Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Φρίκη.......Ἐπίσκοπος Ρώμης Πολύκαρπος: «Ἡ Λατινικὴ ἐκκλησία ἁγιωτάτη»!!!!!!!!!!!!!!!!!!

 


 

Βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Ρώμης εἶναι πρῶτος τῇ τάξει ἀπὸ τοὺς 14 Προκαθημένους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος

  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὴν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου κατὰ τὴν τρίτη περιοδεία του, τοὺς ἐπέστησε τὴν προσοχή, λέγοντάς τους ὅτι θὰ ἐμφανισθοῦν μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του “λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου” καὶ μάλιστα τοὺς τόνισε ὅτι αὐτοὶ θὰ προέρχωνται ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς ποιμένες, θὰ λαλοῦν λόγους διεστραμμένους καὶ θὰ κάνουν τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἀπομακρύνουν τὸ ποίμνιο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θὰ εἶναι ἄνθρωποι στερημένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θὰ καθοδηγοῦται ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ψεύδους, τὸν διάβολο, μὲ σκοπὸ νὰ ἁρπάξουν καὶ νὰ σκορπίσουν τὰ πρόβατα. Ἀφοῦ δὲν θὰ ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ μελημά τους θὰ εἶναι νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὴν ἀπώλεια καὶ νὰ ἑδραιώσουν τὴν πλάνη τους.

  Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ προβατόσχημους λύκους, οἱ ὁποῖοι ἀντιστρέφουν τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν στὴν αἵρεση καὶ στὴν πλάνη ὅλους ὅσους θὰ στοιχηθοῦν πίσω ἀπὸ αὐτούς, ἐκμεταλλευόμενοι σύμβολα, ὀνόματα, τὴν θέση καὶ τὸν τίτλο τους. Βέβαια, ἡ προειδοποίηση αὐτὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔχει διαχρονικὴ ἀναφορά. Ἔτσι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, ἐμφανίσθηκαν οἱ ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, στὴν συνέχεια οἱ Νικολαΐτες, ὁ Ἄρειος, οἱ εἰκονομάχοι καὶ φθάνουμε μέχρι τὶς ἡμέρες μας μὲ τοὺς «βαρεῖς λύκους» τοὺς οἰκουμενιστές, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ θέλουν νὰ ἑνώσουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τοὺς παπικούς, μὲ τοὺς προτεστάντες καὶ μὲ ὅλες τὶς γνωστὲς καὶ ἄγνωστες αἱρέσεις ποὺ ἐπινόησε ὁ Διάβολος ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Στὶς 16 Φεβρουαρίου ὁ ἱερὸς ὀρθόδοξος ναὸς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, προστάτη καὶ ἐφόρου τῆς πόλης τῆς Ρώμης, εἶχε τὴν πανήγυρή του. Κατὰ τὴν θεία Λειτουργία προεξῆρχε ὁ Μητροπολίτης Ἰταλίας Πολύκαρπος (πρώην Ἱσπανίας). Ἐπίσης, ἐκ μέρους τῶν Λατίνων παρέστησαν ὁ Καρδινάλιος Claudio Gugerotti Prefetto del Dicastero per le Chiese Orientali, δηλαδὴ ὁ πρόεδρος τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὶς ἀνατολικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁ Mons. Marco Gnavi, ἀκόμη παραβρέθηκαν ἀρκετὰ πολιτικὰ πρόσωπα καὶ πρέσβεις διαφόρων χωρῶν.

  Ἐκεῖνο ὅμως, τὸ ὁποῖο θορύβησε τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο τῆς Ρώμης, σύμφωνα μὲ ἀρκετὲς μαρτυρίες, τόσο τῶν ἐκεῖ ἐκκλησιαζομένων, ὅσο καὶ τῶν διαφόρων ἐπισκεπτῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἦταν τὸ κήρυγμα ποὺ ἔκανε ὁ Μητροπολίτης Ρώμης Πολύκαρπος, τὸ ὁποῖο ἔγινε μόνον στὴν ἰταλικὴ γλώσσα καὶ ὄχι στὴν ἑλληνική, ἴσως γιὰ εὐνόητους λόγους. Καὶ αὐτὸ ποὺ σκανδάλισε τοὺς πιστοὺς εἶναι ἡ ἀκόλουθη κολακευτικὴ φράση ποὺ ἀπεύθυνε στοὺς Λατίνους παρισταμένους. Εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος: «ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης (οἱ Λατῖνοι) ἔχει τὸ πρωτεῖο τῆς χάριτος ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ εἶναι ἁγιωτάτη».

 Εἶναι δυνατὸν ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ λέγη ὅτι ἡ ἐκκλησία τῶν Λατίνων ἔχει τὸ πρωτεῖο τῆς χάριτος καὶ ὅτι εἶναι ἁγιωτάτη; Γιὰ τὸν Μητροπολίτη Πολύκαρπο ὁ παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση, δὲν ἔχει προηγηθῆ ἐδῶ καὶ αἰῶνες σχίσμα μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Λατίνων καὶ ἡ πτώση τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας; Δηλαδὴ ὁ Σεβασμιώτατος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Πατριαρχικῶν Συνόδων τῆς β΄ μετὰ Χριστὸν χιλιετίας, πού κατονομάζουν αἵρεση τὸν παπισμό, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τὸ filioque «φρύαγμα τῆς αἱρέσεως». Καὶ ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Πολύκαρπος ὀνομάζει τὴν παπικὴ ἐκκλησία ἁγιώτατη, ὁ θειότατος Φώτιος ἀποκαλεῖ τοὺς Λατίνους «νέους Πνευματομάχους» καὶ στὸν Λόγο περὶ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας τοὺς λέγει, «Ἐμβλέψατε, οἱ τυφλοί, καὶ ἀκούσατε, οἱ κωφοί, οὕς τὸ σκότος κατέχει τῆς αἱρετικῆς ἀγκαθημένους Δύσεως».

Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ θεωρηθῆ ὡς ἁγιωτάτη καὶ ὡς ἔχουσα τὸ πρωτεῖο τῆς χάριτος μία ἐκκλησία ποὺ δὲν δέχεται στὴν πραγματικότητα ἄκτιστη χάρι καὶ ἐνέργεια, ἀλλὰ μόνον τὴν κτιστή; Πῶς μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ἁγιωτάτη μία ἐκκλησία ποὺ δὲν δέχεται τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, καθὼς γιὰ τοὺς Λατίνους ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δὲν πῆρε ὅλα τὰ ἄκτιστα θεία ἰδιώματα τῆς θεότητας  στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῆται ὡς πηγὴ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν μετὰ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση;

Ὁ Σεβασμιώτατος πῶς μπορεῖ νὰ θεωρῆ ἁγιωτάτη μία ἐκκλησία, ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς σταδιακὰ ὡς ἄνθρωπος ἀποκτοῦσε συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του καὶ ὅτι ἔχει τὴν πληρότητα τῆς κτιστῆς χάριτος, κάτι τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι γιὰ τοὺς Λατίνους ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ μὲν νὰ ἔχει τὴν κτιστὴ χάρι (ἁγιαστικὴ) ὡς ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ ὅμως  νὰ εἶναι ἡ πηγή της, εἶναι μόνο ὄργανο μετάδοσης , καθὼς μόνον ἡ θεία οὐσία ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνέργεια, εἶναι ἡ πηγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος, ὅπως χαρακτηριστικὰ διδάσκουν οἱ Λατῖνοι;

Πῶς μπορεῖ νὰ θεωρῆ τὴν λατινικὴ ἐκκλησία ὡς ἁγιωτάτη, ὅταν διδάσκη ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει ἠθικὴ τελειότητα, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι θὰ μποροῦσε καὶ νὰ ἁμαρτήση ἢ ὅτι χρειαζόταν ἄσκηση, ὅπως χρειάζονται ὅσοι ἔχουν γνωμικὸ θέλημα; Πῶς μπορεῖ νὰ ἔχη τὸ πρωτεῖο τῆς χάριτος μία ἐκκλησία, ἡ ὁποία προσέθεσε τὸ filioque, συγχέοντας ἔτσι τὰ κοινὰ μὲ τὰ ἀκοινώνητα ἤ, ἀλλιῶς, τὶς ἑνώσεις μὲ τὶς διακρίσεις στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ καταλύοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ὑποστατικὴ μοναρχία τοῦ Πατρός; Τέλος, πῶς μπορεῖ μία ἐκκλησία νὰ ἔχη τὸ πρωτεῖο τῆς χάριτος, ὅταν ὑποστηρίζη τὴν ἁγία οἰκογένεια (τὸν Ἰωσηφ, τὴν Μαρία, τὸν Ἰησοῦ), ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ξεχνώντας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπάτωρ ἐκ μητρὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ἀμήτωρ ἐκ Πατρὸς ὡς Θεός;

Αὐτὲς εἶναι λίγες ἀπὸ τὶς πολλὲς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ, γιὰ νὰ μὴ ἀναφέρουμε καὶ τὶς ἐκκλησιολογικὲς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν θεώρηση τόσο τοῦ πάπα ὅσο καὶ τῶν ἱερέων τῆς λατινικῆς ὁμολογίας ὡς ἀντικαταστάτες τοῦ Πέτρου, καὶ ὄχι ὡς ἐκφραστὲς τῆς πίστεως καὶ τῆς ὁμολογίας τοῦ Πέτρου;

Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν παροῦ­σα περικοπὴ σημειώνει ὅτι «δὲν εἶπε ἁπλῶς “Λύκοι”, ἀλλὰ πρόσθεσε “φοβεροί”, ὑπονοώντας τὴν ἀγριότητα αὐτῶν καὶ τὴν θρασύτητα· καὶ τὸ ποιὸ φοβερὸ εἶναι, ὅτι λέγει πὼς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ποιμένες θὰ ξεπηδήσουν οἱ βαρεῖς λύκοι, κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι πάρα πολὺ φοβερό, ἀφοῦ ὁ πόλεμος θὰ εἶναι καὶ ἐμφύλιος”. Ἔτσι καταλαβαίνουμε, γιατί ὁ Μητροπολίτης Ρώμης Πολύκαρπος ἐπιμένει νὰ θεωρῆ μία ἐκπεσοῦσα ἐκκλησία, δηλαδὴ μία μὴ ἐκκλησία, ὄχι μόνον ὡς ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔχουσα τὸ πρωτεῖο καὶ ὅτι εἶναι ἁγιώτατη. Ἔτσι καταλαβαίνουμε, γιατί ὁ Σεβασμιώτατος δὲν διαφυλάττει τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρέσεις. Διότι «ὡς Λύκος βαρὺς» δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ νὰ τὸ ὁδηγήση στὴν ἀπώλεια καὶ νὰ ἑδραιώση τὴν πλάνη τους.

Ὁ θεῖος Παῦλος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν παρόντα στίχο τονίζει πρὸς τοὺς ποιμένες τῆς Ἐφέσου ὅτι, «προσ­έχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος».

Ὁ ἀπόστολος μὲ τὸν λόγο του ἀπευθύνεται καὶ πρὸς τοὺς σύγχρονους ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ὑποδεικνύει ὅτι εἴτε ὡς ἄτομα, ὀφείλουν νὰ ἐκφέρουν κρίση στὸν λόγο τοῦ Μητροπολίτου Πολυκάρπου, ποὺ εἶπε ὅτι ἡ ἐκκλησία τῶν Λατίνων ἔχει τὸ πρωτεῖο τῆς χάριτος καὶ ὅτι εἶναι ἁγιωτάτη καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουν δημόσια, εἴτε ὡς σῶμα νὰ συνέλθουν, γιὰ νὰ τὸν καταγγείλουν καὶ νὰ ἀπομονώσουν τόσο τὸν ἴδιο ὅσο καὶ ἐκείνους ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα. Διότι, ὅταν ἕνας ἐπίσκοπος δὲν ἐλέγχη, θεωρεῖται συναυτουργὸς τῆς ἀνωμαλίας καὶ δὲν λειτουργεῖ ὡς φύλακας καὶ ἐπί-σκοπος τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, δὲν συνεχίζει τὴν παράδοση τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι στιγμάτιζαν τὴν ἀνωμαλία, ἀγωνίζονταν μὲ ἀνδρεία καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου καὶ “ἀποστρέφονταν πάντα νεωτερισμὸ ὡς ὑπαγορευμένο ἀπὸ τὸν διάβολο”.

Βέβαια ὁ Μητροπολίτης Ἰταλίας Πολύκαρπος δὲν προσθέτει τίποτε τὸ νέο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε ὁ πνευματικὸς πατέρας, ποὺ εἶναι ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὁ πάπας τῆς Ρώμης. Θὰ ἀξίζη νὰ σημειώσουμε ἐδῶ τὴν ὁμιλία ποὺ ἔκανε ὁ Πατρ. Κων/πόλεως, ὅταν πῆγε στὴν Νεάπολη καὶ πῆρε ἀκόμη ἀκαδημαϊκὸ τίτλο ἀπὸ τὸ λατινικὸ Πανεπιστήμιο τῆς Νεαπόλεως (ἀνακηρύχθηκε ἐπίτιμος διδάκτωρ.) Ἀκοῦστε τί εἶπε.

«Ἀλλὰ ἂν μία πέτρα χαλάση καὶ φθείρη τὸ μωσαϊκὸ ἤ, καλύτερα, φθείρη ὅ,τι ἀπεικονίζεται σὲ αὐτὸ (Γραφή, Εὐχαριστία, Ἐκκλησία), αὐτὴ ἡ πέτρα ΔΕΝ σταματᾶ νὰ ἀνήκη στὸ σύνολο τοῦ μωσαϊκοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ Κοινότητες ποὺ προέκυψαν μετὰ τὶς Συνόδους τῆς Ἐφέσου καὶ τῆς Χαλκηδόνας, ἀκόμα καὶ σὲ περίπτωση σχίσματος ἢ αἵρεσης, συνεχίζουν νὰ διαμορφώνουν τὴν συνείδηση τῆς ἔνταξής τους στὸ μοναδικὸ μωσαϊκό. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διαίρεση – εἴτε σχίσμα εἴτε αἵρεση – παρόλο ποὺ στεροῦν τὴν κοινότητα, δὲν στεροῦν τὸ ἀνήκειν εἰς τὴν  μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μία ἀσθένεια ἑνὸς ὀργάνου τοῦ σώματος δὲν καθιστᾶ τὸ ὄργανο ξένο στὸ σῶμα». [1]

Γιὰ τὶς ἀρχαῖες Οἰκουμενικὲς συνόδους, ὡστόσο, καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες, ἡ πίστη ἦταν θεμελιώδης, ὄχι ἡ προσωπικὴ σχέση ἢ ἡ ἑτερότητα .Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴ σωστὴ πίστη εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν κοινωνοῦν μὲ μέλη ποὺ ἔχουν ἀλλοιώσει τὴν πίστη, διότι ἐκεῖνοι ποὺ ἀλλοιώνουν τὴν πίστη εἶναι ἄρρωστοι καὶ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως κάνει ὁ γιατρός, ὅταν ἀνακαλύπτη ἕνα ἄρρωστο ὄργανο στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Γιὰ παράδειγμα ἕνα καρκινοπαθὲς νεφρό, μετὰ ἀπὸ χειρουργικὴ ἐπέμβαση τὸ πετάει ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ μολύνη ὅλο τὸ σῶμα καὶ τὸ ἴδιο πράττει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἀποπομπὴ μίας ἄρρωστης ὁμάδας δὲν σημαίνει, ὅπως πιστεύουν οἱ οἰκουμενιστές, ἀπώλεια τῆς ἑνότητας καὶ  διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπισφράγιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, διότι ἡ παρουσία μίας ἄρρωστης αἱρετικῆς ὁμάδας στὴν Ἐκκλησία μολύνει ὅλο τὸ σῶμα καὶ ἐμποδίζει τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Σῶμα σήμερα μολύνεται ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς δηλώσεις σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ἀλλάζει ἀκόμη καὶ τὴν πίστη του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχαῖες σύνοδοι ἀναθεμάτιζαν τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ἀπέβαλαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ  θεωροῦσαν ὅτι δὲν ἀνήκουν στὸ σῶμα Του, ἀλλὰ στὸν διάβολο. Γιὰ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο τὸν 1ο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὅμως, μία ἄρρωστη ὁμάδα εἶναι μέρος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ σίγουρα ἀκολουθώντας τὴν λογική του, λανθάνει ἕνας γιατρὸς ποὺ κάνει χειρουργικὴ ἐπέμβαση καὶ πετάει ἕνα ἄρρωστο ὄργανο ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅπως σίγουρα ἔκαναν λάθος καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς σύνοδοι ποὺ ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς θεώρησαν ὀπαδοὺς τοῦ διαβόλου, ὅπως σίγουρα ἔκανε λάθος καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ στιχηρὸ τῶν αἴνων ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς 318 ἁγίους Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Συγκεντρώσαντες ὅλην τὴν ποιμαντικὴν ἐπιστήμην καὶ ἀνάψαντες δίκαιον καὶ δικαιολογημένον ζῆλον, ἐξεδίωξαν τοὺς βαρεῖς καὶ παθογόνους λύκους, ἐκσφενδονίζοντες αὐτοὺς μὲ τὴν σφενδόνην τοῦ Πνεύματος, μακρὰν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκείνους ποὺ εἶχαν πέσει στὸ θάνατο καὶ ἦταν ἄρρωστοι χωρὶς δυνατότητα ἀνάρρωσης, οἱ θεῖοι Ποιμένες, ὡς πιστότατοι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἱερώτατοι ἑρμηνευτὲς τοῦ θεοπνεύστου κηρύγματος, τοὺς ἀπέρριψαν».

Ὅλη αὐτὴ ἡ «θεολογικὴ» τοποθέτηση ποὺ ἀθετεῖ τὸ πνεῦμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στηρίζεται στὴν «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας ἢ περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία». Τί ἰσχυρίζεται αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογία στὴν πραγματικότητα; Μᾶς λέει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἁπλῶς μετέχει σὲ αὐτήν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες αἱρέσεις τῆς Δύσεως ποὺ ἀποκαλοῦνται ἐκκλησίες. Γιατί ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ ἐκκλησία εἶναι πληρέστερη ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη, λατινικὴ προτεσταντική, καὶ λοιπὲς προχαλκηδονικὲς καταδικασμένες ἀπὸ συνόδους ἐκκλησίες. Στὴν διακήρυξη τοῦ Τορόντο ποὺ συντάχθηκε τὸ 1950 ἀπὸ τὸν Φλορόφσκι, μαζὶ μὲ αἱρετικοὺς προτεστάντες ἀναφέρεται στὸ 4 κεφάλαιο, τρίτη παράγραφο, μὲ τίτλο. «οἱ ἀρχὲς στὶς ὁποῖες βασίζεται τὸ παγκόσμιο ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο»

«Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη γνωρίζουν ὅτι ἡ ἰδιότητά τους ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πληρέστερη ἀπὸ ἐκείνη τῶν δικῶν τους Ἐκκλησιῶν. Ὡς ἐκ τούτου, προσπαθοῦν νὰ ἔρχωνται σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὲς καὶ πιστεύουν στὴν Κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅλες οἱ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, πιστεύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλήρης ταυτότητα μεταξὺ τῆς ἰδιότητας μέλους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἰδιότητας μέλους τῆς δικῆς τους Ἐκκλησίας. Ἀναγνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν μέλη Ἐκκλησιῶν «ἐκτὸς» τῶν τειχῶν της ποὺ ἀνήκουν «ἐξίσου» στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει μία «Ἐκκλησία ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ γεγονὸς ὅτι, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὡς νόμιμο τὸ βάπτισμα ποὺ τελεῖται ἀπὸ ἄλλες ἐκκλησίες».

Ἡ διακήρυξη τοῦ Τορόντο δικαιολόγησε τὴν συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμο Συμβούλιο ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) καὶ ἔκανε παραπομπὴ σὲ αὐτὴ τὸ πέμπτο κείμενο τῆς συνόδου τῆς Κρήτης στὴν 19 παράγραφο.

Ἐν ὀλίγοις, ἡ διακήρυξη (ἡ ὁποία, σημειωτέον, ἀναφέρεται σὲ ὀρθόδοξο συνοδικὸ κείμενο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθῆ τὶς διατυπώσεις πίστεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων), θέτει ὡς ἀρχὴ τῆς συμμετοχῆς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ πρέπει νὰ τὸ ἀρνῆται στὴν πράξη, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται σὲ κάθε ἐκκλησία-μέλος ἀπὸ τὸ ΠΣΕ γιὰ νὰ συμμετάσχη. Τὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο τοῦ ΠΣΕ , τὸ ὁποῖο εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλα τὰ μέλη του, δηλώνει ἑπομένως ὅτι μία «ἱστορικὴ» ἐκκλησία, ἐν προκειμένῳ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστῆ μὲ τὴν «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ἡ ὁποία εἶναι εὐρύτερη (πληρέστερη) ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στὴν νέα ἐκκλησιολογία , ἑπομένως, δηλώνεται ἀνοικτὰ ὅτι ἡ μία ἀληθινὴ «Ἐκκλησία» εἶναι πληρέστερη, καθὼς περιλαμβάνει τὰ μέλη τῶν διαφόρων «ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν» ποὺ πρέπει νὰ βρίσκωνται σὲ κοινωνία, σχέση, καὶ τὸ εἶδος τῆς κοινωνίας ἀποφασίζεται ἀπὸ τὸ ΠΣΕ. Οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ λατῖνοι καὶ οἱ προτεστάντες οὐσιαστικὰ συμμετέχουν στὴν ‘Ἐκκλησία’, ὅπως αὐτὴ ὁρίζεται ἀπὸ τὸ ΠΣΕ . Καὶ ἡ ‘Ἐκκλησία’ ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὸ ΠΣΕ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ διαιρεθῆ. Κατὰ συνέπεια, ἡ διαίρεση σὲ «ἱστορικὲς ἐκκλησίες» συν­επάγεται ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν καθολικότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀπώλεια. Ἀποτελοῦν μέρος τῆς «Ἐκκλησίας», σὲ διαφορετικὸ βαθμὸ (περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία). Ἡ πίστη δὲν εἶναι θεμελιώδης, [2] εἶναι μία ἀναγκαιότητα ποὺ ἐμποδίζει τὴν κοινωνία καὶ τὴν σχέση τῶν διαφόρων ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν. Τὸ μόνον πραγματικὸ γιὰ τὴ σύγχρονη ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ κοινωνία-σχέση τῶν «ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες, ὡς μέρος τῆς «Ἐκκλησίας», ὀνομάζονται ἀδελφὲς ἐκκλησίες (ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας). Κατὰ συνέπεια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ πιστεύη ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ταυτόχρονα πρέπει νὰ ἀναγνωρίζη ὅτι σὲ αὐτὴν συμμετέχουν καὶ αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδοεκκλησίες, οἱ ὁποῖες βεβαίως πρέπει νὰ ἀναγνωρίζωνται ὄχι ὡς αἱρετικὲς ἢ σχισματικές, ἀλλὰ ὡς διακριτές, ὡστόσο ἀδελφὲς ἐκκλησίες.

Ἂς ἐλπίσουμε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ μικρὸν ποίμνιο, νὰ ἀντιληφθῆ τὸ βαθμὸ τῆς ἀποστασίας καὶ νὰ ἀντιδράση.

Ἡ Πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος τοῦ 1848 τονίζει πρὸς τὴν ἁπανταχοῦ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι “ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ”. Ὅμως ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ σήμερα ἔχει συναίσθηση τῆς ἀποστολῆς του μέσα στὴν Ἐκκλησία;

Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος Καντιώτης σὲ γραπτὸ κήρυγμά του στὴν Χριστιανικὴ Σπίθα τὸ 1965 ἀπαντοῦσε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, λέγοντας ὅτι:

«Εἰς τὴν ἀδιαφορία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ διὰ τὴν ἀνόρθωσι τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνετέλεσαν καὶ συντελοῦν πολλοὶ παράγοντες, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνα ἐδῶ μνημονεύομεν, τὸν καθ’ ἡμᾶς κυριώτερον. Ὅτι δηλαδὴ ὑπὸ εὐλαβῶν κηρύκων καὶ πνευματικῶν πατέρων, μὴ θελόντων διὰ τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἱερᾶς διακονίας των νὰ ἔλθουν εἰς σύγκρουσιν μὲ παρανομοῦντας ἀρχιερεῖς καὶ νὰ ἐμπλακοῦν εἰς περιπετείας καὶ ἀγῶνας, κατ’ αὐτοὺς ἀκάρπους, ἐκαλλιεργήθη μία περιδεὴς συνείδησις. Δι’ ὄνομα Θεοῦ! Μὴ τὰ βάζετε μὲ τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς. Δὲν εἴμεθα ἡμεῖς εἰς θέσιν νὰ τοὺς ἐλέγχωμεν. Θὰ τοὺς ἐλέγξη ὁ Θεός. Ἡμεῖς νὰ κοιτάξωμεν τὴν ψυχούλα μας. Εἶνε ἁμαρτία νὰ κρίνωμεν τὸν κλῆρον… Αὐτὰ εἶνε ὅ,τι ἐχρειάζοντο οἱ ἅγιοι ἀρχιερεῖς διὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ δροῦν ἀσυδότως”.

Καὶ συνεχίζει ἀναφερόμενος στοὺς ἀναξίους ποιμένες ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος Καντιώτης:

“Εἴπομεν ὅτι δὲν πιστεύουν. Διότι, ἐὰν ἐπίστευον, οὐδέποτε θὰ ἐτόλμων νὰ διαπράξουν τοιαύτην ἀσχημίαν ὁποία εἶνε, κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ἡ δι’ εὐτελεῖς λόγους ἀπὸ μιᾶς Μητροπόλεως εἰς ἄλλην μεταπήδησις. Τί εἰρωνεία, τί ὑποκρισία, τί θεομπαιξία! Ὁ ἀδίστακτος εἰς τὸ νὰ τολμᾶ τὰς πλέον ἀντικανονικὰς καὶ παρανόμους πράξεις, νὰ ζητῆ νὰ ἐμβάλη φόβον καὶ τρόμον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν εὐλαβῶν, διὰ νὰ μὴ ὑπερασπίσουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια ποὺ αὐτὸς ἀσυστόλως καταπατεῖ! Νὰ τρέμη ὁ πιστὸς νὰ φωνάξη τὸ «ἀνάξιος» δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὡς βδελύγματα ἐρημώσεως νὰ σταθοῦν ἐν τοῖς ἱεροῖς θυσιαστηρίοις, καὶ οἱ ἀνάξιοι νὰ μὴ φοβοῦνται καὶ νὰ μὴ τρέμουν ἐγγίζοντες τὰ ἅγια! Ὄχι, χριστιανέ! Δὲν κολάζεσαι, ἀλλ’ ἁγιάζεσαι. Ἁγιάζεις τὸ στόμα σου, ὅταν φωνάζης δικαίως τὸ «ἀνάξιος», καὶ μὲ τὴν ἁγίαν σου αὐτὴν φωνὴν ζητῆς ν’ ἀπομακρύνης ἐκ τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας τοὺς μισθωτοὺς ποιμένας, τοὺς κλέπτας καὶ ληστάς, τοὺς χριστεμπόρους καὶ θεοκαπήλους, τοὺς βαρεῖς λύκους, οἱ ὁποῖοι ἐνσκήπτουν εἰς τὸ ποίμνιον διὰ νὰ κλέψουν, νὰ θύσουν καὶ ν’ ἀπολέσουν (ἰδὲ Ἰωάν. 10, 10)”.

Κατὰ παρ’ ὅμοιο τρόπο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ κλῆρος καὶ λαός, τὸ μικρὸ ποίμνιο, ὀφείλει σήμερα ὅσο ποτὲ ἄλλοτε νὰ περιφρουρήση τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Παράδοση, νὰ παραμείνη πιστὸ στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων μαζὶ μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἐκφράζουν τὸ λεῖμμα, τὸ προζύμι τῆς ἀλήθειας, ποὺ θὰ διατηρήση τὶς γνήσιες ζωτικὲς δυνάμεις ἀναλλοίωτες καὶ θὰ λειτουργήση ἀναγεννητικὰ μέσα στὸ σύνολο. Ἄλλωστε ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση συμπορεύθηκε μὲ τὴν κρίση τῆς μειοψηφίας.

Σημειώσεις:

 [1] Ἡ ἔναρξη τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 2023-2024 τῆς Ποντιφικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Νότιας Ἰταλίας συνέπεσε φέτος μὲ τὴν ἀναγόρευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου Α΄ σὲ ἐπίτιμο διδάκτορα τῆς θεολογίας (23 Νοεμβρίου 2023). Ἡ ἐκδήλωση, ἡ ὁποία τελέστηκε στὴν Aula Magna τοῦ τμήματος «Ἅγιος Θωμᾶς» παρουσίᾳ φοιτητῶν, καθηγητῶν καὶ ἀρχῶν, ἄνοιξε μὲ τοὺς χαιρετισμοὺς τῶν ἀκαδημαϊκῶν ἀρχῶν καὶ τὴ «laudatio» τοῦ Msgr. Gaetano Castello (ἐπισκοπικὸς ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου). Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς τελετῆς, μὲ τὴν ἀπονομὴ τοῦ διδακτορικοῦ τίτλου, ἀνατέθηκε στὸν Μεγάλο Καγκελλάριο τῆς Σχολῆς, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νάπολης κ. Domenico Battaglia. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀποδέχθηκε τὸ βραβεῖο, ποὺ τοῦ ἀπονεμήθηκε γιὰ τὴ μακρόχρονη ἀφοσίωσή του στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο, δίνοντας μία lectio magistralis, τὸ κείμενο τῆς ὁποίας ἀναπαράγουμε ἐδῶ. Pontificia Facolta Teologica dell’Italia Meridionale – Sez. San Tommaso, 23 novembre 2023. Sua Santita BARTOLOMEO I, Arcivescovo di Costantinopoli – Nuova Roma e Patriarca Ecumenico.

[2] Δὲν ἔχει ἐπίσης σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι τόσες πολλὲς ἱστορικὲς ἐκκλησίες, ὅπως τὶς ὀνομάζει ὁ οἰκουμενισμός, δημιουργήθηκαν μετὰ ἀπὸ μεγάλα σχίσματα, πρῶτα αὐτὸ τοῦ πάπα τῆς Ρώμης μὲ τὰ ἀρχαῖα πατριαρχεῖα καὶ τὸ σχίσμα τῆς Δύσης μεταξὺ Λατίνων καὶ Προτεσταντῶν. Δὲν ἔχει σημασία ἂν τὰ σχίσματα αὐτὰ εἶχαν σημαντικὲς θεολογικὲς καὶ δογματικὲς διαφοροποιήσεις. Παραμένει δευτερεύουσας σημασίας, ἂν ὑπάρχουν ἀρχαῖες αἱρέσεις, ὅπως ὁ Γνωστικισμός, ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός, ὁ Μονοθελητισμός, ὁ Εἰκονομαχία, στὶς λεγόμενες ἱστορικὲς «ἐκκλησίες», οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἐξαγνιστοῦν ἀπὸ αὐτὲς τὶς αἱρέσεις, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Καθολικὴ-Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ ἔλθουν σὲ κοινωνία μεταξύ τους. Ἡ κοινωνία δίνει μία ἀπάντηση στὸν σύγχρονο κόσμο, δίνει πραγματικὴ καὶ ὀπτικὴ μαρτυρία τῆς ἑνότητας καὶ τῆς καθολικότητας τῆς ἐκκλησίας καὶ ἑνώνει ὅ,τι ἡ θεολογία ἔχει χωρίσει.


ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου