Εισαγωγικά.
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα απο το πρώτο μέρος της μεταπτυχιακής εργασίας του Γεωργίου Η..Μπόρα με τίτλο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ. Όπως λέει ο κ.Μπόρας στο κεφάλαιο αυτό "
"προσεγγίζουμε το φαινόμενο τής σταδιακής μεταστροφής των θέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ζητήματα διαλόγων με τις δυτικές χριστιανικές ομολογίες.
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
1.1 Το ζήτημα της ενότητας και ο Οικουμενισμός.
«Ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός ἔχει ἑνώσει εἰς τήν Ἐκκλησίαν
καί ἔχει ἀνακεφαλαιώσει ὅλα τά μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς…εἰς ἐν
μυστήριον, τήν Ἐκκλησία. Τό
μέγα αὐτό μυστήριον διαπερᾷ ὅλα
τα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλην τήν ζωήν των καί ὅλας τάς σχέσεις των. Διά τοῦτο τό πᾶν εἰς
τήν Ἐκκλησίαν εἶναι θαῦμα»(1). Η Εκκλησία συγκεφαλαιώνει όλα τα μυστήρια του
ουρανού και της γης. Όλα μέσα στην Εκκλησία είναι θαύμα. Για τον Άγιο Ιουστίνο
η Εκκλησία είναι «Ἐνιδρυμένη
ὅλη ἐν τῷ
Θεανθρώπῳ…πρωτίστως εἶναι Θεανθρώπινος ὀργανισμός καί κατόπιν Θεανρωπίνη
ὀργάνωσις (2)». Έτσι «Ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
δηλαδή οἱ πιστοί, καίτοι ὡς πρόσωπα εἶναι ἀκέραιοι καί ἄμικτοι,
ἑνούμενοι διά τῆς μιᾶς καί τῆς
αὐτῆς χάριτος τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, μέσω τῶν μυστηρίων καί τῶν ἀρετών,
εἰς ὀργανικήν ἑνότητα,
ἀποτελούν ἕν σῶμα καί ἕν
πνεῦμα καί ὁμολογοῦν μίαν πίστιν ἡ
ὁποία τοῦς ἑνώνει
μετά τοῦ Χριστοῦ καί μετ’ ἀλλήλων (3)». Ο Άγιος Ιουστίνος
Πόποβιτς αποτυπώνει με απόλυτη σαφήνεια τι είναι αυτό που μυστηριακά και
εμπειρικά ζει, και αγιοπνευματικά ερμηνεύει και ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία ως
Εκκλησία του Χριστού και τι ακριβώς είναι η ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού
που χαρισματικά η Ορθόδοξη Εκκλησία βιώνει (4).
Σύμφωνα με τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι το
περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως δεν εξελίσσεται. Θα μπορούσαμε να
ισχυριστούμε ότι αυτό το οποίο εξελίσσεται είναι οι ανθρωπογενείς πίστεις (5) και
βουλήσεις, προφασιζόμενες την κατάκτηση ή την ανακάλυψη του νέου. Σαφώς και δεν
είναι το κτιστό το νέο. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, συνακόλουθα και για
την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση, «τὸ
μόνον καινὸν ὑπὸ
τὸν ἥλιον» είναι ο Υιός του ανθρώπου (6). Ως εκ τούτου
μόνον η κτιστή ή κενή πίστη εξελίσσεται (7), διότι τέτοια είναι η πίστη που δεν
είναι πίστη του Κυρίου, πίστη με την οποία δεν μπορούμε να υπερβούμε την
ανθρώπινη Φύση (8).
Αυτοί, τους οποίους ο Άγιος Ιουστίνος αποκαλεί «μέλη τῶν αἱρετικῶν
καὶ σχισματικῶν λεγεώνων», έχουν εμπλακεί σε
μία ατέρμονη διαδικασία διαλόγων μεταξύ των, αλλά και με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της ενότητας των εκκλησιών (9). Αυτή είναι, σε
μια πρώτη προσέγγιση, και η γενεσιουργός αιτία του φαινομένου του
Οικουμενισμού, που κατά τον Άγιο Ιουστίνο «εἶναι
τό κοινόν ὄνομα διά τούς
ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς
Δυτικῆς Εὐρώπης. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομα των εἶναι παναίρεσις (10)».
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Οικουμενισμός
αναπτύχτηκε από τους προτεστάντες στην προσπάθεια να επανεύρει την ενότητά του
ο διηρημένος σε πάμπολλες ομάδες και παραφυάδες προτεσταντικός κόσμος (11).
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο Οικουμενισμός δεν έχει καμία σχέση και δεν
παραπέμπει, παρά την εμφανή λεκτική ομοιότητα, στην οικουμενικότητα και
καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στην Μία, Αγία, Καθολική και
Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ύπαρξη αιρέσεων και
σχισμάτων δεν αναιρεί ούτε την ενότητα ούτε την οικουμενικότητα και
καθολικότητα της Εκκλησίας, σύμφωνα και με τον Άγιο Ιουστίνο, ενώ οφείλουμε να
καταστήσουμε σαφές ότι ο Οικουμενισμός, έρχεται σε αντίθεση με την δηλωμένη
φύσει οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Προφασιζόμενος την αναζήτηση της ένωσης
των εκκλησιών παραβλέπει και αναιρεί στην πράξη την ήδη υπάρχουσα ενότητα της
Εκκλησίας μιας και κατά τον Απόστολο Παύλο: «Αὐτός
ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ
σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (12), ενώ στην Προς
Κορινθίους Α’ 12,27 «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα
Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (13) μας διευκρινίζει ποια είναι τα μέλη
αυτού του σώματος. Στην ουσία επανερμηνέυει την ενότητα χωρίς την Εκκλησία,
καθώς στην Εκκλησία του Κυρίου (14) δεν υφίσταται οποιαδήποτε έννοια διαίρεσης (15) καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε όλα τα μήκη και πλάτη του επιστητού, σε οποιαδήποτε
χρονική περίοδο ή στιγμή, όπως είδαμε παραπάνω. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι
γίνεται λόγος για μια ενότητα πέραν του Κυρίου και κατά βάση για μία κατ’
άνθρωπο ενότητα ή θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως ενότητα στα όρια της
κτιστότητας. Για μία ουτοπική ενότητα, ή διαφορετικά επινόημα ιδεολογικό και
πέραν της χαρισματικής ενότητας που βιώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία16 ως Σώμα του
Κυρίου. Δεν είναι άτοπο να σημειώσουμε ότι ο Οικουμενισμός επιδιώκει ένωση
εκκλησιαστικών ή θρησκευτικών θεσμών παρά την ενότητα της Εκκλησίας, δείχνοντας
μας έτσι το εκκοσμικευμένο πνεύμα του και τον έντονο πολιτικό του
προσανατολισμό. Η ένωση των εκκλησιών δεν μπορεί να είναι ζητούμενο, πολύ
περισσότερο δε η ενότητα, μιας και εισάγει πληθυντικό εκκλησιών, κάτι το οποίο
δεν μπορεί να υφίσταται όπως είδαμε, μιας και η ενότητα της Εκκλησίας είναι
φύσει και όχι «κατά συμβεβηκός». Στην Εκκλησία δεν μιλάμε για ένωση και όταν
μιλάμε για ενότητα ενοούμε την μετοχή στο ιδιάζον και αμιγές. Σε εμάς αυτό
γίνεται κατά χάρη. Το ζητούμενο για τον Οικουμενισμό δεν είναι η επιστροφή των
εκκλησιαστικών αποκλίσεων στην πίστη του Κυρίου αλλά, με πρόφαση το σώμα του
Κυρίου, η οικοδόμηση μιας ορατής, ένωσης που, όπως προείπαμε, είναι χωρίς τον
Κύριο. Η ενότητα δεν είναι ούτε διανοητική ούτε διοικητική κατάσταση. Είναι
δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Άρα συζητάμε για μια ένωση που δεν προάγει την
ενότητα, με πρόφαση τον Κύριο. Εκκλησιολογικά, η ενότητα μπορεί να είναι μόνο
χαρισματική, μυστηριακή (17), άποψη η οποία καταδεικνύει το χριστολογικό υπόβαθρο
του ζητήματος της ενότητας της Εκκλησίας. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν ότι ο
Οικουμενισμός κινείται εκτός χριστολογικών προϋποθέσεων καταλήγει κανείς στο
συμπέρασμα ότι αυτό για το οποίο ο Οικουμενισμός αναστήθηκε φαίνεται να μην
υπηρετείται. Εύλογο λοιπόν είναι το ερώτημα προς τι ο Οικουμενισμός;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1-Πόποβιτς, 1974, σ. 80-81.
2-Πόποβιτς, 1974, σ. 80-81.
3-Πόποβιτς, 1974, σ. 81.
4-«Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι
μόνον μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική. Ἐν
τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν
πολλὰ σώματα, κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ ὑπάρχουν ἐν
αὐτῷ πολλὲς
Ἐκκλησίες. Ἐν τῷ θεανθρωπίνῳ
αὐτοῦ σώματι ἡ
Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, ὅπως ὁ Θεάνθρωπος, ὁ
Χριστός, εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Διʼαὐτὸν τὸν λόγον διαίρεσις, σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι πρωτίστως ἕνα πράγμα ὀντολογικῶς ἀδύνατον.
Δὲν ὑπῆρξε
ποτὲ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ ὑπάρξη, πλὴν
ὑπῆρξε καὶ
θὰ ὑπάρξη ἔκπτωσις
ἐκ τῆς Ἐκκλησίας,
κατὰ τὸν τρόπον, ποὺ πίπτουν τὰ ξερὰ καὶ
ἄγονα κλήματα ἀπὸ
τὴν θεανθρωπίνην καὶ αἰωνίως
ζῶσαν ἄμπελον, ποὺ εἶναι
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς
(Ἰω. 15,1-6). Κατὰ καιροὺς ἀπεσπάσθησαν
καὶ ἐξεβλήθησαν ἀπὸ τὴν
μοναδικὴν ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ
ὁποῖοι ἔκτοτε
ἔπαψαν νὰ ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας
καὶ μέρη τοῦ θεανθρωπίνου σώματός της. Ἔτσι ἔχουν κατ' ἀρχὴν ἀποκοπῆ οἱ
Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοί, κατόπιν οἱ Πνευματομάχοι, κατόπιν οἱ Μονοφυσῖται, κατόπιν οἱ
Εἰκονομάχοι, κατόπιν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, κατόπιν οἱ Προτεστάνται, κατόπιν οἱ Οὐνῖται καὶ ἐν
συνεχείᾳ ὅλα τὰ ἄλλα
μέλη τῶν αἱρετικῶν καὶ
σχισματικῶν λεγεώνων».
5-Κορινθίους 2, 5: «ἵνα
ἡ πίστις ὑμῶν
μὴ ᾖ ἐν
σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿
ἐν δυνάμει Θεοῦ», Πόποβιτς, 1974, σ. 82.
6-«…καὶ
Θεὸς ὢν τέλειος ἄνθρωπος τέλειος γίνεται καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν
καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν
ἥλιον, δι᾿ οὗ
ἡ ἄπειρος τοῦ
Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις. Τί γὰρ μεῖζον τοῦ
γενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον;».
Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 45, PG 94 984 B.
7-«Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι
κτιστά, σίγουρα είναι και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή
τους με τη μεταβολή, αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά
ή με θεληματική αλλοίωση». Δαμασκηνός,Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 3.
8-Κορινθίους 15, 17: «Έἰ
δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται,
ματαία ἡ πίστις ὑμῶν·
ἔτι ἐστὲ
ἐν ταῖς ἁμαρτίαις
ὑμῶν»
9-Θα ήταν παράλειψη να μην διευκρινήσουμε ότι τους
ενδιαφέρει πιο πολύ η ένωση παρά η ενότητα. Η ένωση μπορεί να είναι σύζευξη
ετερόκλητων, πλήρως διακριτών στοιχείων, τα οποία μπορούν να πρεσβέυουν
διαφορετικές ουσίες. Μπορεί η ένωση να καταλήξει σε ενότητα; Αν η ένωση νοείται
ως κοινός στόχος παράλληλων πορείων τότε αυτό το οποίο προκύπτει δεν μπορεί
παρά να είναι παρά φύση μιας και καταλήγουμε σε μίξη αμίκτων. Σαφέστατα η
Εκκλησία δεν ασχολείται με την ένωση των αντιθέτων, των διαφορετικών. Διότι «Το
Ένα, οταν το θεωρούμε, γίνεται πρόξενο της ενότητας και της θεόμορφης
απλότητας, καθώς είναι ασυμβίβαστο να θεωρεί ο νους το Ένα και να μην είναι και
αυτός απλό ένα. Όταν όμως ο νους βλέπει όντα χωρισμένα και σύνθετα, αναγκαστικά
διαιρείται και γίνεται ποικίλος. Απλό Ένα είπα αυτό που υφίσταται καθ' εαυτό
απλό. Επειδή ό,τι είναι ο νους, υπόκειται σε μεταβολή κατά την ενέργεια, ενώ
στην ουσία του είναι απλός, είναι ανάγκη ο νους να είναι ένα και κατά την
ενέργεια όταν βλέπει το Ένα», Φιλοκαλία, τ. 5ος, Όσιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης:
"Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 1ο, κεφ. 18.
Αντίθετα η ενότητα αφορά στην αυτή ουσία. Η ενότητα είναι αγιοπνευματική δωρέα
που μορφώνει μέσα μας τον Χριστό. Η ανθρώπινη φύση στην Υπόσταση του Κυρίου
αποκτά την πλήρη ωριμοτητά της. Οι Άγιοι Καλλιστος και Ιγνάντιος οι Ξανθόπουλοι
δίνουν το μέτρο της ενότητας «Ο Χριστός, επειδή είναι τέλειος Θεός, δώρησε
τέλεια τη χάρη του Αγίου Πνεύματος σε όσους βαπτίστηκαν. Αυτή η χάρη δεν
δέχεται προσθήκη από μας, αλλά αποκαλύπτεται και φανερώνεται σε μας ανάλογα με
την εργασία των εντολών. Και η ίδια μας προσθέτει πίστη, μέχρις ότου
καταλήξουμε όλοι στην ενότητα της πίστεως και στην πλήρη ωριμότητα που μέτρο
της είναι ο Χριστός (Προς Εφεσίους, 4, 13)», Φιλοκαλία, τ. 5ος, Κάλλιστος και
Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι: Μέθοδος και κανόνας ακριβής, κεφ. 6. Ο Όσιος Νικήτας ο
Στηθάτος σημειώνει ότι «Όσοι δηλαδή για την καθαρότητά τους έφτασαν στη μέθεξη
αυτής της υψηλής καταστάσεως, μέσω της γνώσεως των θείων, θα γίνονται όμοιοι με
το Θεό, αφού γίνουν ομοιότυπα της εικόνας του Υιού Του (Προς Ρωμαίους 8, 29) με
τις υψηλές και νοερές κινήσεις τους γύρω από τα θεία. Έτσι θα είναι θέσει θεοί
για τους άλλους ανθρώπους πάνω στη γη. Οι άλλοι πάλι θα τελειοποιούνται στην
αρετή με την κάθαρση μέσω του λόγου και της ιερής συναναστροφής των πρώτων και,
ανάλογα με την προκοπή και την κάθαρσή τους, θα μετέχουν και αυτοί στη θέωση
των πρώτων και θα γίνονται κοινωνοί της ενώσεώς τους με το Θεό. Και έτσι, αφού
ενωθούν όλοι και γίνουν ένα με την ενότητα της αγάπης, θα ενωθούν για πάντα με
τον ένα Θεό. Και θα είναι ο φύσει Θεός ανάμεσα στους θέσει θεούς (Ψαλμός 81,
1), ο αίτιος των αγαθών έργων», Φιλοκαλία, τ. 4ος, Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος:
Τρίτη εκατοντάδα γνωστικών κεφαλαίων περί αγάπης και τελειώσεως βίου, κεφ. 33.
10Πόποβιτς, 1974, σ. 224
11 Ο Ν. Ματσούκας υποστηρίζει ότι μια μικρή συμβολή στην
ανάπτυξη αυτού του φαινομένου είχε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ότι δεν
παρασύρθηκε από την πρωτοβουλία του Προτεσταντισμού. Ματσούκας 2008, σ.
214-227. Στο Solovyef, 1948, σ. 52 ο Vladimir Solovyef αναφερει τις θέσεις του
Αρχιεπισκόπου Φιλάρετου. Κατά τον Αρχιεπίσκοπο: «Η αληθινή χριστιανική εκκλησία
περιλαμβάνει όλες τις ιδιαίτερες εκκλησίες που ομολογούν τον Ιησού Χριστό Το
δόγμα όλων αυτών των θρησκευτικών κοινωνιών είναι ουσιαστικά η ίδια θεία
αλήθεια», ενώ πιο κάτω, «…κάθε θρησκευτική κοινωνία έχει ακριβώς την ίδια
αξίωση να τελειοποιήσει την καθαρότητα της πίστης και του δόγματος, δεν αρμόζει
σε μας να κρίνουμε τους άλλους, αλλά να αφήσουμε την τελική απόφαση για το
Πνεύμα του Θεού που καθοδηγεί τις εκκλησίες». Με τις παραπάνω θέσεις, που
ενδεικτικά αναφέραμε, φαίνεται ποιες είναι οι τάσεις που επικρατούσαν στην
Ρωσσική Ορθόδοξη Εκκλησία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Θέλουμε να
σημειώσουμε ότι το φαινόμενο του Οικουμενισμού, ως ένας μεσσιανικός χωροχρόνος
στον οποίο το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί απασχολεί τους ρώσσους θεολόγους του 19ου
αιώνα και τους μαθητές τους
12-Προς Κολλοσαείς, 1, 18.
13-Στην Προς Κορινθίους Α’ επιστολή 12, 12-31, ο Απόστολος
Παύλος καθορίζει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «Σώμα Χριστού». Ο π. Ευσέβιος
Βίττης στο βιβλίο του ΄΄Η Εκκλησία μου κι Εγώ΄΄ μας εισάγει στις πραγματικές
διαστάσεις του ζητήματος. Η Εκκλησία του Κυρίου πρώτα και πάνω από όλα είναι
μυστήριο. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μιλώντας ο Απόστολος Παύλος για Κεφαλή και
για Σώμα αναφερόμενος στην Εκκλησία, φανερώνει ένα διπλό μυστήριο. Το μυστήριο
της Κεφαλής, που είναι ο Χριστός και το μυστήριο του Σώματος, που είναι οι
πιστοί σ' αυτόν και που αποτελούν την Εκκλησία του. Τώρα βλέπω καθαρά, ότι η
Εκκλησία αποτελεί άλλου είδος μέγεθος και όχι τέτοιο που μας συνήθισε η κοσμική
αντίληψη γι' αυτήν. Η Εκκλησία δεν είναι ούτε ίδρυμα ούτε σωματείο ούτε ένωση
ούτε συνασπισμός ανθρώπων που έχουν κοινά υλικά συμφέροντα και κοσμικές
επιδιώξεις. Η Εκκλησία δεν είναι πολιτικό ή πολιτιστικό ή κοινωνιστικό κίνημα ή
ό,τι άλλο σχετικό που ανήκει σ' αυτές τις κατηγορίες μικρών ή μεγάλων
ανθρωπίνων ομάδων με οποιαδήποτε γήινα κίνητρα ή σκοπούς ή επιδιώξεις. Η
Εκκλησία είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ακατανόητο για το φτωχό μου μυαλό, υπαρκτό
όμως και πραγματικό Σώμα, το Σώμα του Χριστού»
14-Προς Κορινθίους Α΄ 10,28, «…τοῦ γὰρ
Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ
πλήρωμα αὐτῆς». Επίσης Προς Εβραίους 1,3,
«…φέρων τε τὰ πάντα τῷ ῥήματι
τῆς δυνάμεως αὐτοῦ…».
15-Κατά τον Άγιο Μάξιμο ομολογητή, «ὡς ὁ
μέν λόγος ἐστί
τῶν διεστώτων ἕνωσις· ἡ
δέ ἀλογία,
τῶν ἡνωμένων
διαίρεσις». PG 90 877 BC
16-«Φανερό εἶναι
λοιπόν ὅτι καθώς ὁ Πατήρ μένει κατά τήν φύσιν ἐν τῷ Υἱῷ
καί ὁ Υἱός ἐν τῷ
Πατρί˙ ἔτζι καί ἐκεῖνοι
ὁποῦ ἐν
ἀληθείᾳ ἐπιστευσαν,
καί ἀνεγεννήθησαν διά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, και ἐγιναν ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ
καί Θεοῦ κατά τήν αὐτοῦ
δωρεάν καί Υἱοί Θεοῦ καί θέσει θεοί, μένουν ἐν τῷ Θεῷ
καί ὁ Θεός ἐν αὐτοῖς
κατά τήν χάριν. Τό λοιπόν ἐκεῖνοι ὁποῦ
δέν ἔγιναν τοιοῦτοι, καί ὁποῦ
δέν ἠλλοιώθησαν καθόλου μέ
πρᾶξιν, καί γνῶσιν, καί θεωρίαν, πῶς δέν ἐντρέπονται νά λέγουν, πῶς εἶναι
χριστιανοί; Καί πῶς τολμοῦν νά ἀνοίγουν, στόμα καί νά διηγοῦνται χωρίς ἐντροπήν
διά τά ἀπόκρυφα μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Πῶς
δέν ἐντρέπονται νά
συναριθμοῦν τόν ἑαυτόν τους μέ τούς ἀληθινούς χριστιανούς, καί μέ ἀνδρας πνευματοφόρους, ἔχοντες τοιάυτην ἀμέλειαν και ἀφροντισίαν;» Οσίου Πατρός Συμεών
του Νέου Θεολόγου, Τα Ευρισκόμενα, σ. 135-136. Βλέπουμε ότι ο Άγιος δίνει τα
όρια του εκκλησιαστικού γεγονότος και πότε αυτό λαμβάνει χώρα. Θα μπορούσαμε να
προσθέσουμε ακόμη ό,τι ενώ κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος ενδύεται τον Χριστό εν
τούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι είναι φορέας της χάριτος και ενεργό μέλος του
σώματος του Χριστού. Διαβάζουμε: «Από το άγιο Βάπτισμα παίρνομε την άφεση των
αμαρτιών μας και ελευθερωνόμαστε από την παλιά κατάρα και αγιαζόμαστε με την
παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Την τέλεια όμως χάρη, σύμφωνα με το ρητό: «Θα
κατοικήσω μέσα τους και θα βαδίσω ανάμεσά τους», δεν την παίρνομε τότε· αυτή
ανήκει σε όσους έχουν βέβαιη πίστη και την εκδηλώνουν με τα έργα τους». Και
ποια είναι αυτά τα έργα; «Με τη μετάνοια γίνεται η εξάλειψη των αισχρών
πράξεων. Ύστερα από αυτή, χορηγείται το Άγιο Πνεύμα, όχι βέβαια χωρίς
προϋποθέσεις, αλλά ανάλογα με την πίστη, τη διάθεση και την ταπείνωση εκείνων
που μετανοούν με όλη την ψυχή τους, κι αφού λάβουν αυτοί την τέλεια άφεση των
αμαρτιών τους από τον πνευματικό τους πατέρα και ανάδοχο. Γι' αυτό καλό είναι
να μετανοούμε κάθε μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Γιατί το
«μετανοείτε, έφτασε η βασιλεία των ουρανών» μας δείχνει ότι είναι απεριόριστη η
εργασία της μετάνοιας». Φιλοκαλία, τ. 4ος, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια
πρακτικά 154, κεφ. 74-75.
17-Προς Κορινθίους Α’ επιστολή 12, 4-31. Η διδασκαλία περί
των χαρισμάτων της Καινής Διαθήκης είναι ή ήταν ο πυρήνας της εκκλησιολογίας.
Κατά την αναλογία της πίστεως δίνονται σε κάθε πιστό από τον Θεό ένα ή
περισσότερα χαρίσματα, τα οποία αποτελούν «φανέρωσιν» του Πνεύματος και
υπηρετούν «πρός τό συμφέρον» και «εἰς
οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ» (Προς Εφεσίους 4,
12). Όλοι οι πιστοί ως χαρισματούχοι κατέχουν από τον Θεό ορισμένη θέση στο
σώμα του Χριστού σαν μέλη αυτού (Βλ. υποσημείωση 16). Από την πιστότητα και την
συνέπεια των πιστών στα ληφθέντα χαρίσματα οικοδομείται η κοινότητα μέσα στην αγάπη
για την σωτηρία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έπαυσε ποτέ της να είναι χαρισματική.
Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Διαφέρει
δέ ἑνότης
ἑνώσεως· ἡ
μέν γαρ τό ἰδιάζον καί ἀμιγές τῆς καθ' ἕκαστον
δείκνυσι φύσεως, ἡ δέ
ἕνωσις τήν πρός ἕτερα
σύγκρασιν, ἥ ἁπλῶς μετουσίαν», "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 14s, ΕΙΣ
ΤΟ ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ, ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου