Έρευνα: πρωτοπρεσβυτέρου Δημ.Αθανασίου (χημικού)
Κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, η Εκκλησία νοείται ως
ενιαία και αδιαίρετη του Θεανθρώπινου σώματος και δεν πρέπει να διαιρείται σε
αόρατη και ορατή.
Οι Προτεστάντες θεολόγοι στα Συμβολικά Βιβλία τους
υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία είναι αόρατη κοινωνία αγίων και απαρτίζεται από τα
εκλεκτά μέλη όλων των ορατών Εκκλησιών όλων των εποχών. Η Εκκλησία αυτή δεν
είναι διαρθρωμένη ιεραρχικά ως καθίδρυμα, αλλά είναι διασκορπισμένη σ' όλη την
Οικουμένη. Τα μέλη της είναι γνωστά μόνο στον Χριστό, με τον οποίο είναι
ενωμένοι και συναπαρτίζουν το μυστικό σώμα των αγίων. Η αόρατη αυτή Εκκλησία
είναι η μόνη αληθινή και αλάθητη. Καμμία εμπειρική-ορατή Εκκλησία δεν μπορεί να
είναι αυθεντική, επειδή απαρτίζεται από εκλεκτούς και ασεβείς. Δύο όμως
εξωτερικά και ορατά στοιχεία -το σωστό κήρυγμα και η σωστή ιερουργία των
μυστηρίων- συνδέουν την ορατή με την αόρατη Εκκλησία.
Η άποψη των Προτεσταντών για την αόρατη Εκκλησία δεν
βρίσκει την θεμελίωσή της ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Παράδοση της
αρχέγονης Εκκλησίας. Και τούτο, γιατί οι βιβλικές παραβολές της «σαγήνης» και
των «ζιζανίων» δείχνουν απερίφραστα ότι η Εκκλησία στην ιστορική φανέρωσή της
περιλαμβάνει και ευσεβείς και ασεβείς, δεν είναι δηλαδή αόρατη κοινωνία αγίων.
Άλλωστε, οι άγιοι και οι εκλεκτοί, ενόσω ζουν στη γη, είναι ορατά μέλη της
ορατής Εκκλησίας και έρχονται σε ορατή και αισθητή κοινωνία με τον Χριστό και
μεταξύ τους μέσω της ορατής Εκκλησίας. Κατά συνέπεια, η Εκκλησία είναι
ταυτόχρονα ορατή και αόρατη. Την αόρατη πλευρά συγκροτούν ο Χριστός, ως κεφαλή
της Εκκλησίας, οι άγγελοι και οι κεκοιμημένοι άγιοι. Η αόρατη και η ορατή
πλευρά της Εκκλησίας προσδιορίζουν και τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της.
Αλλά οι Προτεστάντες, επηρεασμένοι από την φιλοσοφία
του Εγέλου (υπήρξε η σημαντικότερη μορφή του γερμανικού ιδεαλισμού),
υποστήριξαν τον προπερασμένο αιώνα και νέα εκκλησιολογική θεωρία, που
αναφέρεται στην ιδανική Εκκλησία και τους κλάδους των Εκκλησιών. Σύμφωνα με την
θεωρία αυτή μόνον η ιδανική Εκκλησία είναι η μία αληθινή Εκκλησία του Χριστού,
που μνημονεύεται στο Σύμβολο της πίστεως. Η Εκκλησία αυτή είναι αόρατη και δεν
αντιστοιχεί σε καμμιά ιστορική Εκκλησία, επειδή καμμιά από αυτές δεν έχει το πλήρωμα
της αλήθειας αλλά μέρος μόνο της αλήθειας. Οι διάφορες εμπειρικές Εκκλησίες
παρά τις δογματικές διαφορές τους κατέχουν ίσα δικαιώματα υπάρξεως, παρέχουν
εξίσου την σωτηρία και κινούνται εξελικτικά στην ιδέα της μιας Εκκλησίας.
Η εκκλησιολογική αυτή άποψη, που αιτιολογεί άριστα
την ύπαρξη του Προτεσταντισμού, είναι θεολογικώς απαράδεκτη, επειδή καταστρέφει
την έννοια της Εκκλησίας και επειδή στρέφεται κατά της θείας Αποκαλύψεως, η
οποία μαρτυρεί ότι ο Χριστός ίδρυσε την ορατή Εκκλησία.
Οι Προτεστάντες -συνεπείς στη διδασκαλία τους για την αόρατη
Εκκλησία- απέρριψαν την ιεραρχία με την Ορθόδοξη έννοια και την ιερωσύνη ως
μυστήριο. Διατήρησαν όμως τους λεγόμενους λειτουργούς (πρεσβυτέρους και
διακόνους) χωρίς χειροτονία, ως απλούς εντολοδόχους της κοινότητας. Κατά τους
Προτεστάντες όλοι οι πιστοί δικαιούνται να τελούν μυστήρια. Για λόγους όμως
τάξεως και «ανθρωπίνω δικαίω» η εκκλησιαστική κοινότητα τους ορίζει αντιπροσώπους
της γι' αυτό το έργο.
Η εκκλησιολογική αυτή θεώρηση των Προτεσταντών δεν
είναι σύμφωνη ούτε με την Αγία Γραφή, ούτε με την Παράδοση και πράξη της
αρχαίας Εκκλησίας, όπου «θείω δικαίω» εμφανίζεται η ιερωσύνη με την αδιάσπαστη
τριπλή εξουσία: της διδασκαλίας, της ιερουργίας και της ποιμαντικής ευθύνης.
Στην ιδέα της αόρατης Εκκλησίας κατέληξαν οι
Διαμαρτυρόμενοι από μια μεγάλη εκκλησιολογική ανάγκη. ‘Ως γνωστό, δια της
Διαμαρτυρήσεως αυτοί βρέθηκαν έξω από τα όρια της ορατής Εκκλησίας. Αυτό τους
έκανε μεγάλη ζημιά. Έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο να στεγασθούν και πάλι κάτω
από την ιστορική Εκκλησία. Τί να έκαναν; Να γύριζαν πίσω στην ορατή Εκκλησία
από την οποία αποσπάσθηκαν, θα ήταν η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Να ίδρυαν
εξαρχής νέα Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αιώνων, θα ήταν καθαρή απόνοια. Έπρεπε
λοιπόν, να βρουν μια τέτοια όψη της Εκκλησίας στην οποία εντασσόμενοι αφενός
μεν θα πετύχαιναν τους σκοπούς της Διαμαρτυρήσεως, τη ρήξη δηλαδή με την ορατή
Εκκλησία του Ρωμαιοκαθολικισμού, αφετέρου δε θα διατηρούσαν την αίσθηση είναι
ενταγμένοι μέσα στην αληθινή Εκκλησία του Κυρίου. Τέτοια Εκκλησία ήταν μόνο η
αόρατη και πνευματική. Σ’ ένα τέτοιο ακαθόριστο και ομιχλώδες καταπέτασμα,
χωρίς εξωτερικά σύνορα και διαχωριστικές γραμμές, θα μπορούσαν θαυμάσια να
ενταχθούν με το στοιχείο της πίστεως και τον εσωτερικό φωτισμό του Αγίου
Πνεύματος. Και το έκαναν.
Τα γνωματεύματα όμως αυτά των Διαμαρτυρομένων είναι
αυθαίρετα και αναληθή. Όπου η Γραφή ομιλεί περί Εκκλησίας εννοεί κοινωνία
ανθρώπων ευρισκομένων σε ενότητα μετά του Χριστού, γνώρισμα της θείας αποστολής
του Κυρίου. Ότι είναι κοινωνία συγκεκριμένη εκφράζουν οι περί Εκκλησίας εικόνες
της Γραφής ως οίκου Θεού, ως σώματος και ως νύμφης Χριστού. Ένα τέτοιο
καθίδρυμα οικοδόμησε ο Χριστός, το οποίο θα άντεχε στο χρόνο και θα νικούσε και
αυτόν ακόμη τον Άδη, ίδρυμα ορατό και περιγραπτό, ιεραρχικό συγκροτημένο, το
οποίο θα αντιμαχόταν την κακότητα του κόσμου και στο οποίο ο πιστός είχε την
υποχρέωση να καταγγέλλει τον αμαρτάνοντα αδελφό του. Όλα αυτά —και αλλά ακόμη—
δεν συμβιβάζονται με την προτεσταντική εκδοχή. Βέβαια κι εμείς δεχόμαστε την
αόρατη όψη της Εκκλησίας, την οποία όμως πάντοτε εναρμονίζουμε με την ορατή.
Επιλήψιμος είναι μόνο ο υπερτονισμός της όψεως αυτής σε βάρος του ορατού
στοιχείου της Εκκλησίας, που υιοθετούν για λόγους ευνόητους, όπως είδαμε, οι
Διαμαρτυρόμενοι.
Πηγές
1. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Γένεση - Προσδοκίες – Διαψεύσεις ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ
ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ Α.Π.Θ. 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004
Εκδόσεις ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
2.Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε
ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 157-159.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου