Είναι αδύνατη
η ζητούμενη
ένωση
Η΄
ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Ο απόλυτος προορισμός είναι μια αιρετική διδασκαλία, που αρχή έχει στον Αυγουστίνο και συνεχιστές τους δυτικούς θεολόγους, αλλά ακόμη και τους προτεστάντες Λούθηρο και Καλβίνο. Σύμφωνα με αυτήν, ο Θεός έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη σωτηρία και άλλους για την αιώνια τιμωρία, ανεξάρτητα από την αξία ή την απαξία του συγκεκριμένου ανθρώπου. Η διδασκαλία αυτή έχει τις ρίζες της στη σχετική διδασκαλία του ανωτέρω αγίου (+430) και συνδέεται με την πρόγνωση του Θεού. Η διδασκαλία αυτή για τον απόλυτο προορισμό, άγνωστη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ερμηνεύεται με ποικίλους θεολογικούς συλλογισμούς, άλλοτε ως απλός προορισμός για τη σωτηρία, άλλοτε δε ως διπλός προορισμός, τόσο για τη σωτηρία όσο και για την απώλεια, αλλά προβληματίζει έντονα την πνευματική ζωή, τόσο του Παπισμού, όσο και του Προτεσταντισμού.
Ψήγματα της θεωρίας αυτής βρίσκουμε στην Π. Διαθήκη και κυρίως στο βιβλίο του Εκκλησιαστή, όπου οι ιδέες που καταγράφονται εκεί εμφανίζονται ιδιαίτερα απαισιόδοξες. Σ’ ολόκληρο το έργο τονίζεται η ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, η μη ύπαρξη σκοπού στη ζωή και η αδυναμία του ανθρώπου να ορίσει τη μοίρα του. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στο κεφάλαιο 3, όπου βλέπουμε, ότι ο Θεός έχει προαποφασίσει για όλα, αλλά και όπου φαίνεται να ταλαιπωρεί τους ανθρώπους: «Είδα την απασχόληση που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους για να τους ταλαιπωρεί. Ο Θεός έχει ορίσει τον κατάλληλο καιρό που κάνει το καθετί» (3. 10-11).
Κυρίως όμως, οι οπαδοί της θεωρίας αυτής στηρίζονται στο κατωτέρω χωρίο του Παύλου: «Ερείς ουν μοι. τι έτι μέμφεται; τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε; μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεώ; μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ο μεν εις τιμήν σκεύος, ο δε εις ατιμίαν; ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν; και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους α προητοίμασεν εις δόξαν;» (Ρωμ. 9. 19-24). Σε μετάφραση το κείμενο έχει ως εξής: «Θα πει βέβαια κάποιος: «Τότε γιατί ακόμη μας βρίσκει σφάλματα ο Θεός. Ποιος τάχα μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά του;». Άνθρωπε, ποιος είσαι εσύ, λοιπόν, και κάνεις κριτική στο Θεό; Μπορεί να πει ένα δημιούργημα στο δημιουργό του, «γιατί μ’ έκανες έτσι;». Δεν είναι στο χέρι του αγγειοπλάστη να κάνει με τον πηλό ό, τι θέλει; Από το ίδιο υλικό φτιάχνει σκεύη πολύτιμα και σκεύη για τις πιο συνηθισμένες χρήσεις. ’Ετσι και ο Θεός, θέλοντας να δείξει την οργή του και να κάνει γνωστή τη δύναμή του, φέρθηκε με μεγάλη μακροθυμία σ’ αυτούς που άξιζαν την οργή του και που ήταν έτοιμοι για το χαμό τους. Σ’ άλλους πάλι θέλησε να φανεί η άπειρη δόξα του, σ’ αυτούς που το έλεός του όρισε να μετάσχουν στη δόξα του».
Από το κείμενο αυτό βγαίνει το συμπέρασμα (όπως το ερμηνεύουν οι δυτικοί), ότι ο Θεός δημιούργησε ορισμένους ανθρώπους σαν σκεύη της οργής του και τους χρησιμοποιεί για να κάνει επίδειξη δύναμης και τελικά να τους καταστρέψει. Πρέπει κανείς να χρωστά ευγνωμοσύνη γι’ αυτό; Αλλά τότε ο θεός αυτός δεν διαφέρει από τους ελληνικούς θεούς. Τελικά η «απώλεια» ενός ανθρώπου δεν μετράται σαν δική του υπαιτιότητα και ευθύνη; Πως συμβιβάζονται αυτά με το Θεό της Αγάπης, του Ελέους και της Φιλανθρωπίας;
Έτσι, ο απόλυτος προορισμός δέχεται πως και η ελευθερία είναι προορισμένη να επιτελέσει το αγαθό, όπως ο σκηνοθέτης ρυθμίζει την πορεία ενός έργου και την εκτελούν ελεύθερα τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτό, έτσι και ο Θεός, αφού προόρισε τους μεν για τη σωτηρία και τους δε για την απώλεια, έβαλε στην ιστορία, στο θέατρο της δόξης του Θεού, τον καθένα να παίξει το ρόλο του. Λείπει βέβαια η άσκηση κατά των σατανικών πειρασμών, ο δε Διάβολος είναι τιμωρό όργανο του Θεού, αφού ο άνθρωπος προσέβαλε τη δικαιική τάξη του Θεού. Με την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης, ο απόλυτος προορισμός βρήκε την πιο καλή βάση και τεκμηρίωση. Με την ικανοποίηση δηλαδή έληξε το δράμα της σωτηρίας. όλη η υπόθεση τακτοποιήθηκε και από δω και πέρα κατά προορισμό μπορούν οι άνθρωποι να μετέχουν στη βασιλεία του Θεού. Απόρροια αυτού είναι, ότι ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν είναι εικόνα Θεού.
Αλλά, αντίθετα με τους δυτικούς, ο Χρυσόστομος, που αναλύει Ορθόδοξα το χωρίο, λέγει, ότι όταν ο Παύλος αναφέρει: «ο μεν εις τιμήν σκεύος, ό δε εις ατιμίαν», δεν θέλει να υποτιμήσει τη δημιουργία ή να δείξει διάκριση στην πρόθεση του Θεού. Θέλει να επισημάνει την εξουσία του Θεού να δίνει στον καθένα το χάρισμα του ή τη διακονία του ή την αποστολή του (Ε.Π.Ε. 17. 306). Επίσης στο: «Ό μεν εις τιμήν σκεύος, ό δε εις ατιμίαν» δηλώνει, ότι μπορεί ένα πήλινο δοχείο να μη στολίζει το σαλόνι ενός σπιτιού, αλλά η παρουσία του εξυπηρετεί μια άλλη ανάγκη και επομένως και τα δυο είναι χρήσιμα. Κάποτε η μακροθυμία του Θεού εκλαμβάνεται ως αδυναμία και τότε, όταν πλέον η πρόκληση της ασέβειας ξεχειλίσει, αποκαλύπτεται κατά διαφορετικό τρόπο η δύναμη του Θεού, που εκλαμβάνεται σαν «οργή», σαν αποστροφή, γι’ αυτό λέγει: «Θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού…..». Η μακροθυμία μεταβάλλεται σε οργή, ναι, αλλά δεν φταίει ο Θεός. Οι άνθρωποι μεταβάλλουν τα πράγματα. Οι άνθρωποι μεταβάλλονται σε σκεύη οργής, συσσωρεύουν πάνω τους κεραυνούς οργής. Οι άνθρωποι μόνοι τους «καταρτίζονται», ετοιμάζονται να γίνουν «σκεύη εις απώλειαν». Όπως η οργή του Θεού προκαλεί ερωτηματικά σ’ όσους ζητάνε αφορμή να κατηγορήσουν το Θεό, έτσι και το έλεος του προκαλεί ερωτηματικά. Γιατί, σου λένε, τόσο έλεος, τόση χάρη σε μερικούς ανθρώπους; Είναι άδικος ο Θεός; όχι, δεν είναι άδικος. Το έλεος το έχει για όλους ο Θεός αλλά το «εισπράττουν» μόνον όσοι γίνονται σκεύη ελέους. Γι’ αυτό λέγει στο τέλος: «Και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους, ά προητοίμασεν εις δόξαν;», δηλ. τι μπορείς να πεις για το Θεό, αν θέλει να δείξει τον πλούτο της αγάπης του σε ανθρώπους, που συνεχώς ετοιμάζονται να είναι «σκεύη ελέους;». Και η ετοιμασία για να καταστεί κάποιος σκεύος ελέους, άξιος του ελέους, είναι η μετάνοια, η έμπρακτη μετάνοια.
Αντίθετα λοιπόν με τη Δύση, ο προορισμός κατά την Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι η τακτοποίηση μιας διασαλευμένης τάξης στη θεία πραγματικότητα, αλλά ο πλουτισμός της κτίσης με τη δεκτικότητα εκείνη που θα μπορέσει να αξιοποιήσει την παροχή του ευ είναι. Όλη η κτίση είναι προορισμένη για τη μεταμόρφωση, για την εκλάμπρυνση και για το δοξασμό και κατ' ουδένα λόγο οδεύει προς το μηδέν. Με άλλα λόγια αποκλείονται εδώ οι νομικές ερμηνείες και κυριαρχούν οι ιατρικές, ο δε αμαρτωλός άνθρωπος δεν παύει να παραμένει εικόνα Θεού, ως κατάληξη δε της ιαματικής σωτηρίας έχουμε την αποκατάσταση των πάντων, ως θεολογούμενο, σε αντίθεση του νομικού πνεύματος του απόλυτου προορισμού.
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου