Χωρεπισκόπου Μαξίμου (Νοβάκοβιτς)
Στην πραγματικότητα της Επαρχίας Ράσκας-Πριζρένης καί Κοσσόβου-Μετοχίας μας στην εξορία, στις καινούργιες άτυχες περιστάσεις στη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, η διακοπή της λειτουργικής και γραφειοκρατικής κοινωνίας σύμφωνα με τον κανόνα ΙΕ΄ της ΑΒʹ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, αφορά τον Πατριάρχη Ειρηναίο και όλους τους επισκόπους που, παραμένοντας στην υπακοή στον Πατριάρχη, σιωπηλά ή δραστήρια υποστηρίζουν την αιρετική ομολογία της θρησκείας του και την δραστηριότητα σύμφωνα με αυτή την αίρεση.
Εδώ σημειώνουμε τα εξής: την Εκκλησία ως θεανθρώπινο οργανισμό δεν μπορούμε να εξισώσουμε με την ανθρώπινη ή μαθηματική λογική, η οποία μπορεί στην τωρινή περίσταση να μας πάει σε δύο επικίνδυνες ακρότητες. Σήμερα χρειάζεται η βαθιά αιτιολογία σύμφωνα με την ουσία και το πνεύμα ολόκληρης της αποστολική-αγιοπατερικής παραδόσεως, δηλαδή σύμφωνα με την ουσιαστική έννοια των Ιερών Δογμάτων και Ιερών Κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μια ακρότητα είναι η έλλειψη της ευθύνης για το ενέχυρο της ορθοδοξίας και ολόκληρης της αγιοπατερικής παραδόσεως που έχουμε λάβει, και η αδιαφορία προς την αιρετική ομολογία και την πράξη του Πατριάρχη Ειρηναίου και των άλλων επισκόπων οικουμενιστών – δηλαδή, η παραμονή στην ψεύτικη υπακοή στον Πατριάρχη Ειρηναίο και τέτοιους επισκόπους για χάρη της ψεύτικης ειρήνης και απατηλής ενότητας στην Εκκλησία. Η άποψη αυτή είναι το αποτέλεσμα κυρίως της επιπόλαιης και λαογραφικής θρησκείας, προσήλωσης για τα κοσμικά αγαθά, έλλειψης της αληθινής, βαθιάς, ορθόδοξης ευσέβειας και ορθόδοξης συνείδησης.
Η άλλη ακρότητα, όμως, είναι η άποψη ότι, εξαιτίας της αποστασίας των προκαθημένων της Τοπικής Σέρβικης Εκκλησίας από την ορθοδοξία, ολόκληρη η Τοπική Εκκλησία μας έχει πέσει στην αίρεση. Ως εκ τούτου, η κάθε επαρχία είναι αιρετική, ο κάθε πιστός που πάει στους ναούς όπου άμεσα ή έμμεσα μνημονεύεται ο Πατριάρχης Ειρηναίος είναι ο ίδιος πραγματικά αιρετικός, ακόμη και αυτοί οι πιστοί είναι αιρετικοί οι οποίοι δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον οικουμενισμό.
Και οι δύο αυτές οι ακρότητες μας οδηγούν στην παρέκκλιση και στο βάραθρο. Οι Άγιοι Πατέρες, όμως, μας διδάσκουν για το μέσο, βασιλικό δρόμο που στους Ιουδαίους είναι σκάνδαλο, αφετέρου στα έθνη μωρία. Για αυτό το λόγο, ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος, επειδή είναι το σκάνδαλο για αυτούς που διατηρούν μόνο την εξωτερική λειτουργική ενότητα στην Εκκλησία για χάρη της κοσμικής ειρήνης, και η μωρία είναι για αυτούς που είναι γεμάτοι ζήλο όχι με βάση τη θεανθρώπινη, αλλά ανθρώπινη λογική. Ως εκ τούτου, πρέπει να επαναλάβουμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου ότι κι εμείς έχουμε το νου του Χριστού (Α’Κορ. 2, 16).
Λοιπόν, ο μέσος δρόμος σε αυτή την κατάσταση θα είναι να μη μνημονεύεται ο Πατριάρχης Ειρηναίος και οι επίσκοποι οικουμενιστές, να διακόπτεται η λειτουργική και γραφειοκρατική κοινωνία με αυτούς, αλλά να μην θεωρούμε ότι, εξαιτίας της αίρεσης αυτών, ολόκληρη η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία έπεσε στην αίρεση και έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Επομένως, δεν είναι καλό να απορρίψουμε αυτούς που πάνε σ’ άλλους ναούς της Σέρβικης Ορθόδοξης Εκκλησίας, εξαιτίας της έλλειψης της ευσεβείας, έλλειψης της ενημερότητας πόσο είναι επικίνδυνη η αίρεση που διαβρώνει τη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, έλλειψης του ζήλου για αντίσταση σ’ αυτή την αίρεση. Σχετικά με αυτά τα μέλη της Εκκλησίας πρέπει, με τη σύνεση, έχοντας αναγνωρίσει τις αφορμές γιατί αυτοί πάνε στους ναούς όπου οι οικουμενιστές εξυπηρετούν, να τους ανοίξουμε τους ορίζοντες της ορθοδοξίας και να αυξήσουμε το επίπεδο της ορθόδοξης τους συνείδησης για την ανάγκη της ανοικτής μάχης και αντίστασης στους ποιμένες, οι οποίοι αλλάζουν την ορθοδοξία και παράδοση. Αυτό πρέπει να κάνουμε αποκλειστικά με τα επιχειρήματα, με τα ευσεβή παραδείγματα και με τις προσευχές για αυτούς. Η κάθε άλλη προσέγγιση δεν ανήκει στους αληθινούς μαχητές για την ορθοδοξία, αλλά στους παθιασμένους, οργισμένους ανθρώπους, οι οποίοι κρύβουν τις δικές τους αδυναμίες οργής και θυμού με το πρόσχημα ζήλου για τη διατήρηση της ορθοδοξίας. Τέτοιοι ξεχνάνε τα αποστολικά λόγια ότι η οργή του ανθρώπου δεν εργάζεται τη δικαιοσύνη του Θεού (Ιακ. 1, 20).
Μάλιστα, εμείς οι κληρικοί δεν μπορούμε να διατηρούμε την κοινωνία με τους κληρικούς οικουμενιστές από τη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία (και από τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες), επειδή σ` αυτούς “δόθηκε περισσότερο“, και επομένως, από αυτούς αναμένουμε περισσότερο. Από αυτούς αναμένουμε τη λεγόμενη διακοπή της λειτουργικής και γραφειοκρατικής κοινωνίας με τον Πατράρχη Ειρηναίο και με τους άλλους επισκόπους οικουμενιστές, μέχρι τη μετάνοια τους (λόγω της αίρεσης τους), δηλαδή μέχρι την απόλυτη απόρριψη της αίρεσης από την πλευρά τους, και όλα αυτά σύμφωνα με τον κανόνα ΙΕ΄ της ΑΒʹ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως.
Το κανονικό θεμέλιο και η εγκυρότητα της ύπαρξης της Επαρχίας Ράσκας-Πριζρένης και Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία έξω από την περιοχή της
Η Επαρχία μας, με επικεφαλής τον Επίσκοπο Αρτέμιο, διώχθηκε από την κανονική της περιοχή. Το πλήθος των πιστών, ανήσυχων για τη διατήρηση της ορθοδοξίας στη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, μας υποστήριξε. Γνωρίζοντας ότι ο κάθε τόπος της γης είναι το μέρος της εκκλησιαστικής περιοχής κάποιας επαρχίας, είτε στη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία είτε σε κάποια άλλη, προέρχεται αμέσως το πρόβλημα του εκκλησιαστικού δικαίου. Όμως, αυτό είναι το πρόβλημα μόνο του επίσημο-νομικού χαρακτήρα, δηλαδή εάν θα βλέπαμε αυτό νόμιμα και στενά, χωρίς τα ευρύτερα συμφραζόμενα των Ιερών Κανόνων και σημερινών δύσκολων περιστάσεων στις οποίες βρίσκεται η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, πληγωμένη από την οικουμενιστική αίρεση. Την ερώτηση αυτή και το πρόβλημα αυτό του εκκλησιαστικού δικαίου είχε και, διωγμένη από το αθεϊστικό κομμουνιστικό καθεστώς, η Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας, την οποίαν οι μισητές κατηγορούσαν ότι αυτή δεν έχει το δικαίωμα να λειτουργεί και να υπάρχει στις εκκλησιαστικές περιοχές των άλλων Εκκλησιών ή επαρχιών. Η ιστορία αποδεικνύει ότι η Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας (γνωστή για την ευλάβεια της προς την Αγία Παράδοση), δεν έδινε καμία προσοχή σε τέτοιο “επιχείρημα“ των κατηγόρων και διωκτών της, επειδή η πράξη της δικαιολογήθηκε από τους Ιερούς Κανόνες.
Πρώτα απ’ όλα, έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι η πιθανότητα της εφαρμογής και ο απαραίτητος χαρακτήρας των Ιερών Κανόνων υπάρχει μόνο κατά τη διάρκεια των συνηθισμένων περιστάσεων στην Εκκλησία, ενώ κατά τη διάρκεια των εκτάκτων περιστάσεων ο κανονικός φορμαλισμός μπορεί να μας οδηγεί στο δογματικό σχετικισμό, δηλαδή στην προδοσία της ορθοδοξίας. Επίσης, έχουμε αναφέρει προηγουμένως και την παρόμοια εμπειρία της Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας, η οποία βασίζεται στον κανόνα ΛΘ’ της Πενθέκτης Οικουμενικής Σύνοδου (691). Ο κανόνας αυτός αναφέρεται στον κανόνα ΛΖ´ της αναφερόμενης Συνόδου και παρουσιάζει την εφαρμογή του λεγόμενου κανόνα. Εδώ διαβάζουμε για τον κυπριακό Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, ο όποιος, εξαιτίας της εισβολής των Αράβων στο τέλος του 7ου αιώνα, με όλους τους κληρικούς και το λαό μεταφέρθηκε από την Κύπρο στον Ελλήσποντο στη Μικρή Ασία, με την υποστήριξη και βοήθεια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (685-695). Οι συνοδικοί Πατέρες, εμπνευσμένοι απ` το Άγιο Πνεύμα, αποφάσισαν για αυτό το θέμα τα εξής: ο Αρχιεπισκοπός Ιωάννης θα συνεχίσει να διατηρεί όλα τα εκκλησιαστικά του δικαιώματα μαζί με τους επισκόπους του και με το λαό στη νέα περιοχή όπου βρέθηκαν, η νέα έδρα του Αρχιεπισκόπου θα είναι η Ιουστινιανούπολη, ο Αρχιεπίσκοπος όχι μόνο θα κυβερνήσει πάνω από τους επισκόπους και το λαό του, αλλά ο τοπικός Μητροπολίτης στην Κύζικο πρέπει να είναι υπάκουος μαζί με τους κληρικούς του στον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη. Η νέα εποικισμένη περιοχή απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, και δόθηκε στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου (η αυτοκεφαλία της οποίας αναγνωρίστηκε στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο). Μετά την εξαφάνιση του κινδύνου και επιστροφή του κυπριακού Αρχιεπισκόπου και του λαού του στην Κύπρο, στην Κύζικο ο Μητροπολίτης διορίστηκε πάλι από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως.
Αυτό επιβεβαιώνει την γενική αρχή του κανονικού δικαίου που πολλές φορές έχουμε αναφέρει προηγουμένως και την οποία γνώριζαν και εφάρμοζαν οι Άγιοι Συνοδικοί Πατέρες – οι κανόνες απολύτως ισχύουν μόνο εάν η Εκκλησία βρίσκεται εντός των συνηθισμένων περιστάσεων, ενώ εντός των εκτάκτων περιστάσεων η οικονομία όχι μόνο επιτρέπεται, όπως βλέπουμε σε αυτό το παράδειγμα, αλλά η οικονομία αυτή εγκρίθηκε και εφαρμόστηκε σε μια από τις Οικουμενικές Συνόδους. Για αυτό το προηγούμενο στην ιστορία της Εκκλησίας ξέρουν και ο Πατριάρχης Ειρηναίος και οι άλλοι επίσκοποι οικουμενιστές. Για αυτό γράφει και ο συνταξιούχος επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς,[13] με τη σημειώση ότι σ` αυτόν τον κανόνα η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία βάσισε την άποψη της εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν η Εκκλησία μας αποδέχτηκε στη Σερβία τους ρωσικούς πρόσφυγες το 1921, με επικεφαλής το Μητροπολίτη Αντώνιο Χραποβίτσκι (1863-1936), και αναγνώρισε το δικαίωμα των επισκόπων τους να λειτουργούν, συναθροιστούν και να διαχειριστούν το ποίμνιο τους. Αν και ο κανόνας αυτός είναι γνωστός σ` αυτούς από την άμεση εμπειρία και εφαρμογή στην ιστορία της Τοπικής μας Εκκλησίας, οι οικουμενιστές με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ειρηναίο παραβλέπουν τον κανόνα αυτόν και την εμπειρία αυτή του Οικουμενικού και του Σέρβικου Πατριαρχίου, ενώ συμπεριφέρονται σαν να είναι όλα καλά στη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, ακόμη και στο Κοσσυφοπέδιο. Παραβλέπουν αυτόν τον κανόνα και μας κατηγορούν εξαιτίας της παραβίασης των κανόνων όταν λειτουργούμε έξω από τα κανονικά σύνορα της Επαρχίας μας, ακριβώς επειδή, στην περίπτωση μας, οι ίδιοι αυτοί είναι οι διώκτες μας, του Επισκόπου Αρτεμίου και του ποιμνίου του, με τη βοήθεια των σύγχρονων αλβανικών βαρβάρων και τρομοκρατών. Στο διωγμό του Επισκόπου Αρτεμίου με την αξιοσημείωτη οργή και με τη ρητορική μίσους (οι οποίες είναι ακατάλληλες για το χριστιανικό πνεύμα), πάρα πολύ δραστήρια συμμετέχει ο αναφερόμενος Επίσκοπος Αθανάσιος. Αυτός, στη δική του εξήγηση του αναφερόμενου κανόνα με τον έπαινο σχολίαζε την φιλοξενία που η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία πρόσφερε στους ρώσικους πρόσφυγες, αλλά δεν αναγνωρίζει την εφαρμογή του ίδιου του κανόνα στο διωγμένο Επίσκοπο Αρτέμιο και στο ποίμνιο του και κατηγορεί τον Επίσκοπο Αρτέμιο ως σχισματικό. Αυτό δείχνει ότι, με την άποψη του εκκλησιαστικού δικαίου, το ουσιαστικό πρόβλημα της ύπαρξης της Επαρχίας Ράσκας-Πριζρένης καί Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτή, διωγμένη από τη δική της περιοχή λειτουργεί και ζει έξω από τα κανονικά της σύνορα (στην κανονική περιοχή άλλων επαρχιών), αλλά στο γεγονός ότι ο Πατριάρχης της Σέρβικης Ορθόδοξης Εκκλησίας Ειρηναίος αποξενώθηκε από την ορθοδοξία, και αντί να είναι καλός πατέρας και οικοδεσπότης (η αξίωμα του τον υποχρεώνει να το κάνει αυτό), ο ίδιος αυτός, μαζί με τους αλβανικούς βαρβάρους, διώχνει μη χριστιανικά τον Επίσκοπο Αρτέμιο και το ποίμνιό του, χυδαία δηλώνοντας: ό,τι κρεμιέται, ας πέσει. Βέβαια, δεν είναι λογικό και πραγματικό να αναμένουμε από το διώκτη να αποδέχεται αυτούς, σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο, τους οποίους έδιωξε με παραβίαση του εκκλησιαστικού δικαίου. Στην έλλειψη του ορθοδόξου πατριάρχη, τα υποδείγματα μας, με την ευλογία των οποίων η Επαρχία μας υπάρχει και λειτουργεί έξω από τα δικά της σύνορα είναι οι Άγιοι Πατέρες, συγκεκλιμένοι στις Οικουμενικές Συνοδούς με τον κύριο στόχο – η διατήρηση της ορθοδοξίας. Η ευλογία τους και ο κοινός μας στόχος ασφαλίζουν την κανονική, εκκλησιαστική-νομική νομιμότητα του σημερινού τρόπου της ύπαρξης και λειτουργίας της Επαρχίας μας. Γνωρίζοντας ότι ο στόχος ολόκληρης της μάχης του Επισκόπου Αρτεμίου και του ποιμνίου του είναι η διατήρηση των Ιερών Ορθοδόξων Δογμάτων, η διατήρηση του κανονικού συστήματος βασισμένου σ` αυτά τα Δόγματα, και ταυτόχρονα η διατήρηση της Σέρβικης Ορθόδοξης Εκκλησίας, και γνωρίζοντας το γεγονός ότι δεν μπορούμε να αναμένουμε την ευλογία για τη λειτουργία και ύπαρξη μας έξω από τη δική μας περιοχή από το μην ορθόδοξο Πατριάρχη Ειρηναίο που μας έδιωξε ο ίδιος. Επομένως, σε αυτή την επιβεβλημένη, ανώμαλη, έκτακτη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Εκκλησία μας, η Επαρχία Ράσκας-Πριζρένης καί Κοσσόβου-Μετοχίας στην εξορία με την ευλογία του Θεού επεκτείνεται παντού, όπου είναι οι κληρικοί της και ο λαός της, οι οποίοι ομολογούν την ορθοδοξία και παλεύουν για τη διατήρησή της.
Ο σκοπός της διατήρησης των Ιερών Ορθοδόξων Δογμάτων και των Ιερών Κανόνων, όπως και όλων των άλλων που οι Άγιοι Πατέρες έχουν χαράξει στην Ιερά Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποτελείται από τη διατήρηση της ορθοδοξίας ως ιδεολογικής, φιλοσοφικής, και δογματικής βάσης (ουσίας) της ίδιας της Εκκλησίας του Θεού. Μόνο η διατήρηση της αδιάφθορης θρησκείας της Εκκλησίας του Θεού επιτρέπει να εκπληρωθεί η κύρια χριστολογική Της αποστολή – η πραγματοποίηση της κοινωνίας του Θεού και των ανθρώπων σ` αυτή την Ίδια, δηλαδή η σωτηρία και θέωση του ανθρώπινου γένους. Εμείς, παραμένοντας πιστοί σε τέτοιο σκοπό της Εκκλησίας, παραμένουμε πιστοί στο Χριστό και στην ίδια την Εκκλησία.
Σημειώσεις
Η οικουμενιστική δέσμευση του, ο πατριάρχης Ειρηναίος άρχισε να δηλώνει ήδη ως Επίσκοπος του Νις και αυτό λίγο πριν από τη δική του επιλογή για τον Πατριάρχη (στις αμφίβολες περιστάσεις και με την παρέμβαση του προηγούμενου “δημοκρατικού“ καθεστώτος του Μπόρις Τάντιτς). Βεβαίως, αυτός ο νέος προσανατολισμός του δεν ήταν τυχαίος. Επειδή μέχρι τότε, αυτός παρουσιαζόταν ως αντίπαλος των μεταρρυθμίσεων και των καινοτομιών στην Εκκλησία, και τώρα έγινε απαραίτητο για να βρει συμπάθειες στους ισχυρούς παγκοσμιστές πολιτικούς στη Σερβία και ευρύτερα, αλλά και από τους οικουμενιστικούς αξιωματούχους στην Εκκλησία. Σύμφωνα με τις νοερές ικανότητες του – ο άθλιος, ξαφνικός, άναρθρος και αναγκαστικός οικουμενιστικός προσανατολισμός του θεμελιώθηκε κυρίως στην άδοξη και, για το σερβικό λαό, επώδυνη πρόσκληση του προς τον αιρετικό πάπα να επισκεφτεί τη Σερβία. Μετά την επιλογή του για τον Πατριάρχη το 2010, επιβεβαίωσε την οικουμενιστική δραστηριότητα του σε μια συνέντευξη με τα λόγια: εγώ είμαι οικουμενιστής και ειρηνιστής. Αυτή η συνέντευξη ποτέ δεν διαψεύστηκε, ούτε γραπτά ούτε προφορικά. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το 2010 ο Πατριάρχης συμμετείχε στη γκλάμουρ ρωμαιοκαθολική παρέλαση στη Βιέννη, λίγο μετά χωρίς κάθε λογική και χωρίς κάθε εκκλησιαστική συνείδηση άναψε το κερί στην ιουδαϊκή συναγωγή στο Βελιγράδι. Μόνο αυτές κάποιες πράξεις και δηλώσεις του, οι οποίες είναι χωρίς κάθε λογική, τον έκανε ανάξιο για το αξίωμα το οποίο αυτός παρουσιάζει. Δεν έχουμε καιρό και το χώρο να γράφουμε εδώ για κάθε οικουμενιστική δραστηριότητα και το αιρετικό σκάνδαλο αυτού του ανθρώπου. Μόνο αυτό που αναφέραμε παραπάνω είναι περισσότερο από όσο χρειάζεται για να διακόψουμε τη λειτουργική και γραφειοκρατική κοινωνία με τους ανεύθυνους και μην ορθόδοξους ψεύτικους ποιμένες, όπως απαιτούν οι Ιεροί Κανόνες.
[13] Δείτε: Свештени канони Цркве, превод са грчког (и коментари) умировљени еп. Атанасије бивши херцеговачки, Београд, 2005, σ. 162.
Βελιγράδι, 13. 11. 2014.
(μετέφρασε στα ελληνικά ο Μάρκο Πεϊκοβιτς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου