Κυριακή 5 Μαΐου 2024

ΑΓΙΟ ΦΩΣ Ή ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

 





Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)

Στην Πασχαλινή εγκύκλιο 2024 Μητροπολίτης της Ελλαδικής Εκκλησίας έγραψε τα εξής:

 

…..« Τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πού φανερώνεται στόν Πανάγιο Τάφο κάθε Μεγάλο Σάββατο εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς… «Τό Ἄκτιστον Φῶς, κατά τόν ἀείμνηστον Καθηγητήν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Πρωτ. π.Γεώργιο Μεταλληνό, εἶναι ὁ σπινθηρισμός πού βγαίνει  ἀπό τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό Φῶς εἶναι ἀδιόρατο καί ἄκτιστο. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ὅταν ἀνάψουν οἱ δεσμίδες τοῦ Πατριάρχη, τό Φῶς γίνεται κτιστό. Δηλαδή ἡ αἰτία τῆς ἀναφλέξεως τοῦ φωτός, ἡ αἰτία τῆς ἀναφλέξεως τῶν κεριῶν τοῦ Πατριάρχη (Ἱεροσολύμων) εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς. Ἡ φλόγα, ὅμως πού ἀνάβει στά κεριά του, τήν ὁποία ἠμποροῦμε νά ἐγγίσωμε, εἶναι κτιστό φῶς. Καί ἐπειδή ἡ φλόγα αὐτή ἔχει στήν ἀρχή τήν Χάρι τοῦ Ἀκτίστου Φωτός γι΄αὐτό δέν καίει» (Χ. Σκαρλακίδη, «ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», Ἀθήνα 2021, σελ. 24).

Τό Θεῖον καί Ἄκτιστον Φῶς ἀναδύεται συνεπῶς κατά θαυμαστόν τρόπον ἐκ τοῦ Παναγίου καί Θεοδέγμονος  Τάφου, κατόπιν συντόμου τελετῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός, τελουμένης ὑπό τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καί μόνον, ἤ ὑπό τοῦ ἀναπληροῦντος αὐτόν Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως. Οὐδέποτε κατά τήν διαχρονικήν πορείαν τῶν 20 Χριστιανικῶν αἰώνων, ἀνεδύθη τό Ἅγιον Φῶς ἐκ τοῦ Παναγίου Τάφου ἐνώπιον ἑτεροδόξου καί κακοδόξου λειτουργοῦ, καί πολύ περισσότερο οὐδείς αἱρετικός καί κακόδοξος ἔλαβε ποτέ ἐκ τοῦ Θεοδέγμονος Τάφου τό Ἅγιον καί Ἄκτιστον Φῶς, ὅπερ ἀποτελεῖ ἀποκλειστικόν θεῖον προνόμιον τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ἀλλά καί τεκμήριον γνησιότητος τῆς Ἁγίας καί ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως καί Κανονικότητος τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλή εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ ἑτερόδοξες, κακόδοξες καί αἱρετικές ὁμολογίες δέν εἶναι, ὅπως θέλουν νά λέγωνται Ἐκκλησίες καί δέν ἔχουν καμμίαν ὀντολογικήν σχέσιν καί ἑνότητα μέ τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Τά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας «ἕν Σῶμα καί ἕν Πνεῦμα»(Ἐφεσ. δ, 4) εἴμεθα, κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον, δηλαδή ἀποτελοῦμε ἕνα Σῶμα, τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, καί ἕνα Πνεῦμα, τό ὁποῖο ζωοποιεῖ τό Σῶμα αὐτό. «Εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἕν Βάπτισμα» (Αὐτόθι στίχ.5). Ἕνας καί μόνος Κύριος ὑπάρχει (ἡ Κεφαλή τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας). Μίαν Πίστιν (ἀνόθευτον  καί ἀμόλυντον  ἀπό αἱρετικάς καί κακόδοξους διδασκαλίας) ἔχομεν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἕνα Βάπτισμα (ὀρθόδοξον χριστιανικόν) ἐλάβομεν.

 

 

Δηλαδή ο Σεβασμιότατος μας λέει ότι ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ του Μεγάλου Σαββάτου στον Τάφο του Χριστού είναι το ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ.

Η πρώτη διαφωνία στον παραπάνω ισχυρισμό προέρχεται από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο, ο οποίος σε παλιότερο άρθρο του έγραψε τα παρακάτω,

"Υφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ του αγίου φωτός που εμφανίζεται στον Πανάγιο Τάφο την ημέρα του Μ. Σαββάτου και του ακτίστου Φωτός που είδαν οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ και αξιώνονται μερικοί άγιοι να δούν κατά την διάρκεια της θεοπτίας.

Άκτιστον Φώς λέγεται η θεία Χάρη και ενέργεια, που μερικές φορές από τους κεκαθαρμένους θεάται ως φώς. Λέγεται άκτιστον –αδημιούργητον– γιατί δεν έχει αρχή, δεν έχει τροπή και δεν έχει τέλος. Διαφέρει δε σαφώς από το κτιστό φως του ηλίου, που έχει αρχή, τροπή και τέλος, και βέβαια από το κτιστό φως της δημιουργίας.

Το άγιον φως που εμφανίζεται στα Ιεροσόλυμα την ημέρα του Μ. Σαββάτου είναι αναμφιβόλως ένα θαυμαστό γεγονός, ένα θαύμα, αλλά όμως δεν είναι άκτιστο Φώς. Είναι θαύμα και αυτό φαίνεται από πολλά σημεία, ήτοι από τον τρόπο που εμφανίζεται στον Πανάγιο Τάφο, από το ότι στην αρχή η φλόγα του δεν προκαλεί καύση, και είναι γεγονός ότι παρά την φωτοπλημμύρα σε ολόκληρο τον Ναό δεν γίνονται πυρκαγιές, και ακόμη από τις συγκλονιστικές ψυχικές αλλαγές των ανθρώπων. Δεν είναι όμως άκτιστο με την έννοια που γράψαμε πιο πάνω. Γιατί κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά το άκτιστο Φώς, όπως το είδαν οι Μαθητές στο όρος Θαβώρ, είναι απρόσιτο στίς αισθήσεις που δεν έχουν μετασκευασθή από το Άγιον Πνεύμα. Η λάμψη του ακτίστου Φωτός υπερβαίνει την λάμψη του ηλίου, γι’ αυτό “καί τοις πλησιοχώροις ουκ επεφάνη καίτοι λάμψαν υπέρ τον ήλιον”. Ενώ είναι απρόσιτο στις αμεταμόρφωτες αισθήσεις, εν τούτοις είναι αληθινόν, υποστατικόν. Το άκτιστον Φώς είναι και νοητόν και υπέρ νούν, από την άποψη ότι εγγίνεται στον νού του ανθρώπου με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος “κατά απόπαυσιν πάσης νοεράς ενεργείας”, όχι βέβαια απόπαυση της λογικής ενεργείας.

Στην ορθόδοξη θεολογία λέμε ότι άλλο είναι το άκτιστο Φώς και άλλο τα αποτελέσματα του ακτίστου Φωτός, καθώς επίσης η άκτιστη ενέργεια του Θεού μεταδίδεται δια κτιστών στοιχείων. Για παράδειγμα η άκτιστη Χάρη του Θεού αγιάζει το νερό της κολυμβήθρας, και δι’ αυτού δεχόμαστε τον αγιασμό, αλλά όμως το νερό παραμένει κτιστό. Το ίδιο συμβαίνει και με το λάδι του Ευχελαίου καί, βεβαίως, με το φως του Παναγίου Τάφου. Επομένως, το άγιοφως που εμφανίζεται στον Πανάγιο Τάφο το Μ. Σάββατο είναι ένα θαυματουργικό γεγονός, είναι ενέργημα της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά δεν είναι το άκτιστο – θείο Φώς του Θαβώρ και της Αναστάσεως.»

Η Εκκλησία πέρα από τον Αναστάντα Χριστό, τον Οποίον δέχεται ως «το άχρονον φως (το οποίον) εκ τάφου σωματικώς πάσιν επέλαμψεν» (Ι. Δαμασκηνός) δεν γνωρίζει κανένα άλλο ειδικότερα φως, που μάλιστα να κατέρχεται θαυματουργικώς άνωθεν, να το παίρνουν στις λαμπάδες τους οι πάντες, να το φωτογραφίζουν και να το βιντεοσκοπούν!... Για ένα τέτοιο φως ούτε νύξη δεν κάνουν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιω. Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης, M. Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μάξιμος Ομολογητής, Ι. Δαμασκηνός, Μ. Φώτιος, Συμεών Θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά.).

                Ειδικότερα, για ό,τι λέμε «άγιον φως» πρέπει να διακρίνουμε δυο έννοιες που περιέχει η ονομασία. Η μια έννοια αφορά:

                α/ το κατά κυριολεξίαν άγιον φως, που δεν είναι φυσικό (αλλά υπερφυσικό στην υπόσταση και θείο) και ως εκ τούτου άκτιστο και

                β/ το φως που είναι στην ουσία του φυσικό και γίνεται κατά χάριν άγιο και ως εκ τούτου κτιστό.

Το άκτιστο φως αποτελεί ενέργεια του Θεού και γίνεται αισθητό μόνο σε ελάχιστους που έχουν τις προϋποθέσεις. Το κτιστό φως είναι φυσικό φως, το οποίον ανάβεται από ανθρώπους σε λαμπάδες και που καθίσταται φως άγιο, αφού αγιασθεί, είτε από τον ιερό χώρο του ναού (όπως οι εικόνες), είτε από σχετική ευχή του ιερέα (όπως το φως της Αναστάσεως, το νερό του Αγιασμού, το λάδι του Ευχελαίου, του αγίου Μύρου κ.λπ.) και φυσικά γίνεται αισθητό και δεκτικό από όλους. 

Το πρώτο, το άκτιστο, το άυλο και ουράνιο φως εμφανίζεται μόνο σε ιερά και καταξιωμένα πρόσωπα, τα οποία αποδείχτηκαν τέτοια με την όλη βιωτή και πνευματική προετοιμασία τους. Ως εκ τούτου είναι πολύ εγωιστικά ανθρωποκεντρική, επιπόλαιη και αθεολόγητη η πρακτική εκείνων που νομίζουν, ότι αυτό το θείο φως έρχεται ορισμένη μέρα και ώρα σε ένα πανίερο χώρο γίνεται αισθητό από όλους αδιακρίτως, δικαίους και αδίκους, αμαρτωλούς και εξαγνισμένους, πιστούς ή απίστους, αδιάφορους τουρίστες, παντοειδείς περίεργους, Ορθόδοξους και ετερόδοξους, είρωνες της Πίστης και φανατικούς αλλόθρησκους! Σαν να είναι δηλαδή, κάτι που έρχεται να εντυπωσιάσει και έτσι να επιβάλλει, θέλουμε δεν θέλουμε την Πίστη, άσχετα βέβαια και αδιάφορα από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου κι’ από το, ηθικά, δεκτικό του περιεχόμενο. Τότε όμως ποια αξία θα είχε αυτή η αναγκαστική Πίστη που θα είχαμε όλοι μας; Θα οδηγούσε όχι βέβαια σε ευσέβεια, αλλά σε -υποτιμητική, της χριστιανικής προσωπικότητας- αποδοχή εκείνου που, χωρίς τη θέλησή μας, μας επιβλήθηκε άνωθεν ως προαποφασισμένη μοίρα μας!

Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι τελείως αντίθετη με την άκριτη θέαση του ακτίστου φωτός. Τούτο το φως δεν είναι για τα μάτια του οιουδήποτε, αλλά για τα μάτια τα προετοιμασμένα για τη θέασή του και απαιτεί προϋποθέσεις: ακλόνητη και ελευθερόβουλη εμπιστοσύνη στο Θεό, αγώνας για εξαγνισμό, στόχευση αγιότητας του βίου, καθημερινά έμπρακτη βίωση της ανιδιοτελούς αγάπης και ό,τι γενικεύει η Γραφή στην έννοια «καθαρότητα της καρδίας». Είναι φως υπερφυσικό, έλλαμψη άκτιστης ενέργειας του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άξιο να τη δεχτεί, «την του φωτός θέαν ορατήν τοις Χριστοειδέσιν» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης). Εξ άλλου μόνον «οι καθαροί τη καρδία όψονται» του ακτίστου φωτός, «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως. Χριστόν εξαστράπτοντα…» (Ι. Δαμασκηνός). Αλλά και ο Γρηγόριος Παλαμάς επεξηγεί, ότι πρόκειται για «απλανή φωτοφάνεια» που έρχεται ως δώρο «τοις φωτιζομένοις θείως» και αλλαχού: «τοις θεοειδέσι μόνοις γενομένοις καθοράται». Αλλά και ο Γρηγόριος Θεολόγος είναι κατηγορηματικός: «ολίγοις όσον εστίν θεωρούμενον. οίμαι δε ουδέ ολίγοις». Δηλ. ούτε ολίγοι είναι άξιοι της θέας του ακτίστου φωτός, ει μη μόνον ελάχιστοι !

Σε συνέντευξή του ο μητροπολίτης Πέτρας Κορνήλιος, τοποτηρητής του πατριαρχείου Ιεροσολύμων στη θέση του Πατριάρχη Ειρηναίου, σε συνέντευξή του σε ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι στις 11-4-2001, στην εκπομπή Γκρίζες Ζώνες δήλωσε, ότι το θαύμα είναι ο καθαγιασμός του φυσικού φωτός, που προέρχεται από την ακοίμητη κανδήλα, που υπάρχει ήδη εντός του Ιερού Κουβουκλίου.

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καλοκύρης, στο βιβλίο του Το Αρχιτεκτονικό Συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός, ερμηνεύοντας την ευχή που διαβάζει ο Πατριάρχης, γράφει ότι «πουθενά δεν γίνεται λόγος (ούτε καν υπαινιγμός) περί «άνωθεν κατερχόμενου αΰλου Φωτός» κατά τη στιγμή εκείνη, αλλά νοείται μόνο φως φυσικό, που ανάβεται στην ανάμνηση του Αναστάντος Χριστού» και ότι το άγιο φως είναι απλώς «το ιερό σύμβολο του «ανεσπέρου Φωτός» Χριστού, το Άγιο Φως, το νέο Φως της Αναστάσεως».

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου