Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό γεγονός και κανένα έγκλημα πιο απάνθρωπο, απ’ αυτό που ο Θεάνθρωπος Χριστός έζησε και υπέφερε πάνω στο Γολγοθά, και που κάθε χρόνο οι Χριστιανοί γιορτάζουμε τη Μεγάλην Εβδομάδα. Κ’ είναι το μέγεθος του εγκλήματος των ανθρώπων τόσο που μόνο μια θεϊκή καρδιά θα μπορούσε να το συγχωρέσει, και να ψιθυρίσει: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Όμως, αυτό το «οὐ γὰρ οἴδασι», δεν αφορά μόνο τους σταυρωτές του Χριστού· γιατί δεν το είπε μόνο γι’ αυτούς. Το είπε για όλους τους σταυρωτές του, – όλων των εποχών και όλων των καιρών, ως τη συντέλεια των αιώνων.
Ας πλησιάσουμε, όμως, λίγο πιο κοντά το θέμα και το κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδος, για να το γνωρίσουμε καλύτερα -όσο, βεβαίως, τα στενά και ειδικά πλαίσια αυτής της ομιλίας το επιτρέπουν.- Και πριν μπούμε στο θέμα της υμνογραφίας της Μεγάλης Εβδομάδος, θα ήθελα να θυμηθούμε τη γνώμη του ιερού Χρυσοστόμου για το περίεργο αυτό όνομα. Γιατί, βέβαια, το μέγεθος της Εβδομάδος δεν είναι υλικό ή χρονικό, αλλά πνευματικό. Δεν την ονομάζουμε έτσι γιατί έχει περισσότερες ημέρες, αλλά γιατί «μεγάλα ἡμῖν γέγονεν ἐν αὐτῇ παρὰ τοῦ Δεσπότου κατορθώματα. Καὶ γὰρ ἐν αὐτῇ τῇ ἑβδομάδι τῇ Μεγάλῃ, ἡ χρονία τοῦ διαβόλου κατελύθη τυραννίς· ὁ θάνατος ἐσβέσθη· ὁ ἰσχυρὸς ἐδέθη· τὰ σκεύη αὐτοῦ διηρπάγη· ἁμαρτία ἀνηρέθη· ἡ κατάρα κατελύθη· ὁ Παράδεισος ἀνεώχθη· ὁ οὐρανὸς βάσιμος γέγονεν· ἄνθρωποι ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν· τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ ἤρθη· τὸ θριγγίον περιηρέθη· ὁ τῆς εἰρήνης Θεὸς εἰρηνοποίησε τὰ ἄνω καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· διὰ τοῦτο Μεγάλη καλεῖται Ἑβδομάς».
***
Πρέπει να εξηγήσουμε εδώ, ότι όλη η ποίηση του Χριστιανισμού και όλη η δόξα της Ορθοδοξίας μας, έχουν την πηγή τους σ’ αυτή τη Μεγάλην Εβδομάδα και την ποίησή της. Η ποίησή της μπαίνει στη ζωή μας από αδιόρατες χαραμάδες και σκισμές, που οι φιλόλογοι, οι βυζαντινολόγοι, οι σχολαστικοί θεολόγοι και οι άλλοι δάσκαλοι δυσκολεύονται να τις βρουν ή να τις ερμηνεύσουν. Από τα μικρά τα παιδικά μας χρόνια μέχρι τα βαθιά γηρατειά μας, αυτή η Εβδομάδα μας κρατάει συντροφιά με τον πόνο της, με τα δάκρυά της, με την πίκρα και τη λύπη της, αλλά και με τη χαρά και την ευφροσύνη -που ακολουθεί- της Αναστάσεως. Εδώ βρίσκεται, σεμνότατα ντυμένη το ποιητικό της ένδυμα, η μεγαλύτερη φιλοσοφία της ζωής, που η αγία Εκκλησία μας τη δίνει με τον πιο ωραίο, τον πιο απλό και κατανυκτικό τρόπο την Μεγάλην Εβδομάδα. Και είναι αλήθεια, ότι αυτή τη φιλοσοφία, που δεν είναι άλλη από την υψηλή θεολογία του Σταυρού, δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να την προσεγγίσει και να την κατανοήσει έξω από τον εκκλησιαστικό περίβολο, έξω από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας. Γιατί έξω από την Εκκλησία, ο Σταυρός και η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών γίνεται επίκαιρη επιφυλλιδογραφία ή λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ή κινηματογράφος, γίνεται ίσως σοβαρή διάλεξη ή στοχαστικό άρθρο, γίνεται μ’ ένα λόγο μια ευκαιρία για να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητές του, μ’ έναν -οποιονδήποτε- τρόπο, επάνω σ’ ένα θέμα ιερό. Μα, μόνο μέσα από την ποίηση των ιερών Ακολουθιών και τη βίωση της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μας, μπορεί ο άνθρωπος να πλησιάσει προσωπικά και να φτάσει στην εξαίσια κορυφή της πνευματικής φιλοσοφίας και στη δόξα της Αναστάσεως, ανεβαίνοντας πρώτα τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά και περνώντας πνευματικά μέσα από την αγωνία της Σταυρώσεως.
***
Χωρίς κίνδυνο υπερβολής, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το ποιητικότερο απ’ όλα τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας είναι το Τριώδιο. Αν μάλιστα θυμηθούμε και την παλιά διαίρεσή του, πρέπει να τονίσουμε το «Κατανυκτικό Τριώδιο», που τελειώνει το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, για να δώσει τη θέση του στο «Τριώδιο των ρόδων», δηλαδή στο Πεντηκοστάριο. Καρδιά πάλι αυτού του κατανυκτικού Τριωδίου είναι οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος, όπου το μεγάλο θέμα δίνει φτερά, λες, στους υμνογράφους για να μας ξεκολλήσουν από τα γήινα, και να μας πάρουν κ’ εμάς μαζί τους, στον άσπιλο κόσμο των εμπνεύσεών τους, και να μας ντύσουν την πορφύρα του πνεύματος, ωραϊσμένη και βαμμένη απ’ το αίμα του Εσταυρωμένου. Εδώ όταν εισέλθει κανείς πνευματικά προετοιμασμένος, είναι σα να εισέρχεται στα Άγια των Αγίων της υμνογραφίας. Αφήνουμε σιγά-σιγά τα λόγια των ανθρώπων, περνούμε στους αγγελικούς και χερουβικούς ύμνους και νιώθουμε τη θεία ηδονή και γλυκύτητα που έχουν τα λόγια του Θεού. Μπορούμε να ψιθυρίσουμε μαζί με το Δαβίδ: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου»!
***
Ποιητικά η Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει με το «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται» το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, και τελειώνει με το «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτείᾳ» του Μεγάλου Σαββάτου. Αυτό το τελευταίο τροπάρι του κατανυκτικού Τριωδίου, που ψάλλουμε στη θέση του Χερουβικού του Μεγάλου Σαββάτου, είναι το αποκορύφωμα της χαρμολύπης, του πένθους και της χαράς αντάμα, σ’ ένα τέλειο συνταίριασμα. Είναι το τροπάρι του θριάμβου, μα που το μεγαλείο του είναι πνευματικό και γιορτάζεται μέσα στη ζεστή κι άσπιλην ατμόσφαιρα της σιωπής. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι τούτο το τροπάρι που αρχίζει με τους στίχους:
Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία
καὶ στήτω μετὰ φόβου και τρόμου
καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…,
είναι η καλύτερη εισαγωγή στο πνευματικό κ’ εσωτερικό κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδος. Δεν είναι ο θρήνος ο αβάσταχτος και ο απαρηγόρητος κοπετός, μα η λύπη η συγκρατημένη κ’ η ευλαβική σιωπή, που πρέπει να ’χουμε για να γιορτάσουμε πιο ορθόδοξα το μέγα μυστήριο του Σταυρού και των θείων Παθών.
Ιδού, πώς το αποδίδει στη σημερινή γλώσσα, τούτο το έξοχο ποίημα ένας σύγχρονος λογοτέχνης:
Πάψε ανθρώπινη ψυχή,
σάρκα θνητή, φθαρτή, χαμένη.
μακρυά απ’ τον κόσμο που δεμένη σε κρατεί.
Γύρνα με φόβο και με τρόμο τώρα μοναχή,
μακρυά απ’ τον κόσμο που δεμένη σε κρατεί.
Πάψε ανθρώπινη ψυχή·
μπροστά -με τρόμο- στο μυστήριο στάσου,
κλίνε το γόνυ, κάμε προσευχή.
Ο ουρανός γέρνει στη γη
τηνε φιλεί, εδώ σιμά σου!
Ο Κύριος των Κυρίων προχωρεί,
γίνεται σφάγιο, το αίμα του βρύση.
Όποιος πεινά και δεν μπορεί -να η τροφή.
κι όποιος διψάει -ας πιει, κι ας γονατίσει.
Ας γονατίσει στον ουράνιο βασιλιά μπροστά
κι ας τρέξουν δάκρυα απ’ τα μάτια του λαός.
Στα χερουβίμ, που τον προπέμπουν σιωπηλά,
μπορεί κι αυτός να μπει, -κι ας ψάλει απαλά:
«Ἀλληλούϊα, ὁ Θεός»!
***
Στον όρθρο και στον εσπερινό της Μεγάλης Εβδομάδος διαβάζονται, (εκτός από το τροπάριο της Κασιανής και το «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», που όλος ο κόσμος σχεδόν γνωρίζει), ένα πλήθος τροπαρίων, καθισμάτων, στιχηρών, αντιφώνων και άλλων ποιημάτων, που αποτελούν μια κλίμακα νοητή προς το ύψος του Σταυρού. Αν εξαιρέσει κανείς τον άγιο Κοσμά, που εδημιούργησε τους αριστουργηματικούς κανόνες και τα διώδια ή τριώδια της Μεγάλης Εβδομάδος (σε παρένθεση, θα πρέπει να προσθέσουμε τη συμπλήρωση που έγινε στο τετραώδιο του Μεγ. Σαββάτου από τον Μάρκο, επίσκοπον Ιδρούντος πάνω στους ειρμούς, -κατά την άγραφη παράδοση- της Κασιανής), σ’ όλα τ’ άλλα ποιητικά κείμενα των Ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος έχουμε μια μεγάλη ποικιλία μέτρων και ρυθμών και ήχων. Αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε μπροστά μας πολλούς υμνογράφους, αλλά και στο ότι τα επί μέρους στοιχεία αυτής της μεγάλης συνθέσεως, που είναι η υμνογραφική Μεγαλοβδομάδα, έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και διάφορη πηγήν εμπνεύσεως. Αυτό μας δείχνεται πιο ανάγλυφα στα στιχηρά που έγραψε ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων. Όμως, παρ’ όλη τη διαφορά των ποιητών, των πηγών εμπνεύσεως, των ρυθμών, των μέτρων, των ήχων και των χρονικών αποστάσεων, η όλη ποιητική εικόνα είναι τόσον αρμονική, που θαρρεί κανείς πως είναι έργο ενιαίο ενός μεγάλου υμνογράφου της Ορθοδοξίας. Εδώ, αληθεύει ο λόγος εκείνος, πως ο μέγας ποιητής είναι η πάντιμη Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου χωνεύονται και εναρμονίζονται και συναρμόζονται και δένονται ακατάλυτα όλες οι ψηφίδες των ποιητών που αγάπησαν το Χριστό και την Εκκλησία του, κ’ εμελώδησαν με θεία μέθη και έρωτα τους εξαίσιους ύμνους τους, δημιουργώντας έτσι τον πάντερπνον ουρανό της υμνογραφίας μας, όπου το κάθε τροπάρι είναι κ’ ένα έκπαγλο αστέρι, με φως γλυκό και κατανυκτικό για κάθε ορθόδοξη ψυχή.
***
Αν ήθελε κανείς να ιδεί τα επί μέρους θέματα, που εμπνέουν τους υμνογράφους της μεγαλοβδομάδας, θα ’πρεπε να ξεφυλλίσει το Τριώδιο το κατανυκτικό, και να σταθεί στο συναξάρι της κάθε ημέρας. Τη Μεγάλη Δευτέρα π.χ., έχουμε δυο γεγονότα: τη νίκη και σωτηρία του σώφρονος και παγκάλου Ιωσήφ, και τη συκιά που την καταράστηκε ο Χριστός να ξηραθεί. Αυτά τα πρόσωπα ή γεγονότα πλέκονται απ’ τους υμνογράφους με το μεγάλο θέμα του θείου πάθους. Όμως, εδώ πρέπει να εξάρουμε το γεγονός, ότι η παράδοση τόσων αιώνων που έχουν αυτά τα κείμενα, η ποιητική τους αξία και η άρρηκτη σχέση τους με την βυζαντινή μουσική, τους οπλίζει με μια δύναμη που τίποτε δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Πάρτε τα ίδια λόγια, μεταφρασμένα από ένα σύγχρονο, ή λεγόμενα ή ερμηνευόμενα από έναν μέτριον ιεροκήρυκα της εποχής μας και θα ιδήτε πόσο κοινότοπα και ανυπόφορα κουραστικά θα σας φανούν. Όμως, τ’ ακούμε πάντοτε με μια ηδονή σχεδόν θα ’λεγα, και μια μεγάλη εσωτερικήν ικανοποίηση, ανεξήγητη για τους πολλούς, όταν ψάλλονται στην εκκλησία: δίχως να μας ενοχλεί ο διδακτισμός τους, δίχως να μας πειράζει ο έλεγχος που μας απευθύνουν, δίχως να μας κουράζει η αυτομεμψία, στην οποία μας υποχρεώνουν να προστρέξουμε:
Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος…
Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις,
συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν
καὶ νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς…
Τη Μεγάλη Τρίτη έχουμε την παραβολή των Δέκα Παρθένων. Τη Μεγάλη Τετάρτη «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν». Εδώ οι ποιηταί έχουν έναν πλούτο παραλληλισμών και αντιθέσεων, που δεν μπορούμε να ιδούμε, δυστυχώς, στη σύντομη αυτή αναδρομή. Στις πιο πολλές βρίσκουμε την πόρνη και τον Ιούδα:
Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον
τότε ὁ μαθητής, συνεφώνει τοῖς παρανόμοις·
ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον,
ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον·
αὕτη τὸν δεσπότην ἐπεγίνωσκεν,
οὗτος τοῦ δεσπότου ἐχωρίζετο·
αὕτη ἠλευθεροῦτο, καὶ ὁ Ἰούδας
δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ.
Δεινὸν ἡ ῥᾳθυμία! Μεγάλη ἡ μετάνοια!
Ἥν μοι δώρησαι, σωτήρ,
ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Σε άλλες βρίσκουμε μαζί με την πόρνη και τον εαυτό μας, που ψάλλει ή ακούει το Ρωμανό το Μελωδό:
Ὑπὲρ τὴν πόρνην, ἀγαθέ, ἀνομήσας
δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα·
ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοί,
πόθῳ ἀσπαζόμενος τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν ὡς δεσπότης, παράσχῃς…
***
Όμως, η ώρα δεν μας παίρνει ούτε καν ν’ αναφερθούμε στ’ Αντίφωνα και τα Στιχηρά της Μεγάλης Πέμπτης και τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, γιατί τούτο θα ήταν μια προχειρολογία και βιασύνη ασυγχώρητη. Εκεί που ο θείος κι ο ανθρώπινος πόνο φτάνουν στο πιο δραματικό τους αποκορύφωμα, δεν χωρεί άγγισμα βέβηλης προχειρότητος. Θα πάμε στην εκκλησία και θα ζήσουμε, συμμετέχοντας το κατά δύναμη ο καθένας μας, ψάλλοντας ή ακούοντας τους ύμνους του Κοσμά και του Θεοδώρου Στουδίτη, όπως και των άλλων ασματογράφων, που προβάλλουν στην ποίησή τους τόσον ανάγλυφο το δράμα και την υπέρτατη θυσία του Γολγοθά.
Σήμερα, ωστόσο θα ιδούμε το τροπάρι της Κασιανής. Το προσφέρουμε σε μια πνευματικά πιστή μετάφραση, δίχως εκζητήσεις ή ακρότητες ύφους ή γλώσσας. Κι αυτό, γιατί δεν το παίρνουμε μόνο σαν ένα ποιητικόν αριστούργημα, αλλά κυρίως σαν μια γνήσια προσευχή που μπορεί να την απευθύνει ο καθένας μας στον Κύριο της δόξης και του πάθους, με δάκρυα στα μάτια και στης καρδιάς τα βάθη.
Κύριε,
η γυναίκα που ξεστράτισε απ’ το δρόμο σου
και σε πολλές έπεσε αμαρτίες,
μόλις κατάλαβε πως βρίσκεται κοντά της
ο Κύριος των πάντων, η αγάπη, ο Θεός,
όλα τα πούλησε για ν’ αγοράσει μύρα
πολύτιμα, κι ως άλλη μυροφόρα,
τρέχει με στεναγμούς και δάκρυα,
και λίγο πριν απ’ τον ενταφιασμό
τα μύρα της αγάπης της σου φέρνει.
Στενάζει η αμαρτωλή: «Αλλοίμονό μου,
που έχω μέσα μου νύχτα ολοσκότεινη,
και το μόνο που αναδεύει μέσα στο πηχτό
σκοτάδι μου, είναι ο οίστρος της ακολασίας
και ο έρωτας της αμαρτίας ο παντοτεινός,
που κάνουν τη ζωή μου σα μια ζοφερή
νύχτα, δίχως φεγγάρι. Αλλά εσύ, ω Κύριε μου,
δέξου τα δάκρυα που τρέχουν βρύσες απ’ τα μάτια μου.
Εσύ, που κάνεις το θαλασσινό νερό να γίνεται
σύννεφο, κ’ ύστερ’ απαλά στη γη πάλι να πέφτει.
Σκύψε και άκουσε τους βαρυοστεναγμούς
της πονεμένης μου καρδιάς, Εσύ,
που εχαμήλωσες τους ουρανούς
με την ανέκφραστή σου ενανθρώπηση.
Κύριε, άφησέ με να καταφιλήσω και να λούσω
τ’ άχραντα πόδια σου στα δάκρυα μου, κ’ ύστερα
να τα σφουγγίσω με της κεφαλής μου τα μαλλιά.
Άφες με να καταφιλήσω αυτά τα πόδια,
που όταν κάποιο δειλινό η Εύα
άκουσε μέσα στον Παράδεισο τα βήματά τους,
έτρεξε να κρυφτεί από το φόβο της.
Ω, Κύριε, είμαι πολύ αμαρτωλή! Μα, όπως
κανένας δεν μπορεί τα πλήθη
των αμαρτιών μου να μετρήσει,
έτσι κανένας να μετρήσει δεν μπορεί και τις αβύσσους
της δικαιοκρισίας και της αγάπης,
με τις οποίες σώζεις τις ψυχές μας, ω Σωτήρα και Θεέ μου.
Μην παραβλέψεις και περιφρονήσεις τώρα πια τη δούλη σου,
που μετανόησε και να τη σπλαχνιστείς Σε ικετεύει,
Εσένα, που η βαθειά ευσπλαχνία είσαι, η απροσμέτρητη.
Πάσχος Β. Παντελής, Η δρόσος του πνεύματος: Πρόσωπα και κείμενα ορθοδόξου πνευματικότητος, Αστήρ, Αθήνα, 1972.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου