτερικό του καθολικού. Η υπεύθυνη του μουσείου έσπευσε αμέσως να τα σβήσει. Είχε ήδη γνωσθεί ότι εντός της μονής δεν θα επιτρεπόταν η τέλεση οποιασδήποτε ακολουθίας από τους ιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Μετά την προσκύνηση της εικόνας και τη λήψη σταγόνων από το αγίασμα, που στάλαζε από τον υπερκείμενο της μονής βράχο, οι χριστιανοί άρχισαν να απέρχονται, ενώ συνέχιζαν να καταφθάνουν εντόπιοι, οι οποίοι ήσαν αισθητά πολυπληθέστεροι συνολικά.
Ας κάνουμε κλείνοντας κάποια αποτίμηση του προσκυνήματος.
Οι εξ Ελλάδος, Πόντιοι βέβαια στην πλειονοψηφία τους, εκδήλωσαν τη συνήθη στον Νεοέλληνα ελαφρότητα συμπεριφοράς αμέσως μετά το προσκύνημα. Μπορεί να τόλμησαν κάποιοι να ανάψουν κεριά έξω από τη μονή και να ανάγκασαν αρκετές φορές τα όργανα της τάξεως να σπεύσουν προς σβέση τους, όμως κατερχόμενοι λησμονήσαμε το προσκύνημα με εκδήλωση καταναλωτικού εθισμού, ελαφρότητας που έφθανε τη χυδαιότητα και παντελή έλλειψη συναισθήσεως της ιερότητας του τόπου.
Άλλωστε τίποτε, πλην των κεριών δεν μαρτυρούσε, ότι πανηγυρίζαμε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Ακουστήκαν στη συνέχεια λόγοι για θρησκευτικό τουρισμό, όρο απαράδεκτο, τον οποίο τείνει να εγκολπωθεί και ο εκκλησιαστικός χώρος, αλλά και για πατριωτικό τουρισμό, όρο που πρωτάκουσα εκεί! Πολύ φοβούμαι, αν σχημάτισα ορθή αντίληψη των πραγμάτων, ότι για πολλούς Ποντίους το μοναστήρι αποτελεί μνημείο της πατρίδας, αυτής που αρνούμαστε να δεχθούμε ως χαμένη, εξ αιτίας των εγκληματικών μας σφαλμάτων πρωτίστως, για τα οποία ουδείς ζήτησε συγγνώμη από τους ξεριζωμένους πρόσφυγες, και όχι εξ αιτίας του Μουσταφά Κεμάλ. ’Έτσι προτιμούμε να μιλούμε και να γράφουμε για αλησμόνητες πατρίδες. Αλλά, αν αρχίζουμε τη λύρα και το νταούλι, πριν προσκυνήσουμε την εικόνα, αν δεν συνειδητοποιούμε, γιατί πολλοί Πόντοι σφάχτηκαν, ενώ άλλοι διατήρησαν ως τις ημέρες μας την πατρίδα εξισλαμισθέντες, αν δεν κατανοήσουμε, γιατί και πως οι Πόντιοι φυγάδες μετέφεραν την εικόνα της Παναγίας από τη Σουμελά, καθώς και τις άλλες από τα οικιακά εικονοστάσια, αν επιχειρούμε το προσκύνημα αγνοώντας τα γράμματα των μελλοθανάτων κληρικών και προκρίτων, πολύ φοβούμαι ότι ο αποκαλούμενος πατριωτικός τουρισμός σύντομα (σε μια γενιά) θα εξανεμιστεί, ακόμη και αν συνεχίσουν να εμφανίζονται χορηγοί σαν τον Σαββίδη.
Οι Ρωσοπόντιοι και οι Ρώσοι έδειξαν να ζουν το προσκύνημα πολύ πιο πνευματικά.
Προσκύνησαν με ευλάβεια την εικόνα και είδα γυναίκες να κλαίνε. Οι παλιοί θυμήθηκαν την εποχή, που ήταν απαγορευμένη η λατρεία στη χώρα τους. Οι νέοι μεγάλωσαν σε καθεστώς πολιτικής ελευθερίας. Ίσως να διδάχθηκαν την πίστη από γονείς που στάθηκαν στην πρωτοπορία της πνευματικής αναζήτησης στη χώρας τους κατά τη δεκαετία του 1960. Ήταν εκείνοι που από τη μπάμπουσκα δεν είχαν ακούσει λόγο Θεού, καθώς της είχαν απαγορεύσει την κατήχηση τα παιδιά της, από φόβο ή ιδεολογική πεποίθηση. Περιπλανήθηκαν αρχικά στο χώρο του δυτικού υπαρξισμού ή του ανατολικού μυστικισμού, για να επανανακαλύψουν την πατροπαράδοτη πίστη και να υποστούν διωγμούς και εγκλεισμούς γι’ αυτήν. Αυτοί είναι σε θέση να κατανοήσουν το νόημα και την αξία του διωγμού.
Τι θα γίνει άραγε, όταν εκλείψει απ’ εδώ και η τελευταία γραία που ανάβει καθημερινά το καντήλι και προσκαλεί τα εγγόνια της πουλί μ’ και γιαβρί μ’; Βέβαια είναι διαπιστωμένο ότι η πλειονοψηφία των ανθρώπων επιχειρεί, προϊόντος του χρόνου, την αποκατάσταση των σχέσεων με τον Θεό. Όμως αυτές καθορίζονται από τον Θεό και δεν είναι διπλωματικής φύσεως. Και ο Θεός ζητά από μας την καρδιά μας, όχι λόγια και τα κεριά.
Γράψαμε ότι οι εντόπιοι προσκυνητές ήσαν περισσότεροι.
Με τις μαντήλες και τα επανωφόρια, τα αρκετά θερμαντικά για την εποχή, οι γυναίκες στην συντριπτική τους πλειονοψηφία, με μακρυμάνικο πουκάμισο οι άνδρες, συνοδεία των παιδιών τους, ακόμη και μωρών.
Τι τους οδηγεί στον απόκρημνο βράχο της μονής;
Είναι η σαφής εντολή του Κορανίου να εκδηλώνουν οι πιστοί στο Ισλάμ σεβασμό στη μητέρα του Χριστού;
Είναι η συντήρηση της μνήμης από γιαγιά σε εγγόνια, ότι κάποτε και οι πρόγονοί τους άναβαν εκεί ψηλά κερί;
Είναι και τα δύο;
Εκείνο που είναι βέβαιο είναι η παντελής απουσία της έκδηλης νεοελληνικής ελαφρότητας στους προσκυνητές αυτούς.
Μήπως είναι καιρός αυτοκριτικής;
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;
ΑπάντησηΔιαγραφή